Πρόλογος της Christine Lagarde, Προέδρου της ΕΚΤ

Το 2024 ήταν ένα σημαντικό έτος, καθώς συμπληρώθηκαν 10 χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού στις 4 Νοεμβρίου 2014. Σ’ αυτή τη δεκαετή διαδρομή της η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία όχι μόνο επιβεβαίωσε ότι αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ορόσημα στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μετά την εισαγωγή του ευρώ, αλλά και ξεπέρασε τις προσδοκίες ως προς την εκπλήρωση των καθηκόντων της.
Οι τράπεζες που υπάγονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία έχουν γίνει σαφώς πιο ανθεκτικές μέσα σε αυτό το διάστημα. Παρά το γεγονός ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δοκιμάστηκε από την πανδημία COVID‑19 και την ενεργειακή κρίση που ακολούθησε, οι εποπτευόμενες οντότητες διατήρησαν ισχυρή κερδοφορία, κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα.
Το γ΄ τρίμηνο του 2024 ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET 1) και ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας διαμορφώθηκαν σε ικανοποιητικά επίπεδα, στο 15,7% και στο 158,5% αντίστοιχα. Αυτοί οι ισχυροί χρηματοοικονομικοί δείκτες επέτρεψαν στις τράπεζες να στηρίξουν αποτελεσματικά την ευρύτερη οικονομία και να συμβάλουν στην ομαλή μετάδοση της επιτοκιακής πολιτικής της ΕΚΤ.
Το 2024, με τη διαδικασία αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού να εξελίσσεται ομαλά, σημειώθηκε μια κρίσιμη μεταβολή της νομισματικής πολιτικής, καθώς η ΕΚΤ μείωσε τα επιτόκιά της και εισήλθαμε στη φάση αντιστροφής της κατεύθυνσης της πολιτικής μας. Οι τράπεζες προσάρμοσαν αποτελεσματικά τους όρους δανεισμού ώστε να αντικατοπτρίζουν αυτές τις αλλαγές. Ωστόσο, το 2024 παρουσίασε και συνεχιζόμενες προκλήσεις, καθώς το εξωτερικό περιβάλλον ήταν ευμετάβλητο και αναμένεται να παραμείνει έτσι. Το παγκόσμιο γεωπολιτικό τοπίο χαρακτηρίζεται από αστάθεια, με τον αδικαιολόγητο πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και τις επίμονες εντάσεις στο διεθνές εμπόριο. Οι παράγοντες αυτοί εξακολουθούν να δοκιμάζουν την ανθεκτικότητα των τραπεζών, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για επαγρύπνηση των εποπτικών αρχών, για την ενισχυμένη θωράκιση απέναντι στις μακροχρηματοπιστωτικές απειλές και τις γεωπολιτικές διαταραχές.
Επίσης, οι τράπεζες πρέπει να παραμείνουν ευπροσάρμοστες σε ένα περιβάλλον μετασχηματιστικών διαρθρωτικών προκλήσεων. Η κλιματική αλλαγή και ο ψηφιακός μετασχηματισμός αναδιαμορφώνουν το τραπεζικό τοπίο. Με την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη, οι φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, όπως οι δασικές πυρκαγιές και οι πλημμύρες, έχουν γίνει συχνότερες. Η ικανότητα των τραπεζών να διαχειρίζονται και να περιορίζουν τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους θα συνεχίσει να αποτελεί υψηλή προτεραιότητα για το εποπτικό έργο.
Παράλληλα, οι τεχνολογικές εξελίξεις προκαλούν ραγδαίες αλλαγές σε πολλούς κλάδους, συμπεριλαμβανομένου του τραπεζικού τομέα. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι πλέον μονόδρομος για τις τράπεζες προκειμένου να παραμείνουν ανταγωνιστικές, ωστόσο πρέπει να συνοδεύεται από ορθή διαχείριση κινδύνων και να αντιμετωπίζει ζητήματα όπως η υπερβολική εξάρτηση από παρόχους υπηρεσιών πληροφορικής και η διαρκής απειλή κυβερνοεπιθέσεων. Η ΕΚΤ σκοπεύει να εντείνει τις εποπτικές δραστηριότητές της σ’ αυτό τον τομέα το 2025, όπως επιτάσσει ο Κανονισμός DORA για την Ψηφιακή Επιχειρησιακή Ανθεκτικότητα.
Μέσα από αυτές τις προσπάθειες, αποδεικνύουμε έμπρακτα τη δέσμευσή μας να συμβάλουμε σε έναν ισχυρό και ανθεκτικό τραπεζικό τομέα προσανατολισμένο στο μέλλον, ικανό να διαχειριστεί τις προκλήσεις και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες, ώστε τελικά να στηρίξει την ευρύτερη οικονομία.
Πρόλογος της Claudia Buch, Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου

Το 2024 συμπληρώσαμε μια δεκαετία προόδου προς την ανάπτυξη ενός καλά εποπτευόμενου ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα. Τα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας δεν θα ήταν εφικτά χωρίς την εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία και την αφοσίωση των συναδέλφων στην ΕΚΤ και στις εθνικές αρμόδιες αρχές. Θα ήθελα να τους ευχαριστήσω θερμά για την εργατικότητά τους. Οι προσπάθειές τους συνέβαλαν καίρια στη διατήρηση της σταθερότητας και της ακεραιότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα.
Σήμερα, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας είναι πιο ανθεκτικός από ό,τι μία δεκαετία νωρίτερα, χάρη στην καλύτερη εποπτεία, το ενισχυμένο κανονιστικό πλαίσιο, τη βελτιωμένη διαχείριση κινδύνου στις τράπεζες και τις αποφασιστικής σημασίας παρεμβάσεις πολιτικής μετά από διαταραχές όπως η πανδημία COVID-19 και η ενεργειακή κρίση. Τα ισχυρά κανονιστικά πρότυπα και η αποτελεσματική εποπτεία βοηθούν τις τράπεζες να παραμείνουν εύρωστες και σταθερές σε ένα δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον. Εφόσον οι τράπεζες είναι ανθεκτικές και διαθέτουν επαρκή κεφαλαιακή βάση, μπορούν με τον καλύτερο τρόπο να στηρίξουν την πραγματική οικονομία και να παρέχουν χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ακόμη και σε περιόδους εντάσεων.
Η ανθεκτικότητα έχει αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία καθώς το περιβάλλον λειτουργίας των τραπεζών μεταβάλλεται. Οι μακροοικονομικοί και οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι έχουν ενταθεί, οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ο ψηφιακός μετασχηματισμός στον χρηματοπιστωτικό τομέα επηρεάζει τις συνθήκες ανταγωνισμού και οι διαρθρωτικές μεταβολές της πραγματικής οικονομίας μπορεί να επηρεάσουν την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού. Με αυτά τα δεδομένα, οι τράπεζες πρέπει να προσαρμόσουν τα πλαίσια διαχείρισης κινδύνου τους και να διασφαλίσουν την ετοιμότητά τους σε τυχόν δυσμενή σενάρια.
Παράλληλα, η εποπτεία πρέπει να είναι επικεντρωμένη στους κινδύνους και προσανατολισμένη στο μέλλον και να ανταποκρίνεται στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον − όπως αντανακλάται και στις εποπτικές μας προτεραιότητες για την περίοδο 2025-2027.
Πρώτον, οι τράπεζες πρέπει να είναι αρκετά ανθεκτικές ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν πιθανώς δυσμενείς μακροχρηματοπιστωτικές απειλές και γεωπολιτικές διαταραχές. Η SREP 2024 έδειξε ότι τα σημαντικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την ΕΚΤ διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση και ρευστότητα. Το ίδιο ισχύει και για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα που εποπτεύονται από τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Ταυτόχρονα, τυχόν επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και οι πιθανές οικονομικές διαταραχές προκαλούμενες από τις γεωπολιτικές εντάσεις ή από τις επιπτώσεις των οικονομικών κυρώσεων απαιτούν αυξημένη προσοχή, επαρκή κεφάλαια και ισχυρά συστήματα διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνου από πλευράς τραπεζών. Επιπλέον, η επιχειρησιακή ανθεκτικότητα, ιδίως στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, είναι εξίσου σημαντική με τη χρηματοοικονομική ανθεκτικότητα.
Δεύτερον, οι τράπεζες πρέπει να αντιμετωπίσουν εγκαίρως τις αδυναμίες τους σε σχέση με την ανθεκτικότητα και τη διαχείριση κινδύνου. Αυτές περιλαμβάνουν αδυναμίες όσον αφορά τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων. Επίσης, οι τράπεζες χρειάζονται κατάλληλα συστήματα για τη συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά δεδομένων για τους κινδύνους, που θα επιτρέψουν στα διοικητικά τους όργανα να λαμβάνουν καλύτερα πληροφορημένες αποφάσεις σε ένα ραγδαία εξελισσόμενο περιβάλλον. Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε αυτούς τους τομείς και να αναλαμβάνουμε εποπτικά μέτρα, εφόσον χρειάζεται.
Τρίτον, οι τράπεζες πρέπει να διαμορφώσουν και να εφαρμόσουν στρατηγικές σχετικά με τον ψηφιακό μετασχηματισμό των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και να διαχειριστούν τους συναφείς κινδύνους. Καθώς οι τράπεζες σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό υιοθετούν προηγμένα ψηφιακά εργαλεία για να ενισχύσουν την αποτελεσματικότητά τους και να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των πελατών τους, θα εξακολουθήσουμε να αξιολογούμε τις ψηφιακές στρατηγικές τους ώστε να επιτυγχάνουν τον περιορισμό των κινδύνων.
Όπως και οι τράπεζες, και οι εποπτικές αρχές από την πλευρά τους χρειάζεται να προσαρμοστούν σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Έτσι, το 2024 το Εποπτικό Συμβούλιο αποφάσισε την μεταρρύθμιση της Εποπτικής Διαδικασίας Εξέτασης και Αξιολόγησης (SREP) με σκοπό την απλοποίηση των διαδικασιών και την ενίσχυση της αποδοτικότητας. Η μεταρρύθμιση της SREP θα πρέπει να καταστήσει την εποπτεία πιο αποδοτική, αποτελεσματική και εστιασμένη στους κινδύνους της κάθε τράπεζας, εξασφαλίζοντας ότι τα εποπτικά ευρήματα διορθώνονται πιο γρήγορα και με συνέπεια.
Στο προσεχές διάστημα θα παραμείνουμε σταθερά προσηλωμένοι στην ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών που εποπτεύουμε και στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτό θα επιτρέψει στον τραπεζικό τομέα να προσαρμοστεί στις προκλήσεις και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται σ’ έναν μεταβαλλόμενο κόσμο.
Παράλληλα με τις προσπάθειες στον τομέα της εποπτείας, ένα ισχυρό κανονιστικό πλαίσιο προσανατολισμένο στην ανθεκτικότητα είναι καθοριστικής σημασίας για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Χρειάζεται να προχωρήσει η νομοθετική διαδικασία σε σχέση με το πλαίσιο διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης των καταθέσεων, που θα επιτρέψει στις αρχές στην τραπεζική ένωση, ιδίως στο Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, να διαχειρίζεται αποτελεσματικότερα τις περιπτώσεις αφερεγγυότητας τραπεζών και να προστατεύει τους καταθέτες. Η ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και η περαιτέρω πρόοδος προς την ένωση των κεφαλαιαγορών εξακολουθούν να αποτελούν βασικές προτεραιότητες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της συνοχής του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η ανάπτυξη ενεργού διαλόγου με την κοινωνία των πολιτών είναι καίριας σημασίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η στήριξη στην ισχυρή και αποτελεσματική εποπτεία. Παραμένουμε προσηλωμένοι στο υψηλό επίπεδο διαφάνειας και λογοδοσίας προς τους ευρωπαϊκούς φορείς χάραξης πολιτικής και διευρύνουμε τις επαφές μας με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Αναπτύσσουμε στενότερη συνεργασία με διεθνείς αρχές – ένα εγχείρημα ιδιαίτερα σημαντικό με δεδομένες τις νέες γεωπολιτικές προκλήσεις. Θα συνεχίσουμε να συνεργαζόμαστε με όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές ώστε να προωθήσουμε ένα ανθεκτικό και αποτελεσματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα ικανό να στηρίξει τη διατηρήσιμη οικονομική μεγέθυνση σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
1 Η τραπεζική εποπτεία το 2024
1.1 Χρηματοπιστωτική ανθεκτικότητα των τραπεζών που υπάγονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία το 2024
Οι τράπεζες που υπάγονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία παρουσιάζουν συνολικά ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας. Ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) των σημαντικών ιδρυμάτων (ΣΙ) με βάση τις μεταβατικές ρυθμίσεις διαμορφώθηκε σε 15,7% το γ΄ τρίμηνο του 2024, από 15,6% το γ΄ τρίμηνο του 2023,[1] ενώ για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (ΛΣΙ) έφθασε το 18,4%. Ο συνολικός δείκτης μόχλευσης με βάση τις μεταβατικές ρυθμίσεις διατηρήθηκε γενικά σταθερός σε 5,8% για τα ΣΙ, ενώ για τα ΛΣΙ βελτιώθηκε σε 9,8% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους (+0,45 ποσοστιαίες μονάδες).
Το 2024 ο συνολικός δείκτης κάλυψης ρευστότητας των ΣΙ διαμορφώθηκε σε 158,5% και των ΛΣΙ σε 216,8%. Ο συνολικός δείκτης καθαρής σταθερής χρηματοδότησης έφθασε το 126,9% για τα ΣΙ και το 133,7% για τα ΛΣΙ.
Η κερδοφορία των τραπεζών που υπάγονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία βελτιώθηκε περαιτέρω το 2024.
Η κερδοφορία των τραπεζών που υπάγονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία παραμένει υψηλότερη από ό,τι κατά την περίοδο χαμηλών επιτοκίων πριν από τα μέσα του 2022. Το 2024 τα καθαρά έσοδα από τόκους παρέμειναν στάσιμα, ενώ τα έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν. Κάποιες αρνητικές επιδράσεις για το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών εξασθένησαν, χάρη στα χαμηλότερα επιτόκια. Η ανοδική δυναμική των επιτοκίων καταθέσεων μετριάστηκε μετά τη μείωση των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής τον Ιούνιο του 2024. Συνολικά, οι δαπάνες για τόκους παρέμειναν υψηλές, καθώς οι υποχρεώσεις έφθασαν στη λήξη τους και ανατιμολογήθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα.
Το 2024 ο συνολικός δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων για το σύνολο των ΣΙ – σε ετησιοποιημένη βάση – διαμορφώθηκε σε 10,2%, έναντι 10,0% ένα έτος νωρίτερα, αντικατοπτρίζοντας εν πολλοίς την εξέλιξη των επιτοκίων, η οποία μετριάστηκε από την ελαφρά αύξηση των ιδίων κεφαλαίων. Όσον αφορά τα ΛΣΙ, ο δείκτης αποδοτικότητας ιδίων κεφαλαίων έφθασε το 8,2%, έναντι 8% την ίδια περίοδο του 2023.
Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού διατηρήθηκε σταθερή σε γενικές γραμμές το 2024, με κάποιους μικρούς θύλακες κινδύνου στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα επαγγελματικά ακίνητα.
Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού διατηρήθηκε σε γενικές γραμμές σταθερή το 2024. Ο συνολικός δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) των ΣΙ διαμορφώθηκε σε 1,9%[2], με συνεχή άνοδο του όγκου των ΜΕΔ κατά 13,9 δισεκ. ευρώ τους πρώτους εννέα μήνες του 2024. Ο συνολικός όγκος των ΜΕΔ στα ΣΙ έφθασε τα 360,5 δισεκ. ευρώ το 2024.
Εντούτοις, ορισμένα χαρτοφυλάκια εμφανίζουν θύλακες κινδύνου, οι οποίοι εντοπίζονται κυρίως σε τομείς που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις μεταβολές των επιτοκίων, όπως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ) και τα επαγγελματικά ακίνητα. Τα δάνεια προς τις ΜΜΕ κατέγραψαν αυξανόμενο αριθμό καθυστερημένων πληρωμών και αθετήσεων, που προκάλεσαν άνοδο του δείκτη ΜΕΔ των ΜΜΕ σε 4,9%. Συνεχίστηκε επίσης η σημαντική διόρθωση των τιμών στην αγορά επαγγελματικών ακινήτων.[3] Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τις αυξημένες πιέσεις στην ικανότητα των δανειοληπτών να αναχρηματοδοτήσουν τα δάνεια για επαγγελματικά ακίνητα κατά τη λήξη τους λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, προκάλεσε αύξηση των ΜΕΔ σε ορισμένες χώρες. Οι τράπεζες άρχισαν να αυξάνουν τις σχηματισθείσες προβλέψεις τους για επιχειρηματικά δάνεια, με το κόστος του κινδύνου να ανέρχεται σε 0,5% το 2024, οριακά αυξημένο από 0,4% την ίδια περίοδο ένα έτος νωρίτερα. Ο δείκτης κάλυψης από προβλέψεις των ΜΕΔ στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο διαμορφώθηκε σε ιστορικώς χαμηλό επίπεδο (42,1%) το 2024, μεταξύ άλλων και λόγω της διάθεσης παλαιότερων ΜΕΔ που καλύπτονταν από επαρκείς προβλέψεις.
Η πρόσφατη χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων των τραπεζών για τη χορήγηση ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων στήριξε την άνοδο των δανείων για την αγορά οικιστικών ακινήτων. Στο χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων οι δείκτες πιστωτικού κινδύνου ήταν σταθεροί και ο δείκτης ΜΕΔ διαμορφώθηκε σε 1,6% το 2024 για τα ΣΙ.
1.2 Εποπτικές προτεραιότητες 2024-2026
1.2.1 Συνοπτική παρουσίαση
Την περασμένη διετία οι προοπτικές για τον τραπεζικό τομέα διαμορφώνονταν σε μεγάλο βαθμό από το αβέβαιο μακροχρηματοπιστωτικό περιβάλλον, τις ασθενέστερες οικονομικές προοπτικές, τον αυξημένο και πιο επίμονο πληθωρισμό, την αυστηροποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης, καθώς και τις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις και τον κίνδυνο νέων επεισοδίων χρηματοπιστωτικής πίεσης. Σ’ αυτό το περιβάλλον, ζητήθηκε από τα εποπτευόμενα ιδρύματα να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους στις άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές και γεωπολιτικές διαταραχές (Προτεραιότητα 1), με έμφαση πρωτίστως στα πλαίσια διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου και πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, καθώς και στον αποτελεσματικό περιορισμό της συσσώρευσης κινδύνων στα χαρτοφυλάκια που είναι πιο ευαίσθητα σε αυτές τις διαταραχές. Οι επόπτες αξιολόγησαν την επάρκεια των πλαισίων διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού των τραπεζών, με σκοπό να διασφαλίσουν την ανθεκτικότητα σε βραχυπρόθεσμες διαταραχές της ρευστότητας. Οι τράπεζες κλήθηκαν να επιταχύνουν την αποτελεσματική διόρθωση των αδυναμιών στη διακυβέρνηση και τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων (Προτεραιότητα 2), καθώς και να πραγματοποιήσουν περαιτέρω πρόοδο ως προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους, δημιουργώντας παράλληλα ισχυρά πλαίσια επιχειρησιακής ανθεκτικότητας (Προτεραιότητα 3).
1.2.2 Προτεραιότητα 1: Ενίσχυση της ανθεκτικότητας στις άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές και γεωπολιτικές διαταραχές
1.2.2.1 Πλαίσια διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου και πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου
Σε ένα περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων και συνεχιζόμενης μακροοικονομικής αβεβαιότητας, οι επόπτες επικεντρώθηκαν στο να διασφαλίσουν ότι οι τράπεζες αντιμετωπίζουν εγκαίρως τους αναδυόμενους πιστωτικούς κινδύνους.
Σε όλη τη διάρκεια του 2024 οι επόπτες εξακολούθησαν να ασχολούνται με τις διαρθρωτικές αδυναμίες των πλαισίων διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένων των χαρτοφυλακίων που είναι πιο ευάλωτα στις αυξήσεις των επιτοκίων και στη συνεχιζόμενη μακροοικονομική αβεβαιότητα. Συνεπώς, είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι τράπεζες να αντιμετωπίσουν εγκαίρως τον αναδυόμενο πιστωτικό κίνδυνο σε ευπαθή χαρτοφυλάκια και σε διάφορες κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού. Η έγκριση δανείων αποτελεί βασική συνιστώσα του κύκλου διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου μιας τράπεζας, καθώς η χορήγηση δανείων καλής ποιότητας μπορεί να εμποδίσει τη συσσώρευση ΜΕΔ στο μέλλον. Το 2024 η ΕΚΤ συνέχισε να δίνει έμφαση στη διαχείριση των ΜΕΔ και σε άλλες σχετικές δραστηριότητες, ώστε να εξασφαλίσει ότι εάν τα ΜΕΔ αρχίσουν να αυξάνονται, οι τράπεζες διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες ώστε να αντιδράσουν εγκαίρως.
Οι μη επιτόπιες και επιτόπιες δραστηριότητες που πραγματοποιήθηκαν το 2024 αποκάλυψαν ότι οι τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο ως προς τον περιορισμό των κινδύνων που σχετίζονται με ευάλωτα χαρτοφυλάκια και κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού. Ωστόσο, αρκετές αδυναμίες παρέμειναν.
Πραγματοποιήθηκε μια σειρά μη επιτόπιων στοχευμένων αξιολογήσεων και επιτόπιων επιθεωρήσεων με αντικείμενο τα οικιστικά ακίνητα, τα επαγγελματικά ακίνητα, τη μοχλευμένη χρηματοδότηση και τα χαρτοφυλάκια των δανείων προς ΜΜΕ στους τομείς της έγκρισης δανείων, της ταξινόμησης ανά κατηγορία κινδύνου και των πρακτικών υποδειγματοποίησης για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες. Επίσης, οι μεικτές εποπτικές ομάδες (ΜΕΟ) διενήργησαν εις βάθος ελέγχους για θέματα και κινδύνους στις τράπεζες της αρμοδιότητάς τους, π.χ. ταξινόμηση δανείων ως αβέβαιης είσπραξης ή σε καθεστώς ρύθμισης.
Πίνακας 1
Γενική παρουσίαση μη επιτόπιων στοχευμένων αξιολογήσεων
Επισκοπούμενη περίοδος | Αριθμός εποπτευόμενων ιδρυμάτων σε ενοποιημένη βάση | |
---|---|---|
Οικιστικά ακίνητα – έγκριση δανείων | 2022-α΄ τρ. 2024 | 37 |
Επαγγελματικά ακίνητα – Κίνδυνος αναχρηματοδότησης | 2023-α΄ τρ. 2024 | 13 |
Μικρομεσαίες επιχειρήσεις – διαχείριση δυνητικών αναδυόμενων κινδύνων | Σε εξέλιξη |
Πηγή: ΕΚΤ.
Κύρια έμφαση εξακολούθησε να δίνεται στη διαχείριση των αναδυόμενων κινδύνων, ιδίως σε ευπαθή χαρτοφυλάκια, όπως τα επαγγελματικά ακίνητα και η μοχλευμένη χρηματοδότηση. Μια συνεχιζόμενη εκστρατεία επιτόπιων επιθεωρήσεων για τα επαγγελματικά ακίνητα αποκάλυψε ευρύ φάσμα ζητημάτων σχετικά με το πώς οι τράπεζες αναθέτουν ή διενεργούν οι ίδιες τις αποτιμήσεις τους.[4] Πραγματοποιήθηκε συνολικός έλεγχος των χαρτοφυλακίων μοχλευμένης χρηματοδότησης συμπληρωματικά προς τις μη επιτόπιες δραστηριότητες, δεδομένης της σημαντικής ανάπτυξης και των συνακόλουθων κινδύνων στον εν λόγω τομέα.[5]
Οι επιτόπιες και μη δραστηριότητες συνέχισαν να αποκαλύπτουν ζητήματα όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των ανοιγμάτων σε καθεστώς ρύθμισης και αβέβαιης είσπραξης. Η ορθή αναγνώριση και κατηγοριοποίηση των κινδύνων είναι κρίσιμης σημασίας για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής διαχείρισής τους, καθώς και της επάρκειας των κεφαλαίων και των προβλέψεων. Μια σειρά εποπτικών μέτρων κοινοποιήθηκε στις τράπεζες το 2024 ώστε να διασφαλιστεί η έγκαιρη διόρθωση των αδυναμιών που εντοπίστηκαν.
Ως αποτέλεσμα του εποπτικού έργου επί των πρακτικών σχηματισμού προβλέψεων βάσει του ΔΠΧΑ 9, ιδίως των πρόσθετων προβλέψεων, η ΕΚΤ δημοσίευσε ένα σύνολο βέλτιστων πρακτικών για τη συμπερίληψη των καινοφανών κινδύνων στις προβλέψεις.[6]
Η διόρθωση των αδυναμιών που διαπιστώθηκαν για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου κατέγραψε πρόοδο. Επιπλέον, το 2024 η ΕΚΤ διενήργησε από κοινού με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και την Τράπεζα της Αγγλίας μια ανάλυση για την έκθεση ορισμένων τραπεζών σε κίνδυνο αντισυμβαλλομένου λόγω ανοιγμάτων τους σε μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Η πρωτοβουλία αυτή, σε συνδυασμό με τις αξιολογήσεις ανοιγμάτων σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity funds) και σε ιδιωτικά πιστοδοτικά κεφάλαια (private credit funds), έδειξε ότι οι τράπεζες είναι αναγκαίο να συλλέγουν κατάλληλες πληροφορίες από τους άμεσους αντισυμβαλλομένους τους, ώστε να αποφεύγουν την υπερβολική έκθεση σε κινδύνους μόχλευσης και συγκέντρωσης.
Το 2024 η ΕΚΤ συνέχισε να παρακολουθεί και να αντιμετωπίζει εποπτικά τον κίνδυνο διακανονισμού στις πράξεις συναλλάγματος, χρησιμοποιώντας δείγμα ΣΙ με τη μεγαλύτερη δραστηριότητα στον εν λόγω τομέα. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΚΤ εξέτασε τη συμμόρφωση των ΣΙ προς τα σχετικά πρότυπα και τις ορθές πρακτικές[7], με ιδιαίτερη έμφαση στον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Επίσης, η ΕΚΤ υιοθέτησε τη μεθοδολογία της Παγκόσμιας Επιτροπής της Αγοράς Συναλλάγματος (Global Foreign Exchange Committee) για την υποβολή στατιστικών στοιχείων από επιλεγμένα ΣΙ.
Τα λεπτομερή ευρήματα από το σύνολο των ολοκληρωμένων εποπτικών δραστηριοτήτων, επιτόπιων και μη, κοινοποιήθηκαν στις τράπεζες. Οι πληροφορίες αυτές αξιοποιήθηκαν κατά περίπτωση στα αποτελέσματα της SREP 2024 και τα σχετικά εποπτικά μέτρα συζητήθηκαν με τις εποπτευόμενες οντότητες στο πλαίσιο του τακτικού εποπτικού διαλόγου.
1.2.2.2 Πλαίσια διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού
Το 2024 οι δράσεις της ΕΚΤ για τα πλαίσια διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού περιλάμβαναν στοχευμένες αξιολογήσεις 25 ΣΙ και εκστρατείες επιτόπιων επιθεωρήσεων οι οποίες κάλυψαν 34 ΣΙ.
Μετά από σειρά ετών που χαρακτηρίστηκαν από συνθήκες άφθονης ρευστότητας και σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων γεωπολιτικών εντάσεων, η αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας και χρηματοδότησης αποκτά ολοένα μεγαλύτερη σημασία. Επιπρόσθετα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ο ψηφιακός μετασχηματισμός, σε συνδυασμό με την ελκυστικότητα εναλλακτικών επενδυτικών ευκαιριών, μπορεί να επηρεάσουν γρήγορα την αντίδραση των καταθετών και των επενδυτών στις μεταβολές των τιμών και στις φημολογίες της αγοράς. Αναπάντεχα επεισόδια, όπως πολιτικές ανατροπές ή οικονομικές διαταράξεις, μπορεί να προκαλέσουν ξαφνική επανεκτίμηση των κινδύνων στις αγορές, επιδεινώνοντας το τοπίο για τις τράπεζες. Χωρίς ισχυρές στρατηγικές διαχείρισης κινδύνου, αξιόπιστα σχέδια χρηματοδότησης έκτακτης ανάγκης και συνετή διαχείριση των ασφαλειών, οι τράπεζες γίνονται πιο ευπαθείς σε δυσμενείς διαταραχές.
Γι’ αυτό τον λόγο, το 2024 η ΕΚΤ διενήργησε ποικίλες μη επιτόπιες εποπτικές δραστηριότητες σε σχέση με τα πλαίσια διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού. Συγκεκριμένα, ολοκλήρωσε τις στοχευμένες αξιολογήσεις των σχεδίων χρηματοδότησης και έκτακτης ανάγκης, της δυνατότητας των τραπεζών να προσφέρουν εξασφαλίσεις και των πλαισίων διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού, καλύπτοντας 25 ΣΙ, τα οποία επιλέχθηκαν με βάση τους δείκτες κινδύνου τους από κοινού με τις μεικτές εποπτικές ομάδες (ΜΕΟ).
Στις στοχευμένες αξιολογήσεις, τα ΣΙ διατήρησαν επαρκή πρόσβαση σε λιανική και χονδρική χρηματοδότηση, το δε κόστος χρηματοδότησης παρέμεινε σταθερό σε όλη τη διάρκεια του 2024 και αναμένεται να μειωθεί από το 2025 και εξής. Επιπλέον, διαπιστώθηκε η λειτουργική τους ικανότητα πρόσβασης στις διευκολύνσεις παροχής ρευστότητας της κεντρικής τράπεζας. Εντούτοις, δεν ήταν όλα τα ΣΙ έτοιμα να λειτουργήσουν σε περιβάλλον πιο περιορισμένης ρευστότητας.
Επίσης, η αυξανόμενη εξάρτηση από τη χρηματοδότηση μέσω των αγορών, η περιορισμένη ή/και συγκεντρωμένη δυνατότητα αντιστάθμισης πιέσεων στη ρευστότητα με άλλες πηγές (counterbalancing capacity), η επιείκεια στον σχεδιασμό δυσμενών σεναρίων, σε συνδυασμό με αδυναμίες της διακυβέρνησης και των εσωτερικών ελέγχων, θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των σχεδίων χρηματοδότησης των ΣΙ και να αυξήσουν τον κίνδυνο μη εκτέλεσης αυτών. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι υποθέσεις για τον χρόνο που χρειάζεται για τη ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων ήταν υπεραισιόδοξες και απαιτήθηκαν βελτιώσεις στην αναγνώριση και τη διαχείριση των εξασφαλίσεων.
Παράλληλα, η αξιολόγηση της διακυβέρνησης και των στρατηγικών για τα πλαίσια διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού αποκάλυψε την ανάγκη για (α) αύξηση της συχνότητας υποβολής εσωτερικών αναφορών για βασικούς δείκτες μέτρησης της διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού, (β) ακριβέστερη περιγραφή των εσωτερικών στρατηγικών και ορίων για τον κίνδυνο επιτοκίου και τον κίνδυνο ρευστότητας, (γ) ενίσχυση της βαθμονόμησης των συμπεριφορικών υποδειγμάτων για τη διαχείριση ενεργητικού και παθητικού και (δ) βελτίωση του σχεδιασμού των πλαισίων αντιστάθμισης κινδύνου.
Το 2024 η ΕΚΤ συμπλήρωσε την αξιολόγηση του κινδύνου επιτοκίων και του κινδύνου πιστωτικών περιθωρίων στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο, καθώς και του κινδύνου ρευστότητας, με εκστρατείες επιτόπιων επιθεωρήσεων. 34 ΣΙ συμπεριλήφθηκαν στην εν λόγω αξιολόγηση, τα οποία επιλέχθηκαν με βάση τις σχετικές εποπτικές προτεραιότητες και το προφίλ κινδύνου του εκάστοτε ιδρύματος. Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις συμπλήρωσαν τα αποτελέσματα των στοχευμένων αξιολογήσεων με εις βάθος αξιολογήσεις σε συγκεκριμένες τράπεζες, μεταξύ άλλων σε σχέση με (α) τη μέτρηση, παρακολούθηση και διαχείριση του κινδύνου επιτοκίου και του κινδύνου ρευστότητας, (β) την αξιοπιστία των σχεδίων χρηματοδότησης και έκτακτης ανάγκης και των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τη ρευστότητα και (γ) την ακρίβεια των υπολογισμών για τον εποπτικό δείκτη ρευστότητας.
Τέλος, η ΕΚΤ διενήργησε θεματικό έλεγχο για τη διαχείριση του κινδύνου ενδοημερήσιας ρευστότητας σε έξι σύνθετες παγκοσμίως συστημικά σημαντικές τράπεζες και, με βάση το αποτέλεσμα του ελέγχου, δημοσίευσε Ορθές πρακτικές για τη διαχείριση του κινδύνου ενδοημερήσιας ρευστότητας.[8] Οι πρακτικές αυτές συμπληρώνουν τα τρέχοντα διεθνή πρότυπα παρουσιάζοντας αναλυτικά συγκεκριμένες πρακτικές για επτά περιοχές κινδύνου ενδοημερήσιας ρευστότητας[9] και επιδιώκουν να εναρμονίσουν τις πρακτικές τραπεζικής εποπτείας, ενισχύοντας παράλληλα τις υπάρχουσες πρακτικές του κλάδου.
Οι αδυναμίες που διαπιστώθηκαν από τις στοχευμένες αξιολογήσεις και τις επιτόπιες επιθεωρήσεις αξιοποιήθηκαν στην Εποπτική Διαδικασία Εξέτασης και Αξιολόγησης (SREP) του 2024 και σε άλλες σχετικές εποπτικές δραστηριότητες.
1.2.3 Προτεραιότητα 2: Επιτάχυνση της αποτελεσματικής διόρθωσης των αδυναμιών στη διακυβέρνηση και στη διαχείριση κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων
1.2.3.1 Λειτουργία και συλλογική καταλληλότητα των διοικητικών οργάνων
Η αποτελεσματικότητα των τραπεζών αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για ένα ασφαλές και εύρωστο τραπεζικό σύστημα.[10] Οι σαφείς γραμμές λογοδοσίας, η αποτελεσματική διαχείριση κινδύνου και η διαφάνεια στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι καίριας σημασίας για την επίτευξή της. Αν και οι τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο, η ΕΚΤ συνεχίζει να παρατηρεί διαρθρωτικές αδυναμίες που απαιτούν περαιτέρω βελτίωση, ιδίως αναφορικά με τη λειτουργία και τη συλλογική καταλληλότητα των διοικητικών οργάνων, την αποτελεσματικότητα των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και τη συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά δεδομένων για τους κινδύνους.[11]
Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ συνέχισε να πραγματοποιεί διάφορες εποπτικές δραστηριότητες, καταβάλλοντας στοχευμένες προσπάθειες για την επίτευξη προόδου στους εν λόγω τομείς, με έμφαση στην ενίσχυση του πλαισίου εσωτερικής διακυβέρνησης και συλλογικής καταλληλότητας.
Στη διάρκεια του 2024 η ΕΚΤ ολοκλήρωσε τη διενέργεια στοχευμένων αξιολογήσεων σε εκείνες τις τράπεζες που εμφανίζουν αδυναμίες σε σχέση με τη σύνθεση και τη λειτουργία των διοικητικών τους οργάνων. Η ΕΚΤ διαπίστωσε κάποιες ενδείξεις προόδου στις τράπεζες που υποβλήθηκαν σε αυστηρό έλεγχο τα τελευταία χρόνια. Οι τράπεζες έχουν ήδη αρχίσει να εφαρμόζουν τις προτεινόμενες αλλαγές, αποδεικνύοντας τη δέσμευσή τους στην ενίσχυση των πλαισίων διακυβέρνησής τους. Εντούτοις, παρά τις ενδείξεις προόδου, οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους ώστε να διορθώσουν πλήρως τις διαπιστωθείσες αδυναμίες και να ενσωματώσουν στη δομή των διοικητικών τους οργάνων μια ισχυρή κουλτούρα κινδύνου και ένα ισχυρό πλαίσιο λογοδοσίας.
Επιπρόσθετα, η ΕΚΤ συνέχισε τον διάλογο με τις τράπεζες σε θέματα πολυμορφίας στη σύνθεση των διοικητικών οργάνων και προγραμματισμού της διαδοχής. Και για τα δύο θέματα παρατηρούνται βελτιώσεις μεταξύ των ΣΙ. Ενώ η εμπειρία του διοικητικού οργάνου σε τραπεζικά, χρηματοπιστωτικά και οικονομικά θέματα παρέμεινε σταθερή στο 88%[12], το ποσοστό των μη εκτελεστικών μελών με εξειδίκευση στην πληροφορική αυξήθηκε ελαφρά μόνο τα προηγούμενα έτη και διαμορφώθηκε σε 24%. Όσον αφορά την ανεξαρτησία των μελών του διοικητικού οργάνου, τα αριθμητικά στοιχεία παραμένουν σταθερά επί σειρά ετών: κατά μέσο όρο 62% των μελών του διοικητικού οργάνου τυπικώς προβλέπεται να είναι ανεξάρτητα, αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των τραπεζών. Υπήρξε κάποια πρόοδος ως προς τις πολιτικές προγραμματισμού διαδοχής και πολυμορφίας, αλλά καταγράφεται βραδύτερη πρόοδος σε σχέση με την εκπροσώπηση των φύλων. Συγκεκριμένα, ο μέσος αριθμός γυναικών που είναι μέλη διοικητικού οργάνου παρέμεινε χαμηλός, γύρω στο 35% των μη εκτελεστικών μελών και στο 19% των εκτελεστικών μελών.
Την περίοδο 2022-2024, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων της αναφορικά με τις αδυναμίες στη σύνθεση και τη λειτουργία των διοικητικών οργάνων των τραπεζών, η ΕΚΤ συνέχισε επίσης τις ειδικές επιτόπιες επιθεωρήσεις και τις στοχευμένες (επαν)αξιολογήσεις καταλληλότητας με βάση τους κινδύνους (βλ. Ενότητες 1.3.5 και 2.2).
Τέλος, τα αποτελέσματα των στοχευμένων αξιολογήσεων των διοικητικών οργάνων και η ετήσια συλλογή δεδομένων ελήφθησαν υπόψη σε μεγάλο βαθμό στις εποπτικές δραστηριότητες και αξιοποιήθηκαν στο σχέδιο Οδηγού της ΕΚΤ σχετικά με τη διακυβέρνηση και την κουλτούρα κινδύνου[13] .
1.2.3.2 Συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά δεδομένων για τους κινδύνους
Οι επαρκείς δυνατότητες συγκεντρωτικής καταγραφής και αναφοράς δεδομένων για τους κινδύνους αποτελούν προϋπόθεση για την αξιόπιστη και συνετή διαχείριση των κινδύνων. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέχισε να παρακολουθεί τις εξελίξεις στη διάρκεια του 2024.
Η συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά δεδομένων για τους κινδύνους (risk data aggregation and risk reporting – RDARR) είναι απαραίτητη ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή διαχείριση κινδύνων και η αποτελεσματική λήψη αποφάσεων, καθώς οι ανεπάρκειες στην ποιότητα των δεδομένων και την υποβολή στοιχείων υπονομεύουν την ικανότητα των τραπεζών να εντοπίζουν, να παρακολουθούν και να περιορίζουν αξιόπιστα τους κινδύνους. Οι επαρκείς δυνατότητες καταγραφής και αναφοράς δεδομένων για τους κινδύνους (RDARR) επιτρέπουν στις τράπεζες να αποδώσουν στο μέγιστο, μεταξύ άλλων ενισχύοντας την αποδοτική λειτουργία και την ανταγωνιστικότητά τους.
Επί μία δεκαετία και πλέον, αφότου δημοσιεύθηκαν οι αρχές της Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας για την αποτελεσματική συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά δεδομένων για τους κινδύνους (BCBS 239), η ΕΚΤ συνεχίζει να διαπιστώνει μακροχρόνιες αδυναμίες στη δυνατότητα RDARR. Το 2019 υπενθύμισε στις τράπεζες την ανάγκη υιοθέτησης μιας ολιστικής προσέγγισης για τη RDARR και την ποιότητα των δεδομένων σε μια επιστολή προς όλα τα σημαντικά ιδρύματα. Λόγω αυτών των συνεχιζόμενων προκλήσεων, η RDARR παραμένει μία από τις βασικές ευπάθειες στο πλαίσιο των εποπτικών προτεραιοτήτων για την περίοδο 2024-2026. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αυτή η ευπάθεια, εφαρμόστηκε μια στοχευμένη εποπτική στρατηγική με επιτόπιες και μη δραστηριότητες, ώστε να εξασφαλιστεί ότι οι τράπεζες διαθέτουν αποτελεσματικές διαδικασίες στρατηγικής καθοδήγησης και διαχείρισης κινδύνου, υποστηριζόμενες από επαρκή διακυβέρνηση των δεδομένων και αξιόπιστους ελέγχους ποιότητας των δεδομένων.
Η ειδική εκστρατεία επιτόπιων επιθεωρήσεων για την RDARR συνεχίστηκε, καλύπτοντας σχεδόν το 1/3 των ΣΙ την περίοδο 2022-2024. Η εν λόγω εκστρατεία εντόπισε αρκετές αδυναμίες σε τομείς όπως η εσωτερική διακυβέρνηση, η πληροφοριακή υποδομή και η αρχιτεκτονική των δεδομένων, καθώς και η ακρίβεια και η ακεραιότητα των δεδομένων. Μετά την ολοκλήρωση της εκστρατείας αυτής το 2024, η ΕΚΤ θα συνεχίσει την προσεχή περίοδο να διενεργεί στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις ώστε να αξιολογεί τις δυνατότητες RDARR των τραπεζών.
Ένα σημαντικό ορόσημο που επιτεύχθηκε όσον αφορά τις μη επιτόπιες δραστηριότητες ήταν η δημοσίευση της τελικής μορφής του Οδηγού για την αποτελεσματική συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά δεδομένων κινδύνων τον Μάιο του 2024, μετά από δημόσια διαβούλευση επί του σχεδίου. Ο Οδηγός, όπως οριστικοποιήθηκε, παρέχει διευκρινίσεις και εξηγήσεις για τις εποπτικές προσδοκίες σε θέματα RDARR, με σκοπό να επιτευχθεί μεγαλύτερη συνέπεια και απλότητα. Όλα τα σχόλια συνοψίζονται στο συνοδευτικό έγγραφο παρατηρήσεων. Πραγματοποιήθηκε μια στοχευμένη αξιολόγηση της ικανότητας RDARR των τραπεζών με ειδικό αντικείμενο τις αρμοδιότητες του διοικητικού οργάνου, καθώς και τη διακυβέρνηση και την αρχιτεκτονική των δεδομένων. Διαπιστώθηκε κάποια πρόοδος σε σχέση με τη σαφή ανάθεση αρμοδιοτήτων αναφορικά με τη RDARR εντός των διοικητικών οργάνων και τη θέσπιση ολοκληρωμένων πολιτικών. Ωστόσο, παραμένουν σημαντικές αδυναμίες σε αρκετές περιπτώσεις, όπως περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, απουσία πλήρως ανεξάρτητων λειτουργιών επικύρωσης ή συνεχιζόμενες προκλήσεις σε σχέση με την επίτευξη ενοποιημένης ταξινόμησης των δεδομένων. Σε συνέχεια της αξιολόγησης, η ΕΚΤ εξέδωσε αποφάσεις για επτά ιδρύματα, με τις οποίες επιβλήθηκαν απαιτήσεις ποιοτικού χαρακτήρα ώστε να καλυφθούν οι διαπιστωθείσες ανεπάρκειες. Γενικότερα, οι επόπτες πίεσαν τα ιδρύματα ώστε να αντιμετωπίσουν επίμονα ζητήματα αναφορικά με τις ικανότητες RDARR που υπολείπονταν σε σχέση με τις ελάχιστες εποπτικές προσδοκίες.
Εκτός από τη στοχευμένη αξιολόγηση, οι επόπτες διενήργησαν ειδικές αξιολογήσεις στο πλαίσιο των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, προκειμένου να εκτιμήσουν την ποιότητα των δεδομένων που παρείχαν οι εποπτευόμενες οντότητες. Τα προηγούμενα χρόνια καταγράφηκαν σημαντικές βελτιώσεις σε σχέση με την ποιότητα των δεδομένων που είχαν υποβληθεί. Εντούτοις, ορισμένες τράπεζες δυσκολεύθηκαν να ανταποκριθούν στα απαιτούμενα πρότυπα ποιότητας. Σε περιπτώσεις όπου θεωρήθηκε ότι η ποιότητα των δεδομένων σηματοδοτεί ευρύτερες ουσιώδεις αδυναμίες που επηρεάζουν τη RDARR, αυτό αντικατοπτρίστηκε στις αξιολογήσεις βάσει SREP και σε άλλες καθημερινές εποπτικές δραστηριότητες.
Τέλος, η ΕΚΤ διενήργησε το ετήσιο πρόγραμμά της για την Έκθεση της διοίκησης σχετικά με τη διακυβέρνηση και την ποιότητα των δεδομένων.[14] Σε σύγκριση με την πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος το 2023, φαίνεται ότι οι διοικήσεις των τραπεζών ήταν πιο ευαισθητοποιημένες σε σχέση με ζητήματα διακυβέρνησης και ποιότητας των δεδομένων. Ωστόσο, ορισμένες κρίσιμες αδυναμίες παραμένουν. Για παράδειγμα, σε σχέση με την ανταλλαγή πληροφόρησης FINREP/COREP, η ΕΚΤ διαπίστωσε λειτουργικά/ανθρώπινα σφάλματα στη διαδικασία υποβολής δεδομένων, παρερμηνείες των κανονιστικών απαιτήσεων και επαναλαμβανόμενες δυσκολίες σε σχέση με τους παρόχους λογισμικού και τα συστήματα πληροφορικής.
1.2.3.3 Ουσιώδη ανοίγματα σε παράγοντες της κλιματικής αλλαγής που επιφέρουν φυσικούς κινδύνους και κινδύνους μετάβασης
Η ικανότητα των τραπεζών να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς (Κ&Π) κινδύνους παραμένει θέμα υψηλής προτεραιότητας στο εποπτικό πρόγραμμα, λόγω των αυξανόμενων φυσικών κινδύνων και κινδύνων μετάβασης, του γεγονότος ότι οι τράπεζες δεν ενσωματώνουν ακόμη πλήρως τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους στα πλαίσια διαχείρισης κινδύνου και διακυβέρνησής τους, καθώς και των νέων απαιτήσεων με βάση τη νέα τραπεζική νομοθετική δέσμη που τέθηκε σε ισχύ το 2025.[15] Επίσης, προκαταρκτικές αναλύσεις της ΕΚΤ δείχνουν ότι στο τέλος του 2023 περίπου 90% των εποπτευόμενων ιδρυμάτων θεωρούσαν ουσιώδεις τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους τους.[16]
Με αυτά τα δεδομένα, τον Νοέμβριο του 2023 η ΕΚΤ ανακοίνωσε[17] ότι άρχισε να εκδίδει δεσμευτικές εποπτικές αποφάσεις, συμπεριλαμβανομένης της δυνητικής επιβολής περιοδικών χρηματικών ποινών, σε περίπτωση που οι τράπεζες δεν συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις για τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους εντός των προθεσμιών που τάσσουν οι εν λόγω αποφάσεις. Οι αποφάσεις αυτές δημοσιεύθηκαν αφού η ΕΚΤ γνωστοποίησε στις τράπεζες ότι θα παρακολουθεί προσεκτικά τρία ορόσημα που τέθηκαν σε συνέχεια των αποτελεσμάτων του θεματικού ελέγχου για τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους του 2022 και, εάν χρειαστεί, θα λάβει μέτρα επιβολής συμμόρφωσης για την αντιμετώπιση των κινδύνων που δεν καλύπτονται επαρκώς.
Όταν δεν επιτεύχθηκε το πρώτο από τα τρία ορόσημα, η ΕΚΤ, το 2023 και στις αρχές του 2024, εξέδωσε 28 δεσμευτικές αποφάσεις σχετικά με τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, από τις οποίες οι 22 συμπεριλάμβαναν τη δυνητική επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις των εν λόγω αποφάσεων. Το πρώτο ορόσημο απαιτεί από τις τράπεζες να έχουν θεσπίσει διαδικασία για την αξιόπιστη και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της σημαντικότητας των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων, καθώς και διαδικασία αξιολόγησης του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (business environment scan).
Ενώ η πλειονότητα των εποπτευόμενων οντοτήτων έχει καλύψει στο μεταξύ τις απαιτήσεις των αποφάσεων, για μικρό αριθμό οντοτήτων η διαδικασία απόφασης περί επιβολής ή μη περιοδικών χρηματικών ποινών[18] δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί στο τέλος του 2024.
Το 2024 η ΕΚΤ εξέδωσε δεσμευτικές αποφάσεις σχετικά με Κ&Π κινδύνους για εννέα εποπτευόμενες οντότητες, συμπεριλαμβάνοντας τη δυνητική επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών μετά τη μη επίτευξη του δεύτερου οροσήμου, το οποίο αφορά τα πλαίσια διακυβέρνησης, στρατηγικής και διαχείρισης κινδύνου των τραπεζών.
Ένα δεύτερο ορόσημο ορίστηκε για το τέλος του 2023 και αφορούσε την ενσωμάτωση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων στα πλαίσια διακυβέρνησης, στρατηγικής και διαχείρισης κινδύνου των ιδρυμάτων. Στη διάρκεια του 2024 η ΕΚΤ εξέδωσε περαιτέρω δεσμευτικές εποπτικές αποφάσεις, συμπεριλαμβάνοντας τη δυνητική επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών σε περίπτωση που οι τράπεζες δεν συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις των εν λόγω αποφάσεων. Οι δεσμευτικές αποφάσεις αφορούσαν εννέα εποπτευόμενες οντότητες οι οποίες δεν διέθεταν τα θεμελιώδη στοιχεία για την επαρκή διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων μετά την παρέλευση της ημερομηνίας του οροσήμου.
Το 2025 η ΕΚΤ θα συνεχίσει να παρακολουθεί προσεκτικά την πρόοδο των τραπεζών και, εάν χρειάζεται, θα λάβει παρόμοια μέτρα επιβολής συμμόρφωσης όταν παρέλθει το τρίτο ορόσημο τον Δεκέμβριο του 2024. Μετά από αυτό το ορόσημο, οι τράπεζες οφείλουν να διαθέτουν αξιόπιστες διαδικασίες διαχείρισης των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους ενσωμάτωσης των εν λόγω κινδύνων στην εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (ICAAP) και στις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.
Το 2024 η ΕΚΤ προέβη σε συλλογή κλιματικών δεδομένων στο πλαίσιο της ανάλυσης σεναρίων κλιματικού κινδύνου Fit-for-55 σε επίπεδο συστήματος, η οποία πραγματοποιήθηκε από κοινού από τις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, την ΕΚΤ και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) μετά από αίτημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, προκειμένου να αξιολογηθεί η ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ΕΕ σε κλιματικές και μακροχρηματοπιστωτικές διαταραχές, σε συμφωνία με τη δέσμη μεταρρυθμίσεων Fit-for-55. Η συλλογή δεδομένων όχι μόνο υποστήριξε την παραπάνω ανάλυση Fit-for-55, αλλά και βοήθησε στην αξιολόγηση της προόδου των τραπεζών ως προς τη διαχείριση του κλιματικού κινδύνου μετά την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τον κλιματικό κίνδυνο του 2022 της ΕΚΤ, και ως προς την υιοθέτηση ορθών πρακτικών για τη διενέργεια των δικών τους σχετικών προσομοιώσεων. Η ΕΚΤ αξιολόγησε τα υποβαλλόμενα κλιματικά δεδομένα δίνοντας έμφαση στην ικανότητα των τραπεζών να συλλέγουν και να υπολογίζουν κλιματικά δεδομένα, π.χ. σχετικά με την ένταση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου των δανειοληπτών τους και τη βαθμολογία των ενεργειακών πιστοποιητικών των υπέγγυων ακινήτων στα στεγαστικά δάνεια. Ενώ οι τράπεζες σημειώνουν κάποια πρόοδο, από την αξιολόγηση διαπιστώθηκαν αδυναμίες στην ικανότητα πολλών τραπεζών να υποβάλλουν ρητώς κλιματικά δεδομένα. Ωστόσο, ορισμένες τράπεζες απέδειξαν ότι η κάλυψη του κενού δεδομένων είναι εφικτή. Μόλις δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, οι τράπεζες έλαβαν εξατομικευμένη έκθεση πορισμάτων για την ικανότητα συλλογής κλιματικών δεδομένων, που περιλάμβαναν συγκριτικά στοιχεία για ομοειδή ιδρύματα και τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τον κλιματικό κίνδυνο του 2022 για ένα συγκεκριμένο σύνολο κλιματικών δεικτών.
1.2.4 Προτεραιότητα 3: Περαιτέρω πρόοδος στον ψηφιακό μετασχηματισμό και τη δημιουργία ισχυρών πλαισίων επιχειρησιακής ανθεκτικότητας
1.2.4.1 Στρατηγικές ψηφιακού μετασχηματισμού
Το 2024 η ΕΚΤ συνέχισε να παρακολουθεί στενά την εξέλιξη του ψηφιακού μετασχηματισμού στις τράπεζες και να επικαιροποιεί τα μεθοδολογικά εργαλεία της για την αξιολόγηση των συναφών κινδύνων.
Ο ψηφιακός μετασχηματισμός των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών είναι διαρθρωτική τάση που επηρεάζει το ανταγωνιστικό περιβάλλον στο οποίο δραστηριοποιούνται οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Έτσι, όχι μόνο επιδρά στο προφίλ κινδύνου των τραπεζών και τις μακροπρόθεσμες στρατηγικές τους, αλλά μπορεί να επηρεάσει σημαντικά και τους λειτουργικούς και χρηματοοικονομικούς κινδύνους των τραπεζών. Απαιτείται αυξημένη προσοχή από πλευράς εποπτείας στις προκλήσεις του ψηφιακού μετασχηματισμού, στους συναφείς κινδύνους και στην επάρκεια και ικανότητα διαχείρισης κινδύνου των διοικητικών οργάνων.
Το 2024 πραγματοποιήθηκαν μη επιτόπιες δραστηριότητες σε 21 εποπτευόμενες οντότητες, που περιλάμβαναν και στοχευμένες αξιολογήσεις των δράσεων ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών. Τα αποτελέσματα των εν λόγω δραστηριοτήτων παρέχουν στην ΕΚΤ πολύτιμη πληροφόρηση για τους κινδύνους που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την βοηθούν να προσαρμόσει κατάλληλα τα εργαλεία αξιολόγησης και τις μεθοδολογίες της. Τα αποτελέσματα αυτά, μαζί με τα αντίστοιχα από άλλες δραστηριότητες των τελευταίων ετών, αξιοποιήθηκαν στην έκθεση με τίτλο Ψηφιακός μετασχηματισμός: βασικά κριτήρια αξιολόγησης και συλλογή ορθών πρακτικών που δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2024. Η εν λόγω έκθεση βοηθά τις εποπτευόμενες οντότητες να κατανοήσουν πώς αξιολογούνται οι κίνδυνοι του ψηφιακού μετασχηματισμού και πώς μπορούν να αναπτύξουν ορθές πρακτικές από τη σκοπιά της εποπτείας.
Η απόφαση μιας τράπεζας να προχωρήσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό των διαδικασιών της ή όχι είναι δική της επιλογή και μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη μελλοντική κερδοφορία της, αλλά και στους συναφείς κινδύνους. Η τακτική βραχυπρόθεσμη συλλογή δεδομένων της ΕΚΤ χρησιμοποιήθηκε συμπληρωματικά ως πηγή πληροφόρησης σχετικά με την πρόοδο των τραπεζών στον ψηφιακό μετασχηματισμό, τις δραστηριότητες ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών, τη συνεργασία τους με εταιρίες χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (FinTech) και περιπτώσεις χρήσης της τεχνολογίας αυτής. Τα δεδομένα αυτά αξιοποιήθηκαν και στην προαναφερθείσα έκθεση για τον ψηφιακό μετασχηματισμό.
Επίσης, το 2024 η ΕΚΤ εξακολούθησε να συμβάλλει ενεργά σε συζητήσεις πολιτικής στο πλαίσιο διεθνών και ευρωπαϊκών ομάδων εργασίας. Οι δραστηριότητες αυτές συμπεριλάμβαναν τη συμβολή της ΕΚΤ στο κανονιστικό έργο για την εφαρμογή του Κανονισμού για τις αγορές κρυπτοστοιχείων[19] και του Κανονισμού για την τεχνητή νοημοσύνη[20].
1.2.4.2 Πλαίσια επιχειρησιακής ανθεκτικότητας, κίνδυνος τρίτων και κίνδυνος κυβερνοασφάλειας
Επιχειρησιακή ανθεκτικότητα είναι η ικανότητα μιας τράπεζας να συνεχίζει να παρέχει κρίσιμες λειτουργίες της ακόμη και σε περίπτωση σοβαρής διατάραξης ή διακοπής των εργασιών της. Ως εκ τούτου, αποτελεί υψηλή εποπτική προτεραιότητα, με δεδομένο τον δυνητικό αντίκτυπο μιας τέτοιας εξέλιξης σε τραπεζικές δραστηριότητες κρίσιμης σημασίας για τις χρηματοπιστωτικές αγορές και το σύνολο της οικονομίας.
Το 2024 καταγράφηκε περαιτέρω αισθητή άνοδος των κυβερνοεπιθέσεων με στόχο τρίτους παρόχους, καθώς τα σημαντικά κυβερνοσυμβάντα αυτής της κατηγορίας αυξήθηκαν κατά 50% περίπου και αντιστοιχούσαν σχεδόν στο 1/3 του συνόλου των σημαντικών κυβερνοσυμβάντων. Οι τράπεζες φάνηκε να εξαρτώνται σε αυξανόμενο – και ενίοτε κρίσιμο – βαθμό από τις υπηρεσίες τρίτων παρόχων. Επιπλέον, παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα η απειλή κυβερνοεπιθέσεων που υποστηρίζονται από κυβερνήσεις (state-sponsored). Ως εκ τούτου, η επιχειρησιακή ανθεκτικότητα αποτέλεσε κεντρικό μέλημα για τις τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.
Το 2024 η ΕΚΤ διενήργησε μια σειρά εποπτικών δραστηριοτήτων, επιτόπιων και μη, με αντικείμενο τους κινδύνους ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων και κυβερνοασφάλειας και δημοσίευσε τα κύρια αποτελέσματα και τις παρατηρήσεις της στο ενημερωτικό δελτίο εποπτείας (Supervision Newsletter) του Νοεμβρίου 2024. Η στοχευμένη αξιολόγηση της κυβερνοασφάλειας επεκτάθηκε ώστε να συμπεριληφθεί μια δεύτερη ομάδα σημαντικών ιδρυμάτων και να εκτιμηθούν τα βασικά μέτρα κυβερνοασφάλειας που έχουν λάβει. Επίσης, η ΕΚΤ επέκτεινε τη στοχευμένη αξιολόγηση του κινδύνου εξωτερικής ανάθεσης εργασιών ώστε να συμπεριλάβει μια δεύτερη ομάδα ΣΙ.
Πίνακας 2
Αριθμός ΣΙ που υποβλήθηκαν σε στοχευμένες αξιολογήσεις ή επιτόπιες επιθεωρήσεις για την ανθεκτικότητά τους σε κυβερνοαπειλές και σε κινδύνους εξωτερικής ανάθεσης
2023 | 2024 | |||
---|---|---|---|---|
Στοχευμένη αξιολόγηση | Επιτόπια επιθεώρηση | Στοχευμένη αξιολόγηση | Επιτόπια επιθεώρηση | |
Ανθεκτικότητα σε κυβερνοαπειλές | 15 | 12 | 9 | 5 |
Εξωτερική ανάθεση εργασιών | 11 | 12 | 10 | 8 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Επίσης, η ΕΚΤ συμμετείχε στη διασυνοριακή άσκηση συντονισμού της ομάδας εμπειρογνωμόνων της G7 με σκοπό την ενίσχυση των πλαισίων διαχείρισης κυβερνοσυμβάντων και κρίσεων.
Πέραν αυτών, η ΕΚΤ διενήργησε άσκηση ετοιμότητας (dry run) έναντι κυβερνοεπιθέσεων, για να δοκιμάσει τις εσωτερικές διαδικασίες επικοινωνίας, συντονισμού και κλιμάκωσης ενεργειών της ΕΚΤ και αρκετών εθνικών αρμόδιων αρχών (ΕΑΑ) για την περίπτωση κυβερνοεπίθεσης σε πολυάριθμες εποπτευόμενες οντότητες. Η άσκηση διενεργήθηκε εσωτερικά, χωρίς τη συμμετοχή ιδιωτικών φορέων.
Ο Κανονισμός για την Ψηφιακή Επιχειρησιακή Ανθεκτικότητα (Digital Operational Resilience Act – DORA)[21] στηρίζει τις προσπάθειες της ΕΕ για τη διασφάλιση της επιχειρησιακής ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα και σκοπός του είναι η κωδικοποίηση και ενίσχυση του πλαισίου για τη διαχείριση κινδύνων που σχετίζονται με τις τεχνολογίες της πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ). Το 2024 η ΕΚΤ τροποποίησε το εποπτικό της πλαίσιο για να το ευθυγραμμίσει πλήρως προς τις διατάξεις του Κανονισμού, π.χ. προσαρμόζοντας το πλαίσιο αναφοράς κυβερνοσυμβάντων και το μητρώο εξωτερικών συνεργατών. Επιπρόσθετα, η ΕΚΤ προετοιμάστηκε για δοκιμές παρείσδυσης βάσει απειλών, που θα αξιοποιήσουν το ευρωπαϊκό πλαίσιο δοκιμών TIBER-EU (Threat Intelligence-based Ethical Red Teaming).
1.2.4.3 Άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σχετικά με την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών 2024
Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2024 επικεντρώθηκε στην ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών και αξιολόγησε πώς θα αντιδρούσαν οι τράπεζες σε ένα υποθετικό συμβάν κυβερνοασφάλειας. Η άσκηση αφορούσε 109 τράπεζες και τα αποτελέσματά της αξιοποιήθηκαν στη SREP 2024. Εξέταζε ένα υποθετικό σενάριο που θα επηρέαζε κρίσιμα πληροφοριακά συστήματα (core systems) των τραπεζών. Όλες οι τράπεζες κλήθηκαν να δοκιμάσουν τις ικανότητες αντίδρασης και ανάκαμψης και να κοινοποιήσουν σχετική τεκμηρίωση, ενώ 28 τράπεζες υποβλήθηκαν σε εις βάθος αξιολόγηση που συμπεριλάμβανε δοκιμή ανάκαμψης των πληροφοριακών συστημάτων τους και επιτόπιες αξιολογήσεις. Οι τράπεζες ελέγχθηκαν ως προς τα σχέδια αντιμετώπισης κρίσεων, την επικοινωνία με τα ενδιαφερόμενα μέρη, τις αναλύσεις παρεχόμενων υπηρεσιών και τα μέτρα αντιμετώπισης που έχουν θεσπίσει. Αξιολογήθηκαν οι ικανότητες ανάκαμψης σε σχέση με την αποκατάσταση δεδομένων, τη συνεργασία με τρίτους και τις μελλοντικές βελτιώσεις σε θέματα ανθεκτικότητας. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να συνεργάζεται με τις τράπεζες για την ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας, με έμφαση στα σχέδια επιχειρησιακής συνέχειας, επικοινωνίας και ανάκαμψης. Οι τράπεζες καλούνται να εκπληρώνουν τους στόχους ανάκαμψης, να αξιολογούν τις εξαρτήσεις τους από τρίτους παρόχους και να εκτιμούν ακριβέστερα τις ζημίες λόγω κυβερνοεπιθέσεων.
Πλαίσιο 1
Εποπτικές προσδοκίες αναφορικά με την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους
Η εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους μπορεί να αποφέρει οφέλη στις τράπεζες, καθώς αυτές οι υπηρεσίες επιτρέπουν ταχύτερη πρόσβαση σε καινοτόμες τεχνολογίες, ιδίως σε εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης, παρέχουν μεγαλύτερη ευελιξία και στηρίζουν την ασφάλεια και σταθερότητα των εργασιών. Παράλληλα όμως είναι αναγκαία η κατάλληλη κατανόηση και διαχείριση των συναφών κινδύνων. Σύμφωνα με την απολογιστική έκθεση της ΕΚΤ για το 2024, οι υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους αντιπροσώπευαν περίπου το 20% των συμβάσεων εξωτερικής ανάθεσης εργασιών των σημαντικών ιδρυμάτων, ενώ περίπου οι μισές από αυτές καλύπτουν την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων ή σημαντικών λειτουργιών.
Στις 3 Ιουνίου 2024 η ΕΚΤ ξεκίνησε δημόσια διαβούλευση σχετικά με ένα σχέδιο Οδηγού για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους σε παρόχους υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Στόχος του Οδηγού είναι να αποσαφηνίσει τις προσδοκίες της ΕΚΤ σχετικά με την εφαρμογή των απαιτήσεων που τίθενται στην Πράξη για την Ψηφιακή Επιχειρησιακή Ανθεκτικότητα, αλλά και να κοινοποιήσει ορθές πρακτικές για την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Ο Οδηγός θα βοηθήσει να εξασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού για τις τράπεζες στους παρακάτω τομείς: (α) διακυβέρνηση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους, (β) διαθεσιμότητα και ανθεκτικότητα των υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους, (γ) ασφάλεια συστημάτων πληροφορικής και επικοινωνιών και εμπιστευτικότητα και ακεραιότητα δεδομένων, (δ) στρατηγική εξόδου και δικαίωμα τερματισμού σύμβασης και (ε) επίβλεψη, παρακολούθηση και εσωτερικές επιθεωρήσεις.
Η ΕΚΤ θα δημοσιεύσει τον οριστικό Οδηγό για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους σε παρόχους συναφών υπηρεσιών εντός του 2025, μαζί με τη δική της συνολική τοποθέτηση κατόπιν της αξιολόγησης των σχολίων που έλαβε μέσω της δημόσιας διαβούλευσης.
1.3 Άμεση εποπτεία των σημαντικών ιδρυμάτων
1.3.1 Μη επιτόπια εποπτεία και η μεταρρύθμιση της SREP
Η άμεση εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων έχει αντικείμενο τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση κινδύνων προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες παραμένουν ανθεκτικές και διοικούνται αποτελεσματικά σε ένα περιβάλλον ολοένα πιο σύνθετο. Ομοίως, η εποπτική προσέγγιση πρέπει να προσαρμόζεται σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον ώστε να διαφυλάσσει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Στο πλαίσιο της εντολής που έχει ανατεθεί στην ΕΚΤ να διατηρεί τις τράπεζες ασφαλείς και υγιείς, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα απαιτεί την εφαρμογή εναρμονισμένης και ευέλικτης προσέγγισης που θα αποτρέπει τον κατακερματισμό.
Σε συνάφεια με αυτό, το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να μεταρρυθμίσει την Εποπτική Διαδικασία Εξέτασης και Αξιολόγησης (SREP) ώστε να καταστήσει την εποπτεία του πιο αποτελεσματική, αποδοτική και παρεμβατική, δεσμευόμενο παράλληλα να προσαρμόζει και να εναρμονίζει τις δικές του μεθοδολογίες εποπτικής αξιολόγησης. Γι’ αυτό τον λόγο, η ΕΚΤ ανέθεσε σε ομάδα ανεξάρτητων εμπειρογνωμόνων να αξιολογήσει[22] τη SREP και τα συμπεράσματα αυτής ελήφθησαν υπόψη για τη μεταρρύθμιση της SREP, η οποία υλοποιείται σταδιακά από το 2024.
Η μεταρρυθμισμένη SREP εγγυάται το ίδιο επίπεδο σχολαστικότητας αλλά με απλούστερο χρονοδιάγραμμα, βελτιστοποιημένες εσωτερικές διαδικασίες και πιο στοχευμένες δράσεις, που θα οδηγήσουν σε ακόμη αποτελεσματικότερη SREP.
Η νέα SREP αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2026.
Βασικοί στόχοι[23] της μεταρρύθμισης της SREP είναι οι εξής:
- πιο στοχευμένη αξιολόγηση κινδύνων: μεγαλύτερη ευελιξία στους επόπτες για τον ορισμό προτεραιοτήτων και την έμφαση των αξιολογήσεων σε βασικούς κινδύνους για συγκεκριμένη πολυετή περίοδο. Οι επόπτες θα χρησιμοποιούν μια μακροχρόνια στρατηγική αξιολόγησης, που θα τους επιτρέπει να εξετάζουν εις βάθος όλους τους συναφείς κινδύνους σε πολυετή χρονικό ορίζοντα και όχι κάθε μεμονωμένο κίνδυνο. Αυτή η ευέλικτη προσέγγιση θα επιτρέπει στις ΜΕΟ να κατανέμουν τους πόρους τους πιο αποτελεσματικά.
- βελτιωμένη ενοποίηση των εποπτικών δραστηριοτήτων: μεγαλύτερη ενοποίηση του προγραμματισμού επιτόπιων επιθεωρήσεων, αναλύσεων σε βάθος και οριζόντιων θεματικών ελέγχων, ώστε να παρέχει δομημένη και ολοκληρωμένη εικόνα των κινδύνων των τραπεζών. Με τη βελτίωση της διαδικασίας προγραμματισμού των εποπτικών δραστηριοτήτων, μεγιστοποιούνται οι συνέργειες και οι τράπεζες κατανοούν σαφέστερα τις εποπτικές προτεραιότητες.
- χρήση όλων των διαθέσιμων εποπτικών εργαλείων: αποτελεσματικότερη και πιο έγκαιρη κλιμάκωση[24] εφόσον δεν διορθωθούν άμεσα οι αδυναμίες. Περιλαμβάνονται δεσμευτικές απαιτήσεις ποιοτικού χαρακτήρα και μέτρα επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων, εφόσον κρίνεται αναγκαίο.
- ενίσχυση της επικοινωνίας: απλοποίηση των αποτελεσμάτων της SREP, με έμφαση στους βασικούς κινδύνους και στις εποπτικές προσδοκίες. Εφόσον οι αξιολογήσεις δεν διαπιστώνουν ουσιώδεις μεταβολές στο προφίλ κινδύνου της τράπεζας, οι αποφάσεις SREP δεν χρειάζεται να επικαιροποιούνται ετησίως, αλλά με μικρότερη συχνότητα.
- πιο σταθερές μεθοδολογίες: απλοποίηση των εποπτικών μεθοδολογιών, οι οποίες γίνονται σταθερότερες, επιτρέποντας στους επόπτες να επικεντρώνονται σε νέα ζητήματα και σε αναδυόμενους κινδύνους. Παράδειγμα είναι η αναθεώρηση της μεθοδολογίας για τις απαιτήσεις βάσει του Πυλώνα 2 (P2R), που έχει στόχο η προσέγγιση να γίνει πιο διαισθητική και να μειωθεί η πολυπλοκότητα των διαδικασιών. Παράλληλα, η αναθεωρημένη προσέγγιση αποσκοπεί να ενισχύσει την εγκυρότητα, διασφαλίζοντας ότι οι απαιτήσεις P2R εξακολουθούν να βασίζονται στις ενδελεχείς εποπτικές αξιολογήσεις κινδύνου που διενεργούνται στο πλαίσιο της SREP, αλλά και να επικεντρώνονται στους κινδύνους που δεν καλύφθηκαν ήδη από τις απαιτήσεις βάσει του Πυλώνα 1, εξασφαλίζοντας έτσι ότι οι κίνδυνοι δεν επιμετρούνται δύο φορές.
- πιο αποτελεσματική χρήση των πληροφοριακών συστημάτων και της ανάλυσης δεδομένων: η ψηφιακή ατζέντα της ΕΚΤ προβλέπει επενδύσεις σε συστήματα πληροφορικής και ανάλυσης δεδομένων για την περίοδο 2024-2028 τα οποία θα ενσωματώνουν προηγμένες τεχνολογίες, όπως γενετική τεχνητή νοημοσύνη (generative AI), που θα υποστηρίζουν τους επόπτες σε εργασίες ρουτίνας, με σκοπό βελτιώσεις στην αποδοτικότητα, την πρόσβαση σε δεδομένα, την ανάλυση κινδύνου, τη συνέπεια των αποφάσεων και την όλη συνεργασία.
Οι παραπάνω αλλαγές έχουν στόχο να ενισχύσουν την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία, καθιστώντας τις διαδικασίες πιο στοχευμένες, αποτελεσματικές, προβλέψιμες και διαφανείς. Η SREP θα απλοποιηθεί και θα ευθυγραμμιστεί περισσότερο με την εποπτεία σε πραγματικό χρόνο, επιτρέποντας ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αντίδραση στους αναδυόμενους κινδύνους. Οι βελτιώσεις αυτές σχεδιάστηκαν για να στηρίξουν την αποδοτικότητα και τη συνέπεια των εποπτικών πρακτικών, προάγοντας μια εποπτική κουλτούρα που δίνει προτεραιότητα στις σοβαρές ευπάθειες και προωθεί την αποφασιστική και έγκαιρη ανάληψη δράσης.
1.3.1.1 Προσέγγιση με βάση τον κίνδυνο
Το 2024 η ΕΚΤ συνέχισε να εφαρμόζει το πλαίσιο ανοχής κινδύνου, που έχει τεθεί σε ισχύ από το 2023, ενσωματώνοντας νέα χαρακτηριστικά με βάση τον κίνδυνο και μεγαλύτερη ευελιξία σε διάφορους τομείς της εποπτικής μεθοδολογίας. Το πλαίσιο ανοχής κινδύνων παρέχει στις εποπτικές αρχές τη δυνατότητα να δίνουν προτεραιότητα σε κρίσιμες περιοχές κινδύνου, επιτρέποντας πιο παρεμβατική εποπτεία όπου αυτή είναι περισσότερο αναγκαία και χρησιμοποιώντας ολόκληρη την εποπτική εργαλειοθήκη σε περιπτώσεις όπου οι τράπεζες δεν ανταποκρίνονται στις εποπτικές προσδοκίες της ΕΚΤ.
Το πλαίσιο ανοχής κινδύνων διευκολύνει την ενσωμάτωση των εποπτικών προτεραιοτήτων στον στρατηγικό προγραμματισμό και στις καθημερινές εποπτικές δραστηριότητες. Για τον σκοπό αυτό, συνδυάζει τις κατευθύνσεις που παρέχει το Εποπτικό Συμβούλιο από πάνω προς τα κάτω, προσδιορίζοντας τους κινδύνους και τις ευπάθειες που αναγνωρίζονται ως προτεραιότητες και με αξιολογήσεις της σημασίας των κινδύνων για κάθε τράπεζα (από κάτω προς τα επάνω). Οι τελευταίες ουσιαστικά συμπληρώνουν τις πρώτες, καθώς ορισμένες εποπτευόμενες οντότητες παρουσιάζουν ιδιαιτερότητες, οι οποίες επηρεάζουν τα επίπεδα ανοχής κινδύνων που καθορίζονται για τα διάφορα είδη κινδύνου και κατ’ επέκταση τα σημεία όπου πρέπει να εστιάσει το εποπτικό έργο.
Το πλαίσιο ανοχής κινδύνων χρησιμοποιείται ως εργαλείο από τις ΜΕΟ και τα στελέχη της οριζόντιας εποπτείας προκειμένου να καθορίσουν προτεραιότητες στο έργο τους και, κατ’ επέκταση, να επικεντρωθούν περισσότερο στους βασικούς εποπτικούς κινδύνους. Έτσι, οι ΜΕΟ αποκτούν μεγαλύτερη ευελιξία για την αντιμετώπιση καινοφανών και αναδυόμενων κινδύνων.
1.3.1.2 Η αρχή της αναλογικότητας
Οι δραστηριότητες των ΜΕΟ ακολουθούν την αρχή της αναλογικότητας, δηλ. η ένταση του εποπτικού έργου εξαρτάται από το μέγεθος, τη συστημική σημασία, τον κίνδυνο και την πολυπλοκότητα κάθε ΣΙ. Ως εκ τούτου, οι ΜΕΟ που εποπτεύουν μεγαλύτερα ΣΙ με υψηλότερο βαθμό επικινδυνότητας προγραμματίζουν κατά μέσο όρο περισσότερες δραστηριότητες.
Ο αριθμός των δραστηριοτήτων που πραγματοποιήθηκαν το 2024 ήταν οριακά μικρότερος από ό,τι είχε προγραμματιστεί στην αρχή του έτους. Αυτό αποδίδεται κυρίως στην ακύρωση μικρού αριθμού δραστηριοτήτων που συνδέονται με διοικητικές απαιτήσεις στη διάρκεια του έτους, όπως είχε συμβεί και σε προηγούμενα έτη.
1.3.1.3 Εποπτικός προγραμματισμός και δραστηριότητες
Η διαδικασία εποπτικού προγραμματισμού ακολουθεί συνεπή και ενοποιημένη προσέγγιση σύμφωνα με την οποία οι εποπτικές προτεραιότητες αποτελούν γνώμονα για τον προγραμματισμό των οριζόντιων δραστηριοτήτων, των επιτόπιων επιθεωρήσεων και των διερευνήσεων εσωτερικών υποδειγμάτων, καθώς και άλλων εποπτικών δραστηριοτήτων.
Προκειμένου να διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία, οι διάφορες υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ συνεργάζονται στενά όταν προγραμματίζουν τις δραστηριότητές τους και λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις εποπτικές προτεραιότητες, τους κινδύνους που αφορούν συγκεκριμένες τράπεζες και το πλαίσιο ανοχής κινδύνων. Ο προγραμματισμός περιλαμβάνει την επιλογή των δειγμάτων εποπτευόμενων οντοτήτων που θα συμμετάσχουν στις εν λόγω οριζόντιες δραστηριότητες και τις επιτόπιες επιθεωρήσεις. Όπως και τα προηγούμενα έτη, χρησιμοποιήθηκε μια προσέγγιση τύπου εκστρατείας για τις επιτόπιες επιθεωρήσεις (βλ. Ενότητα 1.3.5). Το αποτέλεσμα της εν λόγω διαδικασίας αντικατοπτρίζεται στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων κάθε ΜΕΟ για την εποπτευόμενη οντότητα που εποπτεύει. Δεδομένου ότι ο προγραμματισμός αυτός αποτελεί σημαντικό μέρος της επικοινωνίας των ΜΕΟ με την εποπτευόμενη οντότητα, κοινοποιείται και στις εν λόγω τράπεζες ένα απλοποιημένο πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο περιγράφει τις εποπτικές δραστηριότητες που απαιτούν τη συμμετοχή ή την παροχή πληροφοριών από την εποπτευόμενη οντότητα.
Με βάση την αρχή της αναλογικότητας, οι μη επιτόπιες δραστηριότητες του προγράμματος περιλαμβάνουν (α) σχετικές με τον κίνδυνο δραστηριότητες (π.χ. SREP), (β) άλλες δραστηριότητες που συνδέονται με οργανωτικές, διοικητικές ή νομικές απαιτήσεις (π.χ. ετήσια αξιολόγηση της σημαντικότητας) και (γ) πρόσθετες δραστηριότητες που προγραμματίζουν οι ΜΕΟ για την περαιτέρω προσαρμογή του προγράμματος δραστηριοτήτων στις ιδιαιτερότητες του εποπτευόμενου ομίλου ή οντότητας (π.χ. αναλύσεις του επιχειρηματικού μοντέλου ή της δομής διακυβέρνησης της τράπεζας).
1.3.1.4 Εποπτικά μέτρα
Τα εποπτικά μέτρα[25] είναι ένα από τα κύρια αποτελέσματα των τακτικών, επιτόπιων και μη, εποπτικών δραστηριοτήτων. Περιγράφουν αναλυτικά τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβούν οι εποπτευόμενες οντότητες για να διορθώσουν τις αδυναμίες τους. Οι ΜΕΟ έχουν την ευθύνη να παρακολουθούν την έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή των μέτρων αυτών. Το 2024 τη μεγαλύτερη συμβολή στα εποπτικά μέτρα είχαν οι επιτόπιες δραστηριότητες, καθώς οι επιτόπιες επιθεωρήσεις και οι διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων (στην πλειονότητά τους επιτόπιες) αντιπροσώπευαν το 55% των συνολικών μέτρων που ελήφθησαν. Όπως και το 2023 ο μεγαλύτερος αριθμός νέων εποπτικών μέτρων (40%) αφορούσε τον πιστωτικό κίνδυνο (Διάγραμμα 1).
Διάγραμμα 1
Εποπτικά μέτρα
α) Αριθμός μέτρων ανά έτος

β) Ανά δραστηριότητα | γ) Ανά κατηγορία κινδύνου |
---|---|
![]() | ![]() |
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Το δείγμα περιλαμβάνει μέτρα για όλες τις οντότητες που υπάγονται στην εποπτεία της ΕΚΤ (μεταβαλλόμενο δείγμα). Τα δεδομένα αντλήθηκαν στις 31.12.2024.
1.3.1.5 Οριζόντια ανάλυση βάσει SREP
Η ΕΚΤ δημοσίευσε στις 17 Δεκεμβρίου 2024 τα αποτελέσματα της Εποπτικής Διαδικασίας Εξέτασης και Αξιολόγησης (SREP) του 2024, τα οποία περιλάμβαναν τις εξελίξεις στις βαθμολογίες βάσει της SREP και στις κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις του Πυλώνα 2, καθώς και ανάλυση επιλεγμένων περιοχών κινδύνου. Με τη συγκατάθεση των αντίστοιχων ΣΙ, η ΕΚΤ κοινοποίησε τις ισχύουσες κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει του Πυλώνα 2 ανά τράπεζα για το 2025, στις οποίες περιλαμβάνονται και απαιτήσεις για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερβολικής μόχλευσης.
Η συνολική βαθμολογία βάσει της SREP παρέμεινε σταθερή στο 2,6, ενώ για το 11% των τραπεζών οι βαθμολογίες επιδεινώθηκαν και για το 15% βελτιώθηκαν. Οι συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις αυξήθηκαν ελαφρώς σε 15,6% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (15,5% το 2023), ενώ το διάμεσο επίπεδο των απαιτήσεων του Πυλώνα 2 διαμορφώθηκε σε 2,2%, παραμένοντας και αυτό σταθερό σε σχέση με το 2023.
Η SREP 2024 κατέδειξε ότι, συνολικά, οι τράπεζες που υπάγονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία παρέμειναν ανθεκτικές, με ικανοποιητικούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας. Στο επόμενο διάστημα οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμοστούν σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Ως εκ τούτου, απαιτείται εγρήγορση και σύνεση από πλευράς τραπεζών ώστε να διατηρήσουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Το γεγονός ότι επί του παρόντος εμφανίζουν θετικά επίπεδα κερδοφορίας παρέχει στις τράπεζες την ευκαιρία να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους.
1.3.2 Εποπτεία τραπεζών εκτός ΕΕ
Το 2024 η ΕΚΤ επέβλεψε 14 θυγατρικές τραπεζών με έδρα εκτός της ΕΕ που δραστηριοποιούνται στη ζώνη του ευρώ, οι οποίες το γ΄ τρίμηνο του 2024 διέθεταν συνολικό ενεργητικό ύψους 1,8 τρισεκ. ευρώ (7% του συνόλου του ενεργητικού που υπόκειται στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ) και παρουσίαζαν συνολική αξία χαρτοφυλακίου συναλλαγών ύψους 780 δισεκ. ευρώ (21% του συνόλου των συναλλαγών επί χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού που υπόκεινται στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ) και συνολική αξία στοιχείων ενεργητικού υπό θεματοφυλακή ύψους 15,5 τρισεκ. ευρώ (37% του συνόλου των στοιχείων υπό θεματοφυλακή που υπόκεινται στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ).
Οι εποπτικές δραστηριότητες για τις θυγατρικές των τραπεζών εκτός ΕΕ καθορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με βάση τις εποπτικές προτεραιότητες της ΕΚΤ για την περίοδο 2023-2025. Επίσης, η ΕΚΤ ανέλαβε αρκετές στοχευμένες πρωτοβουλίες, μεταξύ αυτών την παρακολούθηση της εφαρμογής των σχεδίων υλοποίησης που αναπτύχθηκαν κατόπιν των πορισμάτων της άσκησης χαρτογράφησης (desk-mapping) (βλ. Πλαίσιο 2 στην Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα 2023) και μια σειρά αναλύσεων σε βάθος (deep dives) σχετικά με την επιχειρηματική και επενδυτική τραπεζική και τις εσωτερικές διαδικασίες ελέγχου αναφορικά με δραστηριότητες διαπραγμάτευσης, σχεδιασμένες για την αντιμετώπιση των εντεινόμενων ανησυχιών σε τομείς κρίσιμης σημασίας όπως η διαπραγμάτευση και ο δανεισμός.
Επιπρόσθετα, η ΕΚΤ συνεργάστηκε με θυγατρικές τραπεζών με έδρα εκτός ΕΕ σχετικά με τις επιπτώσεις του άρθρου 21γ της Οδηγίας CRD VI (που θα τεθεί σε εφαρμογή στις 11.1.2027), το οποίο απαιτεί από ομίλους τρίτων χωρών να θεμελιώσουν φυσική παρουσία εντός της ΕΕ για δραστηριότητες που αφορούν την αποδοχή καταθέσεων και την παροχή δανείων και εγγυήσεων. Οι απαιτήσεις αυτές μπορεί να επηρεάσουν ουσιωδώς τα μοντέλα λογιστικής καταχώρησης για την παροχή δανείων από θυγατρικές τραπεζών με έδρα εκτός της ΕΕ. Μια επιπλέον πρόκληση όσον αφορά την εποπτεία των θυγατρικών τραπεζών εκτός ΕΕ αποτελεί το γεγονός ότι ανήκουν εξ ολοκλήρου στις μητρικές οντότητές τους, των οποίων οι στρατηγικές και οι εσωτερικές πολιτικές δεν ευθυγραμμίζονται πάντοτε με τους κανόνες της ΕΕ ή με τις εποπτικές προσδοκίες της ΕΚΤ. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, οι επόπτες απαιτείται να συνυπολογίζουν τις εν λόγω προκλήσεις και διαφορές, διασφαλίζοντας παράλληλα την πλήρη συμμόρφωση προς τις τυπικές απαιτήσεις. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η ΕΚΤ ενίσχυσε και τις τακτικές διμερείς ανταλλαγές με τις αρχές τραπεζικής εποπτείας εκτός Ευρώπης, οι οποίες είναι αρμόδιες για την επίβλεψη των τραπεζών εκτός της ΕΕ, όπως το Ομοσπονδιακό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών των ΗΠΑ και η Prudential Regulation Authority του Ηνωμένου Βασιλείου.
1.3.3 Εποπτεία οντοτήτων με δραστηριότητες στη Ρωσία
Ο περιορισμός των δραστηριοτήτων στη Ρωσία παρακολουθείται στενά από την ΕΚΤ.
Από την έναρξη της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022, η ΕΚΤ συμμετέχει ενεργά σε διάλογο με τις λίγες εποπτευόμενες οντότητες που δραστηριοποιούνται στη ρωσική αγορά, λαμβάνει συγκεκριμένα μέτρα όπου κρίνεται σκόπιμο και παρακολουθεί προσεκτικά την κατάσταση. Το 2024 οι τράπεζες συνέχισαν να περιορίζουν τις δραστηριότητές τους και να προωθούν στρατηγικές εξόδου και περιορισμού δραστηριοτήτων. Συνολικά, τα ΣΙ μείωσαν τα ανοίγματά τους στη Ρωσία κατά 5,6% από το τέλος του 2023 έως το γ΄ τρίμηνο του 2024,[26] συρρικνώνοντας περαιτέρω τα επίπεδα έκθεσής τους από την έναρξη του πολέμου.
Όπου κρίθηκε σκόπιμο, η ΕΚΤ έλαβε μέτρα για να αντιμετωπίσει την ιδιαίτερη κατάσταση σε επιμέρους ΣΙ με σκοπό να περιορίσει τους λειτουργικούς κινδύνους, τους κινδύνους φήμης και συμμόρφωσης και τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με επιχειρηματικές δραστηριότητες στη Ρωσία. Μερικά από αυτά τα μέτρα περιλάμβαναν περιορισμούς στη χορήγηση δανείων και την αποδοχή καταθέσεων στη Ρωσία, καθώς και στις τοποθετήσεις κεφαλαίων σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με έδρα τη Ρωσία. Επίσης, η ΕΚΤ αναμένει μείωση στις δραστηριότητες πληρωμών από τη Ρωσία προς το εξωτερικό καθώς και στα διασυνοριακά δάνεια προς πελάτες με έδρα στη Ρωσία.
Τα ΛΣΙ υιοθέτησαν διάφορες στρατηγικές για να περιορίσουν τα ανοίγματά τους, όπως και τα ΣΙ. Αρκετά ΛΣΙ έκλεισαν τις θυγατρικές τους στη Ρωσία, μείωσαν τα ανοίγματα στους ισολογισμούς τους και περιόρισαν τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές που συνδέονται με τη ρωσική αγορά. Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ΛΣΙ αποσύρθηκαν πλήρως από τη ρωσική αγορά, με σταδιακή παύση των δραστηριοτήτων τους και παραίτηση από την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος. Σε πολύ λίγες περιπτώσεις, οι διεθνείς κυρώσεις επηρέασαν σοβαρά τα ΛΣΙ υπό ρωσική ιδιοκτησία, ωθώντας τα στην πράξη να αποχωρήσουν από την αγορά.
Στο πλαίσιο της κλιμάκωσης των εντάσεων με τη Ρωσία, οι υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών με άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος παραμένουν εγγενώς ευάλωτες σε γεωπολιτικούς κινδύνους. Μεταξύ άλλων, οι κίνδυνοι αυτοί αφορούν νομικές προκλήσεις και προκλήσεις συμμόρφωσης προς τις διεθνείς κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Προκειμένου να λειτουργήσουν στο σύνθετο και εξελισσόμενο περιβάλλον των διεθνών χρηματοοικονομικών και γεωπολιτικών εντάσεων, οι υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών πρέπει να συνεχίσουν να προσαρμόζονται και να εφαρμόζουν ισχυρές στρατηγικές περιορισμού των κινδύνων, ενώ οι επόπτες πρέπει να παρακολουθούν προσεκτικά αυτή τη διαδικασία.
1.3.4 Ριζική επανεξέταση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών
Η ριζική επανεξέταση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών (trading book) αποτελεί βασικό στοιχείο του αναθεωρημένου πλαισίου Βασιλεία III. Περιλαμβάνει ριζική αναθεώρηση των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αγοράς βάσει του Πυλώνα 1, η οποία στηρίζεται στα διδάγματα που αντλήθηκαν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/2008, και έχει στόχο να μειώσει την πιθανότητα εμφάνισης και τις επιπτώσεις παρόμοιων συμβάντων στο μέλλον. Συγκεκριμένα, θεσπίζει αυστηρότερους κανόνες για την ταξινόμηση των περιουσιακών στοιχείων εντός ή εκτός του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, μια εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση, η οποία είναι πιο ευαίσθητη στον κίνδυνο, αλλά και πιο σύνθετη από την τρέχουσα τυποποιημένη προσέγγιση, καθώς και πρόσθετες απαιτήσεις για τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων.
Το 2024 η ΕΚΤ διενήργησε μια μη επιτόπια στοχευμένη αξιολόγηση και αρκετές επιτόπιες επιθεωρήσεις (OSI) και διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων (IMI) για το συγκεκριμένο θέμα. Η στοχευμένη αξιολόγηση της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης εκτίμησε την ετοιμότητα ενός δείγματος 30 τραπεζών που επιλέχθηκαν βάσει του κινδύνου. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, από την έναρξη υποβολής αναφορών βάσει της συγκεκριμένης προσέγγισης το 2021, οι τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει εύλογη πρόοδο προς την προετοιμασία και την εφαρμογή αυτής της νέας προσέγγισης για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ωστόσο, εντοπίστηκαν αδυναμίες σε πιο τεχνικά θέματα, καθώς και σε σχέση με την ανεξάρτητη αξιολόγηση και με την ενσωμάτωση της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης στο πλαίσιο υποβολής αναφορών για τη διαχείριση κινδύνων, βάσει της ριζικής επανεξέτασης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
Επιπροσθέτως, ορισμένες OSI που αξιολογούν την εφαρμογή της εναλλακτικής τυποποιημένης προσέγγισης εντόπισαν αδυναμίες σε επιμέρους τράπεζες όσον αφορά τους υπολογισμούς, τις λειτουργικές διαδικασίες και τη διαχείριση δεδομένων, καθώς και σε σχέση με τη συμμετοχή της δεύτερης και της τρίτης γραμμής άμυνας. Οι δύο πρώτες OSI για την εναλλακτική τυποποιημένη προσέγγιση πραγματοποιήθηκαν το 2023 και ακολούθησε άλλη μία το 2024. Άλλες πέντε έχουν σχεδιαστεί στο πλαίσιο του Προγράμματος Εποπτικής Εξέτασης για το 2025.
Το 2024, με βάση αιτήσεις τραπεζών για τη χρήση της εναλλακτικής προσέγγισης για τα εσωτερικά υποδείγματα, η ΕΚΤ ολοκλήρωσε τρεις διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων, ώστε να προετοιμάσει τις αντίστοιχες εποπτικές αποφάσεις. Τα βασικά ευρήματα περιγράφονται στην Ενότητα 1.3.5.2.
Στις 24 Ιουλίου 2024 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό, αναβάλλοντας κατά ένα έτος (δηλ. έως την 1η Ιανουαρίου 2026) την ημερομηνία εφαρμογής της ριζικής επανεξέτασης των προτύπων για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών στην ΕΕ σύμφωνα με τη Βασιλεία ΙΙΙ όσον αφορά τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων για τον κίνδυνο αγοράς από τις τράπεζες. Το συνεχές εποπτικό έργο σ’ αυτό τον τομέα, συμπεριλαμβανομένων περαιτέρω ενεργειών από τις ΜΕΟ, θα διασφαλίσει την ομαλή εφαρμογή της ριζικής επανεξέτασης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών.
1.3.5 Επιτόπια εποπτεία
Σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΕΜ[27], η ΕΚΤ επιβλέπει τις εποπτευόμενες οντότητες μέσω επιτόπιων και μη επιτόπιων εποπτικών δραστηριοτήτων, που σε συνδυασμό μεταξύ τους διασφαλίζουν λεπτομερή και διεισδυτική ανάλυση των εργασιών των εποπτευόμενων οντοτήτων. Η επιτόπια εποπτεία πραγματοποιείται μέσω επιτόπιων επιθεωρήσεων (OSI), που διερευνούν εις βάθος τους κινδύνους, τους ελέγχους κινδύνων και τη διακυβέρνηση, ή μέσω διερευνήσεων εσωτερικών υποδειγμάτων (ΙΜΙ), δηλ. εις βάθος αξιολογήσεων των εσωτερικών υποδειγμάτων που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να υπολογίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, και όπου ειδικότερα εξετάζονται οι μεθοδολογίες, η οικονομική καταλληλότητα, οι κίνδυνοι, οι έλεγχοι κινδύνων και η διακυβέρνηση.
Το 2024 ξεκίνησαν 165 επιτόπιες επιθεωρήσεις και 78 διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων για τα ΣΙ. Όπως και το προηγούμενο έτος, το 2024 οι περισσότερες OSI και IMI πραγματοποιήθηκαν με υβριδική μορφή (με φυσική παρουσία και εξ αποστάσεως). Επιπλέον, η ΕΚΤ ξεκίνησε συνολικό έλεγχο των χαρτοφυλακίων μοχλευμένης χρηματοδότησης για ένα σύνολο τραπεζών[28] ώστε να συμβάλει στη βελτίωση της διαχείρισης κινδύνου των μοχλευμένων δανείων.
Οι OSI που διενεργήθηκαν το 2024 κάλυψαν τομείς όπως ο πιστωτικός κίνδυνος, η διακυβέρνηση, ο κίνδυνος πληροφοριακών συστημάτων, ο κίνδυνος επιτοκίου και ο κίνδυνος πιστωτικού περιθωρίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο (IRRBB/CSRBB), ενώ ορισμένες επιθεωρήσεις κάλυψαν τον κίνδυνο ρευστότητας, τον κίνδυνο επιχειρηματικού μοντέλου και κερδοφορίας, τον κίνδυνο ρευστότητας και χρηματοδότησης, την κεφαλαιακή επάρκεια, τον κίνδυνο αγοράς και τον λειτουργικό κίνδυνο. Οι κλιματικοί και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι αξιολογήθηκαν με ειδικές OSI και στο πλαίσιο επιθεωρήσεων για άλλα είδη κινδύνου, ιδίως για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Πίνακας 3
Επιτόπιες επιθεωρήσεις (OSI) κατά είδος κινδύνου
Είδος κινδύνου | 2023 | 2024 | ||
---|---|---|---|---|
# OSI | # ΣΙ | # OSI | # ΣΙ | |
Κεφαλαιακή επάρκεια | 11 | 11 | 13 | 13 |
Πιστωτικός κίνδυνος | 52 | 41 | 44 | 36 |
Διακυβέρνηση | 38 | 34 | 24 | 22 |
Κίνδυνος επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο | 18 | 18 | 18 | 18 |
Κίνδυνος ρευστότητας | 4 | 4 | 14 | 14 |
Κίνδυνος αγοράς | 8 | 7 | 9 | 9 |
Κίνδυνος λειτουργικός και πληροφοριακών συστημάτων | 26 | 24 | 21 | 20 |
Επιχειρηματικό μοντέλο και κερδοφορία | 21 | 19 | 22 | 20 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Οι IMI που διενεργήθηκαν το 2024 κάλυψαν τομείς όπως η εφαρμογή των πιο πρόσφατων προτύπων και κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EAT), η ριζική επανεξέταση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών και η κάλυψη υποχρεώσεων που σχετίζονται με παλαιότερες ΙΜΙ.
Πίνακας 4
Διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων (IMI) κατά είδος κινδύνου
Είδος κινδύνου | 2023 | 2024 | ||
---|---|---|---|---|
# IMI | # ΣΙ | # IMI | # ΣΙ | |
Πιστωτικός κίνδυνος | 70 | 38 | 71 | 48 |
Πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου | 3 | 3 | 6 | 6 |
Κίνδυνος αγοράς | 10 | 9 | 1 | 1 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Διάγραμμα 2
Επιτόπιες επιθεωρήσεις και διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων που ξεκίνησαν το 2022, το 2023 και το 2024
(αριθμός διερευνήσεων)

Πηγή: ΕΚΤ.
1.3.5.1 Κυριότερα ευρήματα των επιτόπιων επιθεωρήσεων
Ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο, σοβαρές αδυναμίες διαπιστώθηκαν στην ικανότητα των τραπεζών να ποσοτικοποιούν κατάλληλα τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες για τα εξυπηρετούμενα δάνεια, ιδίως στο πλαίσιο της αυξημένης μακροοικονομικής αβεβαιότητας. Τα υποδείγματα για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες δεν ήταν επαρκώς ικανά να ενσωματώσουν προοπτική πληροφόρηση. Σε υποδείγματα για την πιθανότητα αθέτησης υποχρεώσεων (probability of default – PD) και τη ζημία σε περίπτωση αθέτησης (loss given default – LGD) διαπιστώθηκαν αδυναμίες. Ενώ εφαρμόζεται ευρύ φάσμα πρακτικών, διαπιστώθηκε ότι σε ορισμένες τράπεζες τα πλαίσια για τη διαχείριση σημαντικών αυξήσεων του πιστωτικού κινδύνου ήταν ανεπαρκή όσον αφορά την έγκαιρη μεταφορά των δανείων στο Στάδιο 2 όπως προβλέπει το ΔΠΧΑ 9.
Καθώς οι τράπεζες άρχισαν κάπως να αναγνωρίζουν την επιδείνωση των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ιδίως σε ευπαθείς τομείς όπως ο τομέας των ακινήτων, διαπιστώθηκαν πολλά ευρήματα σχετικά με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή διαδικασιών αποτίμησης των εξασφαλίσεων. Οι OSI συνέχισαν να αποκαλύπτουν αδυναμίες στις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου, στη στρατηγική κινδύνων, στη διάθεση για ανάληψη κινδύνου και στις διαδικασίες χορήγησης πιστώσεων, καθώς και στην παρακολούθηση κινδύνων και στον ορθό προσδιορισμό των δανείων σε καθεστώς ρύθμισης και των καταγγελμένων δανείων. Σε ορισμένες περιπτώσεις, αφορμή γι’ αυτά τα ευρήματα αποτέλεσε η ανησυχία ότι τα πλαίσια διακυβέρνησης των τραπεζών εμποδίζουν την επαρκή στρατηγική καθοδήγηση για τον κίνδυνο.
Ως προς τον κίνδυνο αγοράς, οι κυριότερες αδυναμίες αφορούσαν τον εντοπισμό, τη μέτρηση και τη διαχείριση του κινδύνου αποτίμησης και του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Πιο συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο αποτίμησης, διαπιστώθηκαν αδυναμίες στον υπολογισμό των εποπτικών και λογιστικών αποθεματικών που τηρούν τα ιδρύματα έναντι της αβεβαιότητας αποτίμησης. Σοβαρές αδυναμίες παρατηρήθηκαν επίσης σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, ιδίως αναφορικά με την υποδειγματοποίηση και την επικύρωση των δεικτών πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου (πιθανά μελλοντικά ανοίγματα, ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων), τον προσδιορισμό και την παρακολούθηση ορίων, καθώς και τη διαχείριση εξασφαλίσεων.
Ως προς τον κίνδυνο ρευστότητας, τα σοβαρότερα ευρήματα αφορούσαν αδυναμίες στην επιμέτρηση και παρακολούθηση του κινδύνου, μεταξύ άλλων σε σχέση με τις μεθοδολογίες ποσοτικοποίησης, στην ακρίβεια και την πληρότητα των δεδομένων, καθώς και στον σχεδιασμό σεναρίων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για τη ρευστότητα. Εντοπίστηκαν επίσης σοβαρά ευρήματα που αφορούσαν την υποβολή στοιχείων για εποπτικούς σκοπούς και τον υπολογισμό του δείκτη κάλυψης ρευστότητας και του δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης. Άλλα σοβαρά ευρήματα ανέδειξαν ανεπαρκώς αποτελεσματικό οργανωτικό πλαίσιο διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας και ασυνέπειες μεταξύ του σχεδίου χρηματοδότησης και της στρατηγικής για τον κίνδυνο ρευστότητας.
Ως προς τον κίνδυνο επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο (IRRBB), η πλειονότητα των κρίσιμων ευρημάτων αφορούσε αδυναμίες στη μέτρηση και παρακολούθηση του IRRBB, μεταξύ άλλων ανεπάρκειες στις μεθόδους ποσοτικοποίησης και στην αξιοπιστία καίριων παραδοχών που ενσωματώνονται στα υποδείγματα, στην επικαιροποίηση των δεδομένων, στα πληροφοριακά συστήματα και στο πλαίσιο διαχείρισης του κινδύνου υποδείγματος. Άλλα σοβαρά ευρήματα ανέδειξαν ατελή τυποποίηση του προφίλ και της στρατηγικής διαχείρισης του IRRBB, καθώς και ανεπαρκή συμμετοχή της επιτροπής διαχείρισης κινδύνων στον καθορισμό και την παρακολούθηση των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου IRRBB.
Ως προς το επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας και την κερδοφορία, τα σοβαρότερα ευρήματα σχετίζονται με τα πλαίσια, τις μεθοδολογίες και την παρακολούθηση της τιμολόγησης προϊόντων, που αποτέλεσαν αντικείμενο σειράς OSI το 2024. Άλλα σοβαρά ευρήματα ανέδειξαν αδυναμίες στην κατανομή εσόδων και κόστους, στην ανάλυση των παραγόντων κερδοφορίας, καθώς και στις παραδοχές και τις αναλύσεις ευαισθησίας των χρηματοοικονομικών προβολών των επιχειρηματικών σχεδίων των τραπεζών.
Σε σχέση με το επιχειρηματικό μοντέλο και την κερδοφορία, οι OSI που αξιολόγησαν τον ψηφιακό μετασχηματισμό[29] των τραπεζών αποκάλυψαν αδυναμίες στη στρατηγική καθοδήγηση, καθώς και στη διαχείριση και παρακολούθηση αλλαγών. Επίσης, εντοπίστηκαν ζητήματα αναφορικά με την κατανομή εσόδων και κόστους, τα πλαίσια βασικών δεικτών απόδοσης (key performance indicator – KPI), καθώς και τις διαδικασίες διενέργειας προβλέψεων και κατάρτισης προϋπολογισμού.
Ως προς τον κλιματικό κίνδυνο, ο οποίος αποτελεί παράγοντα ενίσχυσης άλλων κατηγοριών κινδύνου που αφορούν π.χ. τα επιχειρηματικά μοντέλα ή τον πιστωτικό κίνδυνο, οι OSI αποκάλυψαν αδυναμίες στον εντοπισμό κινδύνων, τις αξιολογήσεις σημαντικότητας, την παρακολούθηση και την αποτύπωση του κλιματικού κινδύνου στις επιχειρηματικές στρατηγικές των τραπεζών. Επιπρόσθετα, άλλα σοβαρά ευρήματα ανέδειξαν αδυναμίες στην ενσωμάτωση του κλιματικού κινδύνου στις διαδικασίες χορήγησης πιστώσεων και στους αντίστοιχους εσωτερικούς ελέγχους.
Ως προς την εσωτερική διακυβέρνηση και θέματα στενά συνδεόμενα με αυτήν, τα πιο κρίσιμα ευρήματα αφορούσαν (α) τη συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά δεδομένων για τους κινδύνους (RDARR), που οφείλεται στην έλλειψη ολοκληρωμένου πλαισίου διακυβέρνησης και σε ανεπάρκειες στην αρχιτεκτονική των δεδομένων και την πληροφοριακή υποδομή και οδηγεί σε αδυναμίες στη διαχείριση της ποιότητας των δεδομένων, (β) την ανεξαρτησία, το πεδίο δράσης και τους πόρους όλων των λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου και (γ) τις δραστηριότητες εξωτερικής ανάθεσης, π.χ. ανεπάρκειες στην αξιολόγηση κινδύνου κατά τη λήψη αποφάσεων για την εξωτερική ανάθεση εργασιών και αδυναμίες στη διαχείριση κινδύνου και στην παρακολούθηση υπηρεσιών που ανατέθηκαν σε εξωτερικούς συνεργάτες, ιδίως σε σχέση με υπηρεσίες πληροφορικής. Τα εν λόγω ευρήματα ώθησαν τους επόπτες να ορίσουν τη διόρθωση των αδυναμιών στην εσωτερική διακυβέρνηση ως εποπτική προτεραιότητα.
Ως προς την ICAAP, τα σοβαρότερα ευρήματα αφορούσαν (α) ασυνέπειες στις εσωτερικές μεθοδολογίες και τις υποθέσεις ποσοτικοποίησης για τον πιστωτικό κίνδυνο και τον κίνδυνο αγοράς, (β) αδυναμίες στην εσωτερική διαδικασία επικύρωσης των μεθοδολογιών ποσοτικοποίησης και (γ) ανεπάρκειες στις μεθοδολογίες για τον εντοπισμό ουσιωδών κινδύνων στο πλαίσιο της διαδικασίας εντοπισμού κινδύνων.
Ως προς τον υπολογισμό των εποπτικών κεφαλαίων (Πυλώνας 1), τα κύρια ευρήματα αφορούσαν (α) ατέλειες στην απόδοση συντελεστών στάθμισης στα ανοίγματα με βάση τον κίνδυνο, που οδηγούν σε υποεκτίμηση του σταθμισμένου ως προς τον κίνδυνο ενεργητικού, ιδίως για τον πιστωτικό κίνδυνο, λόγω σφαλμάτων στην ταξινόμηση σε κατηγορίες ανοιγμάτων και στην αποτίμηση των εξασφαλίσεων και (β) ανεπάρκειες στο πλαίσιο ελέγχου για τη διαδικασία υπολογισμού των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των ιδίων κεφαλαίων.
Ως προς τον λειτουργικό κίνδυνο (εκτός του κινδύνου πληροφοριακών συστημάτων), τα σοβαρότερα ευρήματα σχετίζονται με (α) τη μέτρηση και τη διαχείριση κινδύνου, π.χ. αδυναμίες στις διαδικασίες συλλογής δεδομένων για τον λειτουργικό κίνδυνο, ανεπάρκειες στην πρόληψη και αντιμετώπιση συμβάντων λειτουργικού κινδύνου και (β) τον εντοπισμό κινδύνων, συγκεκριμένα ανεπαρκή κάλυψη και περιγραφή σημαντικών λειτουργικών κινδύνων.
Ως προς τον κίνδυνο πληροφοριακών συστημάτων, τα σοβαρότερα ευρήματα εντοπίστηκαν στον τομέα της διαχείρισης πληροφοριακών συστημάτων και κυβερνοασφάλειας, ιδίως όσον αφορά τις δυνατότητες προστασίας έναντι κυβερνοαπειλών και ανίχνευσης αυτών. Παράλληλα, οι OSI συνέχισαν να εντοπίζουν αδυναμίες στα πλαίσια διακυβέρνησης, την επιχειρησιακή συνέχεια όσον αφορά τα πληροφοριακά συστήματα και τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων πληροφορικής (IT assets). Σημαντικός αριθμός των υπόλοιπων σοβαρών ευρημάτων αφορούσε τις λειτουργίες πληροφοριακών συστημάτων των τραπεζών. Επιπρόσθετα, η διαχείριση του κινδύνου τρίτων παραμένει μείζονος σημασίας για την εποπτεία,[30] καθώς σημαντικός αριθμός ευρημάτων αφορούσε τις ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών πληροφορικής. Το 2024, όπως και το προηγούμενο έτος, η ΕΚΤ διενήργησε ειδική επιθεώρηση σε μεγάλο πάροχο υπηρεσιών πληροφορικής και επικοινωνιών.[31]
Συμπερασματικά, τα ευρήματα αντανακλούν σημαντικές αδυναμίες σε διάφορους τομείς διαχείρισης κινδύνου εντός των επιθεωρούμενων τραπεζών. Συνεπώς, ανέδειξαν την ανάγκη για περαιτέρω βελτιώσεις στην ποσοτικοποίηση κινδύνων, τα πλαίσια διακυβέρνησης και τους εσωτερικούς ελέγχους ώστε να διασφαλιστεί ένας πιο ισχυρός και ανθεκτικός τραπεζικός τομέας. Η αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, μεταξύ άλλων, είναι καίριας σημασίας για τις τράπεζες ώστε να διαχειριστούν πιο αποτελεσματικά τις μελλοντικές αβεβαιότητες, ιδίως εν όψει των επίμονα υψηλών γεωπολιτικών εντάσεων και των συνεπειών τους στις μακροοικονομικές προοπτικές.
1.3.5.2 Κυριότερα ευρήματα των διερευνήσεων εσωτερικών υποδειγμάτων
Οι διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων (IMI) αξιολογούν κατά πόσον τα εσωτερικά υποδείγματα που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να υπολογίσουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις τους συμμορφώνονται προς τις νομικές και κανονιστικές απαιτήσεις. Μια IMI μπορεί να ξεκινήσει είτε μετά από αίτημα κάποιας τράπεζας (στην περίπτωση αρχικής έγκρισης ενός εσωτερικού υποδείγματος, ουσιώδους τροποποίησης, παράτασης, επέκτασης, εφαρμογής αυτού, μόνιμης μερικής χρήσης ή επανόδου σε λιγότερο εξελιγμένη προσέγγιση) είτε με πρωτοβουλία της ΕΚΤ.
Με τη στοχευμένη αξιολόγηση των εσωτερικών υποδειγμάτων (targeted review of internal models – TRIM) που διενεργήθηκε τον Απρίλιο του 2021 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έδωσε ισχυρή ώθηση στην εναρμόνιση της εποπτικής αντιμετώπισης των εσωτερικών υποδειγμάτων και στη συμμόρφωσή τους προς τους υφιστάμενους κανόνες. Έκτοτε η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επικεντρώθηκε κυρίως στην αξιολόγηση τροποποιήσεων των υποδειγμάτων που ζήτησαν τα ΣΙ, είτε για να συμμορφωθούν προς τις νέες κανονιστικές απαιτήσεις που προέκυψαν, π.χ. από την αναθεώρηση του κανονιστικού πλαισίου για τη μέθοδο των εσωτερικών διαβαθμίσεων (internal ratings-based – IRB) με βάση το σχετικό πρόγραμμα της ΕΒΑ (IRB repair programme), είτε για να διορθώσουν τις αδυναμίες που διαπίστωσε η TRIM. Ένας από τους βασικούς στόχους της TRIM ήταν να μειώσει την ανεπιθύμητη (δηλ. που δεν σχετίζεται με τον κίνδυνο) μεταβλητότητα των αποτελεσμάτων των υποδειγμάτων που χρησιμοποιούν τα ΣΙ για να υπολογίσουν τις εποπτικές κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει του Πυλώνα Ι και, έτσι, να ενισχύσει περαιτέρω την αξιοπιστία των εσωτερικών υποδειγμάτων.
Επίσης, με τα νέα λεπτομερέστερα και αυστηρότερα πρότυπα που θέτουν οι κανονισμοί της EBA και της EΕ, οι τράπεζες είναι πιο δύσκολο να συμμορφώνονται προς όλους τους κανόνες, ειδικότερα για χαρτοφυλάκια μικρού μεγέθους ή/και με περιορισμένα αντιπροσωπευτικά δεδομένα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ αναμένει ότι οι τράπεζες θα προβούν σε διεξοδική αξιολόγηση του συνόλου των υποδειγμάτων IRB τους με στόχο τον εξορθολογισμό τους. Μια τέτοια αξιολόγηση θα πρέπει να λάβει υπόψη την εφαρμογή των τελικών προτύπων της Βασιλείας ΙΙΙ, τις λειτουργικές δυνατότητες της τράπεζας – και το συναφές κόστος – για την εισαγωγή ή διατήρηση υποδειγμάτων IRB, καθώς και την καταλληλότητα αυτών για διαφορετικά χαρτοφυλάκια (π.χ. διαθεσιμότητα ενός ελάχιστου συνόλου αντιπροσωπευτικών δεδομένων).
Από αυτή την άποψη, πάνω από 90% των IMI το 2024 ξεκίνησαν μετά από αιτήματα τραπεζών για την αξιολόγηση τροποποιήσεων, αρχικών εγκρίσεων ή επεκτάσεων υποδειγμάτων. Όπως και το 2023, το ποσοστό των IMI που ξεκίνησαν με πρωτοβουλία της ΕΚΤ ήταν γύρω στο 5%. Επίσης, η ΕΚΤ έλαβε και εξέτασε πολυάριθμα αιτήματα από τράπεζες που επιθυμούσαν να επιστρέψουν σε λιγότερο προηγμένες μεθόδους, στο πλαίσιο των ευρύτερων πρωτοβουλιών για την απλοποίηση των εσωτερικών υποδειγμάτων στο σύνολο του τραπεζικού συστήματος που περιγράφηκαν παραπάνω.
Οι IMI που διενεργήθηκαν το 2024 αποκάλυψαν αρκετές αδυναμίες, καθώς εντοπίστηκαν κατά μέσο όρο 20 ευρήματα σε κάθε IMI, από τα οποία περίπου 1/3 χαρακτηρίζονται ως πολύ σοβαρά.[32]
Εάν εξεταστούν αποκλειστικά οι διαδικαστικές πτυχές που σχετίζονται με τα υποδείγματα βάσει εσωτερικών διαβαθμίσεων (internal ratings-based – IRB) για τον πιστωτικό κίνδυνο, περίπου 1/3 των ευρημάτων χαρακτηρίζονται ως πολύ σοβαρά και εξ αυτών σχεδόν τα μισά αφορούσαν αδυναμίες στις υποδομές πληροφορικής και στον ορισμό της αθέτησης. Σχετικά με την υποδειγματοποίηση της πιθανότητας αθέτησης υποχρεώσεων και της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης, περίπου 1/3 των ευρημάτων χαρακτηρίστηκαν ως πολύ σοβαρά. Για την υποδειγματοποίηση της πιθανότητας αθέτησης υποχρεώσεων, σχεδόν τα μισά ευρήματα αφορούσαν την ποσοτικοποίηση του κινδύνου και τον υπολογισμό του περιθωρίου συντηρητικότητας. Για την υποδειγματοποίηση της ζημίας σε περίπτωση αθέτησης, τα κυριότερα ζητήματα αφορούσαν την ποσοτικοποίηση του κινδύνου και τη δομή του συστήματος διαβάθμισης.[33] Για τους τομείς όπου διαπιστώθηκαν πολυάριθμα σοβαρά ευρήματα, η ΕΚΤ παρείχε πρόσθετες διευκρινίσεις με τον αναθεωρημένο Οδηγό για τα εσωτερικά υποδείγματα που δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 2024.
Διενεργήθηκε μικρός αριθμός διερευνήσεων για τον κίνδυνο αγοράς στη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, λόγω των επικείμενων νέων απαιτήσεων που απορρέουν από τη ριζική επανεξέταση του χαρτοφυλακίου συναλλαγών. Κατά τις διερευνήσεις των αρχικών εγκρίσεων υποδειγμάτων βάσει των νέων απαιτήσεων, οι κύριες αδυναμίες που διαπιστώθηκαν αφορούσαν ορισμένα δομικά στοιχεία της νέας προσέγγισης, π.χ. την αξιολόγηση της δυνατότητας υποδειγματοποίησης του παράγοντα κινδύνου (risk factor modelability), τις μεθόδους για τον δείκτη κινδύνου στο σενάριο ακραίων καταστάσεων και τις διαδικασίες υποδειγματοποίησης. Πολύ περιορισμένες σε αριθμό ήταν επίσης οι ΙΜΙ για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, γι’ αυτό και δεν έγινε ομαδοποίηση των αντίστοιχων ευρημάτων.
1.4 Επίβλεψη και έμμεση εποπτεία των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων από την ΕΚΤ
1.4.1 Διάρθρωση του τομέα των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων
Ο αριθμός των ΛΣΙ συνέχισε να μειώνεται, κυρίως λόγω συγχωνεύσεων, αν και χορηγήθηκαν νέες άδειες σε νέες επιχειρήσεις FinTech.
Ο αριθμός των ΛΣΙ μειώθηκε περαιτέρω σε 1.912 οντότητες, στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης, το β΄ τρίμηνο του 2024, από 1.932 ΛΣΙ στο τέλος του 2023. Το 77% του συνόλου των ευρωπαϊκών ΛΣΙ βρίσκεται στη Γερμανία και την Αυστρία. Το 2024 η πλειονότητα των διαρθρωτικών αλλαγών στον τομέα των ΛΣΙ σχετίζεται με τις συγχωνεύσεις 43 οντοτήτων, οι περισσότερες από τις οποίες στη Γερμανία. Ανακλήθηκαν τέσσερις άδειες λειτουργίας τραπεζών και χορηγήθηκαν τέσσερις νέες άδειες.
Ενώ ο τομέας των ΛΣΙ περιλαμβάνει ποικίλα και ενίοτε πολύ εξειδικευμένα επιχειρηματικά μοντέλα, τη βασική συνιστώσα, περίπου 60%, εξακολουθούν να αποτελούν τα ιδρύματα λιανικής τραπεζικής και καταναλωτικής πίστης. Συχνά πρόκειται για περιφερειακές αποταμιευτικές ή/και συνεταιριστικές τράπεζες, πολλές από τις οποίες είναι μέλη θεσμικών συστημάτων προστασίας, με έδρα κυρίως στη Γερμανία και την Αυστρία. Γενικά, οι δραστηριότητες των ΛΣΙ εμφανίζουν μεγαλύτερη συγκέντρωση σε ορισμένες γεωγραφικές περιοχές και για συγκεκριμένα προϊόντα από ό,τι εκείνες των ΣΙ.
Παρά τη συνεχιζόμενη ενοποίηση, ο αριθμός των ΛΣΙ εξακολουθεί να υπερβαίνει τον αριθμό των ΣΙ, ιδίως στη Γερμανία και την Αυστρία, όπου εδρεύει η πλειονότητα των ευρωπαϊκών ΛΣΙ.
Παρά τη μείωση συνολικά του αριθμού των ΛΣΙ, ο εν λόγω τομέας εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, κατέχοντας μερίδιο γύρω στο 15,5% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα χωρίς τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών. Το μερίδιο των ΛΣΙ στο συνολικό ενεργητικό του τραπεζικού τομέα κάθε χώρας παρουσιάζει σημαντικές αποκλίσεις, ένδειξη διαρθρωτικών διαφορών μεταξύ των κρατών-μελών. Στην Αυστρία, τη Γερμανία, το Λουξεμβούργο και τη Μάλτα τα ΛΣΙ αντιπροσωπεύουν πάνω από 1/3 του συνολικού ενεργητικού του εγχώριου τραπεζικού τομέα, ενώ στις περισσότερες άλλες χώρες ο τομέας των ΛΣΙ είναι σχετικά μικρός. Έτσι στο Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ελλάδα αντιπροσωπεύει μόλις 4,4%, 1,9% και 4,8% αντίστοιχα του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα. Περισσότερες λεπτομέρειες είναι διαθέσιμες στην έκθεση για την εποπτεία των ΛΣΙ 2024.
Διάγραμμα 3
Ταξινόμηση των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων κατά επιχειρηματικό μοντέλο
(ποσοστά %)

Πηγή: Υπολογισμοί της ΕΚΤ που βασίζονται στο εσωτερικό πλαίσιο κατηγοριοποίησης κατά επιχειρηματικό μοντέλο.
Σημείωση: Το διάγραμμα απεικονίζει τον αριθμό των ΛΣΙ, στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης, κατά επιχειρηματικό μοντέλο (εξαιρούνται τα υποκαταστήματα και οι φορείς διαμεσολάβησης στις χρηματοπιστωτικές αγορές) το β΄ τρίμηνο του 2024.
1.4.2 Επιλεγμένες δραστηριότητες επίβλεψης
Η ραγδαία άνοδος των επιτοκίων το 2023 προκάλεσε αξιοσημείωτη αύξηση στην κερδοφορία των τραπεζών το 2024. Ωστόσο, αυτή η αύξηση συνοδεύθηκε από αβεβαιότητα, ιδίως σε σχέση με την έκθεση σε γεωπολιτικούς κινδύνους και, ακόμη περισσότερο, την έκθεση στον τομέα των ακινήτων, κυρίως των επαγγελματικών ακινήτων. Το γεγονός ότι ο δείκτης ΜΕΔ για το χαρτοφυλάκιο δανείων των ΛΣΙ ξεπέρασε το κατώτερο επίπεδο που είχε καταγράψει το 2023 και αυξήθηκε σε 2,5% το β΄ τρίμηνο του 2024 σηματοδοτεί πιθανή αρχόμενη συσσώρευση κινδύνων. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) παρακολούθησαν προσεκτικά τις σχετικές εξελίξεις τόσο σε επίπεδο τομέα όσο και σε επίπεδο τραπεζών. Με δεδομένες αυτές τις εντεινόμενες αβεβαιότητες, καταγράφονται περαιτέρω προβληματισμοί σχετικά με τον δυνητικό αντίκτυπο στον κίνδυνο ρευστότητας. Έτσι η ΕΚΤ, από κοινού με τις ΕΑΑ, διενήργησε στοχευμένη αξιολόγηση των σχεδίων χρηματοδότησης, ώστε να εκτιμήσει δυνητικούς κινδύνους ρευστότητας στον τομέα των ΛΣΙ.
Δεδομένης της σπουδαιότητας των συστημάτων ΤΠΕ, η ΕΚΤ προώθησε μια δομημένη ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ευρωπαϊκών εποπτικών αρχών με θέμα τις προσεγγίσεις τους για την εποπτεία του κινδύνου συστημάτων ΤΠΕ, στηρίζοντας έτσι παράλληλα την εφαρμογή του κανονισμού DORA από κανονιστική σκοπιά. Στο πεδίο της κλιματικής αλλαγής, η ΕΚΤ οργάνωσε ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ΕΑΑ και εξακολούθησε να τις στηρίζει, κοινοποιώντας παραδείγματα ορθών πρακτικών και παρέχοντας εκπαίδευση στο προσωπικό τους.
1.4.3 Οριζόντιες ενέργειες για τις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων στα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα
Το 2024 η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ πραγματοποίησαν ειδική αξιολόγηση σε συνέχεια της επισκόπησης του 2022 σχετικά με τις εθνικές πρακτικές διενέργειας εποπτικών ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στα ΛΣΙ. Αυτή περιλάμβανε σειρά εργαστηρίων με θέμα ορθές πρακτικές, μεθοδολογίες και εργαλεία. Επιπρόσθετα, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ δημιούργησαν μια συλλογή των πιο πρόσφατων δημοσιεύσεων για τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στα ΛΣΙ, καθώς και ποσοτική απολογιστική καταγραφή των πιο πρόσφατων συγκεντρωτικών αποτελεσμάτων των ασκήσεων και μιας σειράς συναφών δεικτών μέτρησης.
Σύμφωνα με τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενήργησαν οι ΕΑΑ, συνολικά η απολογιστική καταγραφή αποδεικνύει ότι ο τομέας των ΛΣΙ είναι ανθεκτικός. Από τη μεθοδολογική σκοπιά, ενώ υπάρχουν πολλά κοινά στοιχεία μεταξύ των πρακτικών άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε διαφορετικά ΛΣΙ, υπάρχουν και διαφορές, οι οποίες αντικατοπτρίζουν τις ιδιαιτερότητες της διάρθρωσης των εθνικών τραπεζικών συστημάτων στις επιμέρους ευρωπαϊκές εποπτευόμενες οντότητες.
1.5 Μακροπροληπτικές αρμοδιότητες της ΕΚΤ
Ο συντονισμός της μακροπροληπτικής πολιτικής εντός της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας από την ΕΚΤ είναι καίριας σημασίας για τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα κατά την αντιμετώπιση συστημικών κινδύνων σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Μέσω των δραστηριοτήτων επίβλεψης και άλλων παρόμοιων λειτουργιών, η ΕΚΤ εξετάζει τα μέτρα που λαμβάνουν οι εθνικές αρχές, ώστε να εξασφαλίσει ότι τα επιμέρους κράτη-μέλη και η τραπεζική ένωση ως σύνολο είναι επαρκώς προετοιμασμένα για να αντιμετωπίσουν οικονομικές αβεβαιότητες και κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η ΕΚΤ εξακολούθησε να συνεργάζεται στενά με τις εθνικές αρχές το 2024, σύμφωνα με τα μακροπροληπτικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 5 του Κανονισμού ΕΕΜ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, η ΕΚΤ έλαβε και αξιολόγησε κοινοποιήσεις για μέτρα μακροπροληπτικής πολιτικής από τις αντίστοιχες εθνικές αρχές. Οι κοινοποιήσεις αφορούσαν αποφάσεις για τον καθορισμό αντικυκλικού κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας (CCyB), για τον προσδιορισμό των παγκοσμίως συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (G-SII) ή των λοιπών συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων (O-SII) και τον χειρισμό τους από την άποψη των κεφαλαιακών απαιτήσεων, καθώς και για άλλα μακροπροληπτικά μέτρα, π.χ. τον καθορισμό αποθεμάτων ασφαλείας έναντι συστημικού κινδύνου και την απόδοση αυστηρότερων συντελεστών στάθμισης κινδύνου για τα ανοίγματα των τραπεζών στον τομέα των ακινήτων.[34]
Το 2022 και το 2023 πολλές εθνικές αρχές επέβαλαν ή αύξησαν το κυκλικό ή διαρθρωτικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας. Η τάση αυτή συνεχίστηκε το 2024, με αποτέλεσμα όλες οι χώρες της τραπεζικής ένωσης να έχουν ανακοινώσει ή εφαρμόσει κάποιας μορφής απόθεμα ασφαλείας με δυνατότητα άμεσης αποδέσμευσης, ενώ εννέα χώρες υιοθέτησαν το λεγόμενο ουδέτερο ποσοστό για το CCyB, δηλ. θετικό ουδέτερο ποσοστό CCyB όταν οι κυκλικοί συστημικοί κίνδυνοι δεν είναι ακόμη υψηλοί. Επίσης, οι εθνικές αρχές προσδιόρισαν 129 O-SII και καθόρισαν το ποσοστό κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας τους. Τα εν λόγω ποσοστά αποθεμάτων ασφαλείας ήταν σύμφωνα με τη μεθοδολογία που ορίζει ένα ελάχιστο ποσοστό (κατώφλι) κεφαλαιακού αποθέματος ανά κατηγορία συστημικής σημασίας των O-SII (floor methodology).
Από τον Ιανουάριο του 2024 η ΕΚΤ χρησιμοποιεί αναθεωρημένη μεθοδολογία ορισμού του ελάχιστου ποσοστού για την αξιολόγηση των αποθεμάτων ασφαλείας των O-SII.[35] Η αναθεωρημένη μεθοδολογία, η οποία περιλαμβάνει περισσότερες κατηγορίες O‑SII και υψηλότερο ελάχιστο ποσοστό για την ανώτατη κατηγορία, σχεδιάστηκε για να ενισχύσει την ικανότητα των O-SII να απορροφούν ζημίες, να μειώσει περαιτέρω τον κίνδυνο ανομοιογένειας των αποθεμάτων ασφαλείας των O‑SII και να εξασφαλίσει την ομοιόμορφη μεταχείριση των O-SII σε όλες τις χώρες που συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Πιο πρόσφατα, όπως ανακοινώθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο τον Δεκέμβριο του 2024, η ΕΚΤ ενίσχυσε τη μεθοδολογία ορισμού του ελάχιστου ποσοστού για την αξιολόγηση των αποθεμάτων ασφαλείας των O-SII που κοινοποιούνται από τις εθνικές αρχές, η οποία πλέον λαμβάνει επίσης υπόψη τη συστημική σημασία των O-SII για την τραπεζική ένωση ως σύνολο. Η ενισχυμένη μεθοδολογία, που εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2025, θα αποτρέψει την ανεπιθύμητη ανομοιογένεια στον τρόπο προσδιορισμού των αποθεμάτων ασφαλείας των O-SII και θα συμβάλει στη βαθύτερη χρηματοπιστωτική ενοποίηση, περιορίζοντας τις αποκλίσεις μεταξύ των κεφαλαιακών απαιτήσεων για εγχώριες και διασυνοριακές δραστηριότητες εντός της τραπεζικής ένωσης.[36]
Επίσης, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συμμετείχε ενεργά σε διάφορες εργασίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου (ESRB), που περιλάμβαναν τις τακτικές αξιολογήσεις των κινδύνων και των ευπαθειών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ΕΕ, αναλύσεις με θέμα τις συνέπειες των υψηλότερων επιτοκίων για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και τη συστημική έλλειψη ρευστότητας, τη βελτίωση των μακροπροληπτικών εργαλείων για τη διασφάλιση ανθεκτικότητας έναντι κυβερνοαπειλών,[37] καθώς και τις ευπάθειες στον τομέα των οικιστικών και επαγγελματικών ακινήτων. Αφορούσαν επίσης τα δυσμενή σενάρια για την πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2025 υπό τον συντονισμό της EBA και για την άσκηση του ESRB για τη ρευστότητα σε επίπεδο συστήματος.
1.6 Κίνδυνοι και εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-2027
Οι στρατηγικές προτεραιότητες εξακολουθούν να αντανακλούν το τρέχον περιβάλλον κινδύνου και την ανάγκη για έγκαιρη διόρθωση των αδυναμιών που διαπιστώθηκαν. Παρά την ευρωστία των ισολογισμών και των προφίλ κινδύνου των ευρωπαϊκών τραπεζών στη διάρκεια του 2024, οι επίμονα ενισχυμένες γεωπολιτικές εντάσεις και η συναφής αβεβαιότητα που περιβάλλει τις μακροοικονομικές προοπτικές απαιτούν από τις τράπεζες να παραμείνουν σε εγρήγορση και να αξιολογούν σε τακτική βάση τις επιπτώσεις για την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, τη λειτουργία και το προφίλ κινδύνου τους. Παράλληλα, καθώς το επίκεντρο ενδιαφέροντος του εποπτικού έργου μετατοπίζεται σταδιακά από τον εντοπισμό των κινδύνων στην ανάληψη διορθωτικών ενεργειών προκειμένου για τομείς που έχουν υποβληθεί σε αυστηρό εποπτικό έλεγχο στο παρελθόν, θα ζητηθεί από τις τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επίμονων αδυναμιών.
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ πραγματοποίησε στοχευμένες προσαρμογές στις εποπτικές της προτεραιότητες για την περίοδο 2025-2027 και συνέχισε να ζητά από τις τράπεζες να διατηρούν συνετές και αξιόπιστες πρακτικές διαχείρισης κινδύνου ώστε να αντεπεξέλθουν στις αντιξοότητες που αναμένονται βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Ως εκ τούτου, οι εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-2027 θα δώσουν έμφαση στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών σε άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές απειλές και σοβαρές γεωπολιτικές διαταραχές (Προτεραιότητα 1), στην έγκαιρη διόρθωση των γνωστών ουσιωδών αδυναμιών, ιδίως σε σχέση με τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων και τη RDARR (Προτεραιότητα 2), καθώς και στην ανάγκη αντιμετώπισης των προκλήσεων που απορρέουν από τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τις νέες τεχνολογίες (Προτεραιότητα 3). Σύμφωνα με την Προτεραιότητα 1, θα δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην ενσωμάτωση της διαχείρισης των γεωπολιτικών κινδύνων στις εποπτικές δραστηριότητες και στην αξιολόγηση των συναφών πρακτικών διαχείρισης κινδύνου των τραπεζών. Επίσης, άλλες τακτικές δραστηριότητες και ενέργειες σε συνέχεια προηγούμενων προτεραιοτήτων θα διεξαχθούν παράλληλα από τους επόπτες στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης συνεργασίας τους με τις τράπεζες, συμπληρωματικά προς τις εργασίες για τις τρεις εποπτικές προτεραιότητες της περιόδου 2025-2027. Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις επικαιροποιημένες εποπτικές προτεραιότητες, τις αξιολογήσεις κινδύνων στις οποίες βασίζονται και τις συναφείς εποπτικές δραστηριότητες δημοσιεύονται στις εποπτικές δραστηριότητες για την περίοδο 2025-2027.
Πλαίσιο 2
Γεωπολιτικοί κίνδυνοι
Η επιδείνωση των γεωπολιτικών εντάσεων τα τελευταία χρόνια δημιούργησε την ανάγκη για αυξημένο εποπτικό έλεγχο. Παρόλο που ο άμεσος αντίκτυπος των πρόσφατων γεωπολιτικών εξελίξεων στον τραπεζικό τομέα ήταν μέχρι τώρα συγκρατημένος και οι άμεσες απειλές περιορισμένες, είναι σημαντικό οι εποπτικές αρχές να επαγρυπνούν και να αξιολογούν τις πιθανές μελλοντικές επιπτώσεις για τις τράπεζες.
Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ορίζονται ως "η απειλή, η εκδήλωση και η κλιμάκωση δυσμενών γεγονότων που σχετίζονται με πολέμους, τρομοκρατία και κάθε είδους εντάσεις μεταξύ κρατών και πολιτικών παραγόντων και επηρεάζουν την ειρηνική πορεία των διεθνών σχέσεων”.[38] Δεν είναι εύκολα προβλέψιμοι, δεν προέρχονται από το χρηματοπιστωτικό σύστημα και μπορούν να επηρεάσουν όλες τις παραδοσιακές κατηγορίες κινδύνου του τραπεζικού συστήματος μέσω τριών διαύλων μετάδοσης: των χρηματοπιστωτικών αγορών, της πραγματικής οικονομίας και της προστασίας και ασφάλειας (Σχήμα A). Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι μπορούν να προκαλέσουν αυξημένη απροθυμία για ανάληψη κινδύνου, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αιφνίδιες μεταβολές του κινδύνου αγοράς και του κινδύνου χρηματοδότησης. Μια μακροοικονομική διαταραχή μπορεί να πυροδοτήσει αυξημένους πιστωτικούς κινδύνους και κινδύνους κερδοφορίας. Οι κίνδυνοι μέσω του διαύλου προστασίας και ασφάλειας μπορεί να αποτελέσουν απειλή για τις δραστηριότητες των τραπεζών και τη βιωσιμότητα του επιχειρηματικού μοντέλου λειτουργίας τους.
Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ήταν βασική εποπτική προτεραιότητα την περίοδο 2024-2026 και το ίδιο θα ισχύσει και την περίοδο 2025-2027 (βλ. Ενότητα 1.6). Δεδομένου ότι επηρεάζουν πολλούς τομείς, οι κίνδυνοι αυτοί αντιμετωπίζονται με ευρύ φάσμα εποπτικών πρωτοβουλιών.
Πρώτον, για τη διαχείριση των γεωπολιτικών κινδύνων απαιτούνται ισχυροί μηχανισμοί διακυβέρνησης. Συνεπώς, η ΕΚΤ θα αξιολογήσει τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου και τα πλαίσια που αφορούν τη διάθεση για ανάληψη κινδύνου, τα οποία χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να παρακολουθούν και να συγκρατούν τους γεωπολιτικούς κινδύνους, ώστε να διαμορφώσει συγκεκριμένη αντίληψη για τις εποπτικές προσδοκίες της σε σχέση με αυτούς τους κινδύνους.
Δεύτερον, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι πρέπει να εξετάζονται στο πλαίσιο του προγραμματισμού ρευστότητας και κεφαλαιακής επάρκειας. Για τον λόγο αυτό, οι εποπτικές αρχές αξιολογούν τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για τις εσωτερικές διαδικασίες αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας και αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητας.
Τρίτον, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι μπορεί να επιδεινώσουν τον πιστωτικό κίνδυνο μέσω του διαύλου της πραγματικής οικονομίας. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω, μια αξιολόγηση βάσει ΔΠΧΑ 9 εξέτασε το πώς συνεκτιμούν οι τράπεζες τους νέους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένου του γεωπολιτικού κινδύνου, κατά τον σχηματισμό προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Τέταρτον, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι ήταν βασικό στοιχείο της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2023 υπό τον συντονισμό της EBA και θα αποτελέσουν βασική συνιστώσα και της πανευρωπαϊκής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2025[39].
Πέμπτον, οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις μπορεί να επηρεάσουν την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα των τραπεζών, π.χ. μέσω της απειλής κυβερνοεπιθέσεων ή μέσω των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης εργασιών. Συνεπώς, οι τράπεζες πρέπει να έχουν δημιουργήσει ισχυρά πλαίσια επιχειρησιακής ανθεκτικότητας για τον μετριασμό των απειλών αυτού του είδους. Οι απειλές αυτές μπορούν να εκτιμηθούν με στοχευμένες αξιολογήσεις των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης εργασιών και της ανθεκτικότητας έναντι κυβερνοαπειλών και πράγματι αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2024 για την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών. Επίσης, ξεκίνησαν πρωτοβουλίες για την εκτίμηση των γεωπολιτικών κινδύνων κάθε τράπεζας σε ατομική βάση.
Σχήμα A
Δίαυλοι μετάδοσης γεωπολιτικών εντάσεων στο μακροχρηματοπιστωτικό περιβάλλον και τις τράπεζες

Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις: CCR: πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου, NBFI: μη τραπεζικός φορέας χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης, EQ: ίδια κεφάλαια, FI: σταθερό εισόδημα, FX: συνάλλαγμα, COM: εμπορεύματα, ΞΧ: ξέπλυμα χρήματος και ΧΤ: χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
1.7 Αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του εποπτικού έργου
Το 2024 η ΕΚΤ άρχισε να εξετάζει τρόπους ώστε να αξιολογεί συστηματικά κατά πόσον οι εποπτικές δραστηριότητες επιτυγχάνουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματά τους. Μια ολιστική αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του εποπτικού έργου θα επιτρέπει στην ΕΚΤ να εκτιμά πληρέστερα σε ποιον βαθμό εκπληρώνονται οι εποπτικές της προτεραιότητες και κατά πόσον απαιτείται προσαρμογή των εποπτικών της στρατηγικών. Αυτό αποτελεί κύριο στοιχείο της λογοδοσίας της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας συνολικά.
Η αποτελεσματική εποπτεία επιτρέπει στους επόπτες να αξιολογούν αμέσως τους κινδύνους προληπτικής εποπτείας και να εντοπίζουν τις ουσιώδεις αδυναμίες, αξιοποιώντας έτσι αποτελεσματικότερα τα εποπτικά εργαλεία και τις εξουσίες τους ώστε να εξασφαλίζουν ότι οι τράπεζες διορθώνουν εγκαίρως τις αδυναμίες τους. Για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του εποπτικού έργου απαιτείται συνδυασμός ποσοτικών δεικτών, ποιοτικών δεδομένων και τεχνοκρατικής κρίσης.
Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του εποπτικού έργου πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι τα αποτελέσματα των εποπτικών δραστηριοτήτων ενδεχομένως (α) δεν είναι απευθείας παρατηρήσιμα στα χρηματοοικονομικά ή στατιστικά δεδομένα, (β) επιδρούν με χρονική υστέρηση και (γ) επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες πέραν του πεδίου δράσης της εποπτικής αρχής. Αυτό σημαίνει ότι είναι απολύτως απαραίτητη η χρήση κατάλληλων εργαλείων ανάλυσης, σε συνδυασμό με την κρίση των εμπειρογνωμόνων.
Η ΕΚΤ επιδιώκει να εξελίσσεται σε ολοένα αποτελεσματικότερη εποπτική αρχή και να επεκταθεί πέρα από τον στόχο της διασφάλισης συμμόρφωσης προς τις κανονιστικές απαιτήσεις και την παροχή κινήτρων στις εποπτευόμενες οντότητες ώστε να διορθώνουν τις εντοπιζόμενες αδυναμίες. Η μέτρηση της αποτελεσματικότητας του εποπτικού έργου αφορά όχι μόνο την κατανόηση των κύριων επιδράσεων των εποπτικών μέτρων που έχουν ληφθεί, αλλά και τη συνεκτίμηση των ανεπιθύμητων επιδράσεων και του ρόλου του μακροοικονομικού περιβάλλοντος στα εποπτικά αποτελέσματα. Ως εκ τούτου, η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του εποπτικού έργου δεν σταματά στην αξιολόγηση των εποπτικών δραστηριοτήτων που διενεργήθηκαν, αλλά μάλλον ξεκινά με τη μέτρηση του συγκεκριμένου αποτελέσματος αυτών των δραστηριοτήτων. Γι’ αυτόν τον λόγο η ΕΚΤ επιδιώκει να αξιολογεί κατά πόσον οι κίνδυνοι και οι αδυναμίες που εντοπίζονται αντιμετωπίστηκαν ή διορθώθηκαν καταλλήλως και εγκαίρως από την εποπτευόμενη οντότητα και αναζητά τρόπους για να αποφευχθεί η εμφάνιση τέτοιων κινδύνων ή αδυναμιών στο μέλλον.
Αυτό με τη σειρά του βοηθά την ΕΚΤ να αποφασίζει, επί παραδείγματι, κατά πόσον μια ευπάθεια στην οποία έχει δοθεί προτεραιότητα αντιμετωπίστηκε καταλλήλως ή αν η εποπτική της στρατηγική για τη διόρθωση τέτοιων ευπαθειών πρέπει να προσαρμοστεί. Έτσι, μπορεί να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα εργασιών υψηλού επιπέδου το οποίο, σε συνδυασμό με τα αναγκαία εποπτικά εργαλεία, μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικότερα την ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα. Επίσης, η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του εποπτικού έργου της ΕΚΤ θα μπορούσε να στηρίξει περαιτέρω την επικοινωνία της με εξωτερικούς εταίρους της, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και να τροφοδοτήσει τον διάλογο σχετικά με τη λογοδοσία της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας συνολικά.
2 Διαδικασίες αδειοδότησης, αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας, επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων
2.1 Αδειοδότηση
2.1.1 Αξιολογήσεις σημαντικότητας, συνολικές αξιολογήσεις και προσδιορισμός των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων υψηλής επίδρασης
2.1.1.1 Αξιολογήσεις σημαντικότητας
Από 1.1.2025 η ΕΚΤ εποπτεύει άμεσα 114 τράπεζες, σύμφωνα με την ετήσια επανεξέταση της σημαντικότητας και τις έκτακτες αξιολογήσεις.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ,[40] η ετήσια αξιολόγηση, προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια τράπεζα ή ένας τραπεζικός όμιλος πληροί οποιοδήποτε από τα κριτήρια χαρακτηρισμού του ως σημαντικού[41] ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2024. Συμπληρώθηκε με έκτακτες αξιολογήσεις σημαντικότητας (που οδήγησαν σε 51 αποφάσεις σημαντικότητας), οι οποίες διενεργήθηκαν κατόπιν μεταβολών στη διάρθρωση ομίλων.
Ως εκ τούτου, 114 ιδρύματα[42] ταξινομήθηκαν ως σημαντικά την 1.1.2025, έναντι 113 κατά την προηγούμενη ετήσια αξιολόγηση σημαντικότητας.
Από την ετήσια αξιολόγηση του 2024 προέκυψαν οι ακόλουθες μεταβολές.
Πίνακας 5
Μεταβολές που προέκυψαν από την ετήσια αξιολόγηση του 2024
Ίδρυμα | Αιτιολόγηση |
---|---|
KfW Beteiligungsholding GmbH | Η KfW Beteiligungsholding GmbH ταξινομήθηκε ως σημαντική επειδή το ενεργητικό της υπερέβαινε τα 30 δισεκ. ευρώ. Η άμεση εποπτεία της από την ΕΚΤ άρχισε την 1.1.2025. |
Raiffeisen-Holding Niederösterreich-Wien registrierte Genossenschaft mit beschränkter Haftung | Η Raiffeisen-Holding Niederösterreich-Wien registrierte Genossenschaft mit beschränkter Haftung ταξινομήθηκε ως σημαντική επειδή το ενεργητικό της υπερέβαινε τα 30 δισεκ. ευρώ. Η άμεση εποπτεία της από την ΕΚΤ άρχισε την 1.1.2025. |
Quintet Private Bank (Europe) S.A. | Η Quintet Private Bank (Europe) S.A. ταξινομήθηκε ως λιγότερο σημαντική επειδή δεν πληρούσε κανένα κριτήριο σημαντικότητας για τρία συνεχόμενα ημερολογιακά έτη. Η άμεση εποπτεία της από την Commission de Surveillance du Secteur Financier (CSSF), την αρμόδια εποπτική αρχή του Λουξεμβούργου για τον χρηματοπιστωτικό τομέα, άρχισε την 1.1.2025. |
Επίσης, λόγω του ότι δύο επιχειρήσεις επενδύσεων της Κατηγορίας 1 αδειοδοτήθηκαν ως σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, δύο νέα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα προστέθηκαν σε έναν υφιστάμενο σημαντικό όμιλο το 2024.
Πίνακας 6
Επιχειρήσεις επενδύσεων της Κατηγορίας 1 που αδειοδοτήθηκαν ως σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα το 2024
Ίδρυμα | Αιτιολόγηση |
---|---|
SG Option Europe | Η SG Option Europe προστέθηκε στον όμιλο Société Générale S.A., με ισχύ από 29.2.2024. |
Société de Bourse Gilbert Dupont | Η Société de Bourse Gilbert Dupont προστέθηκε στον όμιλο Société Générale S.A., με ισχύ από 25.9.2024. |
Επιπλέον, σημειώθηκαν οι ακόλουθες μεταβολές στη διάρθρωση ομίλων, οι οποίες επηρέασαν τον αριθμό των σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων.
Πίνακας 7
Μεταβολές στη διάρθρωση ομίλων που επηρεάζουν τον αριθμό των σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων
Ίδρυμα | Αιτιολόγηση |
---|---|
NatWest Bank Europe GmbH | Με ισχύ από 1.12.2023, η NatWest Bank Europe GmbH απέκτησε άμεση ειδική συμμετοχή άνω του 50% του κεφαλαίου και των δικαιωμάτων ψήφου στην Ulster Bank Ireland Designated Activity Company. |
RBS Holdings N.V. | Με ισχύ από 1.12.2023, η RBS Holdings N.V. απέκτησε άμεση ειδική συμμετοχή άνω του 50% του κεφαλαίου και των δικαιωμάτων ψήφου στην RBS International Depositary Services S.A. |
LBS Landesbausparkasse Süd | Η LBS Landesbausparkasse Süd ταξινομήθηκε ως σημαντική με ισχύ από 20.2.2024 επειδή το ενεργητικό της υπερέβαινε τα 30 δισεκ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της συγχώνευσης της LBS Bayerische Landesbausparkasse με την LBS Landesbausparkasse Süd στις 26.8.2023. Η άμεση εποπτεία του ιδρύματος από την ΕΚΤ άρχισε την 1.1.2025. |
Promontoria 19 Coöperatie U.A. | Η Promontoria 19 Coöperatie U.A. ταξινομήθηκε ως σημαντική με ισχύ από 27.3.2024 επειδή το ενεργητικό της υπερέβαινε τα 30 δισεκ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της εξαγοράς των δραστηριοτήτων λιανικής τραπεζικής της HSBC στη Γαλλία την 1.1.2024. Η άμεση εποπτεία του ιδρύματος από την ΕΚΤ άρχισε την 1.1.2025. |
Hellenic Bank Public Company Limited | Η Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ εξαγοράστηκε από την Eurobank Α.Ε. και έγινε μέρος του σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου επικεφαλής του οποίου είναι η Eurobank Ergasias Υπηρεσιών και Συμμετοχών Α.Ε. με ισχύ από 18.9.2024. |
Oldenburgische Landesbank Aktiengesellschaft | Η Oldenburgische Landesbank Aktiengesellschaft ταξινομήθηκε ως σημαντική με ισχύ από 21.10.2024 επειδή το ενεργητικό της υπερέβαινε τα 30 δισεκ. ευρώ, ως αποτέλεσμα της εξαγοράς της Degussa Bank Aktiengesellschaft στις 30.4.2024. Η άμεση εποπτεία του ιδρύματος από την ΕΚΤ άρχισε την 1.1.2025. |
Τέλος, σημειώθηκαν οι ακόλουθες μεταβολές στη διάρθρωση ομίλων, οι οποίες ωστόσο δεν επηρέασαν τον αριθμό των σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων.
Πίνακας 8
Μεταβολές στη διάρθρωση ομίλων που δεν επηρεάζουν τον αριθμό των σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων
Ίδρυμα | Αιτιολόγηση |
---|---|
Volkswagen Financial Services AG | H Volkswagen Financial Services AG έγινε η επικεφαλής οντότητα του σημαντικού εποπτευόμενου ομίλου που συμπεριλαμβάνει τη Volkswagen Bank GmbH μετά την απόκτηση άνω του 50% του κεφαλαίου και των δικαιωμάτων ψήφου της Volkswagen Bank GmbH, με ισχύ από την 1.7.2024. |
Ο κατάλογος των εποπτευόμενων οντοτήτων επικαιροποιείται σε τακτική βάση και διατίθεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία.
Πίνακας 9
Σημαντικοί τραπεζικοί όμιλοι ή αυτοτελείς τράπεζες που υπόκεινται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία: ετήσιες αξιολογήσεις σημαντικότητας από το 2015 έως το 2024
Σύνολο ενεργητικού | Αριθμός οντοτήτων σε ενοποιημένη βάση | Αριθμός οντοτήτων σε ατομική βάση | Μέσο μέγεθος σε ενοποιημένη βάση | |
---|---|---|---|---|
2015 | 21.818,10 | 129 | 1.117 | 169,13 |
2016 | 21.114,75 | 127 | 951 | 166,25 |
2017 | 21.171,80 | 119 | 869 | 177,91 |
2018 | 21.399,70 | 119 | 822 | 179,82 |
2019 | 21.377,50 | 117 | 1.004 | 182,71 |
2020 | 21.981,10 | 115 | 974 | 191,14 |
2021 | 23.784,40 | 115 | 935 | 206,82 |
2022 | 24.249,60 | 113 | 900 | 214,59 |
2023 | 25.134,76 | 113 | 879 | 222,43 |
2024 | 25.188,87 | 114 | 872 | 220,95 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Η ημερομηνία αναφοράς για το σύνολο ενεργητικού είναι σχεδόν ένα έτος νωρίτερα από ό,τι για τον αριθμό οντοτήτων, δηλαδή 31 Δεκεμβρίου του έτους πριν από την αξιολόγηση. Αντίθετα, ο αριθμός οντοτήτων αντανακλά πληροφόρηση που ήταν διαθέσιμη την τελευταία ημέρα του έτους αξιολόγησης. Συγκεκριμένα για το 2024, το “σύνολο ενεργητικού” αφορά τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού των οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των εποπτευόμενων οντοτήτων, όπως δημοσιεύθηκε τον Δεκέμβριο του 2024 (με ημερομηνία αναφοράς 30.11.2024 για τις αποφάσεις σημαντικότητας που κοινοποιήθηκαν στα εποπτευόμενα ιδρύματα μετά την ετήσια αξιολόγηση σημαντικότητας και 1.11.2024 για λοιπές μεταβολές και εξελίξεις στη διάρθρωση ομίλων). Η ημερομηνία αναφοράς για το σύνολο ενεργητικού είναι 31.12.2023 (ή η πιο πρόσφατη διαθέσιμη ημερομηνία, όπως εφαρμόστηκε στην τελευταία αξιολόγηση σημαντικότητας). Ο αριθμός οντοτήτων αντανακλά όλες τις εξελίξεις στη διάρθρωση των σημαντικών ομίλων έως και την 1.11.2024 και όλες τις εξελίξεις στις αποφάσεις σημαντικότητας έως και τις 30.11.2024.
2.1.1.2 Συνολικές αξιολογήσεις και έλεγχοι ποιότητας στοιχείων ενεργητικού
Το 2024 η ΕΚΤ ολοκλήρωσε τρεις ελέγχους ποιότητας στοιχείων ενεργητικού. Καθεμία από τις τρεις τράπεζες που αξιολογήθηκαν πληρούσε ένα κριτήριο για να υπαχθεί στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ: η AS LHV Group στην Εσθονία ήταν μεταξύ των τριών μεγαλύτερων πιστωτικών ιδρυμάτων στο εν λόγω κράτος-μέλος, ενώ η FinecoBank S.p.A. στην Ιταλία και η J.P. Morgan SE στη Γερμανία πληρούσαν το κριτήριο του μεγέθους.
Τον Νοέμβριο του 2024 η ΕΚΤ ξεκίνησε ελέγχους ποιότητας στοιχείων ενεργητικού σε τρεις τράπεζες που πληρούσαν το κριτήριο του μεγέθους: στη Raiffeisen-Holding Niederösterreich-Wien reg.Gen.m.b.H. στην Αυστρία, στη Wüstenrot Bausparkasse Aktiengesellschaft στη Γερμανία και στη LBS Landesbausparkasse Süd στη Γερμανία. Οι έλεγχοι αναμένεται να ολοκληρωθούν το β΄ τρίμηνο του 2025.
2.1.1.3 Λιγότερο σημαντικά ιδρύματα υψηλής επίδρασης
Λόγω του μεγάλου αριθμού των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων (ΛΣΙ), καθώς και των διαφορών τους ως προς το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και το προφίλ κινδύνου, η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία ταξινομεί τα ιδρύματα αυτά με βάση την επίδρασή τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και το προφίλ κινδύνου τους. Από το 2022 και εξής τα κριτήρια επίδρασης και τα κριτήρια κινδύνου αξιολογούνται χωριστά. Τα ΛΣΙ υψηλής επίδρασης προσδιορίζονται μία φορά τον χρόνο για καθεμία από τις χώρες που υπάγονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ΛΣΙ υψηλής επίδρασης περιλαμβάνουν το μέγεθος του ιδρύματος, τη σημασία του για την οικονομία, τις διασυνοριακές του δραστηριότητες, το επιχειρηματικό του μοντέλο και τον κανόνα ελάχιστης κάλυψης ανά χώρα (βλ. LSI supervision report 2022, Box 1).
Ένα ΛΣΙ που θεωρείται μικρό και μη πολύπλοκο ίδρυμα κατά την έννοια του Κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ΛΣΙ υψηλής επίδρασης εκτός εάν είναι το μεγαλύτερο ΛΣΙ σε μια επικράτεια όπου όλα τα ΛΣΙ είναι μικρά και μη πολύπλοκα ιδρύματα.
2.1.2 Διαδικασίες αδειοδότησης: εισαγωγή και στατιστικά στοιχεία για τις κοινοποιήσεις
Το 2024 κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ 742 διαδικασίες αδειοδότησης.
Το 2024 κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ συνολικά 742 διαδικασίες αδειοδότησης (Πίνακας 10). Οι εν λόγω κοινοποιήσεις περιλάμβαναν 15 αιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας, 9 ανακλήσεις άδειας λειτουργίας, 29 λήξεις άδειας λειτουργίας, 91 περιπτώσεις απόκτησης ή αύξησης ειδικών συμμετοχών, 596 διαδικασίες ενιαίου διαβατηρίου και 2 αδειοδοτήσεις χρηματοδοτικών εταιριών συμμετοχών. Περιλάμβαναν επίσης την αδειοδότηση 3 επιχειρήσεων επενδύσεων της Κατηγορίας 1 ως σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τον ευρύτερο ορισμό του “πιστωτικού ιδρύματος” που ισχύει από τον Ιούνιο του 2021 βάσει της αναθεωρημένης Οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD V)[43].
Πίνακας 10
Διαδικασίες αδειοδότησης που κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ για σημαντικά και λιγότερο σημαντικά ιδρύματα
Χορήγηση άδειας λειτουργίας | Ανάκληση άδειας λειτουργίας | Λήξη άδειας λειτουργίας | Ειδικές συμμετοχές | Διαδικασίες ενιαίου διαβατηρίου | Χρηματοδοτικές εταιρίες συμμετοχών | |
---|---|---|---|---|---|---|
2020 | 28 | 18 | 49 | 101 | 361 | – |
2021 | 29 | 24 | 52 | 111 | 404 | 31 |
2022 | 30 | 22 | 64 | 87 | 549 | 7 |
2023 | 25 | 10 | 61 | 112 | 558 | 11 |
2024 | 15 | 9 | 29 | 91 | 596 | 2 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Το 2024 οριστικοποιήθηκαν 133 αποφάσεις περί διαδικασιών αδειοδότησης[44], οι οποίες αντιστοιχούσαν στο 8,3% του ετήσιου συνόλου των επιμέρους εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ.
Πέντε διαδικασίες αδειοδότησης οδήγησαν σε αρνητικές αποφάσεις. Επιπλέον, τρεις αιτήσεις για χορήγηση άδειας λειτουργίας και τρεις κοινοποιήσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών αποσύρθηκαν πριν από την οριστικοποίηση της απόφασης λόγω αρνητικής αξιολόγησης.
2.1.2.1 Εξελίξεις στις κοινές διαδικασίες
Το 2024 ο αριθμός των κοινών διαδικασιών που κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ μειώθηκε σε σύγκριση με το 2023.
Συνολικά, το 2024 ο αριθμός των κοινών διαδικασιών χορήγησης άδειας λειτουργίας, ειδικών συμμετοχών και ανάκλησης αδειών που κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ μειώθηκε σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Η ΕΚΤ αξιολόγησε μεγάλο αριθμό ειδικών συμμετοχών. Σε τρεις διαδικασίες εξέδωσε αρνητικές αποφάσεις, μετά τους προβληματισμούς που εξέφρασαν οι εποπτικές αρχές. Μία εξ αυτών των αποφάσεων προσεβλήθη ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης, το οποίο εξέδωσε γνώμη που επιβεβαίωνε την απόφαση της ΕΚΤ (βλ. Ενότητα 6.3.2). Αρκετές διαδικασίες ειδικών συμμετοχών προέκυψαν από περιπτώσεις εσωτερικής αναδιοργάνωσης, στις οποίες εφαρμόστηκε η απλοποιημένη προσέγγιση για την αξιολόγηση των ειδικών συμμετοχών. Η δραστηριότητα διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων παρέμεινε περιορισμένη το 2024, παρά τις διαφαινόμενες τάσεις μετασχηματισμού και ενεργητικής ενοποίησης.
Οι περισσότερες διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας το 2024 αφορούσαν την ίδρυση νέων ΛΣΙ. Οι λιγοστές διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας που αφορούσαν σημαντικά ιδρύματα οφείλονταν πρωτίστως στην ανάγκη επέκτασης των αδειών ώστε να συμπεριλάβουν πρόσθετες ρυθμιζόμενες δραστηριότητες που σχεδιάζουν οι εν λόγω τράπεζες, όπως απαιτείται σε ορισμένα κράτη-μέλη. Η ΕΚΤ ενέκρινε την επέκταση της άδειας λειτουργίας δύο ιδρυμάτων για δραστηριότητες κρυπτοστοιχείων στη Γερμανία, λόγω της ειδικής αδειοδότησης που απαιτείται να έχουν σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία. Επίσης, μία άδεια χορηγήθηκε σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο της ΕΕ για τις επιχειρήσεις επενδύσεων, το οποίο θεσπίστηκε με την εφαρμογή του Κανονισμού και της Οδηγίας περί επιχειρήσεων επενδύσεων στις 26.6.2021.
Με την έναρξη ισχύος του Κανονισμού για τις αγορές κρυπτοστοιχείων (MiCAR) τον Ιούνιο του 2023 και την εφαρμογή του από τον Δεκέμβριο του 2024, τα πιστωτικά ιδρύματα σε ολόκληρη την ΕΕ εξετάζουν αν θα αναλάβουν δραστηριότητες και υπηρεσίες κρυπτοστοιχείων, όπως περιγράφονται στον Κανονισμό. Για τα πιστωτικά ιδρύματα, όπως αυτά ορίζονται στον Κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, δεν απαιτείται πρόσθετη αδειοδότηση για δραστηριότητες και υπηρεσίες που σχετίζονται με κρυπτοστοιχεία σύμφωνα με τον Κανονισμό MiCAR, αλλά ισχύουν υποχρεώσεις κοινοποίησης.
Το 2024 η ΕΚΤ έλαβε δύο αιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας που σχετίζονται με τη μεταρρύθμιση σε ένα κράτος-μέλος, βάσει της οποίας απαιτείται οι τοπικοί πιστωτικοί συνεταιρισμοί (credit unions) να γίνουν πιστωτικά ιδρύματα. Ορισμένες αιτήσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας υποβλήθηκαν από οντότητες τρίτων χωρών που σκοπεύουν να επεκτείνουν τις εργασίες τους στην ΕΕ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αξιολογήσεις επικεντρώθηκαν στην καλή φήμη της οντότητας και στη συμμόρφωσή της με το πλαίσιο καταπολέμησης ΞΧ/ΧΤ.
Οι εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) ξεκίνησαν διαδικασίες για την ανάκληση των αδειών δύο ΛΣΙ (στη Γερμανία και στο Λουξεμβούργο). Η πρώτη διαδικασία ανάκλησης οφειλόταν στο γεγονός ότι το πιστωτικό ίδρυμα είχε ακατάλληλους μετόχους και αποφάσισε τη σταδιακή παύση των εργασιών του, ενώ η δεύτερη οφειλόταν σε ακαταλληλότητα των μετόχων, παραβάσεις διακυβέρνησης και σοβαρές παραβάσεις απαιτήσεων σε θέματα ξεπλύματος χρήματος. Μία από τις δύο ανακλητικές αποφάσεις προσεβλήθη ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης της ΕΚΤ, το οποίο εξέδωσε γνώμη που επιβεβαίωσε την απόφαση της ΕΚΤ (βλ. Ενότητα 6.3.2). Και οι δύο αποφάσεις της ΕΚΤ προσεβλήθησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υποθέσεις εκκρεμούν.
2.1.2.2 Εξελίξεις στις διαδικασίες ενιαίου διαβατηρίου και τις (μεικτές) χρηματοδοτικές εταιρίες συμμετοχών
Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ επεξεργάστηκαν 462 διαδικασίες ενιαίου διαβατηρίου το 2024.
Μετά την έντονη αύξηση που παρατηρήθηκε το 2021 και το 2022 λόγω μεταφοράς της Οδηγίας CRD V στις εθνικές νομοθεσίες, ο αριθμός των διαδικασιών σταθεροποιήθηκε το 2023 και το 2024. Το 2024 στην ΕΚΤ κοινοποιήθηκαν δύο διαδικασίες που αφορούσαν (μεικτές) χρηματοδοτικές εταιρίες συμμετοχών οι οποίες ανήκαν σε σημαντικούς ομίλους: η μία αφορούσε έγκριση και η άλλη απαλλαγή.
2.2 Διαδικασίες αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας
Το 2024 κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ συνολικά 1.557 διαδικασίες ατομικής αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας (fit and proper)[45] που αφορούσαν σημαντικά ιδρύματα (Πίνακας 11).
Πίνακας 11
Διαδικασίες αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας που κοινοποιήθηκαν στην ΕΚΤ
Έτος | Διαδικασίες που κοινοποιήθηκαν από σημαντικά ιδρύματα |
---|---|
2017 | 2.301 |
2018 | 2.026 |
2019 | 2.967 |
2020 | 2.828 |
2021 | 2.627 |
2022 | 2.445 |
2023 | 2.573 |
2024 | 1.557 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Το δείγμα περιλαμβάνει όλα τα σημαντικά ιδρύματα που υπόκεινται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία και τα οποία υπέβαλαν αιτήσεις αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας. Η μείωση των αξιολογήσεων καταλληλότητας και επάρκειας μεταξύ 2023 και 2024 μπορεί να αποδοθεί κυρίως στην τροποποίηση του ιταλικού νομοθετικού πλαισίου, το οποίο πλέον εξαιρεί τις ανανεώσεις θητείας και τους επαναδιορισμούς από τις αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας εκτός εάν ανακύψουν ουσιώδη νέα γεγονότα.
Το 2024, από το σύνολο των διαδικασιών ατομικής αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας, το 63,0% αφορούσε μη εκτελεστικά μέλη του οργάνου διοίκησης και το 25,8% εκτελεστικά μέλη. Οι υπόλοιπες διαδικασίες αφορούσαν επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών (8,9%), διευθυντές υποκαταστημάτων τρίτων χωρών (1,6%) και πρόσθετα μη εκτελεστικά μέλη του οργάνου διοίκησης (0,7%).
Ο χρόνος που χρειάστηκε για τη διενέργεια των αξιολογήσεων καταλληλότητας και επάρκειας και για την έκδοση απόφασης από την ΕΚΤ μειώθηκε κατά μέσο όρο από 109 ημέρες το 2023 σε 97 ημέρες το 2024, δηλαδή εντός του τετραμήνου που προβλέπεται κατ’ ανώτατο όριο στην παράγραφο 179 των Κοινών κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) και της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) για την αξιολόγηση της καταλληλότητας των μελών του οργάνου διοίκησης και των επικεφαλής κρίσιμων λειτουργιών.
2.2.1 Εξελίξεις στις αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας
Η ΕΚΤ συνέχισε να βελτιώνει την αποδοτικότητα των αποφάσεων καταλληλότητας και επάρκειας, χάρη στην απλούστευση των διαδικασιών (με τη βοήθεια του εργαλείου μηχανικής ανάγνωσης Heimdall), καθώς και χάρη στην ανάπτυξη και επικαιροποίηση των σχετικών οδηγών και προτύπων, με αυξημένη έμφαση στην πολυμορφία και τη συλλογική καταλληλότητα. Στις 24.4.2024 η ΕΚΤ συνδιοργάνωσε με το European University Institute στη Φλωρεντία σεμινάριο για την εξοικείωση του τραπεζικού κλάδου με τις έννοιες της αποτελεσματικής διακυβέρνησης και της κουλτούρας κινδύνου.
Η ΕΚΤ αξιοποίησε το κριτήριο της συλλογικής καταλληλότητας για να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των οργάνων διοίκησης των τραπεζών, μέσω της προώθησης της διαφοροποίησης των μελών ως προς το εκπαιδευτικό και επαγγελματικό υπόβαθρο, το φύλο, την ηλικία και τη γεωγραφική προέλευση. Επίσης, το 2024 η ΕΚΤ ενίσχυσε τις προσδοκίες της σχετικά με τη συλλογική καταλληλότητα, δίνοντας έμφαση, προκειμένου για τα μη εκτελεστικά μέλη των οργάνων διοίκησης, στην εξειδικευμένη γνώση τους σε θέματα κινδύνων τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) και ασφάλειας.
Η αξιολόγηση καταλληλότητας είναι δυνατόν να καταλήξει στην επιβολή παρεπόμενων διατάξεων όταν, με βάση τα πέντε κριτήρια καταλληλότητας και επάρκειας, υπάρχουν ενδοιασμοί σχετικά με ένα διοριζόμενο πρόσωπο. Οι αποφάσεις που περιλαμβάνουν μια παρεπόμενη διάταξη αυξήθηκαν από 9,5% το 2023 σε 14,5% το 2024. Οι συνηθέστεροι προβληματισμοί που προέκυψαν από τις αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας το 2024 αφορούσαν την επαγγελματική εμπειρία, τις συγκρούσεις συμφερόντων και τη συλλογική καταλληλότητα. Ως εκ τούτου, το 2024 επιβλήθηκαν 55 προϋποθέσεις, 151 υποχρεώσεις και 20 συστάσεις, έναντι 47, 179 και 21 αντίστοιχα το 2023.
Αν υπάρχουν ουσιώδεις ενδοιασμοί για την καταλληλότητα ενός διοριζόμενου προσώπου, η ΕΚΤ δύναται να κρίνει αναγκαία τη διεξοδικότερη αξιολόγηση, με πιθανό αποτέλεσμα να γνωστοποιήσει την πρόθεσή της να εκδώσει αρνητική απόφαση. Τότε οι τράπεζες συνήθως αποσύρουν την αίτηση στη διάρκεια του εποπτικού διαλόγου, όπως συνέβη σε 50 περιπτώσεις το 2024.
Το 2024 η ΕΚΤ ξεκίνησε πέντε επαναξιολογήσεις μελών των οργάνων διοίκησης των τραπεζών, κυρίως λόγω ζητημάτων φήμης. Επίσης, συνέχισε να αναπτύσσει και να προωθεί τα πληροφοριακά εργαλεία που υποστηρίζουν τις διαδικασίες αξιολόγησης καταλληλότητας και επάρκειας (βλ. Ενότητα 5.2.3).
2.3 Μέτρα επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων και καταγγελία παραβάσεων
2.3.1 Μέτρα επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων
Η ΕΚΤ ασχολήθηκε με 8 υποθέσεις το 2024, 4 εκ των οποίων είχαν ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του έτους.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΕΜ και τον Κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ, ο καταμερισμός των εξουσιών επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων μεταξύ της ΕΚΤ και των ΕΑΑ εξαρτάται από τη φύση της πιθανολογούμενης παράβασης, τα πρόσωπα που ευθύνονται και τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν. Τα πρόστιμα που επιβάλλει η ΕΚΤ εντός του πεδίου των εποπτικών καθηκόντων της, καθώς και αυτά που επιβάλλουν οι ΕΑΑ κατόπιν αιτήματος της ΕΚΤ, δημοσιεύονται στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ για τις εποπτικές κυρώσεις.
Σκοπός των κυρώσεων είναι να τιμωρούν τα παραπτώματα και να λειτουργούν αποτρεπτικά όχι μόνο για την εκάστοτε εποπτευόμενη οντότητα αλλά και για ολόκληρο τον τραπεζικό τομέα. Από την άλλη πλευρά, τα μέτρα επιβολής συμμόρφωσης, όπως οι περιοδικές χρηματικές ποινές, έχουν στόχο να εξαναγκάσουν τις εποπτευόμενες οντότητες να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που απορρέουν από τις εποπτικές αποφάσεις ή τους κανονισμούς.
Το 2024 η ΕΚΤ ασχολήθηκε με οκτώ υποθέσεις επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων, εκ των οποίων οι επτά αφορούσαν την επιβολή κυρώσεων και οδήγησαν στην έκδοση τριών αποφάσεων της ΕΚΤ,[46] ενώ μία αφορούσε την επιβολή συμμόρφωσης και έως το τέλος του έτους δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί (Πίνακας 12).
Το 2024 η ΕΚΤ εξέδωσε 13 εποπτικές αποφάσεις σχετικές με τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων, οι οποίες προβλέπουν την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών που συσσωρεύονται επί όσο διάστημα οι τράπεζες δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζουν οι αποφάσεις.
Επιπλέον, το 2024 η ΕΚΤ εξέδωσε 13 δεσμευτικές εποπτικές αποφάσεις σχετικές με τη διαχείριση των κλιματικών κινδύνων, οι οποίες προβλέπουν περιοδικές χρηματικές ποινές που συσσωρεύονται ανά ημέρα παράβασης, επί όσο διάστημα οι τράπεζες δεν συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας που ορίζονται στις εν λόγω αποφάσεις της ΕΚΤ. Τέσσερις αποφάσεις εξ αυτών περιλάμβαναν απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σχετικά με την ενίσχυση της διαδικασίας εντοπισμού κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων. Η ΕΚΤ κοινοποίησε στις ενδιαφερόμενες εποπτευόμενες οντότητες αυτές τις τέσσερις αποφάσεις στις αρχές του 2024, αλλά οι διαδικασίες είχαν ξεκινήσει το 2023. Το 2023 είχαν κοινοποιηθεί σε οντότητες 18 αποφάσεις που αφορούσαν το ίδιο θέμα και οι οποίες επίσης προέβλεπαν την επιβολή περιοδικών χρηματικών ποινών που συσσωρεύονται επί όσο διάστημα οι τράπεζες δεν συμμορφώνονται. Οι υπόλοιπες 9 αποφάσεις που κοινοποιήθηκαν το 2024 περιλάμβαναν απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σχετικά με την ενσωμάτωση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων στα πλαίσια των τραπεζών για τη διακυβέρνηση, τη στρατηγική και τη διαχείριση κινδύνων.
Πίνακας 12
Δραστηριότητα επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων της ΕΚΤ το 2024
Αριθμός υποθέσεων | |
---|---|
Υποθέσεις σε εξέλιξη στο τέλος του 2023, εκ των οποίων | 2 |
για επιβολή κυρώσεων/συμμόρφωσης | 2/0 |
Υποθέσεις που ξεκίνησαν το 2024, εκ των οποίων | 6 |
για επιβολή κυρώσεων/συμμόρφωσης | 5/1 |
Σύνολο υποθέσεων που χειρίστηκε η ΕΚΤ το 2024, εκ των οποίων | 8 |
ολοκληρώθηκαν με αποφάσεις της ΕΚΤ για την επιβολή χρηματικών κυρώσεων | 4 |
ολοκληρώθηκαν με αίτημα της ΕΚΤ προς τις ΕΑΑ προκειμένου να κινήσουν διαδικασίες | 0 |
τέθηκαν στο αρχείο | 0 |
βρίσκονταν σε εξέλιξη στο τέλος του 2024, εκ των οποίων | 4 |
για επιβολή κυρώσεων/συμμόρφωσης | 3/1 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Το 2024 η ΕΚΤ επέβαλε πέντε πρόστιμα συνολικού ύψους 15.625.000 ευρώ.
Και οι επτά υποθέσεις επιβολής κυρώσεων που χειρίστηκε η ΕΚΤ το 2024 σχετίζονταν με πιθανολογούμενες παραβάσεις διατάξεων του δικαίου της ΕΕ που έχει ευθεία εφαρμογή (συμπεριλαμβανομένων αποφάσεων και κανονισμών της ΕΚΤ) οι οποίες διαπράχθηκαν από έξι σημαντικά ιδρύματα. Τέσσερις από τις υποθέσεις αυτές ολοκληρώθηκαν το 2024 με τρεις αποφάσεις της ΕΚΤ, οι οποίες επέβαλαν πέντε πρόστιμα συνολικού ύψους 15.625.000 ευρώ σε τρεις εποπτευόμενες οντότητες. Η πρώτη απόφαση, η οποία επέβαλε δύο πρόστιμα, αφορούσε παραβάσεις απαιτήσεων που απορρέουν από αποφάσεις της ΕΚΤ για τα εσωτερικά υποδείγματα, η δεύτερη απόφαση, που επέβαλε δύο πρόστιμα, αφορούσε την υποβολή ανακριβών δεδομένων όσον αφορά τα απαιτούμενα ίδια κεφάλαια για τον συναλλαγματικό και τον πιστωτικό κίνδυνο, ενώ η τρίτη απόφαση, που επέβαλε ένα πρόστιμο, αφορούσε την υποβολή ανακριβών στοιχείων όσον αφορά τα απαιτούμενα ίδια κεφάλαια και το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό για τον πιστωτικό κίνδυνο.
Η υπόθεση επιβολής συμμόρφωσης που χειρίστηκε η ΕΚΤ το 2024 σχετιζόταν με τη μη συμμόρφωση ενός σημαντικού ιδρύματος με αποφάσεις της ΕΚΤ, οι οποίες απαιτούσαν την ενίσχυση της διαδικασίας εντοπισμού κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων εντός καθορισμένης προθεσμίας για το 2024. Αυτή η υπόθεση επιβολής συμμόρφωσης στον τομέα της διακυβέρνησης συνεχιζόταν ακόμη στο τέλος του 2024.
Το Διάγραμμα 4 αναλύει ανά θέμα παράβασης τις υποθέσεις επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων που χειρίστηκε η ΕΚΤ το 2024, καθώς και τις υποθέσεις που ολοκληρώθηκαν μεταξύ 2020 και 2023.
Διάγραμμα 4
Δραστηριότητα επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων ανά θέμα παράβασης μεταξύ 2020 και 2024
(αριθμός υποθέσεων)

Πηγή: ΕΚΤ.
Το 2024 μία ΕΑΑ επέβαλε ένα πρόστιμο ύψους 97.500 ευρώ.
Μετά από προηγούμενα αιτήματα της ΕΚΤ για έναρξη διαδικασιών και αφού αξιολόγησε τις περιπτώσεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο της χώρας της, μία ΕΑΑ επέβαλε ένα πρόστιμο ύψους 97.500 ευρώ το 2024. Περισσότερες πληροφορίες για τα πρόστιμα που επιβάλλουν οι ΕΑΑ κατόπιν αιτήματος της ΕΚΤ διατίθενται στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ για τις εποπτικές κυρώσεις.
Αναλυτικές πληροφορίες, καθώς και συνολικά στατιστικά στοιχεία σχετικά με τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την ΕΚΤ και τις ΕΑΑ το 2024 για παραβάσεις απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, θα παρουσιαστούν στην έκθεση “Annual Report on Sanctioning Activities in the SSM in 2024”, η οποία θα δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία το β΄ τρίμηνο του 2025.
2.3.2 Άλλα οικονομικής φύσεως διοικητικά μέτρα
Σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΕΜ, αποκλειστικά και μόνο για τον σκοπό της εκτέλεσης των εποπτικών της καθηκόντων, η ΕΚΤ ασκεί τις εξουσίες που διαθέτουν οι ΕΑΑ βάσει της οικείας εθνικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο αυτό, το 2021 η ΕΚΤ είχε επιβάλει σε δύο σημαντικά ιδρύματα διοικητικά μέτρα που έχει στη διάθεσή της μια ΕΑΑ σύμφωνα με την οικεία εθνική νομοθεσία που ενσωματώνει την Οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Τα εθνικά διοικητικά μέτρα που επιβλήθηκαν δεν είχαν τιμωρητικό χαρακτήρα και αφορούσαν πληρωμές τόκων ύψους περίπου 21,5 εκατ. ευρώ λόγω υπέρβασης των προβλεπόμενων ορίων για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα. Κατόπιν ακύρωσης των εν λόγω αποφάσεων της ΕΚΤ από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2024, η ΕΚΤ, λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου, εξέδωσε νέα απόφαση, η οποία επέβαλε πληρωμές τόκων ύψους περίπου 10,2 εκατ. ευρώ, για μία εκ των δύο υποθέσεων. Για τη δεύτερη υπόθεση δεν εκδόθηκε νέα απόφαση, καθώς η οντότητα είχε πάψει να υφίσταται.
2.3.3 Καταγγελία παραβάσεων (whistleblowing)
Το 2024 η ΕΚΤ έλαβε 421 καταγγελίες παραβάσεων, αυξημένες κατά 19% περίπου σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Σύμφωνα με το άρθρο 23 του Κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ έχει καθήκον να διασφαλίζει ότι υπάρχουν αποτελεσματικοί μηχανισμοί που επιτρέπουν σε οποιοδήποτε πρόσωπο να καταγγείλει παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ. Για τον σκοπό αυτό, η ΕΚΤ παρέχει μια διαδικτυακή πλατφόρμα καταγγελίας παραβάσεων.
Η ΕΚΤ εγγυάται την πλήρη εμπιστευτικότητα των καταγγελιών που υποβάλλονται μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας ή με άλλους τρόπους (π.χ. ηλεκτρονικό μήνυμα ή ταχυδρομικώς) και λαμβάνει υπόψη όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες κατά την εκτέλεση των εποπτικών της καθηκόντων.
Η ΕΚΤ έλαβε 421 καταγγελίες παραβάσεων το 2024, έναντι 355 το 2023. Εξ αυτών, οι 124 αφορούσαν πιθανολογούμενες παραβάσεις της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ, 117 από τις οποίες κρίθηκε ότι εμπίπτουν στις εποπτικές αρμοδιότητες της ΕΚΤ και 7 στην αρμοδιότητα των ΕΑΑ. Οι υπόλοιπες αφορούσαν κυρίως πιθανολογούμενες παραβάσεις εκτός του πεδίου της προληπτικής εποπτείας (π.χ. προστασία καταναλωτών), άρα και εκτός του πεδίου εφαρμογής του μηχανισμού καταγγελίας παραβάσεων.
Στο πλαίσιο των εποπτικών αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ, οι συνηθέστερες περιπτώσεις καταγγελίας πιθανολογούμενων παραβάσεων αφορούσαν ζητήματα διακυβέρνησης (86%) και τον υπολογισμό ιδίων κεφαλαίων και κεφαλαιακών απαιτήσεων (8%). Τα ζητήματα διακυβέρνησης αφορούσαν κυρίως τη διαχείριση κινδύνων και τους εσωτερικούς ελέγχους, τις απαιτήσεις καταλληλότητας και επάρκειας, την οργανωτική δομή και τις λειτουργίες των οργάνων διοίκησης. Πλήρης ανάλυση παρουσιάζεται στο Διάγραμμα 5.
Διάγραμμα 5
Πιθανολογούμενες παραβάσεις που αναφέρθηκαν μέσω του μηχανισμού καταγγελίας παραβάσεων
(ποσοστά %)

Πηγή: ΕΚΤ.
Οι αρμόδιες Μεικτές Εποπτικές Ομάδες έλαβαν γνώση των πληροφοριών που αναφέρθηκαν μέσω του μηχανισμού καταγγελίας παραβάσεων και αποφάσισαν για τις ενδεδειγμένες επακόλουθες ενέργειες.
Οι κύριες διερευνητικές ενέργειες κατά το 2024 σε σχέση με καταγγελίες παραβάσεων της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ που υποβλήθηκαν στη διάρκεια του έτους ή παλαιότερα ήταν οι εξής:
- εσωτερική αξιολόγηση με βάση τα υπάρχοντα έγγραφα (44%),
- αίτημα προς την εποπτευόμενη οντότητα για προσκόμιση εγγράφων ή παροχή εξηγήσεων (43%),
- αίτημα για εσωτερική επιθεώρηση ή επιτόπιο έλεγχο (10%),
- συνέντευξη με τα κατηγορούμενα πρόσωπα (3%).
3 Συμβολή στη διαχείριση κρίσεων
3.1 Περιπτώσεις κρίσης το 2024
Δεν υπήρξαν περιπτώσεις κρίσης σε σημαντικά ιδρύματα το 2024.
Το 2024 κανένα σημαντικό ίδρυμα δεν αξιολογήθηκε ως ίδρυμα σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή επαπειλούμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με τα άρθρα 18(1)(α) και 18(4) του Κανονισμού για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης[47]. Το μακροοικονομικό περιβάλλον το 2024 ήταν ευνοϊκό για τις τράπεζες, ιδίως όσον αφορά την κερδοφορία. Ωστόσο, το προσεχές διάστημα, οι τράπεζες θα πρέπει να προσαρμοστούν στους αυξημένους γεωπολιτικούς κινδύνους, σε διαρθρωτικές αλλαγές, στους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, καθώς και στις δυσμενέστερες μακροοικονομικές προοπτικές.
3.2 Συνεργασία με το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης
Η στενή συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και του ΕΣΕ συνεχίστηκε το 2024.
Η ΕΚΤ και το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) διατήρησαν τη στενή τους συνεργασία και το 2024. Η Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ και ο Πρόεδρος του ΕΣΕ είχαν τακτικές επαφές και πραγματοποίησαν κοινές επισκέψεις σε διάφορες εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) και εθνικές αρχές εξυγίανσης. Επίσης, υπήρξαν συχνές ανταλλαγές μεταξύ της ΕΚΤ και του ΕΣΕ σε επίπεδο διοικητικών στελεχών και εμπειρογνωμόνων.
Οι τακτικές επαφές μεταξύ των Μεικτών Εποπτικών Ομάδων της ΕΚΤ και των Εσωτερικών Ομάδων Εξυγίανσης του ΕΣΕ συνέχισαν να αποτελούν σημαντικό μέρος της συνεργασίας των δύο οργανισμών. Η συνεργασία ήταν ιδιαίτερα στενή όσον αφορά τις τράπεζες που υπάγονται στο πλαίσιο της ΕΚΤ για τη διαχείριση κρίσεων και υποστηρίχθηκε από το διμερές Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ και του ΕΣΕ για συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και από το ειδικό Μνημόνιο Συνεργασίας για την ανταλλαγή εμπιστευτικών δεδομένων, που υπογράφηκε το 2023.
Η ΕΚΤ και το ΕΣΕ εξακολούθησαν να συνεργάζονται σε θέματα πολιτικής κοινού ενδιαφέροντος, διασφαλίζοντας ότι ευθυγραμμίζονται στενά μεταξύ τους όσον αφορά την αναμόρφωση του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων και ασφάλισης των καταθέσεων από τη σκοπιά της εποπτείας και της εξυγίανσης. Επιπλέον, η ΕΚΤ και το ΕΣΕ συνέχισαν τις κοινές τους προσπάθειες σε θέματα μέτρησης και αναφοράς της ρευστότητας και εντός του 2024 ολοκλήρωσαν τη δεύτερη ετήσια κοινή άσκηση ρευστότητας, η οποία ελέγχει την ετοιμότητα των τραπεζών απέναντι σε κρίσεις με βάση το υπόδειγμα παρακολούθησης της ρευστότητας που έχουν αναπτύξει από κοινού οι δύο οργανισμοί.
Το 2024 η ΕΚΤ και το ΕΣΕ συμμετείχαν σε ασκήσεις ετοιμότητας (dry runs) στο πλαίσιο του κοινού τους στόχου για αξιολόγηση των υφιστάμενων ικανοτήτων και αύξηση της ετοιμότητας απέναντι σε κρίσεις. Επίσης, έλαβαν μέρος στην τριμερή άσκηση ανώτατου επιπέδου (Trilateral Principal Level Exercise) μεταξύ των αρχών εξυγίανσης, των εποπτικών αρχών, των κεντρικών τραπεζών και υπουργείων οικονομικών από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την τραπεζική ένωση. Επιπρόσθετα, η ΕΚΤ και το ΕΣΕ συμμετείχαν σε άσκηση προσομοίωσης χρηματοπιστωτικής κρίσης στις σκανδιναβικές χώρες και στις χώρες της Βαλτικής (Nordic-Baltic Crisis Simulation Exercise) για να δοκιμάσουν την ετοιμότητά τους απέναντι σε δυνητική κατάσταση κρίσης.
Σύμφωνα με το κανονιστικό πλαίσιο, ζητήθηκε η γνώμη του ΕΣΕ για τα σχέδια ανάκαμψης που υπέβαλαν στην ΕΚΤ τα σημαντικά ιδρύματα. Με τη σειρά του, το ΕΣΕ ζήτησε τη γνώμη της ΕΚΤ για τα προτεινόμενα σχέδια εξυγίανσης και τον υπολογισμό των αναπροσαρμοζόμενων εισφορών που προτείνεται να καταβάλουν στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης τα σημαντικά ιδρύματα, σύμφωνα με τον Κανονισμό για τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης.
3.3 Διαχείριση κρίσεων που αφορούν λιγότερο σημαντικά ιδρύματα
Η διαχείριση κρίσεων που αφορούν λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (ΛΣΙ) απαιτεί τη στενή συνεργασία της οικείας ΕΑΑ και της ΕΚΤ. Παρότι η διαχείριση κρίσεων που αφορούν ΛΣΙ εμπίπτει στην εποπτική αρμοδιότητα των ΕΑΑ, ανακύπτει η ανάγκη για εντατικότερη συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών όταν ένα ΛΣΙ προσεγγίζει το σημείο της μη βιωσιμότητας, καθώς η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.
Κατά τα πρώτα στάδια μιας κρίσης που πυροδοτείται από την επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης ενός ΛΣΙ, η οικεία ΕΑΑ ενημερώνει την ΕΚΤ μέσω επίσημης κοινοποίησης. Η ΕΚΤ έλαβε 11 σχετικές κοινοποιήσεις από τις ΕΑΑ το 2024.
Μετά την υποβολή κοινοποίησης για επιδείνωση της χρηματοοικονομικής κατάστασης, συγκροτούνται συνήθως ειδικές ομάδες επαφής για τη διαχείριση κρίσεων, εκτός εάν η οικεία ΕΑΑ ή η ΕΚΤ προβάλει βάσιμους λόγους εξαίρεσής της. Η συγκρότηση των ομάδων αυτών – που απαρτίζονται από εκπροσώπους των σχετικών υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ και των οικείων ΕΑΑ – μπορεί να αποφασιστεί έπειτα από παραβάσεις κεφαλαιακών απαιτήσεων, επιδείνωση της ποιότητας ενεργητικού ή της ρευστότητας και σοβαρές ανεπάρκειες στα συστήματα εσωτερικής διακυβέρνησης ή εσωτερικού ελέγχου. 12 ειδικές ομάδες επαφής για τη διαχείριση κρίσεων ήταν ενεργές στη διάρκεια του έτους. Όπως και τα προηγούμενα έτη, οι ομάδες αυτές διασφάλισαν την προσεκτική παρακολούθηση των κρίσεων, καθώς και την έγκαιρη και συντονισμένη λήψη εποπτικών μέτρων και αποφάσεων. Το 2024 καταγράφηκαν επίσης μία ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος και μία περίπτωση λήξης της άδειας, δηλ. το εν λόγω ΛΣΙ παρέδωσε προληπτικά την άδεια λειτουργίας του.
Το 2023 η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ ασχολήθηκαν από κοινού με την απλοποίηση του Πλαισίου Συνεργασίας για τη Διαχείριση Κρίσεων σε ΛΣΙ, με σκοπό να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών και να ενισχυθεί η προσέγγιση για τη διαχείριση μελλοντικών περιπτώσεων κρίσης σε ΛΣΙ. Τα αναθεωρημένα κοινά εποπτικά πρότυπα τέθηκαν σε ισχύ την 1.1.2024.
4 Συνεργασία με άλλους οργανισμούς
4.1 Ευρωπαϊκή και διεθνής συνεργασία
4.1.1 Συνεργασία με άλλες εποπτικές αρχές της ΕΕ και με αρχές τρίτων χωρών
Το 2024 η ΕΚΤ ισχυροποίησε περαιτέρω τη συνεργασία της με άλλες εποπτικές αρχές σε διασυνοριακό και διατομεακό επίπεδο, μεταξύ άλλων, μέσω της διαπραγμάτευσης πρόσθετων μνημονίων συνεννόησης (Πίνακας 13).
Πίνακας 13
Αρχές με τις οποίες η ΕΚΤ συνυπέγραψε εποπτικά μνημόνια συνεννόησης το 2024
Comisión Nacional del Mercado de Valores |
Superintendencia de Servicios Financieros del Banco Central del Uruguay |
Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης και οι αντίστοιχες εθνικές αρχές εποπτείας και εξυγίανσης των έξι κρατών-μελών της ΕΕ που δεν συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία |
Αρχή τραπεζικής ρύθμισης και εποπτείας της Τουρκίας |
Guernsey Financial Services Commission |
4.1.1.1 Η ΕΚΤ και τα σώματα εποπτών
Η συνεργασία στα σώματα εποπτών έχει καθοριστική σημασία για την αποτελεσματική εποπτεία των σημαντικών τραπεζικών ομίλων με διασυνοριακή δραστηριότητα.
Για τους σημαντικούς τραπεζικούς ομίλους με δραστηριότητα εκτός της τραπεζικής ένωσης, η ΕΚΤ συμμετέχει σε σώματα εποπτών (colleges of supervisors). Αυτό της επιτρέπει να διαμορφώνει συντονισμένες εποπτικές προσεγγίσεις και αποφάσεις και να καταρτίζει κοινά προγράμματα εργασίας με άλλες εποπτικές αρχές που εμπλέκονται στην εποπτεία του ίδιου διασυνοριακού τραπεζικού ομίλου. Η ΕΚΤ οργανώνει σώματα εποπτών σε περιπτώσεις όπου, ως εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής, είναι και αρμόδια για την εποπτεία ενός τραπεζικού ομίλου σε ενοποιημένη βάση. Εναλλακτικά, η ΕΚΤ μπορεί να είναι η εποπτική αρχή της χώρας υποδοχής για συγκεκριμένες οντότητες εντός ενός τραπεζικού ομίλου. Στην περίπτωση αυτή, συμμετέχει σε σώματα εποπτών οσάκις προσκαλείται από την εποπτική αρχή της χώρας καταγωγής. Εκτός των σωμάτων εποπτών, η ΕΚΤ συνεργάζεται και με διάφορες διεθνείς εποπτικές αρχές. Για παράδειγμα, συμμετέχει σε τριμερείς συναντήσεις με την Τράπεζα της Αγγλίας και το Ομοσπονδιακό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών των ΗΠΑ.
4.1.1.2 Ενίσχυση της συνεργασίας με τις εθνικές αρχές εποπτείας των αγορών και με αρχές χωρών της ΕΕ εκτός ΕΕΜ
Η συνεργασία με τις αρχές εποπτείας των αγορών και με αρχές προληπτικής εποπτείας χωρών της ΕΕ εκτός ΕΕΜ ενισχύθηκε.
Λόγω του ότι οι σημαντικοί τραπεζικοί όμιλοι δραστηριοποιούνται στις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, η ΕΚΤ συνεργάζεται με τις εθνικές αρχές εποπτείας των αγορών στην ΕΕ σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο. Το 2024 η ΕΚΤ υπέγραψε εποπτικό μνημόνιο συνεργασίας με την εθνική επιτροπή κεφαλαιαγοράς της Ισπανίας (Comisión Nacional del Mercado de Valores – CNMV).
Η ΕΚΤ συνέχισε να προωθεί την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία με τις εθνικές αρχές εποπτείας και εξυγίανσης στα έξι κράτη-μέλη της ΕΕ που δεν συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητες των σημαντικών τραπεζικών ομίλων στις χώρες αυτές. Το 2024 υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης και με τις αντίστοιχες εθνικές αρχές εποπτείας και εξυγίανσης των έξι κρατών-μελών της ΕΕ εκτός ΕΕΜ.
4.1.1.3 Συνεργασία με άλλες τομεακές αρχές εποπτείας στην ΕΕ και με αρχές προληπτικής εποπτείας τρίτων χωρών
Η ΕΚΤ ενίσχυσε τη συνεργασία στο πεδίο των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων, καθώς και με τις αρχές προληπτικής εποπτείας τρίτων χωρών.
Η ΕΚΤ αναλαμβάνει συντονιστικό ρόλο στην εποπτεία σημαντικών τραπεζικών ομίλων οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως χρηματοπιστωτικοί όμιλοι ετερογενών δραστηριοτήτων (financial conglomerates) και υπόκεινται σε συμπληρωματική εποπτεία. Στο πλαίσιο αυτό, συνεργάζεται στενά με τις οικείες αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των υπόλοιπων (μη τραπεζικών) εποπτευόμενων οντοτήτων που ανήκουν σε χρηματοπιστωτικούς ομίλους ετερογενών δραστηριοτήτων, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (EIOPA).
Το 2024 η ΕΚΤ ενίσχυσε τις επαφές της με την ΕΙΟΡΑ και τις εθνικές αρχές εποπτείας ασφαλιστικών επιχειρήσεων που εμπλέκονται στη συμπληρωματική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων διοργανώνοντας εργαστήρια, στα οποία συζητήθηκαν οι κοινές εποπτικές προκλήσεις και διερευνήθηκαν πιθανοί τρόποι για την περαιτέρω αύξηση της αποτελεσματικότητας της συμπληρωματικής εποπτείας.
Η ΕΚΤ δημοσίευσε τα νέα εποπτικά μνημόνια συνεργασίας που υπέγραψε με τη Superintendencia de Servicios Financieros del Banco Central del Uruguay, την Αρχή τραπεζικής ρύθμισης και εποπτείας της Τουρκίας και την Guernsey Financial Services Commission. Εκτός από τον τακτικό και δομημένο διάλογο με αρχές όπως η Prudential Regulation Authority του Ηνωμένου Βασιλείου και το Ομοσπονδιακό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών των ΗΠΑ, η ΕΚΤ φιλοξένησε επίσης πλήθος θεματικών και διμερών συναντήσεων με τις αρχές τραπεζικής εποπτείας άλλων τρίτων χωρών, όπου συζητήθηκαν ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος, μεταξύ των οποίων η εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ομίλων ετερογενών δραστηριοτήτων και οι κλιματικοί χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι.
Επίσης, το 2024 η ΕΚΤ προώθησε περαιτέρω τη συνεργασία της με τις αρχές προληπτικής εποπτείας τρίτων χωρών στον τομέα της εποπτικής τεχνολογίας. Ενδεικτικά, συνεργάστηκε με το Ομοσπονδιακό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών των ΗΠΑ, την Τράπεζα της Αγγλίας και τη Financial Conduct Authority του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο διεπιστημονικών και διυπηρεσιακών ομάδων εμπειρογνωμόνων (tiger teams). Η ΕΚΤ διαδραμάτισε επίσης ενεργό ρόλο στο Δίκτυο Καινοτομίας της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS Innovation Network), μια πλατφόρμα συνεργασίας υπό την αιγίδα του Κόμβου Καινοτομίας της ίδιας τράπεζας (BIS Innovation Hub) με σκοπό τη διάχυση της γνώσης και την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ κεντρικών τραπεζών και εποπτικών αρχών παγκοσμίως μέσω των εξειδικευμένων ομάδων εργασίας του.
4.1.1.4 Η ΕΚΤ και η καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος: τελευταίες εξελίξεις
Επί του παρόντος, αρμόδιες για την εποπτεία των πιστωτικών και χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων σε θέματα ξεπλύματος χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (ΞΧ/ΧΤ) είναι αποκλειστικά και μόνο οι εθνικές αρχές. Όμως, οι αρχές προληπτικής εποπτείας και οι αρχές καταπολέμησης ΞΧ/ΧΤ οφείλουν να συνεργάζονται στενά μεταξύ τους για την εκπλήρωση της αντίστοιχης αποστολής τους.
Όπως και τα προηγούμενα χρόνια, η ΕΚΤ έλαβε υπόψη τους κινδύνους ΞΧ/ΧΤ στην προληπτική εποπτεία[48] και παρείχε στήριξη πολιτικής στο προπαρασκευαστικό έργο για την AMLA, την αρχή της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
Το 2024 η ΕΚΤ συνέχισε την ανταλλαγή εποπτικών πληροφοριών με τις αρχές καταπολέμησης ΞΧ/ΧΤ. Στο πλαίσιο αυτό, συμμετείχε ως παρατηρητής και αντάλλαξε πληροφορίες σε 66 σώματα εποπτών για την καταπολέμηση ΞΧ/ΧΤ, τα οποία συγκροτήθηκαν για σημαντικά ιδρύματα.[49] Επιπλέον, η ΕΚΤ ανέφερε ουσιώδεις αδυναμίες όσον αφορά την καταπολέμηση ΞΧ/ΧΤ στη EuReCa, την κεντρική βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EΒA).
Η ΕΚΤ συμμετείχε ως παρατηρητής στη Μόνιμη Επιτροπή της ΕΒΑ για την καταπολέμηση ΞΧ/ΧΤ. Παράλληλα, το κύριο μέλημα πολιτικής της ήταν η νέα δέσμη νομοθετικών μέτρων της ΕΕ για την καταπολέμηση ΞΧ/ΧΤ, η οποία δημοσιεύθηκε τον Ιούνιο του 2024. Η ΕΚΤ στηρίζει αυτή την κανονιστική εξέλιξη και ειδικότερα τάσσεται υπέρ ενός νομοθετικού πλαισίου που διευκολύνει την αποτελεσματική συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ όλων των φορέων εποπτείας του χρηματοπιστωτικού τομέα για την καταπολέμηση ΞΧ/ΧΤ στο σύστημα εποπτείας ΞΧ/ΧΤ και των λοιπών συνεργαζόμενων αρχών. Συνεισφέρει ήδη στο προπαρασκευαστικό έργο της ΕΒΑ κατόπιν αιτήματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να παράσχει συμβουλές σε ό,τι αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα και τις κατευθυντήριες γραμμές σύμφωνα με το νέο πλαίσιο καταπολέμησης ΞΧ/ΧΤ.
Ως αρχή προληπτικής εποπτείας, η ΕΚΤ προσβλέπει σε στενή και ομαλή συνεργασία με την AMLA και μοιράζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ειδική ομάδα δράσης της τα διδάγματα από τη δημιουργία του ΕΕΜ. Η ΕΚΤ έχει επίσης ξεκινήσει προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη μνημονίου συνεργασίας με την AMLA, όπως προβλέπεται στη δέσμη νομοθετικών μέτρων.
4.1.1.5 Προγράμματα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα του ΔΝΤ
Τα Προγράμματα Αξιολόγησης του Χρηματοπιστωτικού Τομέα (FSAP) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) αποτελούν ολοκληρωμένες, εις βάθος αξιολογήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα μιας χώρας.
Το FSAP 2024-2025 για τη ζώνη του ευρώ βρίσκεται σε εξέλιξη.
Το 2024 το ΔΝΤ πραγματοποίησε το δεύτερο FSAP για τη ζώνη του ευρώ, το οποίο αναμένεται να ολοκληρωθεί το 2025. Το ΔΝΤ αξιολογεί τη συμμόρφωση του κανονιστικού πλαισίου της ζώνης του ευρώ και των εποπτικών πρακτικών του ΕΕΜ με τις Βασικές Αρχές της Επιτροπής της Βασιλείας, οι οποίες αναθεωρήθηκαν τον Απρίλιο του 2024 ώστε να συμπεριλάβουν ενισχυμένες απαιτήσεις σε ό,τι αφορά, μεταξύ άλλων, τους κλιματικούς χρηματοοικονομικούς κινδύνους και τους αναδυόμενους κινδύνους, την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων, καθώς και τον ρόλο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας στη διαχείριση κρίσεων. Επιπλέον, διενεργεί μια άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων με προσέγγιση “από επάνω προς τα κάτω” (top-down) για τα σημαντικά ιδρύματα. Το ΔΝΤ αξιολογεί επίσης την υλοποίηση των συστάσεων που είχε απευθύνει στην ΕΚΤ και στους συννομοθέτες της ΕΕ κατά το προηγούμενο FSAP για τη ζώνη του ευρώ, το οποίο ολοκληρώθηκε το 2018.
Τα εθνικά FSAP δεν αξιολογούν την εποπτεία των σημαντικών ιδρυμάτων.
Το 2024 το ΔΝΤ ολοκλήρωσε τα εθνικά FSAP για το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και την Ισπανία, συνέχισε τις εργασίες του για το αντίστοιχο της Σλοβακίας και ξεκίνησε το FSAP για τη Γαλλία. Τα εθνικά FSAP αξιολογούν θέματα εκτός του τραπεζικού τομέα (όπως είναι τα εθνικά πλαίσια ασφάλισης και μακροπροληπτικής πολιτικής) και περιλαμβάνουν ολιστική αξιολόγηση των τραπεζικών θεμάτων, ιδίως όσων εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών που εποπτεύουν λιγότερο σημαντικά ιδρύματα ή ζητημάτων που αφορούν την καταπολέμηση ΞΧ/ΧΤ, λαμβάνοντας υπόψη ότι χρειάζεται ακόμη πολλή δουλειά για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης.
Η ΕΚΤ συμμετέχει στις εθνικές διαβουλεύσεις βάσει του άρθρου IV του ΔΝΤ.
Η συμμετοχή της ΕΚΤ στις εθνικές διαβουλεύσεις βάσει του άρθρου IV του ΔΝΤ για χώρες που συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία αφορά θέματα μικροπροληπτικής και μακροπροληπτικής πολιτικής, σύμφωνα με τις αρμοδιότητές της στους εν λόγω τομείς.
4.2 Συμβολή στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού και διεθνούς κανονιστικού πλαισίου
4.2.1 Συμβολή στις εργασίες του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας
Το 2024 η ΕΚΤ συνέχισε να εργάζεται σε τομείς προτεραιότητας του ΣΧΣ.
Ως μέλος του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ), η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συμμετείχε στις συνεδριάσεις της ολομέλειας του ΣΧΣ, της Μόνιμης Επιτροπής για την Εποπτική και Κανονιστική Συνεργασία, της Μόνιμης Επιτροπής για την Εφαρμογή Προτύπων, της Συντονιστικής Ομάδας Εξυγίανσης και της Περιφερειακής Συμβουλευτικής Ομάδας για την Ευρώπη. Συνεισέφερε σε διάφορες πρωτοβουλίες του ΣΧΣ, οι οποίες περιλάμβαναν την επισκόπηση των διδαγμάτων από την τραπεζική αναταραχή του 2023 με σκοπό την ενίσχυση της ετοιμότητας απέναντι σε κρίσεις και των πλαισίων εξυγίανσης, την προώθηση των προσπαθειών αναφορικά με τους κλιματικούς χρηματοοικονομικούς κινδύνους και τις σχετικές δημοσιοποιήσεις, καθώς και την αξιολόγηση των επιπτώσεων των σχεδίων μετάβασης στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Υποστήριξε την εκτίμηση των επιδράσεων από τις χρηματοπιστωτικές μεταρρυθμίσεις της G20 στις τιτλοποιήσεις, συμμετείχε στην καταγραφή των εποπτικών προσεγγίσεων αναφορικά με τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που σχετίζονται με φυσικά φαινόμενα και συνεισέφερε στις εργασίες για τις διασυνοριακές κανονιστικές προκλήσεις των παγκόσμιων σταθερών κρυπτονομισμάτων στις αναδυόμενες αγορές. Επιπλέον, συνεργάστηκε στη διαμόρφωση του κοινού πλαισίου αναφοράς συμβάντων.
4.2.2 Συμβολή στις εργασίες της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία
Το 2024 η ΕΚΤ συνέχισε να συμβάλλει σημαντικά στο έργο της Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία. Συμμετείχε σε διάφορους άξονες εργασιών, παρέχοντας τεχνογνωσία σε ομάδες της Επιτροπής της Βασιλείας και συνεργαζόμενη με μέλη της εντός της ΕΕ αλλά και παγκοσμίως.
Ειδικότερα, εκπρόσωποι της ΕΚΤ συμπροήδρευσαν σε δύο ομάδες της Επιτροπής της Βασιλείας και βοήθησαν στον συντονισμό των εργασιών τους. Ο Αντιπρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ Frank Elderson συμπροήδρευσε στην Ομάδα Δράσης για τους Κλιματικούς Χρηματοοικονομικούς Κινδύνους (TFCR) μαζί με τον Kevin Stiroh, Ανώτερο Σύμβουλο του Ομοσπονδιακού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών των ΗΠΑ, ενώ ο Korbinian Ibel, Γενικός Διευθυντής Ιδρυμάτων Γενικών Εργασιών και Ιδρυμάτων με Διαφοροποιημένα Χαρτοφυλάκια, συμπροήδρευσε στην Ομάδα Πολιτικής και Προτύπων (PSG) μαζί με τον Arthur Yuen, Αναπληρωτή Εκτελεστικό Διευθυντή της Νομισματικής Αρχής του Χονγκ Κονγκ.
Σημαντικά ορόσημα στις εργασίες της TFCR το 2024 ήταν, μεταξύ άλλων, η δημοσίευση εγγράφου προβληματισμού σχετικά με τη χρήση της ανάλυσης κλιματικών σεναρίων και η εξέταση των σχολίων που δέχθηκε επί του εγγράφου διαβούλευσης σχετικά με το πλαίσιο δημοσιοποίησης κλιματικών χρηματοοικονομικών κινδύνων βάσει του Πυλώνα 3. Επίσης, η TFCR συνέχισε να ασχολείται με ορισμένες άλλες στρατηγικές προτεραιότητες της Επιτροπής της Βασιλείας, μεταξύ άλλων με την αξιολόγηση της σημαντικότητας (materiality) των κενών στο ισχύον Πλαίσιο της Βασιλείας, την εξέταση των σχεδίων μετάβασης των τραπεζών και την παρακολούθηση της εφαρμογής των Αρχών για την αποτελεσματική διαχείριση και εποπτεία των κλιματικών χρηματοοικονομικών κινδύνων.
Το 2024 η PSG διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην τελική δημοσίευση (α) των Κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, (β) του πλαισίου δημοσιοποίησης του βαθμού έκθεσης των τραπεζών σε κρυπτοστοιχεία και ορισμένων στοχευμένων τροποποιήσεων του σχετικού προτύπου, (γ) των στοχευμένων προσαρμογών στο πρότυπο για τον επιτοκιακό κίνδυνο στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο και (δ) της έκθεσης για τις υφιστάμενες πρακτικές με σκοπό τη στήριξη χωρών που επιθυμούν να εφαρμόσουν θετικό ουδέτερο ποσοστό αντικυκλικού αποθέματος ασφαλείας. Επιπρόσθετα, η PSG συνέβαλε στην έναρξη διαβούλευσης για τα μέτρα αντιμετώπισης της ωραιοποίησης στοιχείων (window dressing) από πλευράς των τραπεζών ως μέρος του πλαισίου για τις παγκοσμίως συστημικά σημαντικές τράπεζες, καθώς και στη διαβούλευση για τις αρχές ορθής διαχείρισης του κινδύνου τρίτων.
Εκτός αυτών των δύο ομάδων, η ΕΚΤ συνεισέφερε επίσης, μεταξύ άλλων, στην τελική δημοσίευση των αναθεωρημένων Βασικών αρχών αποτελεσματικής τραπεζικής εποπτείας και στις εργασίες για τη ρευστότητα και την εποπτική αποτελεσματικότητα στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών που ανέλαβε η Επιτροπή της Βασιλείας μετά την τραπεζική αναταραχή του Μαρτίου του 2023.
4.2.3 Συμβολή στις εργασίες της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών και στη χάραξη ευρωπαϊκής πολιτικής
Το 2024 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ εξακολούθησε να συνεργάζεται στενά με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) για την προώθηση ομοιόμορφης εποπτείας σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα και για την προαγωγή της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων και της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Η ΕΚΤ και η ΕΒΑ υπέγραψαν στις 18.3.2024 μνημόνιο συνεργασίας για τη δημιουργία της Κοινής Επιτροπής Υποβολής Τραπεζικών Στοιχείων (Joint Bank Reporting Committee) με σκοπό την αυξημένη ενοποίηση και τη μείωση του κόστους υποβολής εποπτικών δεδομένων για τις τράπεζες. Και οι δύο οργανισμοί συμμετείχαν επίσης σε συζητήσεις σχετικά με τη σχεδιαζόμενη μεθοδολογία και τον σχολιασμό σεναρίων για την πανευρωπαϊκή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που θα διεξαχθεί το 2025, καθώς και πιθανούς τρόπους βελτίωσης των ασκήσεων αυτών, ενσωματώνοντας και τις τελευταίες κανονιστικές αλλαγές.
Στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της Βασιλείας ΙΙΙ, η ΕΚΤ συνεισέφερε σε πλήθος κανονιστικών πρωτοβουλιών της ΕΒΑ. Επιπρόσθετα, συμμετείχε στη διαβούλευση της ΕΒΑ αναφορικά με το σχέδιο κατευθυντήριων γραμμών για τη διαχείριση περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση (ESG) κινδύνων, καθώς και στη διαμόρφωση των εγγράφων διαβούλευσης για τη δημοσιοποίηση πληροφοριών ESG και την υποβολή στοιχείων ESG για εποπτικούς σκοπούς.
Η ΕΚΤ παρείχε στήριξη στο έργο πολιτικής της ΕΒΑ που αφορά την εφαρμογή του Κανονισμού για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και του Κανονισμού DORA, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης των κατευθυντήριων γραμμών για την εξωτερική ανάθεση εργασιών έτσι ώστε να περιλαμβάνουν και συμφωνίες τρίτων.
Πέραν της συνεργασίας τους με την ΕΒΑ, στελέχη της ΕΚΤ συνέταξαν δημόσια συμβολή στη στοχευμένη διαβούλευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη λειτουργία του πλαισίου τιτλοποιήσεων της ΕΕ. Το εν λόγω έγγραφο αξιοποιεί και συμπληρώνει τις συμβουλές της ΕΒΑ από τον Δεκέμβριο του 2022 και τις εκθέσεις που συνέταξε η Κοινή Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Εποπτικών Αρχών σύμφωνα με το άρθρο 44 του Κανονισμού περί τιτλοποιήσεων.
Πλαίσιο 3
Επικαιροποίηση των πολιτικών της ΕΚΤ για τις επιλογές και τις διακριτικές ευχέρειες
Στις 8.11.2024 η ΕΚΤ ξεκίνησε δημόσια διαβούλευση σχετικά με την αναθεώρηση των πολιτικών της για τις επιλογές και τις διακριτικές ευχέρειες που παρέχει το δίκαιο της ΕΕ. Στόχος του σχετικού πλαισίου της ΕΚΤ είναι να διασφαλίσει ότι η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές εφαρμόζουν ομοιόμορφα τις επιλογές και τις διακριτικές ευχέρειες, στηρίζοντας έτσι τη διαφάνεια και την αποτελεσματικότητα και προάγοντας ίσους όρους μεταχείρισης στη ζώνη του ευρώ.
Η ΕΚΤ πρότεινε αλλαγές και στα τέσσερα εργαλεία πολιτικής της για τις επιλογές και τις διακριτικές ευχέρειες:
- στον σχετικό Οδηγό της ΕΚΤ για τις επιλογές και τις διακριτικές ευχέρειες που εφαρμόζονται ανάλογα με την περίπτωση όσον αφορά τα σημαντικά ιδρύματα,
- στον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/445 της ΕΚΤ που καλύπτει διάφορες επιλογές και διακριτικές ευχέρειες με γενική ισχύ τις οποίες εφαρμόζει η ΕΚΤ όσον αφορά τα σημαντικά ιδρύματα,
- στη Σύσταση ΕΚΤ/2017/10 που απευθύνεται στις ΕΑΑ σχετικά με την εφαρμογή επιλογών και διακριτικών ευχερειών ανάλογα με την περίπτωση όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα,
- στην Κατευθυντήρια γραμμή (ΕΕ) 2017/697 της ΕΚΤ που απευθύνεται στις ΕΑΑ σχετικά με την εφαρμογή επιλογών και διακριτικών ευχερειών με γενική ισχύ όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.
Οι πολιτικές επιλογών και διακριτικών ευχερειών της ΕΚΤ αρχικά δημοσιεύθηκαν το 2016 και το 2017 και αναθεωρήθηκαν το 2022. Οι αλλαγές που προτάθηκαν το 2024 ήταν αναγκαίες για να ληφθούν υπόψη οι τροποποιήσεις του κανονιστικού πλαισίου που εισήγαγαν ο Κανονισμός για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ΙΙΙ και η Οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις VI. Οι αλλαγές αφορούν νέες επιλογές και διακριτικές ευχέρειες σε διάφορους τομείς προληπτικής εποπτείας, όπως τα ίδια κεφάλαια, ο πιστωτικός κίνδυνος, ο κίνδυνος αγοράς και ο λειτουργικός κίνδυνος. Όπως και σε προηγούμενες αναθεωρήσεις, η ΕΚΤ πρότεινε επίσης αλλαγές και στις υπάρχουσες επιλογές και διακριτικές ευχέρειες με βάση την εποπτική εμπειρία και άλλες εξελίξεις.
5 Οργανωτική δομή της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ
5.1 Στελέχωση της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ
5.1.1 Προσλήψεις
Γενικά, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ανακοινώνει τις κενές θέσεις εργασίας πρώτα εσωτερικά, εκτός από τις θέσεις νεοπροσλαμβανομένων (entry-level), οι οποίες προκηρύσσονται στην εξωτερική αγορά. Το 2024 η Τραπεζική Εποπτεία προσέλαβε 53 στελέχη μέσω εξωτερικής προκήρυξης σε θέσεις πιο μακροχρόνιας απασχόλησης.
Διάγραμμα 6
Αριθμός διορισμών ανά κατηγορία προσωπικού το 2024

Πηγή: ΕΚΤ.
5.1.2 Προγράμματα ανταλλαγής
Μετά το πρόγραμμα ανταλλαγής προσωπικού με την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ), την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) που καθιερώθηκε το 2023, ξεκίνησε δεύτερο πρόγραμμα ανταλλαγής με το ΕΣΕ και την ΕΤΕπ το 2024, με αποτέλεσμα 12 αμοιβαίες μεταθέσεις στελεχών.
5.1.3 Ανάπτυξη δυναμικού
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ πραγματοποιεί περιοδικές αξιολογήσεις οργανωσιακής ετοιμότητας (κυρίως για τις ΜΕΟ και τις ομάδες επιτόπιων επιθεωρήσεων) για να εκτιμήσει το δυναμικό της σε σχέση με τα εν εξελίξει καθήκοντα και τις δυνητικές εποπτικές προτεραιότητες. Οι αξιολογήσεις αυτές είναι χρήσιμες για την επικαιροποίηση του σχεδίου ανάπτυξης δυναμικού, το οποίο επιτρέπει στον οργανισμό να δώσει προτεραιότητα στην ανάπτυξη ταλαντούχων στελεχών και σε συναφείς πρωτοβουλίες σε τομείς με χαμηλότερη ετοιμότητα.
Το 2023-2024 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη δυναμικού για εποπτικά καθήκοντα που σχετίζονται με την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών πληροφορικής, την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων, τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας και τη νέα αρμοδιότητα της ΕΚΤ βάσει του Κανονισμού DORA.
Επίσης, εντατικοποιήθηκαν οι προσπάθειες επιμόρφωσης σε όλους τους τομείς της τραπεζικής εποπτείας. Δύο νέα επιμορφωτικά προγράμματα εγκαινιάστηκαν το 2024: το Εισαγωγικό Πρόγραμμα του ΕΕΜ για νεοπροσληφθέντες και το Πρόγραμμα Βασικής Κατάρτισης σε θέματα ΕΕΜ, το οποίο είναι σχεδιασμένο ώστε να εφοδιάσει τα στελέχη τραπεζικής εποπτείας με ένα κοινό επίπεδο κύριων τεχνικών γνώσεων και δεξιοτήτων σε παραδοσιακά και αναδυόμενα εποπτικά θέματα. Η πιλοτική φάση του Προγράμματος Βασικής Κατάρτισης σε θέματα ΕΕΜ ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2024.
Ένας ολοκληρωμένος κύκλος μαθημάτων για τους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2024 και απευθύνεται σε διαφορετικούς ρόλους και λειτουργίες. 1.000 στελέχη τραπεζικής εποπτείας ολοκλήρωσαν την εκπαίδευση το 2024.
Επιπλέον, τα ψηφιακά εκπαιδευτικά εργαλεία του ΕΕΜ αναπτύχθηκαν περαιτέρω με σκοπό την ενίσχυση των γνώσεων των εποπτών όσον αφορά τον ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης στις τράπεζες, την εποπτεία του κινδύνου πληροφοριακών συστημάτων και άλλα βασικά θέματα ψηφιακού μετασχηματισμού και καινοτομίας. Το 2024 2.050 επόπτες έλαβαν μέρος στην εκπαίδευση.
Το 2025 οι προσπάθειες αναβάθμισης της παρεχόμενης εκπαίδευσης στους τρεις τομείς προτεραιότητας θα συνεχίσουν να βασίζονται σε καθιερωμένες δομές συνεργασίας της ΕΚΤ και να έχουν ως γνώμονα τις πιο πρόσφατες εξελίξεις στην τραπεζική εποπτεία.
5.1.4 Πολυμορφία και συμπερίληψη
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ προσπαθεί να δημιουργήσει μια εργασιακή κουλτούρα που αξιοποιεί τη δύναμη της πολυμορφίας και της συμπερίληψης και δίνει τη δυνατότητα σε κάθε συνάδελφο να ξεδιπλώσει τον πραγματικό του εαυτό στον χώρο εργασίας. Για την εκπλήρωση αυτού του οράματος, η ισόρροπη εκπροσώπηση των φύλων παραμένει βασική στρατηγική προτεραιότητα. Στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ, το 42% των εργαζομένων είναι γυναίκες, με το ποσοστό τους να διαφέρει μεταξύ των επιπέδων ιεραρχίας. Οι γυναίκες αποτελούν το 49% του προσωπικού σε επίπεδο αναλυτών και το 42% σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων. Σε επίπεδο επικεφαλής ομάδων και σε θέσεις ευθύνης, το ποσοστό είναι 33% και 35% αντίστοιχα, ενώ για τα στελέχη ανώτερης διοίκησης το ποσοστό των γυναικών ανέρχεται σε 42%. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να εντείνει τις προσπάθειές της για την επίτευξη ίσης αναλογίας ανδρών-γυναικών.
Σχήμα 1
Το ανθρώπινο δυναμικό της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ σε αριθμούς

Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση:
1) Στις 31.12.2024.
2 Αφορά μόνο μόνιμους υπαλλήλους και υπαλλήλους με σύμβαση ορισμένου χρόνου.
3) Εργαζόμενοι αποσπασμένοι από εθνική κεντρική τράπεζα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ευρωπαϊκούς δημόσιους οργανισμούς/φορείς ή διεθνείς οργανισμούς.
4) Περιλαμβάνονται δέκα συμμετέχοντες στο Πρόγραμμα Πτυχιούχων της ΕΚΤ.
5.2 Ψηφιακός μετασχηματισμός, πλαίσιο υποβολής δεδομένων και διαχείριση πληροφοριών
5.2.1 Ψηφιακή ατζέντα και τεχνολογική στρατηγική του ΕΕΜ
Το 2024 το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ενέκρινε τη νέα τεχνολογική στρατηγική του ΕΕΜ, η οποία καλύπτει την περίοδο 2024-2028 σε επίπεδο ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας. Καθώς ο τραπεζικός τομέας γίνεται πιο πολύπλοκος και οι εποπτικοί πόροι είναι πιο περιορισμένοι, η στρατηγική εξυπηρετεί με ολιστικό τρόπο τις ψηφιακές ανάγκες της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας με στόχο την ενίσχυση μιας αποτελεσματικής εποπτείας με βάση τους κινδύνους.
Η τεχνολογική στρατηγική του ΕΕΜ αξιοποιεί τα υπάρχοντα βασικά συστήματα και 14 εφαρμογές εποπτικής τεχνολογίας (SupTech), ενώ περιλαμβάνει δύο κύριους πυλώνες: την τεχνολογία και τον ανθρώπινο παράγοντα. Δίνοντας έμφαση και στους δύο πυλώνες, θα προαγάγει τις εποπτικές πρακτικές μέσω της τεχνολογίας αιχμής και ταυτόχρονα θα διατηρήσει τους επόπτες στην καρδιά των τεχνολογικών εξελίξεων.
Στο πλαίσιο του τεχνολογικού πυλώνα, η στρατηγική επιδιώκει να απλοποιήσει και να ενοποιήσει το τοπίο πληροφοριακών συστημάτων για να προωθήσει την αποτελεσματική και συνεκτική εποπτεία προς όφελος τόσο των εποπτικών στελεχών όσο και των τραπεζών. Στους πρωταρχικούς στόχους συγκαταλέγονται η ενοποίηση των βασικών συστημάτων με τα εργαλεία SupTech και η κατάργηση των παλαιών συστημάτων. Με αυτό το πνεύμα, το Project Olympus φιλοδοξεί να διαμορφώσει ένα πιο ενοποιημένο τοπίο πληροφοριακών συστημάτων για ολόκληρη την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Για τον σκοπό αυτό, θα δημιουργήσει μια ενοποιημένη πλατφόρμα εποπτείας (supervision cockpit) με δυνατότητα εξατομίκευσης, η οποία θα παρέχει στους επόπτες σημαντικές πληροφορίες με σκοπό την απλούστευση των καθηκόντων, την ενίσχυση της αποδοτικότητας και τη βελτίωση της ομαδικής συνεργασίας. Παράλληλα, θα ενοποιήσει τους διαύλους που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για να ανταλλάσσουν πληροφορίες με την ΕΚΤ σε μια ενιαία διαδικτυακή πύλη του ΕΕΜ, γεγονός που θα μειώσει σημαντικά τον φόρτο αναγγελίας των τραπεζών και θα απλοποιήσει τη σχετική επικοινωνία μεταξύ τραπεζών και εποπτών.
Η τεχνολογική στρατηγική του ΕΕΜ δίνει επίσης έμφαση στην υπεύθυνη χρήση της γενετικής τεχνητής νοημοσύνης για την ενίσχυση των εποπτικών διαδικασιών. Για παράδειγμα, η προσθήκη μεγάλων γλωσσικών μοντέλων στην πλατφόρμα τεχνητής νοημοσύνης Athena, που χρησιμοποιεί η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία για σκοπούς κειμενικής ανάλυσης, θα επιτρέψει στους επόπτες να επεξεργάζονται τεράστιους όγκους εγγράφων, να αντλούν πληροφόρηση και να συντάσσουν κείμενα γρήγορα και αποτελεσματικά.
Εξίσου σημαντικός είναι και ο δεύτερος πυλώνας, οι άνθρωποι. Σύμφωνα με την τεχνολογική στρατηγική του ΕΕΜ, όλα τα εργαλεία είναι σχεδιασμένα έτσι ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες των εποπτών. Η στρατηγική δίνει επίσης έμφαση στη σημασία της παροχής ποιοτικής εκπαίδευσης και της καλλιέργειας ψηφιακής κουλτούρας σε όλα τα επίπεδα και όλες τις λειτουργίες. Η προσέγγιση αυτή διασφαλίζει ότι οι επόπτες κατανοούν πλήρως τις νέες τεχνολογίες και γνωρίζουν πώς να τις αξιοποιήσουν κατά τον βέλτιστο δυνατό τρόπο.
Η υλοποίηση της τεχνολογικής στρατηγικής του ΕΕΜ για την περίοδο 2024-2028 θα εφοδιάσει τους επόπτες με τα κατάλληλα εργαλεία και τεχνικά μέσα για την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους, με θετικές συνέπειες για τις τράπεζες: ένα σύγχρονο και απλοποιημένο τοπίο πληροφοριακών συστημάτων θα ευνοήσει την ομοιόμορφη, αποδοτική και πιο έγκαιρη εποπτεία, θα μειώσει τον φόρτο αναγγελίας, θα αυξήσει τη διαφάνεια και, εν τέλει, θα συμβάλει στην ασφάλεια και την ευρωστία του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα.
5.2.2 Εξελίξεις στο πλαίσιο υποβολής δεδομένων
Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ προετοιμάζονται για την εφαρμογή του επικαιροποιημένου πλαισίου αναφορών της ΕΒΑ, το οποίο περιλαμβάνει αλλαγές περιεχομένου και αντανακλά νέες απαιτήσεις που απορρέουν από τον Κανονισμό ΙΙΙ και την Οδηγία VΙ για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ταυτόχρονα, εισάγει μια νέα αρχιτεκτονική ταξινομίας, με αναμενόμενη πρώτη ημερομηνία αναφοράς τις 31.3.2025.
Για να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις υποβολής δεδομένων που θεσπίζει ο Κανονισμός για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ΙΙΙ, οι τράπεζες πρέπει να πραγματοποιήσουν διάφορες τεχνικές προσαρμογές στα εσωτερικά τους συστήματα αναφορών εντός περιορισμένου χρονικού διαστήματος. Για παράδειγμα, η εφαρμογή κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων (output floor) δημιουργεί ανάγκες πρόσθετων στοιχείων για τις τράπεζες που χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα με βάση τον κίνδυνο. Με δεδομένους τους νέους κανόνες και προκειμένου να μειωθεί το κόστος εφαρμογής για τις τράπεζες και να τους δοθεί επαρκής χρόνος να προετοιμαστούν, η προθεσμία για την υποβολή εποπτικών πληροφοριών υπό το επικαιροποιημένο πλαίσιο παρατάθηκε έως τις 30.6.2025. Πέραν των αναφορών που ορίζει το επικαιροποιημένο πλαίσιο της ΕΒΑ, οι εποπτικές αρχές ζητούν από τις τράπεζες και ad hoc πληροφορίες που χρειάζονται κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων, π.χ. για την παρακολούθηση της εξέλιξης των αναδυόμενων κινδύνων. Η ΕΚΤ τηρεί βάση δεδομένων με αυτές τις έκτακτες συλλογές δεδομένων για να παρακολουθεί και να διαχειρίζεται τον φόρτο αναγγελίας.[50] Οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχειριστούν αυτές τις προκλήσεις στε να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των εποπτικών αρχών όσον αφορά τη χρηστή διακυβέρνηση δεδομένων και τις δυνατότητες κατάρτισης συγκεντρωτικών δεδομένων.
Το 2024 η ΕΚΤ ανέπτυξε μια μεθοδολογία για να εντοπίζει σημαντικές περιπτώσεις επανυποβολής εποπτικών δεδομένων, όπως ορίζεται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα της ΕΒΑ, καθώς και για να συγκεντρώνει εξηγήσεις σχετικά με τη φύση και τις αιτίες της επανυποβολής. Η μεθοδολογία βασίστηκε στα συμπεράσματα τα οποία προέκυψαν από την πιλοτική άσκηση που διεξήγαγε η ΕΚΤ το 2023.
Η ΕΚΤ κοινοποίησε στις τράπεζες την ετήσια Έκθεση της Διοίκησης για τη διακυβέρνηση και την ποιότητα των δεδομένων (βλ. Ενότητα 1.2.3.2), η οποία περιλαμβάνει ποσοτικούς δείκτες σε επίπεδο τράπεζας μαζί με ένα ερωτηματολόγιο και στοχεύει στην ενίσχυση της λογοδοσίας των οργάνων διοίκησης. Αυτό βοηθά τους επόπτες και τις τράπεζες να εντοπίζουν και να αντιμετωπίζουν τυχόν αδυναμίες στη συγκεντρωτική καταγραφή και αναφορά δεδομένων για τους κινδύνους.
Στο πλαίσιο των διαρκών προσπαθειών για τη διαχείριση του κόστους αναγγελίας, η ΕΚΤ αξιολογεί τις συλλογές δεδομένων που αφορούν την επάρκεια των επιχειρηματικών μοντέλων και την κεφαλαιακή επάρκεια με σκοπό να εντοπίσει τομείς που θα μπορούσαν να απλοποιηθούν και να τυποποιηθούν. Έτσι τα εποπτευόμενα ιδρύματα θα είναι σε θέση να ανταποκρίνονται πιο αποτελεσματικά στις προσδοκίες αναφορικά με τις δυνατότητες συγκεντρωτικής καταγραφής και αναφοράς δεδομένων για τους κινδύνους (βλ. Ενότητα 1.2.3.2).
Το 2024 η ΕΚΤ εμπλούτισε τα τριμηνιαία εποπτικά στατιστικά στοιχεία με την προσθήκη πιο λεπτομερών αναλύσεων για τον δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και για τα δάνεια και τις πιστώσεις που εμφανίζουν σημαντική αύξηση του πιστωτικού κινδύνου. Τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα μεγέθη έτους στους πίνακες των αποτελεσμάτων χρήσεως διορθώθηκαν ώστε να αντανακλούν τη γραμμική αναγωγή τους σε ετήσια βάση, με σκοπό τη μεγαλύτερη συγκρισιμότητα των δεδομένων διαχρονικά. Σημαντικές βελτιώσεις έγιναν επίσης στο χρονοδιάγραμμα δημοσίευσης των τριμηνιαίων εποπτικών στατιστικών στοιχείων, επιτρέποντας την επίσπευση των ημερομηνιών δημοσίευσης (μείωση από 40 σε 30 εργάσιμες ημέρες μετά την ημερομηνία αποστολής που ορίζεται στα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα).
Τέλος, η ΕΚΤ διεξήγαγε την ετήσια άσκηση συμφωνίας μεταξύ επιλεγμένων στοιχείων που δημοσιοποιούνται βάσει του Πυλώνα 3 και εποπτικών δεδομένων, με έμφαση στον βαθμό έκθεσης των τραπεζών στους κλιματικούς κινδύνους. Η άσκηση αυτή οδήγησε σε σημαντική βελτίωση της συνέπειας και της ποιότητας των δεδομένων. Τα δεδομένα που αντλήθηκαν δημοσιεύθηκαν στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία, μαζί με ένα συνοδευτικό σημείωμα όπου παρουσιάζονται τα κυριότερα αποτελέσματα.
5.2.3 Διαχείριση πληροφοριών
Το σύστημα διαχείρισης πληροφοριών του ΕΕΜ (IMAS) είναι το σύνολο των βασικών πληροφοριακών συστημάτων που υποστηρίζουν τις εποπτικές διαδικασίες. Χρησιμοποιείται από τα στελέχη της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας και τις εποπτευόμενες οντότητες για να συνδέονται ψηφιακά μεταξύ τους και να έχουν πρόσβαση σε κοινή πληροφόρηση.
Το 2024 το IMAS συνέχισε να εξελίσσεται και να προσαρμόζεται στις μεταβολές που επήλθαν στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο κανονιστικό του πλαίσιο, καθώς και στην εποπτική μεθοδολογία και στρατηγική. Οι κυριότερες αλλαγές στο IMAS σχετίζονταν με την αναμόρφωση της Εποπτικής Διαδικασίας Εξέτασης και Αξιολόγησης (SREP) (βλ. Ενότητα 1.3.1). Οι επόπτες μπορούν πλέον να ξεκινούν στο IMAS τις ετήσιες αξιολογήσεις κινδύνων νωρίτερα, ανάλογα με το είδος του κινδύνου, και να ενσωματώνουν ευκολότερα τα αποτελέσματα άλλων εποπτικών διαδικασιών στη SREP, καθώς και στο πλαίσιο της ΕΚΤ για την κλιμάκωση των εποπτικών μέτρων.
Επιπλέον, εν όψει της έναρξης εφαρμογής του Κανονισμού DORA, εφαρμόστηκε μια νέα διαδικασία που επιτρέπει την αυτοματοποιημένη λήψη αναφορών για σοβαρά συμβάντα από τις εποπτευόμενες οντότητες και την επακόλουθη εποπτική αξιολόγησή τους στο IMAS.
Το 2024 έγιναν βελτιώσεις και σε άλλες εποπτικές διαδικασίες που υποστηρίζει το IMAS, όπως επιτόπιες επιθεωρήσεις και διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων, αξιολογήσεις σημαντικότητας, διαδικασίες επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων, αξιολογήσεις σχεδίων εξυγίανσης, το πρόγραμμα εποπτικής εξέτασης και ο επιχειρησιακός σχεδιασμός του, καθώς και οι υπηρεσίες βάσεων δεδομένων και πληροφοριών που παράγουν αυτόματα αναφορές και πίνακες με όλα τα διαθέσιμα εποπτικά στοιχεία.
Εξάλλου, νέες διαδικασίες που παρέχουν τη δυνατότητα ψηφιακής αλληλεπίδρασης μεταξύ των εποπτευόμενων οντοτήτων και των εποπτών προστέθηκαν στη διαδικτυακή πύλη IMAS. Αυτές περιλαμβάνουν (α) την ηλεκτρονική παρακολούθηση των εποπτικών μέτρων σε ισχύ και των διορθωτικών ενεργειών που αυτά προβλέπουν, (β) τον έλεγχο πιστωτικής ποιότητας κατά τις επιτόπιες επιθεωρήσεις και (γ) την επικαιροποίηση υφιστάμενων διαδικασιών, όπως μεταξύ άλλων η αξιολόγηση των αιτήσεων καταλληλότητας και επάρκειας και χορήγησης άδειας λειτουργίας και η απόκτηση ειδικών συμμετοχών. Το ηλεκτρονικό έντυπο για τις αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας επίσης βελτιώθηκε, καθιστώντας τη διαδικασία ευκολότερη για τις εποπτευόμενες οντότητες που υποβάλλουν νέες αιτήσεις.
6 Διακυβέρνηση της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας
6.1 Υποχρεώσεις λογοδοσίας
Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνέχισε να συνεργάζεται στενά με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της ΕΕ το 2024.
Η παρούσα Ετήσια Έκθεση είναι ένας από τους κύριους διαύλους λογοδοσίας της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), όπως ορίζεται από τον Κανονισμό ΕΕΜ. Ο Κανονισμός ορίζει ότι τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ υπόκεινται στις δέουσες υποχρεώσεις διαφάνειας και λογοδοσίας. Η ΕΚΤ αποδίδει μεγάλη σημασία στη διατήρηση και πλήρη εφαρμογή του πλαισίου λογοδοσίας, το οποίο προσδιορίζεται λεπτομερέστερα στη Διοργανική Συμφωνία μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της ΕΚΤ και στο Μνημόνιο Συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου της ΕΕ και της ΕΚΤ. Με την πάροδο των ετών, η ΕΚΤ διεύρυνε το πεδίο της συνεργασίας της με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πέραν όσων αναφέρονται στη Διοργανική Συμφωνία, γεγονός που υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο τη σημασία που αποδίδει η ΕΚΤ στη λογοδοσία.
Το 2024 η Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου παρουσιάστηκε ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε τρεις τακτικές δημόσιες ακροάσεις. Κατά τη δημόσια ακρόασή της στις 21 Μαρτίου, η Πρόεδρος παρουσίασε την Ετήσια έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα 2023. Οι άλλες δύο τακτικές δημόσιες ακροάσεις πραγματοποιήθηκαν στις 2 Σεπτεμβρίου και στις 18 Νοεμβρίου. Οι συζητήσεις επικεντρώθηκαν στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες και συγκεκριμένα στη μακροοικονομική αβεβαιότητα, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους και τον γεωπολιτικό κίνδυνο. Η Πρόεδρος εξήγησε επίσης τις πρόσφατες προσπάθειες ενίσχυσης της εποπτείας. Οι συζητήσεις εστιάστηκαν στην εφαρμογή του πλαισίου Βασιλεία ΙΙΙ και στις νομοθετικές προτάσεις για την ενίσχυση της τραπεζικής ένωσης, όπως η επανεξέταση του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων και ασφάλισης των καταθέσεων (CMDI) και το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων (EDIS).
Το 2024 η Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου απάντησε σε τρεις γραπτές ερωτήσεις ευρωβουλευτών και σε μία γραπτή ερώτηση από μέλος εθνικού κοινοβουλίου.
Το 2024 η Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου απάντησε σε τρεις γραπτές ερωτήσεις μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επί θεμάτων τραπεζικής εποπτείας και, σύμφωνα με την υποχρέωση υποβολής αναφορών της ΕΚΤ προς τα εθνικά κοινοβούλια, σε μία γραπτή ερώτηση από ένα μέλος εθνικού κοινοβουλίου. Όλες οι απαντητικές επιστολές προς βουλευτές δημοσιεύθηκαν στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία. Οι επιστολές κάλυπταν τα επιτόκια καταθέσεων, τα στεγαστικά δάνεια με υποθήκη κατοικίες με ελαττωματικά δομικά στοιχεία, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και την ανταγωνιστικότητα των τραπεζών της ΕΕ, καθώς και την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα εν όψει του ψηφιακού μετασχηματισμού.[51]
Επίσης, όπως προβλέπει η Διοργανική Συμφωνία, η ΕΚΤ διαβίβασε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Εποπτικού Συμβουλίου της και τις περιλήψεις των σεμιναρίων του Εποπτικού Συμβουλίου.
Επιπλέον, για την περαιτέρω προώθηση του διαλόγου με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ αποκρίθηκε στα σχόλια και τις προτάσεις που διατύπωσε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στο Ψήφισμά του σχετικά με την Τραπεζική Ένωση – Ετήσια έκθεση για το 2023. Στην απάντησή της, η ΕΚΤ σχολίασε τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα και νομοθετικά θέματα που αφορούσαν την τραπεζική εποπτεία, όπως μεταξύ άλλων οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα επιτόκια και την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο βαθμός έκθεσης των τραπεζών σε κινδύνους περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και διακυβέρνησης, το πλαίσιο CMDI και το EDIS, η καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και η πολυμορφία στα Δ.Σ. των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Όσον αφορά τις επαφές με το Συμβούλιο της ΕΕ το 2024, η Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου συμμετείχε σε δύο ανταλλαγές απόψεων με το Eurogroup, στις 13 Μαΐου και στις 4 Νοεμβρίου. Λίγο πριν τη διεξαγωγή των συζητήσεων αυτών, η ΕΚΤ δημοσίευσε επισκόπηση των συναφών εποπτικών δραστηριοτήτων της.[52] Τα κύρια θέματα που συζητήθηκαν ήταν η πρώτη δεκαετία της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, η κατάσταση του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος στο τρέχον μακροοικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, οι εποπτικές προτεραιότητες, καθώς και κανονιστικά και θεσμικά ζητήματα.
6.2 Διαφάνεια και επικοινωνία
Το 2024 η Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου εκφώνησαν 33 ομιλίες, ενώ οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ στο Εποπτικό Συμβούλιο 11 ομιλίες. Συνολικά, έδωσαν 23 συνεντεύξεις στα μέσα ενημέρωσης και ανήρτησαν 9 δημοσιεύσεις ιστολογίου και άρθρα γνώμης. Η Πρόεδρος παραχώρησε επίσης μία συνέντευξη τύπου σχετικά με τα αποτελέσματα της Εποπτικής Διαδικασίας Ελέγχου και Αξιολόγησης (SREP) για το 2024. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ κυκλοφόρησε 2 επεισόδια podcast και δημοσίευσε 22 δελτία τύπου, καθώς και άλλα κείμενα, μεταξύ άλλων επιστολές προς ευρωβουλευτές, κατευθύνσεις προς τις τράπεζες και εποπτικά στατιστικά στοιχεία. Το τριμηνιαίο ενημερωτικό δελτίο Supervision Newsletter, που δημοσιεύεται σε ηλεκτρονική μορφή στα αγγλικά και έχει πάνω από 10.000 συνδρομητές, παρείχε πληροφόρηση και πρόσφατες ενημερώσεις σχετικά με εν εξελίξει εποπτικά έργα και ευρήματα. Επίσης, η ΕΚΤ προβάλλει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σημαντικά θέματα της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας και με τη χρήση κουίζ και βίντεο εξηγεί βασικές έννοιες στο νεανικό κοινό.
Το 2024 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ολοκλήρωσε την πρώτη άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών και ξεκίνησε τρεις δημόσιες διαβουλεύσεις, που αφορούσαν τον Οδηγό για τη διακυβέρνηση και την κουλτούρα κινδύνου (βλ. Ενότητητα 1.2.3.1), τον Οδηγό για την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους σε παρόχους σχετικών υπηρεσιών (βλ. Πλαίσιο 1) και τις αναθεωρημένες πολιτικές για τις επιλογές και τις διακριτικές ευχέρειες που διαθέτουν οι εποπτικές αρχές σύμφωνα με το δίκαιο της ΕΕ (βλ. Πλαίσιο 3). Σε συνέχεια της επανεξέτασης της SREP από την ομάδα εμπειρογνωμόνων και των παρατηρήσεων του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, η ΕΚΤ αναθεώρησε τη SREP για να διασφαλίσει ότι οι εποπτικές διαδικασίες παραμένουν αποτελεσματικές και αποδοτικές. Μία δημοσίευση ιστολογίου της Προέδρου και μια σειρά από συχνές ερωτήσεις σκιαγράφησαν τα κύρια στοιχεία της νέας SREP (βλ. Ενότητα 1.3.1).
Για την προώθηση του διαλόγου με τους επαγγελματίες της αγοράς, η ΕΚΤ διοργάνωσε δύο συναντήσεις της Ομάδας Επαφών της Τραπεζικής Εποπτείας με την Αγορά (Banking Supervision Market Contact Group), όπου συζητήθηκαν κυρίως οι μελλοντικοί κίνδυνοι για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα, οι αποτιμήσεις των τραπεζών σε ένα διεθνές περιβάλλον και η ανθεκτικότητά τους έναντι κινδύνων πληροφορικών συστημάτων και κυβερνοασφάλειας. Επιπλέον, κατά τις επισκέψεις της στις εθνικές αρμόδιες αρχές, η Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου συναντήθηκε επίσης με εκπροσώπους οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών σε 13 χώρες.
Το 2024 η ΕΚΤ απάντησε σε 923 ερωτήσεις του κοινού για θέματα τραπεζικής εποπτείας και, ειδικότερα, σε ερωτήματα σχετικά με τον κλιματικό κίνδυνο, την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών, τις άδειες λειτουργίας τραπεζών και τις αδειοδοτήσεις, καθώς και τις εποπτικές πολιτικές και τα πλαίσια, ιδίως όσον αφορά τα εσωτερικά υποδείγματα. Στο Κέντρο Επισκεπτών, η ΕΚΤ πραγματοποίησε διαλέξεις με θέμα την τραπεζική εποπτεία, τις οποίες παρακολούθησαν 469 συμμετέχοντες, και δέχθηκε 12.798 επισκέπτες, οι οποίοι ενημερώθηκαν για τα βασικά καθήκοντα της ΕΚΤ και τα κύρια στοιχεία της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας.
6.3 Λήψη αποφάσεων
6.3.1 Συνεδριάσεις και αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου και της Διευθύνουσας Επιτροπής
Το Εποπτικό Συμβούλιο συνεδρίασε 14 φορές το 2024.
Το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ συνεδρίασε 14 φορές το 2024. Έξι συνεδριάσεις έλαβαν χώρα στη Φραγκφούρτη και μία στην Κύπρο. Όλες οι υπόλοιπες έγιναν μέσω τηλεδιάσκεψης.
Ακόμη, κατόπιν πρόσκλησης της Banka Slovenije, το Εποπτικό Συμβούλιο πραγματοποίησε ανεπίσημη διάσκεψη στρατηγικής (strategic retreat) στη Λιουμπλιάνα τον Οκτώβριο του 2024.
Η Διευθύνουσα Επιτροπή[53] του Εποπτικού Συμβουλίου πραγματοποίησε τέσσερις συνεδριάσεις το 2024, όλες μέσω τηλεδιάσκεψης.
Η Διευθύνουσα Επιτροπή πραγματοποίησε 12 πρόσθετες συνεδριάσεις με θέματα τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την απλούστευση των διαδικασιών του ΕΕΜ και την ενοποίηση του ΕΕΜ. Όλες αυτές οι συνεδριάσεις πραγματοποιήθηκαν μέσω τηλεδιάσκεψης και η συμμετοχή ήταν ελεύθερη για όσα μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου εξέφρασαν σχετικό ενδιαφέρον.
Εποπτικό Συμβούλιο
Πρόεδρος | Claudia Buch (από 1.1.2024) |
Αντιπρόεδρος | Frank Elderson |
Εκπρόσωποι της ΕΚΤ | Edouard Fernandez-Bollo (έως 31.8.2024) |
Βέλγιο | Tom Dechaene (Nationale Bank van België/Banque Nationale de Belgique) |
Βουλγαρία | Radoslav Milenkov (Българска народна банка) |
Γερμανία | Mark Branson (Bundesanstalt für Finanzdienstleistungsaufsicht) |
Εσθονία | Kilvar Kessler (Finantsinspektsioon), |
Ιρλανδία | Sharon Donnery (Central Bank of Ireland) (έως 31.12.2024) |
Ελλάδα | Χριστίνα Παπακωνσταντίνου (Τράπεζα της Ελλάδος) |
Ισπανία | Margarita Delgado (Banco de España) (έως 9.9.2024) Mercedes Olano (Banco de España) (από 18.9.2024) |
Γαλλία | Denis Beau (Banque de France) |
Κροατία | Tomislav Ćorić (Hrvatska narodna banka) |
Ιταλία | Alessandra Perrazzelli (Banca d’Italia) |
Κύπρος | Γιώργος Ιωάννου (Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου) |
Λεττονία | Santa Purgaile (Latvijas Banka) |
Λιθουανία | Simonas Krėpšta (Lietuvos Bankas) |
Λουξεμβούργο | Claude Wampach (Commission de Surveillance du Secteur Financier) |
Μάλτα | Michelle Mizzi Buontempo (Malta Financial Services Authority) |
Ολλανδία | Steven Maijoor (De Nederlandsche Bank) |
Αυστρία | Helmut Ettl (Finanzmarktaufsicht) |
Πορτογαλία | Rui Pinto (Banco de Portugal) |
Σλοβενία | Primož Dolenc (Banka Slovenije) |
Σλοβακία | Vladimír Dvořáček (Národná banka Slovenska) |
Φινλανδία | Tero Kurenmaa (Finanssivalvonta) |
Το 2024 η ΕΚΤ εξέδωσε 2.174 εποπτικές αποφάσεις[54] που αφορούσαν συγκεκριμένες εποπτευόμενες οντότητες (Σχήμα 2). Εξ αυτών, οι 1.312 αποφάσεις εκδόθηκαν από προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ, σύμφωνα με το γενικό πλαίσιο εκχώρησης εξουσιών λήψης αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις. Οι 845 αποφάσεις εκδόθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντίρρησης βάσει σχεδίου απόφασης που προτείνει το Εποπτικό Συμβούλιο. Στις αποφάσεις αυτές περιλαμβάνονται και 123 πράξεις (όπως ίδρυση υποκαταστημάτων) οι οποίες εγκρίθηκαν σιωπηρά από την ΕΚΤ εφόσον δεν διατύπωσε αντίρρηση εντός των νόμιμων προθεσμιών.
Στην πλειονότητά τους, οι εποπτικές αποφάσεις αφορούσαν αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας (50,7%), ίδια κεφάλαια (12,2%), εθνικές εξουσίες (9,0%), εσωτερικά υποδείγματα (6,9%), τη SREP (4,4%) και ειδικές συμμετοχές (4,2%).
Το Εποπτικό Συμβούλιο έλαβε αποφάσεις για διάφορα οριζόντια ζητήματα, όπως η εποπτεία του κινδύνου πληροφοριακών συστημάτων.
Πέραν των τελικών σχεδίων αποφάσεων που αφορούσαν συγκεκριμένες τράπεζες και υποβλήθηκαν στο Διοικητικό Συμβούλιο προς έγκριση, το Εποπτικό Συμβούλιο έλαβε αποφάσεις για διάφορα οριζόντια ζητήματα. Κατά κύριο λόγο, οι αποφάσεις αυτές αφορούσαν την τεχνολογική στρατηγική του ΕΕΜ για την περίοδο 2024-2028, την εποπτεία του κινδύνου πληροφοριακών συστημάτων, την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2024 για την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών, την εφαρμογή του Κανονισμού DORA στο εποπτικό πλαίσιο, την επανεξέταση του πλαισίου της ΕΚΤ για τις επιλογές και τις διακριτικές ευχέρειες, κλιματικά και περιβαλλοντικά ζητήματα, την περαιτέρω ενίσχυση του πλαισίου SREP και τις εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-2027. Ορισμένες από αυτές τις αποφάσεις καταρτίστηκαν από προσωρινές δομές που συγκροτήθηκαν κατ’ εντολή του Εποπτικού Συμβουλίου και απαρτίζονταν από εκπροσώπους της ΕΚΤ και των εθνικών αρμόδιων αρχών, οι οποίοι διεξήγαγαν προπαρασκευαστικές εργασίες των αντίστοιχων θεμάτων.
Επίσης, ορισμένες αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου οδήγησαν στη σύνταξη δημόσια διαθέσιμων οδηγών, εκθέσεων και επισκοπήσεων, όπως ο επικαιροποιημένος Οδηγός της ΕΚΤ για τα εσωτερικά υποδείγματα.
Οι περισσότερες αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου ελήφθησαν με γραπτή διαδικασία.[55]
Από τους 113 τραπεζικούς ομίλους που υπάγονταν στην άμεση εποπτεία της ΕΚΤ τον Ιανουάριο του 2024, οι 32 ζήτησαν να λάβουν τις επίσημες αποφάσεις της ΕΚΤ μεταφρασμένες σε επίσημη γλώσσα της ΕΕ εκτός των αγγλικών.
Σχήμα 2
Αποφάσεις του Εποπτικού Συμβουλίου το 2024

Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις:
1) Εκτός από τις συνεδριάσεις του, το Εποπτικό Συμβούλιο πραγματοποίησε δύο σεμινάρια το 2024.
2) Ο αριθμός αυτός περιλαμβάνει τις γραπτές διαδικασίες τόσο επί εποπτικών αποφάσεων για επιμέρους ιδρύματα όσο και επί άλλων θεμάτων, όπως οι κοινές μεθοδολογίες και οι διαβουλεύσεις του Εποπτικού Συμβουλίου. Μία γραπτή διαδικασία μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερες της μίας εποπτικές αποφάσεις.
3) Ο αριθμός αφορά τις εποπτικές αποφάσεις που απευθύνονται σε επιμέρους εποπτευόμενες οντότητες ή στους δυνητικούς αγοραστές τους, καθώς και οδηγίες προς τις εθνικές αρμόδιες αρχές για τα σημαντικά ιδρύματα ή τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Μία απόφαση μπορεί να περιέχει περισσότερες της μίας εποπτικές εγκρίσεις.
4) Οι 1.102 αποφάσεις για τις αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας δεν αντιστοιχούν στον συνολικό αριθμό των ατομικών αξιολογήσεων (βλ. Ενότητα 2.2).
6.3.2 Δραστηριότητες του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης (ABoR) είναι όργανο της ΕΚΤ, του οποίου τα μέλη είναι ατομικώς και συλλογικώς ανεξάρτητα από την ΕΚΤ και έχουν αναλάβει το καθήκον να επανεξετάζουν τις αποφάσεις που λαμβάνει το Διοικητικό Συμβούλιο επί θεμάτων εποπτείας, κατόπιν παραδεκτού αιτήματος επανεξέτασης.
Το 2024 το ABoR έλαβε τέσσερα αιτήματα διοικητικής επανεξέτασης εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ (Πίνακας 14). H Γραμματεία του ABoR έλαβε επίσης αλληλογραφία διαφορετικού περιεχομένου, την οποία προώθησε στις αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ. Το ABoR πραγματοποίησε 21 συνεδριάσεις, εκ των οποίων οι 15 εξ αποστάσεως και οι 6 διά ζώσης, συμπεριλαμβανομένης μίας συνεδρίασης εκτός έδρας στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας.
Δύο αιτήματα επανεξέτασης αφορούσαν την απόκτηση ειδικής συμμετοχής. Και στις δύο περιπτώσεις, αφού άκουσε τους αιτούντες, το ABoR πρότεινε στο Εποπτικό Συμβούλιο αντικατάσταση της απόφασης με απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου. Το τρίτο αίτημα, που αφορούσε ανάκληση άδειας λειτουργίας, απορρίφθηκε από το ABoR ως απαράδεκτο. Το τέταρτο αίτημα αποσύρθηκε από την αιτούσα οντότητα.
Επίσης, το ABoR δημοσίευσε έγγραφο όπου περιγράφονται αναλυτικά τα πεπραγμένα της τελευταίας δεκαετίας.
Το 2024 Πρόεδρος του ABoR ήταν ο Pentti Hakkarainen. Τα υπόλοιπα μέλη του ήταν οι André Camilleri (Αντιπρόεδρος), F. Javier Aríztegui Yáñez, René Smits και Christiane Campill. Αναπληρωματικό μέλος ήταν ο Damir Odak. Οι θητείες των κ.κ. Camilleri, Aríztegui Yáñez και Smits έληξαν τον Σεπτέμβριο του 2024. Στη θέση τους, το Διοικητικό Συμβούλιο διόρισε τους Édouard Fernandez-Bollo, Ηλία Πλασκοβίτη και Verica Trstenjak με πενταετή θητεία. Η τρέχουσα σύνθεση του ABoR δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ για το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης.
Πίνακας 14
Αριθμός υποθέσεων που εξετάστηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης (ABoR)
2024 | 2023 | 2022 | 2021 | 2020 | 2019 | 2018 | 2017 | 2016 | 2015 | 2014 | |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Γνωμοδοτήσεις του ABoR που οριστικοποιήθηκαν | 3 | 3 | 2 | 1 | 2 | 5* | 4 | 4 | 6 | 6 | 3 |
Γνωμοδοτήσεις του ABoR που πρότειναν αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης με απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου | 2 | 3** | – | – | 1 | 1 | 3 | 4 | 1 | 2 | 2 |
Γνωμοδοτήσεις του ABoR που πρότειναν αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης με τροποποιημένη απόφαση ή με βελτίωση του σκεπτικού | – | – | 1 | – | – | 1 | 1 | – | 2 | 4 | 1 |
Γνωμοδοτήσεις του ABoR που πρότειναν ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης και αντικατάστασή της με νέα | – | – | – | – | – | 1 | – | – | – | – | – |
Γνωμοδοτήσεις του ABoR που πρότειναν ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης | – | – | – | 1 | – | – | – | – | – | – | – |
Γνωμοδοτήσεις του ABoR που απέρριψαν το αίτημα ως απαράδεκτο | 1 | – | 1 | – | 1 | 2 | – | – | 3 | – | – |
Το αίτημα αποσύρθηκε | 1 | 1 | 1 | – | – | – | 1 | – | 1 | 2 | 1 |
Πρόταση του ABoR για αναστολή | – | – | – | – | 1 | – | – | – | – | – | – |
Πηγή: ΕΚΤ.
* Μία γνωμοδότηση αφορούσε δύο αποφάσεις της ΕΚΤ.
** Σε μία από τις τρεις γνωμοδοτήσεις, το ABoR πρότεινε το Εποπτικό Συμβούλιο να αντικαταστήσει την προσβαλλόμενη απόφαση με απόφαση που ορίζει τα ίδια εποπτικά μέτρα.
6.3.3 Τομείς αρμοδιότητας των εκπροσώπων της ΕΚΤ στο Εποπτικό Συμβούλιο
Σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΕΜ και την Απόφαση ΕΚΤ 2014/4[56], το Διοικητικό Συμβούλιο διορίζει στο Εποπτικό Συμβούλιο τέσσερις εκπροσώπους της ΕΚΤ, οι οποίοι υποστηρίζουν τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου και εκπροσωπούν την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά.
Το 2024 οι εκπρόσωποι της ΕΚΤ στο Εποπτικό Συμβούλιο ήταν η Kerstin af Jochnick, ο Edouard Fernandez-Bollo, η Elizabeth McCaul και η Anneli Tuominen. Οι θητείες της κ. af Jochnick, του κ. Fernandez-Bollo και της κ. McCaul έληξαν εντός του έτους. Το Διοικητικό Συμβούλιο διόρισε τους Patrick Montagner, Sharon Donnery και Pedro Machado στη θέση τους.
Τομείς αρμοδιότητας των εκπροσώπων της ΕΚΤ στο Εποπτικό Συμβούλιο
Εκπρόσωπος της ΕΚΤ στο Εποπτικό Συμβούλιο | Τομείς αρμοδιότητας |
---|---|
Kerstin af Jochnick | Εξωτερική επικοινωνία, μακροπροληπτική εποπτεία, εποπτική στρατηγική και εποπτική συνέπεια |
Edouard Fernandez-Bollo | Ενοποίηση του τραπεζικού τομέα, απλοποίηση και ενοποίηση των εποπτικών διαδικασιών εντός του ΕΕΜ, καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κυρώσεις, θέματα προϋπολογισμού και ελεγκτικές δραστηριότητες |
Elizabeth McCaul | SREP, εσωτερική διακυβέρνηση και διαχείριση κινδύνων, ψηφιακή ατζέντα, εκπαιδευτικές δραστηριότητες, πολυμορφία και συμπερίληψη |
Anneli Tuominen | Διαχείριση κρίσεων, υποβολή εποπτικών δεδομένων και εποπτικά στατιστικά στοιχεία, εποπτική αξιολόγηση καταλληλότητας και επάρκειας, κίνδυνος κυβερνοασφάλειας Χαρτοφυλάκιο από 1.3.2025: συντονισμός με τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές, ευρωπαϊκή μακροπροληπτική εποπτεία, καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, εποπτική αξιολόγηση καταλληλότητας και επάρκειας, ελεγκτικές δραστηριότητες, προστασία δεδομένων |
Patrick Montagner | Επιτόπια εποπτεία, επίβλεψη λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων, εξελισσόμενα χρηματοπιστωτικά συστήματα, πρωτοβουλίες ενοποίησης του ΕΕΜ, επαγγελματική εξέλιξη, πολυμορφία και συμπερίληψη |
Sharon Donnery | Εποπτική στρατηγική και προτεραιότητες, γεωπολιτικοί κίνδυνοι, πολιτική σε διεθνή θέματα, διαρθρωτικοί παράγοντες κινδύνου και ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, επικοινωνία, προϋπολογισμός του ΕΕΜ |
Pedro Machado | Εποπτική αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα και κλιμάκωση, κυρώσεις, διαχείριση κρίσεων, υποστηρικτικά ψηφιακά εποπτικά εργαλεία, υποβολή αναφορών για εποπτικούς σκοπούς και εποπτικά στατιστικά στοιχεία |
Πλαίσιο 4
Ενοποίηση του ΕΕΜ
Το 2024 ολοκληρώθηκε το εγχείρημα για την ενοποίηση του ΕΕΜ που είχε ξεκινήσει το 2021. Για να συμπέσει με τη δέκατη επέτειο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, το 2024 ανακηρύχθηκε “έτος ενοποίησης”, στη διάρκεια του οποίου έλαβε χώρα ένα πλήρες πρόγραμμα πρωτοβουλιών με σκοπό την προώθηση της συνεργασίας και της ενοποίησης μεταξύ των οργανισμών που εμπλέκονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Οι δραστηριότητες περιλάμβαναν σειρά συνεδρίων, εκδηλώσεων και εργαστηρίων με κεντρικό θέμα την ενοποίηση, καθώς και μια κοινή έκθεση που φιλοξενήθηκε στην ΕΚΤ και στις ΕΑΑ και η οποία προέβαλε τα επιτεύγματα και τους στόχους της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας.
Μια ξεχωριστή πρωτοβουλία ήταν το πρόγραμμα επισκέψεων του προσωπικού, μέσω του οποίου 267 στελέχη της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας συμμετείχαν σε 31 επισκέψεις και πέρασαν μερικές ημέρες σε έναν άλλο οργανισμό που εμπλέκεται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία, ενισχύοντας έτσι την κατανόηση και τη συνεργασία μεταξύ των οργανισμών και προάγοντας την ενοποίηση.
Το πρόγραμμα ανταλλαγής προσωπικού διευρύνθηκε το 2024. Η εισαγωγή πολυμερών ανταλλαγών όπου έλαβαν μέρος περισσότερες ΕΑΑ οδήγησε σε αύξηση της συμμετοχής κατά 50% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Οι ομάδες εμπειρογνωμόνων έπαιξαν κεντρικό ρόλο στο εγχείρημα της ενοποίησης. Περισσότερα από 70 εποπτικά στελέχη δούλεψαν μαζί σε υβριδικά σχήματα, έχοντας την ευκαιρία να συναντηθούν διά ζώσης αλλά και διαδικτυακά. Η προσέγγιση αυτή όχι μόνο αύξησε τις ευκαιρίες για ανταλλαγή γνώσεων και βέλτιστων πρακτικών, αλλά και ενίσχυσε το δίκτυο τεχνογνωσίας εντός της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας. Η δημιουργία και λειτουργία αυτών των ομάδων εμπειρογνωμόνων είχε καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση σύνθετων εποπτικών προκλήσεων και στη διασφάλιση μιας συνεκτικής προσέγγισης όσον αφορά την τραπεζική εποπτεία.
Για τη στήριξη αυτών των προσπαθειών ενοποίησης, προσδιορίστηκαν και εφαρμόστηκαν διάφορες βέλτιστες πρακτικές για την ανταλλαγή γνώσεων και τη διαχείριση των δικτύων. Οι δομές συνεργασίας (centres of competence) για συγκεκριμένες κατηγορίες κινδύνου, οι οποίες εγκαινιάστηκαν το 2023, τέθηκαν σε πλήρη λειτουργία το 2024. Οι δομές αυτές παρείχαν μια στέρεη βάση ώστε τα εποπτικά στελέχη να ανταλλάσσουν χρήσιμες πληροφορίες και βέλτιστες πρακτικές, συμβάλλοντας στην ενίσχυση των εποπτικών δυνατοτήτων.
Ένα ακόμη σημαντικό επίτευγμα το 2024 ήταν η συνεχιζόμενη εφαρμογή του πλαισίου ανοχής κινδύνου, το οποίο εισήχθη το 2023 (βλ. Ενότητα 1.3.1.1).
Επιπλέον, δημιουργήθηκε το Πρόγραμμα Βασικής Κατάρτισης (Foundation Programme) σε θέματα ΕΕΜ, το οποίο αποσκοπεί στην ανάπτυξη εποπτικών δεξιοτήτων και την προώθηση μιας κοινής εποπτικής κουλτούρας εντός της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, με την υποστήριξη εμπειρογνωμόνων και εκπαιδευτών από την ΕΚΤ, τις ΕΑΑ και την ακαδημαϊκή κοινότητα (βλ. Ενότητα 5.1.3).
Το εγχείρημα της ενοποίησης του ΕΕΜ συνέβαλε στην ενίσχυση της συνεργασίας και της ενοποίησης εντός της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, αναδεικνύοντας πόσο σημαντική είναι η προώθηση της ενοποίησης. Η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ εξακολουθούν να δεσμεύονται ότι θα προάγουν την ενοποίηση μέσω του SSMnet, των προγραμμάτων ανταλλαγής προσωπικού, των ομάδων εμπειρογνωμόνων, της ανταλλαγής γνώσεων, της εκπαίδευσης και του εποπτικού προγραμματισμού, διασφαλίζοντας έτσι ότι η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία εξελίσσεται, προσαρμόζεται και βελτιώνεται τα προσεχή έτη.
6.4 Εφαρμογή του Κώδικα Συμπεριφοράς
Σύμφωνα με το άρθρο 19(3) του Κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ έχει θεσπίσει πλαίσιο δεοντολογίας για τους ανώτατους λειτουργούς, τη διοίκηση και το προσωπικό της. Αυτό αποτελείται από τον ενιαίο Κώδικα συμπεριφοράς ανώτατων λειτουργών της ΕΚΤ, ένα ειδικό κεφάλαιο στους Κανόνες της ΕΚΤ για Θέματα Προσωπικού και την Κατευθυντήρια γραμμή για τον καθορισμό των αρχών του πλαισίου δεοντολογίας του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού. Η εφαρμογή και περαιτέρω ανάπτυξη του πλαισίου υποστηρίζεται από την Επιτροπή Δεοντολογίας της ΕΚΤ, το Γραφείο Συμμόρφωσης και Διακυβέρνησης (CGO) και την Επιτροπή Δεοντολογίας και Συμμόρφωσης.
Το 2024 η ΕΚΤ άρχισε να δημοσιοποιεί τις ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές των ανώτατων λειτουργών της που πραγματοποιήθηκαν κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.
Οι ενισχυμένοι κανόνες για τις ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές και οι συναφείς υποχρεώσεις διαφάνειας, που τέθηκαν σε ισχύ το 2023, οδήγησαν σε αύξηση των αιτημάτων που λαμβάνει η Επιτροπή Δεοντολογίας, ιδίως όσον αφορά τη χορήγηση πρότερης έγκρισης για την πώληση περιουσιακών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί στο παρελθόν (legacy assets). Το 2024 η ΕΚΤ ξεκίνησε επίσης να δημοσιεύει τις ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές που πραγματοποίησαν οι ανώτατοι λειτουργοί της ΕΚΤ κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ως παράρτημα των ετήσιων δηλώσεων συμφερόντων.
Σύμφωνα με την εντολή που της έχει ανατεθεί, η Επιτροπή Δεοντολογίας πραγματοποίησε την ετήσια αξιολόγηση των Δηλώσεων Συμφερόντων των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου πριν από τη δημοσίευσή τους στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία. Επίσης, ανταποκρίθηκε σε αιτήματα παροχής συμβουλών που υπέβαλαν ανώτατοι λειτουργοί της ΕΚΤ οι οποίοι εμπλέκονται στην τραπεζική εποπτεία και εξέδωσε 16 συναφείς γνωμοδοτήσεις, η πλειονότητα των οποίων αφορούσε κοινοποιήσεις για δραστηριότητες μετά τη λήξη της απασχόλησης. Οι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής Δεοντολογίας δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ έξι μήνες μετά την ημερομηνία έκδοσής τους.
Το Γραφείο Συμμόρφωσης και Διακυβέρνησης συνέχισε να αξιοποιεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό για να γίνουν οι διαδικασίες του πιο αποδοτικές και πιο αποτελεσματικές, ενώ παράλληλα βελτιώθηκε και η παρακολούθηση των κινδύνων συμπεριφοράς για τα στελέχη των επιτόπιων επιθεωρήσεων.
Το 2024 το Γραφείο Συμμόρφωσης και Διακυβέρνησης (CGO) συνέχισε τις προσπάθειες ψηφιακού μετασχηματισμού με σκοπό την ταχύτερη και φιλικότερη προς τους χρήστες παροχή συμβουλών για θέματα δεοντολογίας στο προσωπικό. Το 2024 καταγράφηκαν 3.070 αιτήματα που ζητούσαν τη συνδρομή των στελεχών του CGO, έναντι 2.767 το 2023. Περίπου 44% των αιτημάτων για παροχή συμβουλών υποβλήθηκε από στελέχη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Τέλος, η παρακολούθηση των κινδύνων συμπεριφοράς ενισχύθηκε μέσω της προσθήκης των δηλώσεων απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων για τους επικεφαλής κλιμακίων και τα μέλη των ομάδων επιθεώρησης στη διαδικτυακή πύλη IMAS.
Διάγραμμα 7
Αιτήματα που υποβλήθηκαν το 2024 από στελέχη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ
(αριθμός αιτημάτων)

Πηγή: ΕΚΤ.
Πέραν των επιμορφωτικών σεμιναρίων και προγραμμάτων εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, το CGO διοργάνωσε εκστρατείες ενημέρωσης σχετικά με το πλαίσιο δεοντολογίας, όπως η Open Ethics Days για τους νεοπροσληφθέντες και η Ethics Awareness Season στη διάρκεια του Οκτωβρίου, και συνεισέφερε στην εκστρατεία ενημέρωσης για την καταγγελία παραβάσεων που πραγματοποιήθηκε σε επίπεδο ΕΚΤ. Η Παγκόσμια Ημέρα Δεοντολογίας 2024 για όλο το προσωπικό, με την υποστήριξη της ηγεσίας της ΕΚΤ, περιλάμβανε περίπτερα ενημέρωσης σε θέματα δεοντολογίας και παρείχε επαναληπτικά σεμινάρια αναφορικά με τους κανόνες για τις ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές, τις δραστηριότητες μετά τη λήξη της απασχόλησης, τις συναντήσεις με εξωτερικούς παράγοντες και την αποδοχή δώρων και φιλοξενίας.
Για την αποφυγή πραγματικών ή εικαζόμενων περιπτώσεων σύγκρουσης συμφερόντων λόγω μεταπήδησης στον ιδιωτικό τομέα (“revolving door”), το CGO εξέτασε δυνητικές συγκρούσεις συμφερόντων σε περιπτώσεις που μέλη του προσωπικού εξέταζαν το ενδεχόμενο να αναλάβουν θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, παρείχε συμβουλές σχετικά με τους ισχύοντες κανόνες και επέβαλε μέτρα αντιμετώπισης, ανάλογα με την περίπτωση. Όσον αφορά τους εργαζομένους που παραιτήθηκαν το 2024, σε έξι περιπτώσεις αποφασίστηκε προσωρινή απαγόρευση ανάληψης άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας σύμφωνα με το πλαίσιο δεοντολογίας. Σε 19 περιπτώσεις, για την αποφυγή φαινομένων “revolving door” επιβλήθηκαν πρόσθετα μέτρα διασφάλισης, όπως ανακατανομή καθηκόντων, μετακίνηση στελεχών σε άλλες θέσεις ή/και διακοπή των δικαιωμάτων πρόσβασης, ώστε η μεταβατική περίοδος να λάβει χώρα στην ουσία εντός του οργανισμού.
Το CGO διοργάνωσε την ετήσια άσκηση παρακολούθησης της συμμόρφωσης σχετικά με τις ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές του προσωπικού και των ανώτατων λειτουργών της ΕΚΤ. Όπως και τα προηγούμενα έτη, η άσκηση εντόπισε περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων μη συμμόρφωσης, εκ των οποίων το 55% περίπου αφορούσε στελέχη της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν αφορούσε εκ προθέσεως παράπτωμα ή άλλη σοβαρή μη συμμόρφωση.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας και Συμμόρφωσης διοργάνωσε θεματικές συνεδρίες σχετικά με την ορθή συμπεριφορά, τις οποίες παρακολούθησαν και εκπρόσωποι πολλών ομοειδών οργανισμών.
Η Επιτροπή Δεοντολογίας και Συμμόρφωσης είναι ένα φόρουμ για τον διάλογο και τη συνεργασία εντός του Ευρωσυστήματος και του ΕΕΜ σε θέματα δεοντολογίας και ακεραιότητας. Το 2024 η Επιτροπή συνέχισε τις εργασίες της για την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών δεοντολογίας του ΕΕΜ και του Ευρωσυστήματος και διοργάνωσε θεματικές συνεδρίες με εξωτερικούς ομιλητές, τις οποίες παρακολούθησαν εκπρόσωποι από 50 ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς. Ως συμβολή στην Παγκόσμια Ημέρα Δεοντολογίας, η Επιτροπή Δεοντολογίας και Συμμόρφωσης κυκλοφόρησε ενημερωτικές αφίσες με θέμα “Δεοντολογία: η κοινή μας πυξίδα” σε όλες τις γλώσσες της ΕΕ, αναδεικνύοντας την κοινή δέσμευση για ισχυρή δεοντολογία.
6.5 Αρχή του διαχωρισμού μεταξύ καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτικών καθηκόντων
Το 2024 η αρχή του διαχωρισμού μεταξύ καθηκόντων νομισματικής πολιτικής και εποπτικών καθηκόντων εφαρμόστηκε κυρίως σε σχέση με την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ διαφορετικών τομέων πολιτικής.
Σύμφωνα με την Απόφαση ΕΚΤ/2014/39 σχετικά με την εφαρμογή του διαχωρισμού μεταξύ της λειτουργίας νομισματικής πολιτικής και της εποπτικής λειτουργίας της ΕΚΤ,[57] η ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιήθηκε με βάση την “αρχή του αναγκαίου”: και οι δύο λειτουργίες πολιτικής κλήθηκαν να αποδείξουν ότι οι πληροφορίες που ζητούσαν η μία από την άλλη ήταν αναγκαίες για την επίτευξη των στόχων πολιτικής τους.
Σύμφωνα με την Απόφαση ΕΚΤ/2014/39, απαιτείται έγκριση της Εκτελεστικής Επιτροπής για την ανταλλαγή μη ανωνυμοποιημένων στοιχείων κοινής πληροφόρησης (COREP) και χρηματοοικονομικής πληροφόρησης (FINREP), άλλων πρωτογενών δεδομένων και πληροφοριών που περιέχουν αξιολογήσεις ή συστάσεις πολιτικής. Οι υπηρεσιακές μονάδες των δύο λειτουργιών πολιτικής της ΕΚΤ αντάλλαξαν τέτοιου είδους δεδομένα βάσει του πλαισίου που εγκρίνει και επανεξετάζει περιοδικά η Εκτελεστική Επιτροπή.
Όταν οι ζητούμενες πληροφορίες αφορούσαν ανωνυμοποιημένα δεδομένα ή δεν αφορούσαν ευαίσθητες πληροφορίες από άποψη χάραξης πολιτικής, η πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες δόθηκε απευθείας από τη λειτουργία πολιτικής της ΕΚΤ που κατείχε τις πληροφορίες, σύμφωνα με την Απόφαση ΕΚΤ/2014/39.
Η αμοιβαία διαβίβαση δεδομένων που σχετίζονταν με τις συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία για τον τραπεζικό τομέα – κατόπιν ενεργοποίησης της ρήτρας έκτακτης ανάγκης του άρθρου 8 της Απόφασης ΕΚΤ/2014/39 τον Φεβρουάριο του 2022 – συνεχίζεται, υπό την αυστηρή προϋπόθεση να τηρείται η αρχή του αναγκαίου.
Ο διαχωρισμός σε επίπεδο λήψης αποφάσεων δεν δημιούργησε προβληματισμούς και δεν απαιτήθηκε η παρέμβαση της Επιτροπής Μεσολάβησης.
7 Αναφορά για την εκτέλεση του προϋπολογισμού
7.1 Δαπάνες για το 2024
Οι δαπάνες της ΕΚΤ για το 2024 ήταν σύμφωνες με τον προγραμματισμένο προϋπολογισμό.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΕΜ, η ΕΚΤ πρέπει να αφιερώνει επαρκείς πόρους προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τα εποπτικά της καθήκοντα. Αυτοί οι πόροι χρηματοδοτούνται μέσω της επιβολής εποπτικών τελών στις οντότητες που υπόκεινται στην άμεση και έμμεση εποπτεία της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ καταβάλλει κάθε προσπάθεια να επαναπροσδιορίζει και να βελτιστοποιεί τους πόρους της, ώστε να διασφαλίζει ότι η εποπτική λειτουργία είναι σε θέση να εκπληρώνει με επάρκεια τα καθήκοντά της σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον, βελτιώνοντας έτσι την αποτελεσματικότητά της και συγκρατώντας το κόστος της σε συμφωνία με τη δέσμευση όλου του οργανισμού για σταθεροποίηση του κόστους.
Οι δαπάνες για την εκτέλεση εποπτικών καθηκόντων προσδιορίζονται χωριστά εντός του προϋπολογισμού της ΕΚΤ και αποτελούνται από τις άμεσες δαπάνες της από την εποπτική λειτουργία της ΕΚΤ. Η εποπτική λειτουργία βασίζεται επίσης σε κοινές υπηρεσίες που παρέχονται από τις υποστηρικτικές υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ.[58]
Η αρμοδιότητα για θέματα προϋπολογισμού έχει ανατεθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Αυτό εγκρίνει τον ετήσιο προϋπολογισμό της ΕΚΤ, κατόπιν πρότασης της Εκτελεστικής Επιτροπής σε διαβούλευση με τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου για θέματα που συνδέονται με την τραπεζική εποπτεία. Το Διοικητικό Συμβούλιο επικουρείται από την Επιτροπή Προϋπολογισμού, τα μέλη της οποίας προέρχονται από όλες τις εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος και την ΕΚΤ. Η Επιτροπή Προϋπολογισμού συνεπικουρεί το Διοικητικό Συμβούλιο παρέχοντάς του αξιολογήσεις των αναφορών της ΕΚΤ για την κατάρτιση και την παρακολούθηση του προϋπολογισμού.
Το 2024 οι πραγματοποιηθείσες ετήσιες δαπάνες που συνδέονται με τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ ανήλθαν σε 680,6 εκατ. ευρώ, υψηλότερες κατά 3,0% σε σύγκριση με το εκτιμώμενο ποσό ύψους 661,0 εκατ. ευρώ που είχε γνωστοποιηθεί τον Μάρτιο του 2024. Η υπέρβαση αντανακλά την καλύτερη από την αναμενόμενη χρήση του προϋπολογισμού, η οποία ανήλθε στο 97,4% των προγραμματισμένων δαπανών (698,9 εκατ. ευρώ) για εποπτικά καθήκοντα το 2024.
Πίνακας 15
Κόστος των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ ανά λειτουργία (2023-2024)
(εκατ. ευρώ)
Πραγματοποιηθείσες δαπάνες | ||
---|---|---|
2023 | 2024 | |
Άμεση εποπτεία σημαντικών ιδρυμάτων | 315,6 | 340,8 |
Επίβλεψη λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων | 17,2 | 15,3 |
Οριζόντια καθήκοντα και εξειδικευμένες υπηρεσίες | 320,7 | 324,6 |
Συνολικές δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ | 653,5 | 680,6 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Τα γενικά και μερικά σύνολα στον πίνακα ενδέχεται να μην αθροίζονται στο ακέραιο λόγω στρογγυλοποιήσεων.
Οι κατηγορίες του Πίνακα 15 χρησιμοποιούνται για τον επιμερισμό του ετήσιου κόστους που θα ανακτηθεί από τα ετήσια εποπτικά τέλη, τα οποία θα καταβάλουν οι εποπτευόμενες οντότητες με βάση το αν χαρακτηρίζονται σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές για εποπτικούς σκοπούς, σύμφωνα με το άρθρο 8 του Κανονισμού για τα Εποπτικά Τέλη[59].[60] Ο Πίνακας 16 παρέχει πιο αναλυτικά στοιχεία για τις δαπάνες με βάση τις πραγματοποιηθείσες δραστηριότητες.
Πίνακας 16
Πραγματοποιηθείσες δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ
(εκατ. ευρώ)
Πραγματοποιηθείσες δαπάνες | ||
---|---|---|
2023 | 2024 | |
Προληπτική εποπτεία, εκ των οποίων: | 517,6 | 541,9 |
μη επιτόπια εποπτεία και επίβλεψη | 250,2 | 272,0 |
επιτόπιες επιθεωρήσεις | 82,6 | 84,1 |
λειτουργίες πολιτικής, συμβουλευτικές και κανονιστικές | 183,7 | 185,0 |
διαχείριση κρίσεων | 1,1 | 0,8 |
Μακροπροληπτικά καθήκοντα | 22,4 | 19,6 |
Εποπτική στατιστική | 55,5 | 57,5 |
Εποπτικό Συμβούλιο, γραμματεία, εποπτικό δίκαιο | 57,9 | 61,6 |
Συνολικές δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ | 653,5 | 680,6 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Τα γενικά και μερικά σύνολα στον πίνακα ενδέχεται να μην αθροίζονται στο ακέραιο λόγω στρογγυλοποιήσεων.
Το 2024 οι δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντα αυξήθηκαν κατά 4,2% σε σύγκριση με το 2023, όταν είχαν διαμορφωθεί σε 653,5 εκατ. ευρώ. Αυτή η ετήσια αύξηση των συνολικών δαπανών κατά 27,1 εκατ. ευρώ αντανακλά τη μεγαλύτερη χρήση του προϋπολογισθέντος ποσού δαπανών σε όλες τις εποπτικές λειτουργίες, καθώς και τις συνεχιζόμενες επιδράσεις του πληθωρισμού. Επιπλέον, οι εντατικότερες εποπτικές δραστηριότητες, ιδίως σε σχέση με τον συνολικό έλεγχο χαρτοφυλακίου μοχλευμένης χρηματοδότησης (βλ. Ενότητα 1.3.5) και οι τακτικοί έλεγχοι ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού είχαν ως αποτέλεσμα υψηλότερο κόστος για τη μη επιτόπια εποπτεία και τη λειτουργία επίβλεψης.[61] Ομοίως, συνεχείς εξελίξεις και βελτιώσεις των πληροφοριακών συστημάτων που υποστηρίζουν την τραπεζική εποπτεία αύξησαν το κόστος στην κατηγορία “λειτουργίες πολιτικής και συμβουλευτικές και κανονιστικές λειτουργίες”, καθώς και στην κατηγορία “εποπτική στατιστική” το 2024. Αντίθετα, το κόστος των μακροπροληπτικών καθηκόντων μειώθηκε, καθώς το 2024 δεν διενεργήθηκαν ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ υπό τον συντονισμό της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών.
Εκτός από τους εσωτερικούς της πόρους, η ΕΚΤ χρησιμοποιεί εξωτερικές συμβουλευτικές υπηρεσίες για εξειδικευμένη τεχνογνωσία ή ολοκληρωμένες συμβουλευτικές υπηρεσίες υπό εξειδικευμένη καθοδήγηση, ιδίως σε περιόδους αυξημένου φόρτου εργασίας. Το 2024 η ΕΚΤ δαπάνησε 42,1 εκατ. ευρώ σε συμβουλευτικές υπηρεσίες για τα κύρια εποπτικά της καθήκοντα, δηλ. 8,2 εκατ. ευρώ περισσότερα σε σύγκριση με το 2023. Οι δαπάνες αυτές περιλάμβαναν 11,3 εκατ. ευρώ για την ανάπτυξη συστημάτων πληροφορικής, 18,7 εκατ. ευρώ για εποπτικές πρωτοβουλίες (βλ. Ενότητες 2.1.1.2 και 1.3.5) και 11,8 εκατ. ευρώ για την εκτέλεση καθηκόντων επιτόπιας εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων διασυνοριακών αποστολών. Περισσότερες πληροφορίες για τις δραστηριότητες αυτές διατίθενται στο Κεφάλαιο 1. Επιπλέον, δαπάνες για συμβουλευτικές υπηρεσίες ύψους 10,5 εκατ. ευρώ αφορούσαν τους τομείς που υποστηρίζουν τη λειτουργία εποπτείας της ΕΚΤ και αφορούσαν κυρίως τη λειτουργία και τη συντήρηση πληροφοριακών συστημάτων.
Το 2024 οι δαπάνες για υπηρεσιακά ταξίδια που σχετίζονται με εποπτικές δραστηριότητες αυξήθηκαν κατά 1,7 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με το 2023 και ανήλθαν συνολικά σε 13,1 εκατ. ευρώ. Αυτό αντανακλά το αυξημένο κόστος που συνδέεται με τη χρήση εσωτερικών πόρων για τις επιτόπιες δραστηριότητες, καθώς και τις υψηλότερες τιμές που σχετίζονται με τα υπηρεσιακά ταξίδια.
Ο επιμερισμός των δαπανών μεταξύ αυτών που καταλογίζονται άμεσα στα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ και των δαπανών για τις κοινές υπηρεσίες ήταν γενικά παρόμοιος με του προηγούμενου έτους (Διάγραμμα 8).
Διάγραμμα 8
Κόστος των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ ανά κατηγορία κόστους
(εκατ. ευρώ)

Πηγή: ΕΚΤ.
Οι άμεσα καταλογιστέες δαπάνες, ύψους 410,5 εκατ. ευρώ το 2024, περιλαμβάνουν δαπάνες προσωπικού άμεσα συνδεδεμένου με την εποπτεία, εποπτικές πρωτοβουλίες (συμπεριλαμβανομένων δαπανών που περιλαμβάνουν ελέγχους ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού) και λοιπές λειτουργικές δαπάνες, όπως υπηρεσιακά ταξίδια και επιμόρφωση. Περιλαμβάνουν επίσης τρέχουσες δαπάνες για ειδικές τεχνολογίες πληροφορικής, όπως το Σύστημα Διαχείρισης Πληροφοριών (IMAS) και η πλατφόρμα αναφοράς αποτελεσμάτων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (STAR) και τα συναφή έργα πληροφορικής, καθώς και τις εξελίξεις στον τομέα της εποπτικής τεχνολογίας (SupTech) (βλ. Ενότητα 5.2.1).
Οι δαπάνες στην κατηγορία των κοινών υπηρεσιών ανήλθαν σε 270,2 εκατ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται τόσο από τη λειτουργία κεντρικής τράπεζας όσο και από τη λειτουργία τραπεζικής εποπτείας.[62] Για τον επιμερισμό τους μεταξύ των δύο λειτουργιών χρησιμοποιείται ένας μηχανισμός επιμερισμού του κόστους που εφαρμόζει καθιερωμένους δείκτες μέτρησης, όπως τα ισοδύναμα πλήρους απασχόλησης, οι χώροι γραφείων και ο αριθμός των αιτημάτων μετάφρασης. Καθώς η ΕΚΤ έχει δεσμευθεί να επιδιώκει με κάθε τρόπο την ενίσχυση της αποδοτικότητας, βελτιώνει συστηματικά τους δείκτες μέτρησης που χρησιμοποιούνται για σκοπούς επιμερισμού του κόστους.
Το 2024 οι άμεσα καταλογιστέες δαπάνες τεχνολογίας πληροφορικής και συναφή έργα περιλαμβάνουν τις δαπάνες απόσβεσης για το σύστημα IMAS και την πλατφόρμα STAR, ύψους 18,9 εκατ. ευρώ.
Οι συνολικές άμεσα καταλογιστέες δαπάνες αυξήθηκαν κατά 7,5 εκατ. ευρώ το 2024 σε σύγκριση με το 2023, αντανακλώντας τις αυξημένες δραστηριότητες στις κατηγορίες με εποπτικές πρωτοβουλίες και ανάπτυξη και συντήρηση συστημάτων πληροφορικής ειδικά για την τραπεζική εποπτεία. Η αύξηση σε αυτές τις κατηγορίες δαπανών κατά 14,6 εκατ. ευρώ αντισταθμίστηκε από μειωμένες δαπάνες που σχετίζονται με το προσωπικό σε σύγκριση με το 2023, καθώς δεν πραγματοποιήθηκαν διετείς ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων το 2024. Οι δαπάνες προσωπικού για εσωτερικό προσωπικό που συμμετέχει σε δραστηριότητες εποπτικών πρωτοβουλιών καταγράφονται στην κατηγορία των εποπτικών πρωτοβουλιών και όχι στην κατηγορία των δαπανών που σχετίζονται με το προσωπικό.
Η ετήσια αύξηση του κόστους των κοινών υπηρεσιών αντανακλά το κόστος που συνδέεται με τις επενδύσεις σε εξοπλισμό και υπηρεσίες πληροφορικής που κατατάσσονται στις υπηρεσίες πληροφορικής. Οι πρόσθετες αυξήσεις σε όλες τις κοινές υπηρεσίες συμβάδιζαν γενικά με τον ρυθμό πληθωρισμού, αλλά αντανακλούν επίσης πρόσθετες δαπάνες για το 2024, μεταξύ άλλων λόγω της συμβολής της ΕΚΤ στην επέκταση του Ευρωπαϊκού Σχολείου της Φραγκφούρτης (ταξινομημένες στην κατηγορία “υπηρεσίες ανθρώπινου δυναμικού”).
7.2 Οι προοπτικές για τα εποπτικά τέλη της ΕΚΤ το 2025
Η ΕΚΤ αναμένει σχεδόν πλήρη χρήση του προγραμματισμένου προϋπολογισμού το 2025.
Το προϋπολογισθέν ανώτερο όριο δαπανών για τα εποπτικά καθήκοντα για το 2025 ανέρχεται σε 703,8 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με την προοδευτική τάση βελτίωσης της χρήσης του προϋπολογισμού, η ΕΚΤ αναμένει σχεδόν πλήρη χρήση αυτού του κονδυλίου κατά το επόμενο έτος. Αυτή η εκτίμηση αντανακλά τις συνεχιζόμενες επενδύσεις στην εποπτική τεχνολογία και περιλαμβάνει πρόσθετο κονδύλιο για τη νέα εντολή που απορρέει από τον Κανονισμό DORA, καθώς και κόστος για τις διετείς ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ που έχουν προγραμματιστεί για το 2025. Επιπλέον, το 2025 αναμένονται δαπάνες μετάβασης, καθώς η ΕΚΤ συγχωνεύει τις εγκαταστάσεις της σε 2 κτίρια αντί 3 προηγουμένως.[63] Αυτές οι αυξήσεις του κόστους θα αντισταθμιστούν από τη μείωση των δαπανών απόσβεσης του IMAS και της STAR και θα συνεχίσουν να συγκρατούνται μέσω της διαρκούς δέσμευσης της ΕΚΤ για σταθεροποίηση του κόστους.
Πίνακας 17
Εκτιμώμενο κόστος των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ το 2025 ανά λειτουργία
(εκατ. ευρώ)
Πραγματοποιηθείσες δαπάνες 2023 | Πραγματοποιηθείσες δαπάνες 2024 | Εκτιμώμενες δαπάνες 2025 | |
---|---|---|---|
Άμεση εποπτεία σημαντικών ιδρυμάτων | 315,6 | 340,8 | 353,6 |
Επίβλεψη λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων | 17,2 | 15,3 | 15,4 |
Οριζόντια καθήκοντα και εξειδικευμένες υπηρεσίες | 320,7 | 324,6 | 334,8 |
Συνολικές δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ | 653,5 | 680,6 | 703,8 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Τα γενικά και μερικά σύνολα στον πίνακα ενδέχεται να μην αθροίζονται στο ακέραιο λόγω στρογγυλοποιήσεων.
Τα ετήσια εποπτικά τέλη για το 2025, που θα χρεωθούν το 2026, θα υπολογιστούν μετά τη λήξη της περιόδου επιβολής τελών του 2025 και θα περιλαμβάνουν τις πραγματοποιηθείσες δαπάνες για το σύνολο του έτους 2025, κατόπιν προσαρμογής ως προς τα ποσά που επιστράφηκαν σε μεμονωμένες τράπεζες ή εισπράχθηκαν από μεμονωμένες τράπεζες για προηγούμενες περιόδους επιβολής τελών, τόκους υπερημερίας και τέλη ανεπίδεκτα εισπράξεως.
Η ποσοστιαία κατανομή του συνολικού ποσού τελών που θα επιβληθούν ανά κατηγορία ιδρυμάτων το 2025 εκτιμάται στο 95,8% για τα σημαντικά ιδρύματα και στο 4,2% για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.
Πίνακας 18
Εκτιμώμενες δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ το 2025
(εκατ. ευρώ)
Πραγματοποιηθείσες δαπάνες 2023 | Πραγματοποιηθείσες δαπάνες 2024 | Εκτιμώμενες δαπάνες 2025 | |
---|---|---|---|
Τέλη για σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες ή σημαντικούς ομίλους | 626,3 | 651,4 | 674,4 |
Τέλη για λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες ή λιγότερο σημαντικούς ομίλους | 27,2 | 29,2 | 29,4 |
Συνολικές δαπάνες για τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ | 653,5 | 680,6 | 703,8 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Τα γενικά και μερικά σύνολα στον πίνακα ενδέχεται να μην αθροίζονται στο ακέραιο λόγω στρογγυλοποιήσεων.
7.3 Πλαίσιο εποπτικών τελών για το 2024
Ο Κανονισμός ΕΕΜ, ο Κανονισμός σχετικά με τα Εποπτικά Τέλη και η σχετική Απόφαση[64] συναποτελούν το νομικό πλαίσιο βάσει του οποίου η ΕΚΤ επιβάλλει ετήσιο εποπτικό τέλος για τις δαπάνες που πραγματοποιεί κατά την εκτέλεση των εποπτικών της καθηκόντων.
7.3.1 Συνολικό ποσό που θα χρεωθεί για την περίοδο επιβολής τελών 2024
Τα ετήσια εποπτικά τέλη που θα χρεωθούν για την περίοδο επιβολής τελών 2024 ανέρχονται σε 680,6 εκατ. ευρώ. Το ποσό αυτό αφορά σχεδόν αποκλειστικά τις πραγματοποιηθείσες ετήσιες δαπάνες για το 2024, που ανέρχονται σε 680,6 εκατ. ευρώ, ύστερα από προσαρμογή ύψους 4.538 ευρώ για (καθαρές) επιστροφές σε μεμονωμένες τράπεζες για προηγούμενες περιόδους επιβολής τελών και 78.283 ευρώ για εισπραχθέντες τόκους υπερημερίας, δηλ. συνολική προσαρμογή ίση με 73.746 ευρώ.
Τα ετήσια εποπτικά τέλη προσαρμόζονται επίσης ως προς τη διαγραφή οφειλών που αφορούν τέλη ανεπίδεκτα εισπράξεως. Το 2024 δεν χρειάστηκε τέτοια προσαρμογή.
Το ποσό που θα ανακτηθεί μέσω των ετήσιων εποπτικών τελών διαχωρίζεται σε δύο μέρη με βάση την ιδιότητα της εποπτευόμενης οντότητας ως σημαντικής ή λιγότερο σημαντικής και την αντίστοιχη έκταση του εποπτικού έργου της ΕΚΤ. Οι δαπάνες κατανέμονται είτε στο σημαντικό είτε στο λιγότερο σημαντικό ίδρυμα σύμφωνα με μεθοδολογία που επαναξιολογείται συνεχώς με βάση τα πραγματικά εποπτικά καθήκοντα που εκτελούνται.
Για το 2024 το συνολικό ποσό που θα χρεωθεί στα σημαντικά ιδρύματα είναι 651,4 εκατ. ευρώ, ενώ για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα είναι 29,2 εκατ. ευρώ, ποσά που αποτελούν το 95,7% και το 4,3% αντίστοιχα του συνολικού κόστους των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ.
Πίνακας 19
Συνολικό ποσό επιβαλλόμενων εποπτικών τελών
(εκατ. ευρώ)
Επιβαλλόμενο ποσό | ||
---|---|---|
2023 | 2024 | |
Τέλη για σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες ή σημαντικούς ομίλους | 626,3 | 651,4 |
Τέλη για λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες ή λιγότερο σημαντικούς ομίλους | 27,2 | 29,2 |
Συνολικό ποσό τελών που θα χρεωθεί | 653,5 | 680,6 |
Πηγή: ΕΚΤ.
Σημείωση: Τα γενικά και μερικά σύνολα στον πίνακα ενδέχεται να μην αθροίζονται στο ακέραιο λόγω στρογγυλοποιήσεων.
7.3.2 Εποπτικά τέλη ανά τράπεζα
Σε επίπεδο επιμέρους τραπεζών ή ομίλων, τα τέλη υπολογίζονται ανάλογα με τη σπουδαιότητα και το προφίλ κινδύνου κάθε τράπεζας, με βάση ετήσιες παραμέτρους για τις εποπτευόμενες οντότητες.
Περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα εποπτικά τέλη δημοσιεύονται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία.
7.4 Άλλα έσοδα που συνδέονται με τα εποπτικά καθήκοντα της ΕΚΤ
Η ΕΚΤ έχει εξουσία να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις στις εποπτευόμενες οντότητες που δεν συμμορφώνονται προς το ισχύον τραπεζικό δίκαιο της ΕΕ σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας (συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών αποφάσεων της ΕΚΤ). Τα σχετικά έσοδα δεν λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό των ετήσιων εποπτικών τελών, ούτε οι τυχόν επιστροφές των προστίμων αυτών σε περίπτωση τροποποίησης ή ακύρωσης προηγούμενων αποφάσεων επιβολής κυρώσεων. Τα σχετικά ποσά καταγράφονται στα αποτελέσματα χρήσης της ΕΚΤ. Το 2024 τα έσοδα από κυρώσεις σε εποπτευόμενες οντότητες ανήλθαν σε 15,6 εκατ. ευρώ.
8 Νομικές πράξεις που υιοθετήθηκαν από την ΕΚΤ
Οι νομικές πράξεις που υιοθετήθηκαν από την ΕΚΤ περιλαμβάνουν κανονισμούς, αποφάσεις, κατευθυντήριες γραμμές, συστάσεις και οδηγίες προς τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Στην παρούσα ενότητα παρατίθενται οι νομικές πράξεις σχετικά με την τραπεζική εποπτεία που υιοθετήθηκαν το 2024 από την ΕΚΤ και δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στη βάση δεδομένων EUR‑Lex. Περιλαμβάνονται οι νομικές πράξεις που υιοθετήθηκαν βάσει του άρθρου 4(3) του Κανονισμού EEM και άλλες συναφείς νομικές πράξεις.
8.1 Κανονισμοί της ΕΚΤ
Το 2024 η ΕΚΤ δεν εξέδωσε κανονισμούς στον τομέα της τραπεζικής εποπτείας.
8.2 Άλλες νομικές πράξεις της ΕΚΤ εκτός των κανονισμών
ΕΚΤ/2024/8
Απόφαση (ΕΕ) 2024/871 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Μαρτίου 2024, σχετικά με το συνολικό ποσό των ετήσιων εποπτικών τελών για το 2023 (ΕΚΤ/2024/8) (ΕΕ L, 2024/871, 21.3.2024)
EΚΤ/2024/18
Απόφαση (ΕΕ) 2024/2023 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 3ης Ιουλίου 2024, που τροποποιεί την απόφαση ΕΚΤ/2004/2 για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2024/18) (ΕΕ L, 2024/2023, 25.7.2024)
© Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2025
Διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Γερμανία
Τηλέφωνο +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος www.bankingsupervision.europa.eu
Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς επιτρέπεται εφόσον αναφέρεται η πηγή.
Για ειδική ορολογία μπορείτε να συμβουλευθείτε το Γλωσσάριο για τον ΕΕΜ.
HTML ISBN 978-92-899-6967-3, ISSN 2443-583X, doi:10.2866/3123097, QB-01-24-061-EL-Q
Όλα τα μεγέθη της Ενότητας 1.1 αφορούν το γ΄ τρίμηνο του 2024.
2,3% χωρίς τα ταμειακά διαθέσιμα.
Βλ. “Financial Stability Review”, ECB, Νοέμβριος 2024.
Βλ. “Commercial real estate valuations: insights from on-site inspections”, Supervision Newsletter, ECB, Αύγουστος 2024.
Βλ. “Zooming in on leveraged finance”, Supervision Newsletter, ECB, Αύγουστος 2024.
Βλ. “IFRS 9 overlays and model improvements for novel risks”, ECB, Ιούλιος 2024.
Βλ. “Sound practices for managing FX settlement risk”, Supervision Newsletter, ECB, Μάιος 2023.
Βλ. “Sound practices for managing intraday liquidity risk”, Supervision Newsletter, ECB, Νοέμβριος 2024.
Οι περιοχές αυτές ήταν: πλαίσια διαχείρισης κινδύνου, διακυβέρνηση, διενέργεια προβλέψεων, παρακολούθηση, διαχείριση εκροών, πηγές ρευστότητας και ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.
Βλ. π.χ. Elderson, F., “Banks’ governance and risk culture a decade on: progress and shortcomings”, The Supervision Blog, ECB, 24.7.2024.
Βλ. “Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ: Εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ για την περίοδο 2024-2026”, EKT, Δεκέμβριος 2023.
Οι πληροφορίες βασίζονται σε δεδομένα που συλλέγει η ΕΚΤ σχετικά με τη σύνθεση του διοικητικού οργάνου και τις δεξιότητες, την ανεξαρτησία και το υπόβαθρο των μελών του.
Βλ. “ECB consults on governance and risk culture”, press release, ECB, 24.7.2024.
Στο πλαίσιο του εν λόγω ετήσιου προγράμματος, το διοικητικό όργανο του κάθε ιδρύματος καλείται να υποβάλει υπεύθυνη δήλωση ότι αναγνωρίζει την ευθύνη του για τη διασφάλιση της ποιότητας των υποβαλλόμενων δεδομένων, συνοδευόμενη από προσυμπληρωμένο κατάλογο μεγεθών και δεικτών ποιότητας δεδομένων και από ερωτηματολόγιο με στόχο τη συλλογή ποιοτικών πληροφοριών για τη διακυβέρνηση δεδομένων.
Βλ. “ Εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-27”, ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2024.
Βλ. Elderson, F., “You have to know your risks to manage them – banks’ materiality assessments as a crucial precondition for managing climate and environmental risks”, The Supervision Blog, ECB, 8.5.2024.
Βλ. Elderson, F., “Making finance fit for Paris: achieving ‘negative splits’”, ομιλία στο συνέδριο με τίτλο “The decade of sustainable finance: half-time evaluation”, το οποίο συνδιοργάνωσαν οι S&D και QED, Βρυξέλλες, 14.11.2023.
Βλ. Elderson, F., “Sustainable finance: from “eureka!” to action”, κεντρική ομιλία στο συνέδριο Sustainable Finance Lab Symposium on Finance in Transition, Άμστερνταμ, 4.10.2024. Για περισσότερες λεπτομέρειες βλ. Τι είναι οι περιοδικές χρηματικές ποινές στον δικτυακό τόπο της τραπεζικής εποπτείας της ΕΚΤ.
Κανονισμός (ΕΕ) 2023/1114 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαΐου 2023, για τις αγορές κρυπτοστοιχείων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 και των οδηγιών 2013/36/ΕΕ και (ΕΕ) 2019/1937 (ΕΕ L 150, 9.6.2023, σ. 40).
Βλ. Buch, C. “Reforming the SREP: an important milestone towards more efficient and effective supervision in a new risk environment”, The Supervision Blog, ΕΚΤ, 28.5.2024.
Βλ. Εποπτικά μέτρα – Πλαίσιο κλιμάκωσης της ΕΚΤ, ΕΚΤ , 2025.
Για τους σκοπούς της παρούσας ενότητας, ως "εποπτικά μέτρα" νοούνται γενικώς οι μη δεσμευτικές συστάσεις και οι απαιτήσεις ποιοτικού χαρακτήρα, οι οποίες εκδίδονται από την εποπτική αρχή μετά τον εντοπισμό αδυναμιών στη διαχείριση και την κάλυψη των κινδύνων της εποπτευόμενης οντότητας που απαιτούν διόρθωση, δηλ. δεν περιλαμβάνουν τον τακτικό προσδιορισμό ποσοτικών απαιτήσεων (π.χ. βάσει του Πυλώνα 2) στο πλαίσιο της ετήσιας SREP.
Για τα ΛΣΙ, η συνολική μείωση των ανοιγμάτων μεταξύ τέλους 2023 και γ΄ τριμήνου 2024 ήταν 18,5%.
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287, 29.10.2013, σ. 63).
Βλ. “Zooming in on leveraged finance”, Supervision Newsletter, ECB, Αύγουστος 2024.
Βλ. “Digital transformation requires strong governance and steering”, Supervision Newsletter, ECB, Μάιος 2023.
Βλ. “Rise in outsourcing calls for attention”, Supervision Newsletter, ECB, Φεβρουάριος 2024.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την εξωτερική ανάθεση εργασιών και τις σχετικές εποπτικές προσδοκίες, βλ. “Supervisory expectations on cloud outsourcing”, ομιλία της Elizabeth McCaul, Μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στο KPMG Cloud Conference, Φραγκφούρτη, 17.10.2024.
Ανεξάρτητα από το είδος του διερευνώμενου κινδύνου, οι κατηγορίες “περιγραφή υποδείγματος”, “διαδικασίες” και “επικύρωση υποδείγματος” κατέγραψαν τον μεγαλύτερο αριθμό ευρημάτων.
Βλ. “Internal models supervision: where do we stand?”, Supervision Newsletter, ECB, Αύγουστος 2023.
Τα μακροπροληπτικά μέτρα απόδοσης συντελεστή στάθμισης λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 458 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176, 27.6.2013, σ. 1).
Βλ. επίσης Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για την εποπτική δραστηριότητα 2023, ECB, 2024 και “Governing Council statement on macroprudential policies”, ECB, Δεκέμβριος 2022.
“Governing Council statement on macroprudential policies – the ECB’s framework for assessing capital buffers of other systemically important institutions”, ECB, 20.12.2024.
“Advancing macroprudential tools for cyber resilience”, ESRB, Απρίλιος 2024.
Βλ. Caldara, D. and Iacoviello M., “Measuring geopolitical risk”, American Economic Review, Vol. 112, No 4, Απρίλιος 2022, σ. 1194-1225.
Βλ. “Macro-financial scenario for the 2025 EU-wide banking sector stress test”, ESRB, 2024.
Κανονισμός (EΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (Κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141, 14.5.2014, σ. 1).
Τα εν λόγω κριτήρια καθορίζονται στο άρθρο 6(4) του Κανονισμού ΕΕΜ.
Ο κατάλογος των σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων που δημοσιεύθηκε στις 20.12.2024 αντικατοπτρίζει (α) τις αποφάσεις σημαντικότητας που κοινοποιήθηκαν στα εποπτευόμενα ιδρύματα πριν από τις 30.11.2024 και (β) άλλες μεταβολές και εξελίξεις στη διάρθρωση ομίλων που τέθηκαν σε ισχύ πριν από την 1.11.2024.
Οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, για την τροποποίηση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (ΕΕ L 150, 7.6.2019, σ. 253).
Ορισμένες αποφάσεις καλύπτουν περισσότερες από μία αξιολογήσεις αδειοδότησης (π.χ. απόκτηση ειδικών συμμετοχών σε διαφορετικές θυγατρικές που περιλαμβάνονται σε μία συναλλαγή). Για ορισμένες διαδικασίες αδειοδότησης, όπως ενιαίου διαβατηρίου ή λήξης άδειας λειτουργίας, δεν απαιτείται επίσημη απόφαση της ΕΚΤ.
Δεν περιλαμβάνονται οι αξιολογήσεις καταλληλότητας και επάρκειας που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο αποφάσεων για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και την απόκτηση ειδικών συμμετοχών.
Μία απόφαση της ΕΚΤ είναι δυνατόν να καλύπτει περισσότερες από μία υποθέσεις. Δύο από τις υποθέσεις επιβολής κυρώσεων ολοκληρώθηκαν το 2024 με μία απόφαση της ΕΚΤ.
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225, 30.7.2014, σ. 1).
Οι κίνδυνοι ΞΧ/ΧΤ λαμβάνονται υπόψη στη διαδικασία SREP (που οδηγεί π.χ. στη χρήση ποιοτικών μέτρων για τη βελτίωση των πλαισίων ελέγχου των τραπεζών), καθώς και στις (επαν)αξιολογήσεις καταλληλότητας, τις αδειοδοτήσεις και τις επιτόπιες επιθεωρήσεις.
Συγκροτείται σώμα εποπτών για την καταπολέμηση ΞΧ/ΧΤ όταν ένα ίδρυμα δραστηριοποιείται σε τουλάχιστον τρία κράτη-μέλη.
Η εν λόγω βάση δεδομένων σε επίπεδο ΕΕΜ καταγράφει όλα τα αιτήματα υποβολής στοιχείων για εποπτικούς σκοπούς που αποστέλλονται σε σημαντικά ιδρύματα μέσω ενός δομημένου υποδείγματος από τις οριζόντιες υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ, των ΜΕΟ, των εθνικών εποπτικών αρχών ή εξωτερικών φορέων (ΕΒΑ, Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου και Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία). Αυτά τα αιτήματα υποβολής στοιχείων μπορεί να απευθύνονται σε ένα συγκεκριμένο ίδρυμα ή σε ομάδα ιδρυμάτων. Η βάση δεδομένων, που δημιουργήθηκε το 2017, έχει καταγράψει 951 συλλογές δεδομένων στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, εκ των οποίων 442 είναι ακόμη ενεργές.
Βλ. τις απαντήσεις (στα αγγλικά) προς τον ευρωβουλευτή κ. Παπαδημούλη (13.3.2024), τον ευρωβουλευτή κ. Flanagan (13.5.2024), τον ευρωβουλευτή κ. Heinäluoma (28.10.2024) και τον κ. Meister, μέλος του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου (18.6.2024).
Βλ. “Written overview ahead of the exchange of views of the Chair of the Supervisory Board of the ECB with the Eurogroup on 15 May 2024”, ECB, 2024, και “Written overview ahead of the exchange of views of the Chair of the Supervisory Board of the ECB with the Eurogroup on 8 November 2023”, ECB, 2024.
Η Διευθύνουσα Επιτροπή υποστηρίζει τις δραστηριότητες του Εποπτικού Συμβουλίου και προετοιμάζει τις συνεδριάσεις του. Αποτελείται από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου, έναν εκπρόσωπο της ΕΚΤ και πέντε εκπροσώπους εθνικών εποπτικών αρχών. Οι πέντε εκπρόσωποι των εθνικών εποπτικών αρχών διορίζονται από το Εποπτικό Συμβούλιο για ένα έτος βάσει συστήματος εκ περιτροπής που διασφαλίζει τη δίκαιη εκπροσώπηση των χωρών.
Αφορούν αποφάσεις που οριστικοποιήθηκαν ή εκδόθηκαν κατά την περίοδο αναφοράς (δηλ. εξερχόμενες αποφάσεις). Στον συνολικό αριθμό συμπεριλαμβάνονται 17 διαδικασίες τις οποίες ενέκρινε το Εποπτικό Συμβούλιο αφού έλαβε γνώση, χωρίς να εκδώσει εποπτική απόφαση (taking note procedure). Ο αριθμός των εποπτικών αποφάσεων δεν αντιστοιχεί στον αριθμό των διαδικασιών αδειοδότησης που κοινοποιήθηκαν επίσημα στην ΕΚΤ κατά την περίοδο αναφοράς (δηλ. εισερχόμενες διαδικασίες κοινοποίησης). Μία απόφαση μπορεί να περιέχει περισσότερες της μίας εποπτικές εγκρίσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 6.7 του Εσωτερικού Κανονισμού του Εποπτικού Συμβουλίου, οι αποφάσεις είναι δυνατόν να ληφθούν και μέσω γραπτής διαδικασίας, εκτός εάν φέρουν αντίρρηση τρία τουλάχιστον μέλη του Εποπτικού Συμβουλίου που έχουν δικαίωμα ψήφου. Σε αυτή την περίπτωση, το θέμα εντάσσεται στην ημερήσια διάταξη της επόμενης συνεδρίασης του Εποπτικού Συμβουλίου. Για τη γραπτή διαδικασία κανονικά απαιτούνται τουλάχιστον πέντε εργάσιμες ημέρες εξέτασης από το Εποπτικό Συμβούλιο.
Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 6ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τον διορισμό εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο εποπτικό συμβούλιο (ΕΚΤ/2014/4) (2014/427/ΕΕ) (ΕΕ L 196, 3.7.2014, σ. 38).
Απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 17ης Σεπτεμβρίου 2014, σχετικά με την εφαρμογή του διαχωρισμού μεταξύ της λειτουργίας νομισματικής πολιτικής και της εποπτικής λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/39) (2014/723/EΕ) (ΕΕ L 300, 18.10.2014, σ. 57).
Αυτές ομαδοποιούνται ως εξής: υπηρεσίες κτιριακών εγκαταστάσεων και υποδομών, υπηρεσίες ανθρώπινου δυναμικού, κοινές υπηρεσίες πληροφορικής, κοινές νομικές, ελεγκτικές και διοικητικές υπηρεσίες, επικοινωνιακές και μεταφραστικές υπηρεσίες, και άλλες υπηρεσίες.
Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1163/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 22ας Οκτωβρίου 2014, σχετικά με τα εποπτικά τέλη (ΕΚΤ/2014/41) (ΕΕ L 311, 31.10.2014, σ. 23).
Το κόστος που συνδέεται με οριζόντια καθήκοντα και εξειδικευμένες υπηρεσίες επιμερίζεται αναλογικά, με βάση το πλήρες κόστος της άμεσης εποπτείας των σημαντικών ιδρυμάτων και το κόστος επίβλεψης της εποπτείας των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων αντίστοιχα. Για κάθε κατηγορία, τα μεγέθη κόστους που αναφέρονται περιλαμβάνουν το αναλογούν τμήμα των κοινών υπηρεσιών που παρέχουν οι υποστηρικτικές υπηρεσιακές μονάδες της ΕΚΤ.
Παρουσιάζονται συλλήβδην ως εποπτικές πρωτοβουλίες.
Αυτές οι υπηρεσίες ομαδοποιούνται ως εξής: υπηρεσίες κτιριακών εγκαταστάσεων και υποδομών, υπηρεσίες ανθρώπινου δυναμικού, κοινές υπηρεσίες πληροφορικής, κοινές νομικές, ελεγκτικές και διοικητικές υπηρεσίες, επικοινωνιακές και μεταφραστικές υπηρεσίες, και άλλες υπηρεσίες.
Όπως ανακοίνωσε η ΕΚΤ στις 12 Μαρτίου 2024, η μετεγκατάσταση προσωπικού εποπτείας από το Eurotower και το Japan Centre στο κτίριο Gallileo στη Φραγκφούρτη θα πραγματοποιηθεί έως το τέλος του 2025. Αυτό τελικά επιτρέπει στην ΕΚΤ να μειώσει το φυσικό και περιβαλλοντικό της αποτύπωμα, έχοντας ως βάση των λειτουργιών της το κεντρικό κτίριο στην περιοχή Ostend της Φρανκφούρτης και το κτίριο Gallileo στο κέντρο της πόλης.
Απόφαση (ΕΕ) 2019/2158 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας σχετικά με τη μεθοδολογία και τις διαδικασίες καθορισμού και συλλογής δεδομένων όσον αφορά τους συντελεστές βάσει των οποίων υπολογίζονται τα ετήσια εποπτικά τέλη (ΕΚΤ/2019/38) (ΕΕ L 327, 17.12.2019, σ. 99).