Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Supervisory approach and methodologies

Η προσέγγιση και οι μεθοδολογίες που χρησιμοποιεί η ΕΚΤ για την εποπτεία και την επίβλεψη των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων (ΛΣΙ) πρέπει να επιδιώκουν την επίτευξη ισορροπίας μεταξύ της εναρμόνισης και της συνεκτίμησης των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και της αναλογικότητας.

Εποπτικές προτεραιότητες

Κάθε χρόνο η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ, σε συνεργασία με τις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ), διενεργεί διεξοδική αξιολόγηση των βασικών κινδύνων και ευπαθειών που αντιμετωπίζουν τα σημαντικά ιδρύματα (ΣΙ) υπό την άμεση εποπτεία της και καθορίζει τις στρατηγικές της προτεραιότητες για την επόμενη τριετία. Αυτές οι προτεραιότητες έχουν ευθεία εφαρμογή στα ΣΙ, αλλά δίνουν και τον τόνο στις ΕΑΑ όταν εξετάζουν τις προτεραιότητές τους για την εποπτεία των ΛΣΙ που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες και την αναλογικότητα.

Αναλογικότητα στην εποπτεία και επίβλεψη των ΛΣΙ

Η αρχή της αναλογικότητας εξασφαλίζει ότι οι προσδοκίες και οι απαιτήσεις της εποπτικής αρχής αντιστοιχούν στο μέγεθος, τη συστημική σημασία και το προφίλ κινδύνου των εποπτευόμενων τραπεζών και ότι οι εποπτικοί πόροι κατανέμονται αποτελεσματικά.

Αυτό ουσιαστικά μεταφράζεται σε προσαρμογή του είδους και της έντασης της εποπτείας σε κάθε τράπεζα, λαμβανομένων υπόψη του προφίλ κινδύνου, του επιχειρηματικού μοντέλου ή του μεγέθους της χωρίς να υπονομεύεται η εποπτική θέση της. Τα γενικά μέσα και χαρακτηριστικά που αναφέρονται κατά την εξέταση της αναλογικότητας παρατίθενται στις κατευθυντήριες γραμμές που δημοσιεύει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) σχετικά με την εσωτερική διακυβέρνηση.

Ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (ΕΕΜ) ενσωματώνει με διάφορους τρόπους την αναλογικότητα στην εποπτεία και την επίβλεψη.

Το καθεστώς ταξινόμησης αποτελεί βασικό σημείο εκκίνησης για την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας. Πρώτα απ’ όλα, η διαφοροποίηση μεταξύ ΣΙ και ΛΣΙ παρέχει μια κλίμακα για την προσαρμογή της εποπτικής έντασης. Επιπλέον, παρατηρείται περαιτέρω ομαδοποίηση μεταξύ των ΛΣΙ με την εισαγωγή μικρών και μη πολύπλοκων πιστωτικών ιδρυμάτων (SNCI) βάσει του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Regulation - CRR) II, καθώς και με την ταξινόμηση των ΛΣΙ υψηλού κινδύνου και υψηλής επίδρασης, η οποία βασίζεται στη μεθοδολογία που ορίζεται στον κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ. Το καθεστώς ταξινόμησης μεταφράζει το προφίλ κινδύνου, το επιχειρηματικό μοντέλο ή το μέγεθος των τραπεζών σε περισσότερα επίπεδα εποπτικής παρακολούθησης (όσον αφορά τη συχνότητα, το πεδίο εφαρμογής και το βάθος των εποπτικών ελέγχων) και καθηκόντων, π.χ. όσον αφορά την υποβολή εποπτικών δεδομένων.  

Σύμφωνα με το πλαίσιο υποβολής εποπτικών δεδομένων, η αναλογικότητα εφαρμόζεται με τη μείωση του πεδίου εφαρμογής των χρηματοοικονομικών αναφορών για τα μικρότερα ιδρύματα, τα οποία θα ωφελούνταν από μια πιο επιλεκτική υποβολή σημείων δεδομένων από ό,τι από την πλήρη υποβολή στοιχείων. Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να ανατρέξετε στην ενότητα για την υποβολή στοιχείων.

Οι μεθοδολογίες αξιολόγησης βάσει της Διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process - SREP) αποτελούν βασικό στοιχείο του εποπτικού ελέγχου, καθώς καθορίζουν διαφορετικά επίπεδα εποπτικής έντασης και τοποθετούν τα ΛΣΙ σε διαφορετικές κατηγορίες προτεραιότητας, κυρίως ως προς τη συχνότητα και τον βαθμό λεπτομέρειας των εποπτικών αξιολογήσεων. Σε σύγκριση με τις μεθοδολογίες SREP που εφαρμόζονται στα ΣΙ, το πλαίσιο μεθοδολογίας SREP για τα ΛΣΙ περιλαμβάνει τις προσδοκίες, τα επίπεδα λεπτομέρειας της αξιολόγησης και τη συχνότητα, η ένταση των οποίων είναι γενικά μικρότερη.

Τέλος, η αναλογικότητα αντανακλάται και σε πολλές άλλες μεθοδολογίες εποπτικής αξιολόγησης, για παράδειγμα στις αξιολογήσεις της καταλληλότητας που διενεργεί η ΕΚΤ.

Ομιλία του Pentti Hakkarainen σχετικά με την αναλογικότητα στην τραπεζική εποπτεία, Βασιλεία, 9 Μαΐου 2019

Μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των SNCI

Ο CRR II εισήγαγε την έννοια του SNCI. Για να χαρακτηριστεί ένα ίδρυμα ως μικρό και μη πολύπλοκο πρέπει να πληροί τα εννέα κριτήρια που απαριθμούνται στο σχετικό άρθρο του CRR.

Μέγεθος

Δεν πρόκειται για μεγάλο ίδρυμα (δηλ. δεν είναι άλλο συστημικά σημαντικό ίδρυμα ή ένα από τα τρία σημαντικότερα ιδρύματα στη χώρα του).

Μέγεθος

Η συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού του ήταν κατά μέσο όρο μικρότερη από 5 δισεκ. ευρώ την τελευταία τετραετία.

Μέγεθος

Δεν καταρτίζει πλήρες σχέδιο ανάκαμψης ή εξυγίανσης.

Πολυπλοκότητα

Έχει μικρό χαρτοφυλάκιο συναλλαγών (δηλ. ο όγκος των δραστηριοτήτων του χαρτοφυλακίου είναι μικρότερος από 20 εκατ. ευρώ και μικρότερος από το 6% των συνολικών στοιχείων ενεργητικού).

Πολυπλοκότητα

Η αξία των παραγώγων που διακρατεί για διαπραγμάτευση είναι μικρότερη από το 2% των στοιχείων του ενεργητικού του εντός και εκτός ισολογισμού και η αξία του συνόλου των παραγώγων του είναι μικρότερη από το 5% των στοιχείων ενεργητικού του εντός και εκτός ισολογισμού.

Πολυπλοκότητα

Τα στοιχεία ενεργητικού και οι υποχρεώσεις του αφορούν δραστηριότητες με αντισυμβαλλομένους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου που υπερβαίνουν το 75% του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού και των υποχρεώσεών του.

Πολυπλοκότητα

Δεν διαθέτει εσωτερικά μοντέλα (εκτός από εκείνα που έχουν αναπτυχθεί σε επίπεδο ομίλου).

Άλλο

Δέχεται να χαρακτηριστεί ως SNCI.

Άλλο

Η οικεία ΕΑΑ δεν απορρίπτει το καθεστώς SNCI που του έχει αποδοθεί.

Εναπόκειται κυρίως στις τράπεζες να προσδιορίσουν εάν συγκαταλέγονται στα SNCI, και κατά κανόνα αυτό το κάνουν σε συνεχή βάση. Τα ΛΣΙ θα πρέπει να ενημερώνουν τις οικείες ΕΑΑ για τυχόν μεταβολή του καθεστώτος τους, δηλ. πότε αρχίζουν να χαρακτηρίζονται SNCI ή πότε δεν πληρούν πλέον όλα τα κριτήρια που ορίζονται στον CRR. Αυτό δεν εμποδίζει τις ΕΑΑ να προσδιορίζουν κατά πόσον οι τράπεζες που υπόκεινται στην εποπτεία τους θα πρέπει να θεωρούνται SNCI, σύμφωνα με τα σχετικά κριτήρια του CRR, και να κοινοποιούν το αποτέλεσμα αυτών των προσδιορισμών στις εν λόγω τράπεζες. Το καθεστώς SNCI έχει επιπτώσεις, για παράδειγμα όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές αναφορές σχετικά με τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα.

Μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό των ΛΣΙ υψηλού κινδύνου και υψηλής επίδρασης

Σε σχέση με την επίβλεψη της εποπτείας των ΛΣΙ που ασκεί η ΕΚΤ, ο κανονισμός για το πλαίσιο του ΕΕΜ ορίζει τα εξής:«Αφού λάβει ιδίως υπόψη την κατάσταση κινδύνου και τον πιθανό αντίκτυπο της οικείας λιγότερο σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας στο εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η ΕΚΤ καθορίζει γενικά κριτήρια βάσει των οποίων θα κρίνεται ποιες πληροφορίες και για ποιες εκ των λιγότερο σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων θα κοινοποιούνται.»

Η ΕΚΤ κάνει διάκριση μεταξύ ΛΣΙ υψηλής επίδρασης και ΛΣΙ υψηλού κινδύνου.

ΛΣΙ υψηλής επίδρασης

Τα ΛΣΙ ταξινομούνται ως υψηλής επίδρασης με βάση κριτήρια όπως το μέγεθος, η σπουδαιότητα για την οικονομία, οι διασυνοριακές δραστηριότητες και το επιχειρηματικό μοντέλο. Επιπλέον, τουλάχιστον τρία ΛΣΙ ανά χώρα θα πρέπει να ταξινομούνται ως υψηλής επίδρασης προκειμένου να διασφαλίζεται ελάχιστη κάλυψη, αν και είναι δυνατόν να υπάρχουν εξαιρέσεις. Ένα ΛΣΙ που θεωρείται SNCI κατά την έννοια του CRR II δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ΛΣΙ υψηλής επίδρασης εκτός εάν είναι το μεγαλύτερο ΛΣΙ σε μια επικράτεια όπου όλα τα ΛΣΙ ταξινομούνται ως SNCI.

ΛΣΙ υψηλού κινδύνου

Τα ΛΣΙ ταξινομούνται ως υψηλού κινδύνου με βάση μια αξιολόγηση κινδύνου που διενεργεί η οικεία ΕΑΑ και τη συμμόρφωσή τους προς τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τις απαιτήσεις για τη μόχλευση.

Η άσκηση προσδιορισμού των ΛΣΙ υψηλής επίδρασης διενεργείται ετησίως και το αποτέλεσμά της δημοσιεύεται στη συνέχεια. Αντιθέτως, ο κατάλογος των ΛΣΙ υψηλού κινδύνου επικαιροποιείται σε τριμηνιαία βάση, αλλά το αποτέλεσμα δεν δημοσιοποιείται.

Η ταξινόμηση δεν χρησιμοποιείται μόνο από την ΕΚΤ και τις ΕΑΑ εντός του πλαισίου κοινοποίησης, αλλά επηρεάζει επίσης την ένταση της εποπτείας, π.χ. όσον αφορά τη συχνότητα των αξιολογήσεων βάσει της SREP.

Κατάλογος ΛΣΙ υψηλής επίδρασης

Αξιολογήσεις βάσει της SREP για τα ΛΣΙ

Στόχος της SREP είναι η προαγωγή ενός ανθεκτικού τραπεζικού συστήματος και μιας ορθής παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στην οικονομία. Στο πλαίσιο της SREP αξιολογούνται συνολικά οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι κίνδυνοι των τραπεζών, ενώ υιοθετείται προσανατολισμένη προς το μέλλον στάση προκειμένου να προσδιοριστεί το ύψος κεφαλαίου που χρειάζεται κάθε τράπεζα για να καλύψει τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται.

Από το 2015 η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ συνεργάζονται για να αναπτύξουν μια κοινή μεθοδολογία SREP για τα ΛΣΙ, η οποία βασίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ για τη SREP και βασίζεται τόσο στη μεθοδολογία SREP που χρησιμοποιείται για τα ΣΙ όσο και στις ισχύουσες εθνικές μεθοδολογίες SREP.

Σκοπός της SREP για τα ΛΣΙ είναι να προωθήσει την εποπτική σύγκλιση στον τομέα των ΛΣΙ, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα ένα ελάχιστο επίπεδο εναρμόνισης και μια συνέχεια στην αξιολόγηση των ΣΙ και των ΛΣΙ. Ως αρχές άμεσης εποπτείας των ΛΣΙ, οι ΕΑΑ εξακολουθούν να είναι πλήρως αρμόδιες για τη διενέργεια των αξιολογήσεων και τη λήψη αποφάσεων σχετικά με τα κατάλληλα μέτρα που πρέπει να ληφθούν όσον αφορά τους δείκτες κεφαλαίου, ρευστότητας και ποιοτικού χαρακτήρα.

Η μεθοδολογία SREP αντανακλά την αρχή της αναλογικότητας: ορίζει τον ελάχιστο βαθμό παρακολούθησης του οικείου ΛΣΙ από έναν εποπτικό φορέα. Το επίπεδο εποπτικής παρακολούθησης εξαρτάται από την προτεραιότητα που έχει αποδοθεί σε ένα συγκεκριμένο ΛΣΙ και τη φύση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας – αυτό που αποκαλούμε υπόδειγμα ελάχιστης εποπτικής παρακολούθησης. Ως αποτέλεσμα, η SREP διαφέρει από ΛΣΙ σε ΛΣΙ, π.χ. ως προς τον βαθμό έντασης της αξιολόγησης, τις πληροφορίες που πρέπει το ΛΣΙ να αποστείλει στις εποπτικές αρχές και τις προσδοκίες των εποπτικών αρχών από το ΛΣΙ.

Από το 2018 οι ΕΑΑ έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν σε σταδιακή εκτέλεση της κοινής μεθοδολογίας SREP και να την εφαρμόσουν τουλάχιστον στα ΛΣΙ υψηλής προτεραιότητας. Ωστόσο, αυτό θα αρχίσει να εφαρμόζεται σε όλα τα ΛΣΙ το αργότερο από το 2022. Πέραν τούτου, η μεθοδολογία παρέχει στις ΕΑΑ κάποια ευελιξία, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο της SREP σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της εσωτερικής διαδικασίας αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας μιας τράπεζας, της εσωτερικής διαδικασίας αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητάς της και των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τα ΛΣΙ.

Η SREP για τα ΛΣΙ είναι μια συνεχής διαδικασία και η μεθοδολογία της θα εξακολουθήσει να εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου.

Μεθοδολογία της SREP για τα ΛΣΙ

Δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες

Τον Απρίλιο του 2017, έπειτα από δημόσια διαβούλευση, η ΕΚΤ δημοσίευσε κατευθυντήρια γραμμή και σύσταση με σκοπό την εναρμόνιση του τρόπου με τον οποίο οι εποπτικές αρχές του ΕΕΜ ασκούν τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο.

Οι ΕΑΑ κλήθηκαν να εφαρμόσουν τη σύσταση από την ημερομηνία έκδοσής της στις 4 Απριλίου 2017 και να συμμορφωθούν με την κατευθυντήρια γραμμή μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2018. Στο πλαίσιο των καθηκόντων της όσον αφορά την επίβλεψη, η ΕΚΤ παρακολουθεί την εφαρμογή από τις ΕΑΑ των δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών, όπως έχουν συμφωνηθεί.

Τον Μάρτιο του 2022 τόσο η κατευθυντήρια γραμμή όσο και η σύσταση επικαιροποιήθηκαν προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι νομοθετικές αλλαγές που είχαν θεσπιστεί μετά την αρχική δημοσίευσή τους, ιδίως με την εισαγωγή της δέσμης μέτρων για τις τράπεζες (CRR II/CRD V) που περιλαμβάνει τους αναθεωρημένους κανόνες για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Οι ΕΑΑ αναμένεται να συμμορφωθούν με την αναθεωρημένη κατευθυντήρια γραμμή από την 1η Οκτωβρίου 2022, ενώ κλήθηκαν να εφαρμόσουν την αναθεωρημένη σύσταση από την ημερομηνία έκδοσής της στις 25 Μαρτίου 2022.

Όλες οι σελίδες σε αυτήν την ενότητα

Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων