Αδειοδοτήσεις
Σε αυτήν τη σελίδα οι όροι «τράπεζα» και «πιστωτικό ίδρυμα» χρησιμοποιούνται ως ταυτόσημοι.
Στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, η ΕΚΤ είναι η αρμόδια αρχή για τη χορήγηση εποπτικών εγκρίσεων σε τράπεζες.
Στην παρούσα σελίδα καλύπτουμε τα ακόλουθα θέματα:
Επιπροσθέτως, διενεργούμε αξιολογήσεις καταλληλότητας με τις οποίες εξετάζουμε κατά πόσον τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας εποπτευόμενης οντότητας είναι κατάλληλα για τα καθήκοντά τους. Αυτές οι αξιολογήσεις διενεργούνται όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα λαμβάνει για πρώτη φορά έγκριση να ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και όταν μεταβάλλεται η σύνθεση των διοικητικών οργάνων.
Περισσότερες πληροφορίες για τις αξιολογήσεις καταλληλότητας θα βρείτε στην ειδική ιστοσελίδα: Αξιολογήσεις καταλληλότητας
Όταν λαμβάνει αποφάσεις για αδειοδοτήσεις, η ΕΚΤ εφαρμόζει το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων της ΕΑΤ και, όπου κρίνεται αναγκαίο, την εθνική νομοθεσία.
Ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων της ΕΑΤΟι εθνικές εποπτικές αρχές διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτές τις διαδικασίες εποπτικών εγκρίσεων: αποτελούν το σημείο εισόδου για την πλειονότητα των σχετικών αιτήσεων και συνεργάζονται στενά με την ΕΚΤ για την αξιολόγησή τους. Η ΕΚΤ συνεργάζεται επίσης με τις εθνικές εποπτικές αρχές για να διασφαλίσει μια συνεπή προσέγγιση και υψηλά πρότυπα σε όλες τις χώρες. Οι εποπτικές προσδοκίες καθορίζονται σε δημόσιους οδηγούς.
Χορήγηση αδειών λειτουργίας
Αδειοδοτήσεις τραπεζών
Η διαδικασία αδειοδότησης δημιουργεί εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα επειδή διασφαλίζει ότι οι τράπεζες που εισέρχονται στην αγορά είναι κατάλληλες να ασκούν δραστηριότητες: μόνο οι εύρωστες τράπεζες που συμμορφώνονται με όλες τις νομικές απαιτήσεις μπορούν να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας. Η ίδια διαδικασία και τα ίδια κριτήρια ισχύουν για όλες τις τράπεζες – για αυτές που έχουν πιο παραδοσιακά επιχειρηματικά μοντέλα και για αυτές των οποίων τα επιχειρηματικά μοντέλα βασίζονται στην τεχνολογική καινοτομία. Οι αδειοδοτήσεις δεν θα πρέπει να παρεμποδίζουν τον ανταγωνισμό ή την καινοτομία.
Αδειοδοτήσεις επιχειρήσεων επενδύσεων
Έπειτα από τη θέση σε ισχύ του νομικού πλαισίου για τις επιχειρήσεις επενδύσεων (κανονισμός και οδηγία σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων), ο ορισμός «πιστωτικό ίδρυμα» στον κανονισμό σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (capital requirements regulation – CRR) τροποποιήθηκε για να συμπεριλάβει τις επιχειρήσεις επενδύσεων που ταξινομούνται ως συστημικές. Αυτό αφορά επιχειρήσεις επενδύσεων:
- που έχουν λάβει άδεια διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή/και αναδοχής/τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης (δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι Τμήμα Α σημεία (3) και (6) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ)·
- των οποίων η συνολική αξία των στοιχείων ενεργητικού σε ατομικό επίπεδο ή σε επίπεδο ομίλου ανέρχεται σε τουλάχιστον 30 δισεκ. ευρώ (ή υπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των εποπτικών αρχών εάν η αξία αυτή είναι μικρότερη από 30 δισεκ. ευρώ).
Αυτές οι επιχειρήσεις επενδύσεων που χαρακτηρίζονται συστημικές πρέπει να υποβάλουν αίτηση για τραπεζική άδεια λειτουργίας το αργότερο την ημέρα που πληρούν τα κριτήρια. Η καταληκτική ημερομηνία για την εφαρμογή του κανονισμού σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων και για τη μεταφορά της οδηγίας σχετικά με τις επιχειρήσεις επενδύσεων στο εθνικό δίκαιο είναι η 26 Ιουνίου 2021. Από την ημερομηνία αυτή και μετά, οι επιχειρήσεις επενδύσεων μπορούν να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ως πιστωτικά ιδρύματα και να υπόκεινται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Τα ιδρύματα που χαρακτηρίζονται ως σημαντικά θα εποπτεύονται άμεσα από την ΕΚΤ, ενώ αυτά που χαρακτηρίζονται ως λιγότερο σημαντικά θα εποπτεύονται από τις εθνικές εποπτικές αρχές υπό την επίβλεψη της ΕΚΤ. Στο πλαίσιο αυτής της λειτουργίας επίβλεψης, η ΕΚΤ επιδιώκει να διασφαλίσει ότι τα κοινά εποπτικά πρότυπα εφαρμόζονται με συνέπεια σε ολόκληρο το σύστημα και συνεργάζεται στενά με τις εθνικές εποπτικές αρχές για την περαιτέρω εναρμόνιση της εφαρμογής των κανόνων που διέπουν την τραπεζική εποπτεία.
Η ΕΚΤ εξετάζει τέσσερις βασικούς τομείς όταν αξιολογεί την αίτηση μιας τράπεζας για άδεια λειτουργίας.
- Ύψος, ποιότητα, προέλευση και σύνθεση του κεφαλαίου του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος και άλλες κανονιστικές απαιτήσεις.
- Πρόγραμμα δραστηριοτήτων, διαρθρωτική δομή και επιχειρηματικό σχέδιο του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος.
- Αξιολογήσεις καταλληλότητας του διοικητικού οργάνου του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος.
- Αξιολόγηση καταλληλότητας των άμεσων και έμμεσων μετόχων του αιτούντος πιστωτικού ιδρύματος.
Η ΕΚΤ αξιολογεί τις αιτήσεις σε συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές.
Συνήθως απαιτούνται έξι έως δώδεκα μήνες για τη λήψη της σχετικής απόφασης. Η νομοθεσία της ΕΕ ορίζει ότι η απόφαση πρέπει να λαμβάνεται εντός έξι μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης, αλλά όχι πάνω από 12 μήνες μετά την παραλαβή της. Στη νομοθεσία ορισμένων χωρών οι σχετικές προθεσμίες είναι συντομότερες.
* κατά περίπτωση
** ή απόρριψη από την εθνική εποπτική αρχή
Απόκτηση ειδικών συμμετοχών
Για απόκτηση ή αύξηση «ειδικής συμμετοχής» σε υφιστάμενη τράπεζα απαιτείται έγκριση από την ΕΚΤ. Μια συμμετοχή θεωρείται «ειδική» εάν αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στην τράπεζα ή καθιστά δυνατή την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος. Το εφαρμοστέο δίκαιο προβλέπει πρόσθετα κατώτατα όρια (π.χ. 20, 30 ή 50% των μετοχών ή/και των δικαιωμάτων ψήφου ή η τράπεζα καθίσταται θυγατρική). Η διαδικασία έγκρισης επιδιώκει να διασφαλίσει ότι σημαντικές συμμετοχές σε τράπεζες μπορούν να αποκτηθούν μόνο από κατάλληλους μετόχους. Αυτό συμβάλλει στη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Τα κριτήρια που αξιολογούνται από την ΕΚΤ είναι τα εξής:
- Φήμη του υποψήφιου αγοραστή.
- Καταλληλότητα των μελών που θα διοριστούν από τον προτεινόμενο αγοραστή στο διοικητικό συμβούλιο.
- Οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αγοραστή.
- Ικανότητα του ιδρύματος στόχου να συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και μετά την αγορά.
- Κατά πόσον η συναλλαγή συνδέεται με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή αυξάνει τον κίνδυνο για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Η ΕΚΤ αξιολογεί τις αιτήσεις σε συνεργασία με τις αρμόδιες εθνικές εποπτικές αρχές.
Η ειδική συμμετοχή πρέπει να εγκριθεί ή να απορριφθεί εντός 60 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί το πολύ κατά 30 εργάσιμες ημέρες, σε 90 εργάσιμες ημέρες κατ’ ανώτατο όριο. Όταν μια αίτηση ειδικής συμμετοχής συμπίπτει με έγκριση (μικτής) χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών, μπορεί να υπάρξει πρόσθετη αναστολή της περιόδου αξιολόγησης για την ειδική συμμετοχή μέχρις ότου εγκριθεί η (μικτή) χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.
* κατά περίπτωση
** ή ανώτερα διοικητικά στελέχη, αν έχουν εξουσιοδότηση
Ανάκληση αδειών λειτουργίας
Τόσο η ΕΚΤ όσο και η αντίστοιχη εθνική εποπτική αρχή έχουν το δικαίωμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, να κινήσουν διαδικασία για την ανάκληση άδειας λειτουργίας μιας τράπεζας. Η άδεια μπορεί να ανακληθεί όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα παύει τις δραστηριότητές του ή όταν δεν πληροί πλέον τις καθορισμένες απαιτήσεις.
Το δίκαιο της ΕΕ δεν προβλέπει προθεσμία για τη λήψη απόφασης. Το χρονοδιάγραμμα για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης και από τυχόν νομικές ή διαδικαστικές απαιτήσεις βάσει του εφαρμοστέου δικαίου.
Διαδικασία ανάκλησης κινούμενη από την ΕΚΤ
* κατά περίπτωση
Διαδικασία ανάκλησης κινούμενη από την εθνική εποπτική αρχή
* συχνά κατόπιν αιτήματος της τράπεζας
** κατά περίπτωση
*** ή ανώτερα διοικητικά στελέχη, αν έχουν εξουσιοδότηση
Έγκριση μητρικών (μικτών) χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών
Πολλές εποπτευόμενες τράπεζες ελέγχονται από μια μητρική εταιρεία. Είναι σημαντικό οι εποπτικές αρχές να παρακολουθούν επίσης αυτήν τη μητρική εταιρεία, ιδίως αν χαρακτηρίζεται ως χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή εταιρεία χρηματοοικονομικών συμμετοχών αυτοτελώς. Μια μητρική εταιρεία χαρακτηρίζεται ως χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εάν πάνω από το 50% του μετοχικού κεφαλαίου, των ενοποιημένων στοιχείων ενεργητικού, των εσόδων, του προσωπικού ή άλλου δείκτη που θεωρείται συναφής από την τραπεζική εποπτική αρχή συνδέεται με θυγατρικές που είναι τράπεζες ή χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία των τραπεζών που ελέγχονται από άλλη εταιρεία καθώς και η συντονισμένη επισκόπηση ολόκληρου του ομίλου (του εποπτευόμενου ομίλου).
Ως εκ τούτου, μετά την εισαγωγή της οδηγίας σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (capital requirements directive – CRD), οι μητρικές (μικτές) χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών υπόκεινται επίσης σε διαδικασία έγκρισης. Μόλις λάβει την έγκριση, η μητρική εταιρεία αναλαμβάνει την ευθύνη να διασφαλίζει τη συμμόρφωση με τις ενοποιημένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ολόκληρο τον εποπτευόμενο όμιλο. Στο παρελθόν, η θυγατρική του πιστωτικού ιδρύματος ήταν υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση. Η μητρική (μικτή) χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών μπορεί επίσης να εξαιρεθεί από την έγκριση αν πληρούνται οι σωρευτικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο και μια άλλη εταιρεία αναλαμβάνει την ευθύνη αυτή εντός του ομίλου.
Όταν η ΕΚΤ είναι η εποπτική αρχή σημαντικού τραπεζικού ομίλου, είναι αρμόδια για την έγκριση ή την εξαίρεση των εν λόγω μητρικών (μικτών) χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ΕΚΤ λαμβάνει κοινή απόφαση με άλλη αρμόδια αρχή εκτός του ΕΕΜ. Η έγκριση ή η εξαίρεση των μητρικών εταιρειών λιγότερο σημαντικών τραπεζικών ομίλων αποτελεί ευθύνη των εθνικών εποπτικών αρχών που εποπτεύουν τους ομίλους αυτούς.
Πληροφορίες σχετικά με τον ρόλο της ΕΚΤ στην έγκριση (μικτών) χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών) (μόνο στα αγγλικά)
Τα κριτήρια που πρέπει να πληροί η μητρική (μικτή) χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών για να λάβει έγκριση είναι τα ακόλουθα:
- Επαρκείς εσωτερικές ρυθμίσεις και κατανομή καθηκόντων εντός του εποπτευόμενου ομίλου που επιτρέπουν στον όμιλο να συντονίζει αποτελεσματικά όλες τις θυγατρικές, να προλαμβάνει ή να διαχειρίζεται συγκρούσεις εντός του ομίλου και να επιβάλλει τις πολιτικές σε επίπεδο ομίλου.
- Η δομή του ομίλου δεν αποτρέπει την αποτελεσματική εποπτεία των θυγατρικών τραπεζών ή της μητρικής εταιρείας. Ο ρόλος και η θέση της μητρικής εταιρείας στον εποπτευόμενο όμιλο και η συνολική μετοχική δομή αποτελούν σημαντικούς παράγοντες από την άποψη αυτή.
- Οι απαιτήσεις σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων και την καταλληλότητα και εντιμότητα των διοικητικών στελεχών πληρούνται.
Αν πληρούνται αυτά τα κριτήρια, η ΕΚΤ χορηγεί την έγκρισή της και παρακολουθεί την τήρηση των κριτηρίων σε συνεχή βάση. Αν διαπιστώσει ότι τα κριτήρια δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον, μπορεί να επιβάλει εποπτικά μέτρα στη μητρική εταιρεία για να διασφαλίσει ή να αποκαταστήσει την αποτελεσματική εποπτεία και τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις.
Η μητρική (μικτή) χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών πρέπει να πληροί όλα τα ακόλουθα κριτήρια για να λάβει εξαίρεση:
- Η βασική δραστηριότητα της μητρικής εταιρείας είναι η απόκτηση συμμετοχών.
- Η μητρική εταιρεία δεν έχει οριστεί ως οντότητα εξυγίανσης.
- Έχει οριστεί άλλη θυγατρική του εποπτευόμενου ομίλου ως υπεύθυνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης του ομίλου με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σε ενοποιημένη βάση.
- Η μητρική εταιρεία δεν λαμβάνει αποφάσεις που επηρεάζουν ολόκληρο τον εποπτευόμενο όμιλο.
- Δεν υπάρχει εμπόδιο στην αποτελεσματική εποπτεία του ομίλου.
Αξιολογούμε προσεκτικά κατά πόσον πληρούνται τα εν λόγω κριτήρια και χορηγούμε εξαιρέσεις μόνον όταν πληρούνται όλα τα ανωτέρω κριτήρια.
Αν η ΕΚΤ προτίθεται να αρνηθεί την έγκριση ή την εξαίρεση, ενημερώνει τον αιτούντα εντός τεσσάρων μηνών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης. Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ θα λάβει απόφαση εντός έξι μηνών από την παραλαβή της αίτησης.
Ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση
Όταν δύο τράπεζες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήκουν στον ίδιο όμιλο τρίτης χώρας, πρέπει να εγκαταστήσουν μία μόνο μητρική οντότητα στην ΕΕ. Η εν λόγω οντότητα ονομάζεται ενδιάμεση ενωσιακή μητρική επιχείρηση.
Αυτή η μητρική οντότητα μπορεί να είναι τράπεζα, (μικτή) χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιχείρηση επενδύσεων.
Η απαίτηση για την εγκατάσταση μίας μόνο μητρικής οντότητας στην ΕΕ αφορά ομίλους τρίτων χωρών που διαθέτουν στοιχεία ενεργητικού στην ΕΕ με αξία τουλάχιστον 40 δισεκ. ευρώ. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται τα στοιχεία ενεργητικού των υποκαταστημάτων του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ.
Η εγκατάσταση μίας μόνο μητρικής οντότητας στην ΕΕ επιτρέπει την άσκηση ενοποιημένης εποπτείας σε οντότητες που διαφορετικά θα ήταν αυτόνομες. Αυτό βοηθά τις εποπτικές αρχές να έχουν μια ξεκάθαρη εικόνα αναφορικά με τους κίνδυνους που προέρχονται από τις δραστηριότητες του ομίλου τρίτης χώρας στην ΕΕ.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με αυτό το θέμα, διαβάστε τις συνήθεις ερωτήσεις
Διαδικασίες ενιαίου διαβατηρίου
Μια τράπεζα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε χώρα του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) ενδεχομένως επιθυμεί να ασκεί εγκεκριμένες δραστηριότητες σε άλλη χώρα του ΕΟΧ. Η τράπεζα μπορεί να το κάνει αυτό είτε παρέχοντας υπηρεσίες είτε θεσπίζοντας υποκατάστημα. Με βάση το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης για δραστηριότητες που αναγνωρίζονται αμοιβαία, η τράπεζα χρειάζεται μία μόνο άδεια λειτουργίας, δηλαδή μια άδεια λειτουργίας στο κράτος στο οποίο έχει εγκατασταθεί αρχικά. Η τράπεζα πρέπει να ενημερώσει την εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής για την πρόθεσή της να παρέχει υπηρεσίες ή να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλη χώρα του ΕΟΧ, καθώς και για τυχόν άλλες μεταβολές αυτών των δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτό πρέπει να χρησιμοποιήσει τα υποδείγματα των Κανονιστικών Τεχνικών Προτύπων (Regulatory Technical Standards) και των Εκτελεστικών Τεχνικών Προτύπων (Implementing Technical Standards) της ΕΑΤ. Η τράπεζα μπορεί να χρησιμοποιήσει την πύλη IMAS για να υποβάλει αυτές τις γνωστοποιήσεις στην εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής. Η εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής ενημερώνει την εποπτική αρχή της χώρας υποδοχής για τις προγραμματισμένες δραστηριότητες της τράπεζας. Η τράπεζα μπορεί να αρχίσει να ασκεί τις νέες δραστηριότητες αφού λήξει η προθεσμία γνωστοποίησης.
ΕΑΤ: Διαδικασίες ενιαίου διαβατηρίου και εποπτεία υποκαταστημάτων (στα αγγλικά)