Σε αυτήν τη σελίδα οι όροι «τράπεζα» και «πιστωτικό ίδρυμα» χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι.
Εντός της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, η ΕΚΤ είναι η αρμόδια αρχή για τη χορήγηση αδειών στις τράπεζες. Αυτό καλύπτει:
Κατάλογος εποπτευόμενων τραπεζών
Όταν λαμβάνει αποφάσεις για τη χορήγηση αδειών, η ΕΚΤ εφαρμόζει το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων της ΕΑΤ και, όπου κρίνεται αναγκαίο, την εθνική νομοθεσία.
Ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων της ΕΑΤ
Οι εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο: για παράδειγμα, λειτουργούν ως αρχικοί αποδέκτες των αιτήσεων χορήγησης αδειών, ως μέλη των μεικτών εποπτικών ομάδων (ΜΕΟ) για τις σημαντικές τράπεζες και ως άμεσοι επόπτες των λιγότερο σημαντικών τραπεζών. Η ΕΚΤ συνεργάζεται με το προσωπικό των ΕΑΑ προκειμένου να διασφαλίσει μια συνεπή προσέγγιση ως προς τη χορήγηση αδειών στις διάφορες χώρες και υψηλά πρότυπα όσον αφορά τα βασικά θέματα λειτουργίας και πολιτικής σε αυτόν τον τομέα. Οι εποπτικές προσδοκίες καθορίζονται σε δημόσιους οδηγούς.
Κατάλογος εντύπων αίτησης για τις διαδικασίες χορήγησης αδειών ανά χώρα
Η διαδικασία αδειοδότησης θεμελιώνει την εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα επειδή διασφαλίζει ότι οι τράπεζες είναι ικανές να λειτουργήσουν. Επιπλέον, η αδειοδότηση διασφαλίζει ότι μόνο εύρωστες τράπεζες που συμμορφώνονται με όλες τις νομικές απαιτήσεις μπορούν να εισέλθουν στην αγορά. Ωστόσο, η αδειοδότηση δεν θα πρέπει να εμποδίζει τον ανταγωνισμό, τη χρηματοπιστωτική καινοτομία ή την τεχνολογική πρόοδο.
Όταν η ΕΚΤ, σε συνεργασία με την αρμόδια εθνική εποπτική αρχή, αξιολογεί αίτηση αδειοδότησης τράπεζας, εξετάζει τέσσερις κύριους τομείς:
Οι εξεταζόμενοι τομείς είναι οι ίδιοι για όλες τις τράπεζες, είτε έχουν περισσότερο παραδοσιακό επιχειρηματικό μοντέλο είτε έχουν μοντέλο χρηματοοικονομικής τεχνολογίας.
Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί συνήθως από την υποβολή πλήρους αίτησης αδειοδότησης από την αιτούσα οντότητα μέχρι τη λήψη απόφασης είναι έξι έως δώδεκα μήνες. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία η απόφαση πρέπει να ληφθεί εντός 12 μηνών. Κάποιες προθεσμίες που προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες είναι συντομότερες.
* κατά περίπτωση
** ή απόρριψη από την εθνική εποπτική αρχή
Η ΕΚΤ πρέπει να εγκρίνει την απόκτηση συμμετοχής σε υπάρχον ίδρυμα αν αυτή η συμμετοχή εκλαμβάνεται ως «ειδική συμμετοχή», δηλαδή αν ο αγοραστής φθάνει ένα από τα σχετικά όρια των 10%, 20%, 30% ή 50% ή αν η εν λόγω συμμετοχή του δίνει τη δυνατότητα να ασκεί σημαντική επίδραση. Σκοπός της διαδικασίας έγκρισης είναι να διασφαλίζεται ότι μόνο κατάλληλοι μέτοχοι εισέρχονται στο τραπεζικό σύστημα, διαφυλάσσοντας έτσι την ομαλή λειτουργία του.
Εποπτεία: Ο λόγος στους ειδικούς. Τι σημαίνει «ειδική συμμετοχή»;
Τα κριτήρια που εξετάζει η ΕΚΤ σε συνεργασία με την αντίστοιχη εθνική εποπτική αρχή είναι τα εξής:
Η έγκριση της απόκτησης ειδικής συμμετοχής ή η διατύπωση αντίρρησης σε αυτήν πρέπει να πραγματοποιείται εντός 60 εργάσιμων ημερών, με μέγιστη παράταση μέχρι και τις 90 εργάσιμες ημέρες.
* κατά περίπτωση
** ή ανώτερα διοικητικά στελέχη, αν έχουν εξουσιοδότηση
Τόσο η ΕΚΤ όσο και η αντίστοιχη εθνική εποπτική αρχή έχουν, σε ορισμένες περιπτώσεις, το δικαίωμα να κινήσουν διαδικασία ανάκλησης άδειας λειτουργίας τράπεζας. Η άδεια μπορεί να ανακληθεί όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα παύει τις δραστηριότητές του ή όταν δεν πληροί πλέον τις εφαρμοστέες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας.
Το χρονοδιάγραμμα εξαρτάται από τις περιστάσεις της υπόθεσης: για παράδειγμα, κατά πόσον είναι απαραίτητη η εκκαθάριση των δραστηριοτήτων ή αν το πιστωτικό ίδρυμα έχει παύσει τις δραστηριότητές του.
Διαδικασία ανάκλησης κινούμενη από την ΕΚΤ
* κατά περίπτωση
Διαδικασία ανάκλησης κινούμενη από την εθνική εποπτική αρχή
* συχνά κατόπιν αιτήματος της τράπεζας
** κατά περίπτωση
*** ή ανώτερα διοικητικά στελέχη, αν έχουν εξουσιοδότηση
Το διοικητικό όργανο ενός πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να είναι κατάλληλο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του και η σύνθεσή του πρέπει να συμβάλλει στην αποτελεσματική διοίκηση και την ισορροπημένη λήψη αποφάσεων. Η διασφάλιση της καταλληλότητας των διοικητικών οργάνων των ιδρυμάτων δεν βελτιώνει μόνο την ασφάλεια και την ευρωστία του αντίστοιχου ιδρύματος, αλλά ενδυναμώνει και τον τραπεζικό τομέα στο σύνολό του, καθώς αυξάνει την εμπιστοσύνη του κοινού προς αυτούς που διαχειρίζονται τον χρηματοπιστωτικό τομέα της ζώνης του ευρώ.
Η ΕΚΤ εξετάζει πέντε κριτήρια κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας:
Όταν οι διορισμοί εντάσσονται στο πλαίσιο διαδικασίας αδειοδότησης ή απόκτησης ειδικής συμμετοχής, η αξιολόγηση της καταλληλότητας αποτελεί μέρος της ευρύτερης αξιολόγησης για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ή την απόκτηση ειδικής συμμετοχής.
Εφαρμόζονται οι προθεσμίες που προβλέπονται στην αντίστοιχη εθνική νομοθεσία.
* ή ανώτερα διοικητικά στελέχη, εφόσον έχουν εξουσιοδότηση