Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Εποπτικά μέτρα

Η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που επιβάλλονται στα πιστωτικά ιδρύματα αποτελεί βασικό παράγοντα για τη διαφύλαξη της ασφάλειας και της ευρωστίας τους καθώς και της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ΕΕ. Επομένως, η ΕΚΤ αναλαμβάνει έγκαιρη και κατάλληλη δράση αμέσως μόλις έχει λόγο να υποπτεύεται ότι μια εποπτευόμενη οντότητα δεν συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ή τις υποχρεώσεις που απορρέουν από νομοθετικές διατάξεις, κανονισμούς ή εποπτικές αποφάσεις ή ότι (είναι πιθανόν να) εμπλέκεται σε επισφαλείς ή αθέμιτες πρακτικές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την εποπτευόμενη οντότητα ή το τραπεζικό σύστημα.

Ο έγκαιρος εντοπισμός των αδυναμιών (που αποκαλούνται «ευρήματα») και τα σχετικά αιτήματα για διορθωτικές ενέργειες αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της τραπεζικής εποπτείας. Αυτό σημαίνει ότι οι εποπτικές αρχές προσδιορίζουν τις ανησυχίες τους και τις παρουσιάζουν στις τράπεζες σε αρκετά πρώιμο στάδιο προκειμένου να διασφαλίσουν την ανάληψη έγκαιρων και αποτελεσματικών διορθωτικών ενεργειών. Οι εποπτικές αρχές είναι επίσης έτοιμες να προβούν σε κλιμάκωση των ζητημάτων όταν η διαδικασία ανάληψης διορθωτικών ενεργειών δεν προχωρά με τον αναμενόμενο ρυθμό ή η σοβαρότητα των ευρημάτων καθιστά αναγκαία αυτήν την κλιμάκωση. Είναι σημαντικό η εποπτική διαδικασία και η λειτουργία λήψης διορθωτικών ενεργειών να είναι αποτελεσματικές. Είναι επίσης προς το συμφέρον των τραπεζών να συνεργάζονται με την ΕΚΤ σε αυτήν την προσπάθεια.

Για τον σκοπό αυτό, η ΕΚΤ έχει στη διάθεσή της μια ευρεία δέσμη εργαλείων που της επιτρέπουν να εκδίδει εποπτικά μέτρα και μέτρα επιβολής συμμόρφωσης ή/και να επιβάλλει αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις. Έτσι, επιτυγχάνεται η συμμόρφωση της εμπλεκόμενης τράπεζας με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και αποτρέπεται η παραβατική συμπεριφορά άλλων τραπεζών.

Σκοπός των εποπτικών μέτρων είναι να διασφαλίζεται ότι οι τράπεζες αναλαμβάνουν τις απαραίτητες ενέργειες σε πρώιμο στάδιο. Στόχος είναι να εξασφαλίζεται η ορθή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους και να αντιμετωπίζεται τυχόν μη συμμόρφωση ή ο κίνδυνος μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας. Εάν μια τράπεζα δεν συμμορφώνεται (ή τους επόμενους 12 μήνες είναι πιθανόν να μην συμμορφώνεται) με τις ισχύουσες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας ή υπάρχουν ζητήματα με τη διαχείριση των κινδύνων της ή την ικανότητά της να καλύπτει τους κινδύνους της, η ΕΚΤ μπορεί να εκδώσει μη δεσμευτικές συστάσεις, να καθορίσει προσδοκίες ή να απαιτήσει από τις τράπεζες (μεταξύ άλλων) να:

  • να υποβάλουν σχέδιο για την αποκατάσταση της συμμόρφωσης με τις εποπτικές απαιτήσεις·
  • να υποβάλουν πρόσθετες ή συχνότερες αναφορές·
  • να ενισχύσουν τις ρυθμίσεις, τις διεργασίες και τις στρατηγικές τους·
  • να επιβάλουν όρια στις μεταβλητές αποδοχές·
  • να χρησιμοποιήσουν τα καθαρά κέρδη τους για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων·
  • να μειώσουν τον κίνδυνο που ενέχουν ορισμένες δραστηριότητες, προϊόντα και συστήματα·
  • να συμμορφωθούν με τους περιορισμούς ή τις απαγορεύσεις της ΕΚΤ όσον αφορά τη διανομή κερδών σε μετόχους ή κατόχους πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1·
  • να διακρατήσουν επιπρόσθετα ίδια κεφάλαια·
  • να θέσουν περιορισμούς ή όρια στην επιχειρηματική δραστηριότητα, στις λειτουργίες ή στο δίκτυο τους, ή να ζητήσουν την αφαίρεση δραστηριοτήτων που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο για την ευρωστία τους·
  • να επιβεβαιώσουν εκ νέου την καταλληλότητα των μελών του διοικητικού οργάνου. 

Περισσότερες λεπτομέρειες για ορισμένα από αυτά τα μέτρα διατίθενται στην οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Directive – CRD), όπως έχει μεταφερθεί σε δεσμευτικά εθνικά νομοθετήματα και στο άρθρο 16 του κανονισμού ΕΕΜ.

Η ένταση όλων αυτών των εργαλείων ποικίλλει και η επιλογή του σωστού εργαλείου για κάθε περίσταση επαφίεται στην εποπτική κρίση και εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες. Κατά κανόνα, η ΕΚΤ επιδιώκει να εκπληρώσει την εντολή της μέσω του εποπτικού διαλόγου και συνεργάζεται με τις τράπεζες για τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση αδυναμιών πριν τεθεί η ασφάλεια και η ευρωστία τους σε κίνδυνο. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις η σοβαρότητα των ευρημάτων υποχρεώνει την ΕΚΤ να προσφύγει από την αρχή στην ανάληψη παρεμβατικών εποπτικών ενεργειών. Σε άλλες περιπτώσεις, οι τράπεζες μπορεί να μην αντιδράσουν όπως πρέπει στα μέτρα που λήφθηκαν αρχικά, με αποτέλεσμα η ΕΚΤ να αυξήσει τον βαθμό παρεμβατικότητάς της, λαμβάνοντας περαιτέρω μέτρα για όσο διάστημα το ζήτημα παραμένει σε εκκρεμότητα. Το πλαίσιο κλιμάκωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ μπορεί να παρουσιαστεί συνοπτικά ως εξής (επισημαίνεται ότι τα παραδείγματα δεν καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις και παρόλο που το τόξο δείχνει τον αυξημένο βαθμό παρεμβατικότητας, οι εποπτικές αρχές μπορούν να μετακινούνται μεταξύ των διάφορων σταδίων).

Πλαίσιο κλιμάκωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ

Το πλαίσιο κλιμάκωσης που εφαρμόζει η ΕΚΤ μπορεί να παρουσιαστεί συνοπτικά ως εξής (επισημαίνεται ότι τα παραδείγματα δεν καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις και παρόλο που το τόξο δείχνει τον αυξημένο βαθμό παρεμβατικότητας, οι εποπτικές αρχές μπορούν να μετακινούνται μεταξύ των διάφορων σταδίων). Οι εποπτικές αρχές χρησιμοποιούν όλο το εύρος των εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους και προβαίνουν σε κλιμάκωση κατά περίπτωση, επιδιώκοντας την έγκαιρη επίλυση των ευρημάτων.

Δεν υπάρχει αυτόματη αλληλουχία των βημάτων – χρησιμοποιείται η εποπτική κρίση για να καθοριστεί το σωστό βήμα ανάλογα με τη σοβαρότητα των ευρημάτων. Για κάθε στοιχείο που παρουσιάζεται εδώ υπάρχουν εναλλακτικά εργαλεία με διαφορετικά επίπεδα έντασης και παρεμβατικότητας, ανάλογα με τη φύση και τη σοβαρότητα των ευρημάτων.

Αξιολόγηση

Εντοπίζονται και αξιολογούνται οι αδυναμίες και τα αίτια, ζητούνται πληροφορίες και ελέγχονται οι τράπεζες.

Εποπτικός διάλογος

Εποπτικός διάλογος με τις τράπεζες για να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτό επίσης αποκαλείται άσκηση πίεσης.

Γραπτές μη δεσμευτικές συστάσεις ή προσδοκίες

Διορθωτική ενέργεια που αναμένεται από την τράπεζα (π.χ. σχέδιο δράσης που εκπονεί η τράπεζα).

Δεσμευτικές συστάσεις ή περιορισμοί

Απαιτείται διορθωτική ενέργεια από συγκεκριμένη τράπεζα ή χρησιμοποιούνται πιο περιοριστικά εργαλεία (π.χ. κεφαλαιακές προσαυξήσεις, ενίσχυση διεργασιών, επαναξιολογήσεις καταλληλότητας – αυτά μπορούν να συνδυαστούν με διαφορετικά μέτρα αν κριθεί απαραίτητο).

Μέτρα επιβολής συμμόρφωσης ή κυρώσεις

Υποχρεώνεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας (π.χ. επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών) ή τιμωρείται η απουσία συμμόρφωσης με κυρώσεις για να αποτραπεί μελλοντική παραβατική συμπεριφορά.

Τα διαθέσιμα μέτρα (που δεν είναι εξαντλητικά) μπορούν να χρησιμοποιηθούν παράλληλα ή το ένα μετά το άλλο αλλά χωρίς αυτόματη αλληλουχία, δηλαδή ένα ή περισσότερα από τα βήματα του πλαισίου κλιμάκωσης μπορούν να παρακαμφθούν αν κριθεί απαραίτητο λόγω της σοβαρότητας των ευρημάτων ή λόγω της (μη ικανοποιητικής) προόδου της διαδικασίας ανάληψης διορθωτικών ενεργειών. Συνήθως, καθώς προχωρά η κλιμάκωση περιορίζεται η δέσμη των διαθέσιμων εργαλείων. Για παράδειγμα, ενώ η ΕΚΤ μπορεί αρχικά να χρησιμοποιήσει σύσταση καλώντας την τράπεζα να εκπονήσει σχέδιο δράσης για να αντιμετωπίσει ορισμένες αδυναμίες, κάποιες πτυχές αυτού του σχεδίου ή άλλα συγκεκριμένα μέτρα μπορεί να καταστούν εκτελεστά με την επιβολή δεσμευτικών απαιτήσεων αν ο προηγούμενος διάλογος ήταν ανεπιτυχής. Δεδομένου ότι η χρήση του πλαισίου κλιμάκωσης στηρίζεται στην εποπτική κρίση και εξαρτάται από τις συγκεκριμένες συνθήκες, το αίτημα για κατάρτιση σχεδίου δράσης μπορεί από την αρχή να επιβληθεί ως δεσμευτική απαίτηση, με ή χωρίς απαραίτητα προσδιορισμό του περιεχομένου του. Σε άλλες περιπτώσεις, η σοβαρότητα των ευρημάτων ή η συμπεριφορά της τράπεζας μπορεί να αιτιολογεί την άμεση εφαρμογή μέτρων επιβολής συμμόρφωσης ή την επιβολή κυρώσεων, παράλληλα με τη χρήση εποπτικών μέτρων.

Όταν οι εποπτικές αρχές κινούνται εντός του πλαισίου κλιμάκωσης ακολουθώντας τα διάφορα βήματα, λαμβάνουν επίσης υπόψη τους ένα σύνολο αρχών που διασφαλίζει τον αποτελεσματικό προσδιορισμό, την έκδοση και τη διόρθωση των ευρημάτων καθώς και των μέτρων (όπως επεξηγείται σε αυτήν την ομιλία του Αντιπροέδρου). Συγκεκριμένα, όταν εντοπίζονται ζητήματα σε μια τράπεζα:

  • οι εποπτικές αρχές ξεκινούν εντοπίζοντας τα βαθύτερα αίτια αυτών των ζητημάτων, το οποίο τους επιτρέπει να καθορίζουν τα ευρήματά τους με βάση αυτά τα αίτια αντί απλώς να αντιμετωπίζουν τις συνέπειές τους,

  • οι εποπτικές αρχές χρησιμοποιούν την αρχή της αναλογικότητας για να ιεραρχήσουν τον τομέα ενδιαφέροντος τους και να προσαρμόσουν τον βαθμό της εποπτικής έντασης στη σοβαρότητα των ζητημάτων και στις περιστάσεις που τα περιβάλλουν,
  • οι εποπτικές αρχές διαμορφώνουν τις εποπτικές ενέργειές τους με σαφή σκοπούμενα αποτελέσματα και κοινοποιούν τις προσδοκίες τους στις τράπεζες, εξασφαλίζοντας ότι οι τράπεζες γνωρίζουν τι αναμένεται από αυτές και μέχρι πότε,
  • αφού κοινοποιηθούν τα μέτρα, οι εποπτικές αρχές παρακολουθούν την εφαρμογή τους και επαληθεύουν τον βαθμό δέσμευσης των τραπεζών σε ό,τι αφορά την ανάληψη περαιτέρω ενεργειών και διόρθωση αυτών των ζητημάτων εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας – σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, συνηθίζεται ο τακτικός διάλογος με τις τράπεζες, που τείνει να είναι πιο συχνός για ζητήματα μεγαλύτερης σοβαρότητας,
  • όταν οι τράπεζες δεν αντιμετωπίζουν τα ζητήματα με τον αναμενόμενο ρυθμό και επομένως δεν συμμορφώνονται πλήρως με τις εποπτικές προσδοκίες, οι εποπτικές αρχές είναι έτοιμες να προβούν σε κλιμάκωση και να λάβουν αυστηρότερα μέτρα για να επιτύχουν την ανάληψη έγκαιρων και αποτελεσματικών διορθωτικών ενεργειών,
  • ανάλογα με την πολυπλοκότητα των ευρημάτων, οι εποπτικές αρχές σχεδιάζουν ενδεχόμενες στρατηγικές κλιμάκωσης από την αρχή, προετοιμαζόμενες για την ανάληψη περαιτέρω ενεργειών όπου κρίνεται αναγκαίο και διασφαλίζοντας ότι υπάρχει σαφής επικοινωνία με τις τράπεζες για τις επιπτώσεις που μπορεί να υπάρξουν λόγω μη συμμόρφωσης με τα εποπτικά μέτρα. 

Διοικητική επανεξέταση

Οι αποφάσεις της ΕΚΤ που αφορούν την επιβολή εποπτικών μέτρων μπορούν να επανεξεταστούν από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης, κατόπιν αιτήματος της ενδιαφερόμενης τράπεζας.

Όλες οι σελίδες σε αυτήν την ενότητα

Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων