Απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης
Ο δείκτης μόχλευσης μιας τράπεζας υπολογίζεται ως το πηλίκο του κεφαλαίου κατηγορίας 1 της τράπεζας προς το μέτρο του συνολικού ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης, το οποίο περιλαμβάνει τα στοιχεία ενεργητικού και τα στοιχεία εκτός ισολογισμού, ανεξάρτητα από τον βαθμό κινδύνου. Καθώς λοιπόν ο δείκτης μόχλευσης δεν βασίζεται στον κίνδυνο, η απαίτηση δείκτη μόχλευσης 3% –η οποία έγινε δεσμευτική για όλες τις τράπεζες στις 28 Ιουνίου 2021– λειτουργεί ως απλός μηχανισμός ασφαλείας για τις σταθμισμένες ως προς τον κίνδυνο κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Εάν η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ εντοπίσει σε εποπτευόμενη τράπεζα ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης, η εν λόγω τράπεζα μπορεί να υπόκειται σε απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης, πέραν της απαίτησης του 3%. Αυτό έχει στόχο να αποτυπώσει τον ενδεχόμενο κίνδυνο μόχλευσης που προκύπτει από την υπερβολική χρήση παραγώγων, συναλλαγές χρηματοδότησης τίτλων, στοιχεία εκτός ισολογισμού, καθώς και από περιπτώσεις κανονιστικού αρμπιτράζ και την παροχή στήριξης με τη μορφή παρέμβασης.
Όπως η απαίτηση του Πυλώνα 2, η απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης είναι νομικά δεσμευτική, δηλαδή σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των τραπεζών μπορεί να τους επιβληθούν εποπτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων. Επιπλέον της συμμόρφωσης με την απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης, οι τράπεζες θα πρέπει να ακολουθούν τις κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης τις οποίες εκδίδει η ΕΚΤ.
Η ΕΚΤ αξιολογεί τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης μεταξύ των εποπτευόμενων τραπεζών από το 2022. Μέχρι σήμερα η ΕΚΤ δεν έχει επιβάλει απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης σε καμία τράπεζα υπό την άμεση εποπτεία της, αλλά σε κάποιες τράπεζες έχουν επιβληθεί μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα.