Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

1 Εισαγωγή

Οι εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-27 αντανακλούν τη μεσοπρόθεσμη στρατηγική της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ για την επόμενη τριετία. Καθορίζονται από το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, επανεξετάζονται ετησίως και βασίζονται σε μια συνολική αξιολόγηση των βασικών κινδύνων και ευπαθειών για τις εποπτευόμενες οντότητες. Λαμβάνουν επίσης υπόψη τα αποτελέσματα της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP),[1] καθώς και την πρόοδο που έχει σημειωθεί σε σύγκριση με τις προτεραιότητες των προηγούμενων ετών. Υποστηρίζουν την αποτελεσματική κατανομή των διαθέσιμων εποπτικών πόρων και μπορούν να προσαρμόζονται με ευελιξία, εφόσον το απαιτούν οι αλλαγές στο τοπίο των κινδύνων.

Το περασμένο έτος, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας φάνηκε ανθεκτικός σε ένα αβέβαιο εξωτερικό περιβάλλον και επέδειξε την ικανότητά του να εξακολουθήσει να στηρίζει την οικονομική ανάκαμψη. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αναφέρουν ότι διαθέτουν ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας. Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού τους παρέμεινε σε γενικές γραμμές ανθεκτική στο δυσκολότερο μακροχρηματοπιστωτικό περιβάλλον, καθώς η κερδοφορία τους διαμορφώθηκε στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί από τη δημιουργία της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας, ιδίως ως αποτέλεσμα των υψηλότερων επιτοκίων.

Παρά την ευρωστία των ισολογισμών και των προφίλ κινδύνου των τραπεζών, απαιτείται σύνεση λόγω των επίμονα υψηλών γεωπολιτικών εντάσεων και της συνακόλουθης αβεβαιότητας για τις μακροοικονομικές προοπτικές. Ενώ οι εποπτευόμενες οντότητες είναι μέχρι στιγμής σε θέση να αντεπεξέλθουν στις πρόσφατες γεωπολιτικές διαταραχές, μεταξύ άλλων χάρη στην ευρεία ανθεκτικότητα της πραγματικής οικονομίας, είναι ζωτικής σημασίας οι τράπεζες να παραμείνουν σε εγρήγορση και να αξιολογούν τακτικά τις επιπτώσεις που θα μπορούσαν ενδεχομένως να έχουν τέτοιου είδους γεγονότα στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, τις λειτουργίες και το προφίλ κινδύνου τους. Σε αυτό το πλαίσιο, η αντιμετώπιση των ελλείψεων στα πλαίσια διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα, ιδίως όσον αφορά τον έγκαιρο εντοπισμό της επιδείνωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και την εφαρμογή συνετών επιπέδων προβλέψεων. Επιπλέον, η ενίσχυση των πλαισίων επιχειρησιακής ανθεκτικότητας των τραπεζών είναι καίριας σημασίας προκειμένου να ενισχυθεί η ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν τυχόν διαταράξεις της λειτουργίας τους λόγω αιφνίδιων γεγονότων. Δεδομένου ότι οι γεωπολιτικές διαταραχές αφορούν από τη φύση τους διάφορες πτυχές, απαιτείται μια ολιστική εποπτική στρατηγική και ιδιαίτερη έμφαση στην ικανότητα των τραπεζών να αντεπεξέρχονται σε τέτοιου είδους διαταραχές στο πλαίσιο των εποπτικών προτεραιοτήτων.

Ταυτόχρονα, οι τράπεζες θα πρέπει να εντείνουν περαιτέρω τις προσπάθειές τους για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ουσιωδών ελλείψεων που είχαν εντοπιστεί από τις εποπτικές αρχές σε προηγούμενους κύκλους και να τις διορθώσουν εγκαίρως. Σε τομείς που είχαν υποβληθεί στο παρελθόν σε αυστηρό εποπτικό έλεγχο, οι προσπάθειες των εποπτικών αρχών θα επικεντρωθούν στην αποτελεσματική και έγκαιρη διόρθωση των ανεπαρκειών που εντοπίστηκαν από τις τράπεζες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στη συγκεντρωτική καταγραφή στοιχείων για τους κινδύνους και την υποβολή σχετικών αναφορών (risk data aggregation and risk reporting – RDARR) – όπου, παρά τη μακροχρόνια συνεργασία με τις εποπτικές αρχές και τις αναγνωρισμένες βελτιώσεις, ορισμένες τράπεζες δεν έχουν ακόμη αντιμετωπίσει τις σημαντικές ελλείψεις. Επιπλέον, η πλήρης συμμόρφωση με τις εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων από τις τράπεζες θα εξακολουθήσει να αποτελεί προτεραιότητα.

Τέλος, καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις καθίστανται προτεραιότητα για το μέλλον του τραπεζικού τομέα, είναι σημαντικό οι τράπεζες να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους όσον αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό και να διασφαλίσουν τη συνετή διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών. Ενώ οι εποπτευόμενες οντότητες σημειώνουν πρόοδο σε αυτόν τον τομέα προκειμένου να ενισχύσουν την ικανότητά τους να παραμένουν ανταγωνιστικές στο μέλλον, πρέπει να είναι προετοιμασμένες για νέους κινδύνους οι οποίοι απορρέουν από τον ψηφιακό μετασχηματισμό των λειτουργιών και των υπηρεσιών τους. Αυτό θα τους βοηθήσει να αυξήσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων τους και θα τους επιτρέψει να αποκομίσουν τα οφέλη των καινοτόμων τεχνολογιών.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-27 επικεντρώνονται στην ανθεκτικότητα των τραπεζών σε άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές απειλές και σοβαρές γεωπολιτικές διαταραχές (Προτεραιότητα 1), στη σημασία της έγκαιρης διόρθωσης γνωστών ουσιωδών ελλείψεων (Προτεραιότητα 2) και στην ανάγκη αντιμετώπισης των προκλήσεων που απορρέουν από τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τις νέες τεχνολογίες (Προτεραιότητα 3). Κάθε προτεραιότητα στοχεύει σε συγκεκριμένο σύνολο ευπαθειών στον τραπεζικό τομέα – οι οποίες αναφέρονται ως «ευπάθειες στις οποίες δίδεται προτεραιότητα» – για τις οποίες έχουν τεθεί ειδικοί στρατηγικοί στόχοι και έχουν καταρτιστεί προγράμματα εργασίας. Η αλληλεξάρτηση μεταξύ κινδύνων αντανακλάται στον σχεδιασμό όσων προγραμμάτων εργασίας αποσκοπούν στην ενίσχυση τόσο της αποδοτικότητας όσο και της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας των εποπτικών αρχών με τις τράπεζες. Στο Σχήμα 1 παρουσιάζονται πέντε βασικές ευπάθειες των τραπεζών και η ιδιαίτερη έμφαση στους γεωπολιτικούς κινδύνους τους οποίους επιδιώκουν να αντιμετωπίσουν αυτές οι τρεις πρωταρχικές προτεραιότητες.

Σχήμα 1

Εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-27, με σκοπό την αντιμετώπιση των ευπαθειών που εντοπίστηκαν στις τράπεζες

Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Στο σχήμα αυτό παρουσιάζονται οι τρεις εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-27 και οι αντίστοιχες ευπάθειες που αναμένεται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες την επόμενη τριετία. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα διεξαγάγει στοχευμένες δραστηριότητες για την αξιολόγηση, την παρακολούθηση και την ανάληψη περαιτέρω ενεργειών όσον αφορά τις ευπάθειες που εντοπίζονται. Στο δεξιό μέρος του σχήματος απεικονίζεται η πρωταρχική κατηγορία κινδύνου που συνδέεται με κάθε ευπάθεια.

Βασικός σκοπός του στρατηγικού σχεδιασμού της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ είναι η ανάπτυξη ορθής στρατηγικής για την επόμενη τριετία. Οι εποπτικές προτεραιότητες προάγουν την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια στις εργασίες σχεδιασμού των μεικτών εποπτικών ομάδων (ΜΕΟ) και στηρίζουν την αποδοτική κατανομή των πόρων, σύμφωνα με τα αντίστοιχα επίπεδα ανοχής κινδύνων. Βοηθούν επίσης τις εθνικές εποπτικές αρχές να καθορίζουν αναλόγως τις δικές τους προτεραιότητες για την εποπτεία των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων. Με τη διαφανή κοινοποίηση των προτεραιοτήτων διευκρινίζονται οι εποπτικές προσδοκίες έναντι των τραπεζών, ενισχύεται η επίδραση της εποπτείας σε ό,τι αφορά την περαιτέρω αύξηση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και προάγεται η διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού.

Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να παρακολουθεί και να αξιολογεί τόσο α) τις εξελίξεις όσον αφορά τους κινδύνους και τις ευπάθειες των εποπτευόμενων οντοτήτων όσο και β) την πρόοδο που σημειώνουν οι τράπεζες στην υλοποίηση των εποπτικών προτεραιοτήτων. Η τακτική επανεξέταση αυτών των στρατηγικών προτεραιοτήτων θα επιτρέψει στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ να προσαρμόσει το επίκεντρο και τις δραστηριότητές της εφόσον χρειάζεται, προκειμένου να ανταποκριθεί με ευελιξία στις μεταβολές του τοπίου κινδύνων.

Οι ενότητες που ακολουθούν παρέχουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εντοπισμού και αξιολόγησης κινδύνων για το 2024 και καθορίζουν τις εποπτικές προτεραιότητες και τα υποκείμενα προγράμματα εργασίας για την περίοδο 2025-27. Άλλες τακτικές δραστηριότητες και επακόλουθες ενέργειες ως προς τις προηγούμενες προτεραιότητες θα διεξαχθούν παράλληλα από τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης συνεργασίας τους με τις τράπεζες, συμπληρώνοντας τις εργασίες για τις τρεις προτεραιότητες για την περίοδο 2025-27.

2 Αξιολόγηση κινδύνων και εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-27

2.1 Μακροοικονομικό περιβάλλον και περιβάλλον λειτουργίας των εποπτευόμενων οντοτήτων

Ενώ ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει και οι πληθωριστικές πιέσεις συνέχισαν να είναι συγκρατημένες, οι βραχυπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν υποτονικές και χαρακτηρίζονται από σημαντική γεωπολιτική αβεβαιότητα και αβεβαιότητα σε ό,τι αφορά την πολιτική που θα ασκηθεί.[2] Ο συγκρατημένος ρυθμός οικονομικής ανάκαμψης στη ζώνη του ευρώ στη διάρκεια του 2024 στηρίχθηκε κυρίως από τις υπηρεσίες, ενώ ο τομέας της μεταποίησης παρέμεινε πολύ υποτονικός.[3] Ενώ οι πρόσφατοι δείκτες υποδηλώνουν εξασθένηση της ανάπτυξης σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα εν μέσω σημαντικής αβεβαιότητας, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ αναμένεται να επιταχυνθεί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Η ανάκαμψη αναμένεται να ενισχυθεί λόγω της αύξησης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών (που θα στηρίξει την ιδιωτική κατανάλωση), της ενίσχυσης της εξωτερικής ζήτησης και της εξασθένησης των δυσμενών επιδράσεων από την προηγηθείσα αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής.[4] Ταυτόχρονα, ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ έχει μετριαστεί και αναμένεται να φθάσει τον στόχο του στη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα προβολής. Ο πυρήνας του πληθωρισμού προβλέπεται επίσης ότι θα συνεχίσει να υποχωρεί, αν και θα παραμείνει σε κάπως υψηλότερο επίπεδο από τον γενικό πληθωρισμό βάσει του ΕνΔΤΚ σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.

Οι κίνδυνοι που περιβάλλουν τις προοπτικές για την ανάπτυξη εξακολουθούν να είναι κατά κύριο λόγο καθοδικοί σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, δεδομένου του αυξημένου επιπέδου αβεβαιότητας. Παρά τις προσδοκίες για επάνοδο σε συγκρατημένη ανάπτυξη, η πιθανότητα επέλευσης ακραίων γεγονότων φαίνεται να είναι υψηλότερη από ό,τι πριν από ένα έτος, καθώς έχουν αυξηθεί οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι.[5] Οι αυξανόμενες γεωπολιτικές εντάσεις (που απορρέουν π.χ. από τον πόλεμο στην Ουκρανία και τη σύγκρουση στη Μέση Ανατολή) και οι αυξανόμενες τάσεις αποπαγκοσμιοποίησης θα μπορούσαν να ωθήσουν τις τιμές της ενέργειας και το κόστος των εμπορευματικών μεταφορών προς τα πάνω σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και να διαταράξουν το παγκόσμιο εμπόριο – γεγονός που με τη σειρά του θα επηρέαζε δυσμενώς τις προοπτικές ανάπτυξης για τη ζώνη του ευρώ και θα αναζωπύρωνε τις πληθωριστικές πιέσεις.[6] Παράλληλα, τα ακραία καιρικά φαινόμενα και η μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα θα μπορούσαν να ωθήσουν προς τα πάνω τον πληθωρισμό, και δη τον πληθωρισμό των τιμών των ειδών διατροφής.[7]

Πέρα από τον αντίκτυπό τους στις προοπτικές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό γενικότερα, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι και οι διαρθρωτικές προκλήσεις που απορρέουν από την κλιματική μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος αναμένεται επίσης να έχουν άμεση επίδραση στον τραπεζικό τομέα. Οι γεωπολιτικές διαταραχές μπορούν να επιτείνουν τους κινδύνους σε σχέση με τη διακυβέρνηση, τη λειτουργία και τα επιχειρηματικά μοντέλα, ιδίως μέσω οικονομικών κυρώσεων ή κυβερνοεπιθέσεων. Επιπλέον, μπορεί να υπάρξουν ουσιώδεις συνέπειες για τα προφίλ κινδύνου, ιδίως σε περιπτώσεις όπου οι τράπεζες έχουν μεγάλα άμεσα ή έμμεσα ανοίγματα στον ισολογισμό έναντι αντισυμβαλλομένων που επηρεάζονται από τους αντίστοιχους κινδύνους. Ταυτόχρονα, η σημασία των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την ευρύτερη οικονομία έχει αυξηθεί, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος λειτουργίας των τραπεζών. Δεδομένων των ουσιωδών ανοιγμάτων τους σε φυσικούς κινδύνους και κινδύνους μετάβασης που σχετίζονται με το κλίμα, οι τράπεζες πρέπει να προσαρμοστούν στις πιο έντονες επιδράσεις των κλιματικών και περιβαλλοντικών κρίσεων, οι οποίες θα μπορούσαν ενδεχομένως να οδηγήσουν σε άτακτη μετάβαση και να αυξήσουν περαιτέρω τις φυσικές καταστροφές.[8] Επιπλέον, λόγω του εν εξελίξει τεχνολογικού μετασχηματισμού της οικονομίας οι τράπεζες πρέπει να λάβουν προορατικά μέτρα προκειμένου να επιταχύνουν τις προσπάθειές τους όσον αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό, να ενισχύσουν τις πρακτικές διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζουν και να αντιμετωπίσουν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από μη τραπεζικά ιδρύματα.

Η ευνοϊκή τιμολόγηση των κινδύνων που επικράτησε το προηγούμενο έτος στις χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε αιφνίδιες μεταβολές του κλίματος στις αγορές και σε επαναξιολογήσεις των τιμών των στοιχείων ενεργητικού λόγω αρνητικών απροσδόκητων εξελίξεων. Η σταδιακή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και οι προσδοκίες για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής οδήγησαν σε μεγαλύτερη διάθεση για ανάληψη κινδύνου, χαμηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου και αρκετούς μήνες σχετικά υποτονικής μεταβλητότητας της αγοράς μετοχών. Οι συνθήκες αυτές, σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική πορεία της ανάπτυξης και του πληθωρισμού στις μεγάλες οικονομίες του κόσμου, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσφορο έδαφος για απότομες διορθώσεις των τιμών των στοιχείων ενεργητικού και μεγαλύτερη μεταβλητότητα στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές σε περίπτωση επιδείνωσης των μακροοικονομικών προοπτικών ή εκδήλωσης γεωπολιτικών διαταραχών.[9] Αυτό φαίνεται από τις απότομες και βραχύβιες ρευστοποιήσεις που παρατηρήθηκαν στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές στις αρχές Αυγούστου και είχαν ως αποτέλεσμα αρνητικές οικονομικές απροσδόκητες εξελίξεις στις ΗΠΑ και ανησυχίες σχετικά με την αύξηση των επιτοκίων στην Ιαπωνία οι οποίες προκάλεσαν απότομη αντίδραση απροθυμίας ανάληψης κινδύνων.

2.2 Εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2025-27

Προτεραιότητα 1: Οι τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν την ικανότητά τους να αντεπεξέρχονται σε άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές απειλές και σοβαρές γεωπολιτικές διαταραχές.

Η επίμονη αβεβαιότητα που περιβάλλει τις μακροοικονομικές προοπτικές και η αυξανόμενη ένταση των γεωπολιτικών απειλών απαιτούν μεγαλύτερο εποπτικό έλεγχο της ικανότητας των τραπεζών να αντεπεξέρχονται σε τυχόν συναφείς διαταραχές. Δεδομένων των επίμονων καθοδικών κινδύνων για τις προοπτικές ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ και των υψηλών επιπέδων αβεβαιότητας, είναι ακόμη πιο σημαντικό να ληφθούν υπόψη σενάρια πέραν του βασικού σεναρίου και να εξεταστούν διαφορετικές πορείες για την οικονομική ανάπτυξη και τα επιτόκια. Οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις ελλείψεις που διαπιστώνονται στα οικεία πλαίσια διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου, να εντοπίζουν εγκαίρως τυχόν επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και να διατηρούν επαρκή επίπεδα προβλέψεων. Οι μακροοικονομικές εξελίξεις μπορούν να επηρεάσουν τον κίνδυνο ανοιγμάτων των τραπεζών σε μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, π.χ. μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Επιπλέον, μπορούν να επηρεάσουν τους κινδύνους από ανοίγματα σε μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένων των δευτερογενών επιδράσεων των διαταραχών στον εν λόγω τομέα. Επομένως, αυτά τα ζητήματα θα εξακολουθήσουν να αποτελούν το επίκεντρο του εποπτικού έργου στο μέλλον.

Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, καθώς αφορούν από τη φύση τους διάφορες πτυχές, μπορούν να οδηγήσουν σε δυσμενείς μακροχρηματοπιστωτικές εξελίξεις και να επηρεάσουν το ευρύτερο περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι τράπεζες. Μπορούν να αποτελέσουν άμεσες απειλές για την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα των τραπεζών, ιδίως όταν συνεπάγονται αυξημένους κινδύνους για τις τεχνολογίες πληροφορικής (ΤΠ) και την κυβερνοασφάλεια, απαιτώντας έτσι στοχευμένες εποπτικές προσπάθειες τα προσεχή έτη για την αντιμετώπιση των σχετικών ανεπαρκειών. Αναγνωρίζοντας τους πολλούς διαφορετικούς διαύλους μετάδοσης των γεωπολιτικών κινδύνων, οι εποπτικές αρχές θα υλοποιήσουν διάφορες στοχευμένες πρωτοβουλίες για την ευαισθητοποίηση και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών σε αυτές τις διαταραχές. Μια τέτοια πρωτοβουλία είναι η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ για το 2025, την οποία συντονίζει η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ).

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ανεπάρκειες στα πλαίσια διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να εντοπίζουν εγκαίρως τυχόν επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και να τη μεταφράζουν σε συνετές προβλέψεις και επίπεδα κεφαλαίου. Θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των σχετικών ελλείψεων που εντοπίστηκαν από τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο των προτεραιοτήτων των προηγούμενων ετών.

Μέχρι στιγμής, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις της Ευρώπης έχουν επιδείξει μεγάλη ανθεκτικότητα στις μεταβαλλόμενες μακροοικονομικές συνθήκες και στη στροφή προς υψηλότερα επιτόκια. Οι εύρωστοι ισολογισμοί και η σταδιακή οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ συμβάλλουν στη στήριξη των προοπτικών για τις επιχειρήσεις, ενώ οι αγορές οικιστικών ακινήτων αναμένεται να παραμείνουν ανθεκτικές, υποβοηθούμενες από τη χαμηλή ανεργία, την αύξηση των πραγματικών μισθών και τις προσδοκίες για περαιτέρω μειώσεις των επιτοκίων. Ωστόσο, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) των τραπεζών έχουν αρχίσει να αυξάνονται, αν και με σχετικά βραδύ ρυθμό, με εντονότερες εξελίξεις όσον αφορά τα χαρτοφυλάκια που είναι πιο ευπαθή στο τρέχον μακροοικονομικό περιβάλλον – ιδίως τα χαρτοφυλάκια των εμπορικών ακινήτων και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Παρά την τάση αυτή, οι δείκτες κάλυψης των τραπεζών συνέχισαν να μειώνονται, ακόμη και για τα τμήματα της αγοράς που παρουσιάζουν υψηλότερο κίνδυνο, εν μέρει λόγω της συνεχιζόμενης διάθεσης των υφιστάμενων ΜΕΔ. Ως εκ τούτου, η αργή αύξηση των δεικτών κάλυψης των νέων ΜΕΔ και των δανείων σε καθυστέρηση (Στάδιο 2)[10] δημιουργούν ανησυχίες ότι οι προβλέψεις των τραπεζών ενδέχεται να μην αντανακλούν επαρκώς δυνητικούς αναδυόμενους κινδύνους ή τους καθοδικούς κινδύνους που απορρέουν από τις λιγότερο ευνοϊκές οικονομικές προοπτικές και το γεμάτο προκλήσεις γεωπολιτικό περιβάλλον.

Πράγματι, το εποπτικό έργο επεσήμανε τις επίμονες ελλείψεις στα πλαίσια του ΔΠΧΑ 9 των τραπεζών, καταδεικνύοντας ότι ορισμένες τράπεζες εξακολουθούν να μην συμμορφώνονται με τις εποπτικές προσδοκίες σε αυτόν τον τομέα. Την τελευταία διετία, οι εποπτικές αρχές διενήργησαν δύο οριζόντιες αξιολογήσεις με έμφαση στην ικανότητα των τραπεζών να αποτυπώνουν αναδυόμενους κινδύνους μέσω των υποδειγμάτων τους για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες. Οι αξιολογήσεις αυτές δείχνουν ότι οι τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο όσον αφορά την αποτύπωση των νέων κινδύνων, ιδίως όσον αφορά τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους. Ωστόσο, δεν έχει σημειωθεί ικανοποιητική πρόοδος όσον αφορά ορισμένους αναδυόμενους κινδύνους, όπως οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι.[11] Οι εποπτικές αρχές συνέχισαν επίσης να διενεργούν επιτόπιες επιθεωρήσεις για την εξέταση του πιστωτικού κινδύνου, καταλήγοντας σε ευρήματα σε ορισμένα ιδρύματα σε σχέση με θέματα όπως οι παράμετροι των υποδειγμάτων για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες, η ταξινόμηση ανά κατηγορία και τα ελλείμματα σχηματισμού προβλέψεων. Η SREP του 2024 κατέδειξε επίσης τις επίμονες ανεπάρκειες σε τομείς όπως ο σχηματισμός προβλέψεων, η χορήγηση δανείων, η ταξινόμηση και η (εκ νέου) αποτίμηση εξασφαλίσεων.[12]

Στο μέλλον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να παρακολουθεί την ικανότητα των τραπεζών να εντοπίζουν εγκαίρως τυχόν επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και να εφαρμόζουν κατάλληλες πρακτικές σχηματισμού προβλέψεων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εποπτικές αρχές θα επικεντρωθούν στη χρήση επικαλύψεων (overlays) και στην κάλυψη νέων κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων. Στη φάση περαιτέρω ενεργειών, οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν να συνεργάζονται με τις τράπεζες προκειμένου να διασφαλίσουν την αποτελεσματική και έγκαιρη διόρθωση των ευρημάτων που διαπιστώθηκαν σε προηγούμενους εποπτικούς κύκλους, χρησιμοποιώντας όλα τα διαθέσιμα μέτρα για την επίτευξη αυτού του στόχου.[13] Παράλληλα, οι στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις θα εξακολουθήσουν να επικεντρώνονται, μεταξύ άλλων, σε υποδείγματα και πολιτικές σχηματισμού προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο στα χαρτοφυλάκια μικρομεσαίων επιχειρήσεων, επιχειρήσεων λιανικής και εμπορικών ακινήτων. Οι εποπτικές αρχές θα αξιολογήσουν επίσης τον έγκαιρο εντοπισμό και τον χειρισμό από τις τράπεζες μιας δυνητικής δυσχέρειας δανειοληπτών σε ευπαθή χαρτοφυλάκια, ιδίως μέσω στοχευμένης αξιολόγησης των χαρτοφυλακίων μικρομεσαίων επιχειρήσεων που διαθέτουν.

2.2.1.1 Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για αυτές τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Φάση περαιτέρω ενεργειών της στοχευμένης αξιολόγησης του ΔΠΧΑ 9 με έμφαση, μεταξύ άλλων, στη χρήση επικαλύψεων (overlays) και την κάλυψη νέων κινδύνων (συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων). Οι εποπτικές αρχές θα παρακολουθούν την πρόοδο των τραπεζών όσον αφορά τα ευρήματα που είχαν εντοπιστεί στο παρελθόν, θα αναλάβουν περαιτέρω ενέργειες σε ό,τι αφορά τη διόρθωση και θα χρησιμοποιούν μέτρα κλιμάκωσης όπου κρίνεται απαραίτητο.
  • Συνέχιση των επιτόπιων επιθεωρήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, με έμφαση στην ταξινόμηση σε στάδια βάσει του ΔΠΧΑ 9 και τον σχηματισμό προβλέψεων με συλλογικό τρόπο για τα χαρτοφυλάκια επιχειρήσεων/μικρομεσαίων επιχειρήσεων, λιανικής και εμπορικών ακινήτων, συμπεριλαμβανομένων των αποτιμήσεων εξασφαλίσεων.
  • Στοχευμένη αξιολόγηση των χαρτοφυλακίων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, με έμφαση στον έγκαιρο εντοπισμό και τον χειρισμό των δυνητικών δυσχερειών δανειοληπτών, στα υποδείγματα για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στη διακυβέρνηση των ανοιγμάτων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ανεπάρκειες στα πλαίσια επιχειρησιακής ανθεκτικότητας όσον αφορά τους κινδύνους που σχετίζονται με την εξωτερική ανάθεση εργασιών ΤΠ και με την ασφάλεια/τις κυβερνοαπειλές ΤΠ

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις νομικές απαιτήσεις που απορρέουν από τον κανονισμό για την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα (Digital Operational Resilience Act – DORA) όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνων που σχετίζονται με τις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ), την αναφορά περιστατικών, τις δοκιμές της ψηφιακής επιχειρησιακής ανθεκτικότητας και τους τρίτους παρόχους υπηρεσιών. Θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των ελλείψεων που εντοπίστηκαν στο παρελθόν, ιδίως όσον αφορά τη διαχείριση των κινδύνων που σχετίζονται με την κυβερνοασφάλεια και την εξωτερική ανάθεση εργασιών.

Οι αυξανόμενες κυβερνοαπειλές και η εξάρτηση από κοινούς τρίτους παρόχους υπηρεσιών εξακολουθούν να θέτουν σημαντικές προκλήσεις στις τράπεζες. Ο αριθμός των σημαντικών περιστατικών κυβερνοασφάλειας που ανέφεραν οι εποπτευόμενες οντότητες σημείωσε έντονη άνοδο το 2023 και παρέμεινε σε παρόμοια επίπεδα τα τρία πρώτα τρίμηνα του 2024. Ο συνεχιζόμενος ψηφιακός μετασχηματισμός των υπηρεσιών και των λειτουργιών των τραπεζών, καθώς και η κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων (που αύξησε τον κίνδυνο επιθέσεων από κρατικά υποστηριζόμενες ομάδες),[14] αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες για την απότομη αύξηση των περιστατικών κυβερνοασφάλειας τις τελευταίες δύο δεκαετίες.[15] Επιπλέον, οι τράπεζες αναφέρουν αυξημένη εξάρτηση από τρίτους παρόχους για κρίσιμες λειτουργίες, καθώς σχεδόν όλα τα ιδρύματα χρησιμοποιούν υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους για την εξωτερική ανάθεση κρίσιμων δραστηριοτήτων.[16] Τα υψηλά επίπεδα συγκέντρωσης που αφορούν τη χρήση τρίτων παρόχων ΤΠ μπορούν να επιδεινώσουν περαιτέρω τη μετάδοση και να αυξήσουν τις δυνητικές συστημικές επιδράσεις περιστατικών κυβερνοασφάλειας.[17]

Οι μη ικανοποιητικές βαθμολογίες βάσει της SREP όσον αφορά τον λειτουργικό κίνδυνο και τα αποτελέσματα του εποπτικού έργου στους τομείς της ανθεκτικότητας έναντι κυβερνοαπειλών και της διαχείρισης της εξωτερικής ανάθεσης εργασιών επιβεβαιώνουν τις ανεπάρκειες των επιχειρησιακών πλαισίων των τραπεζών και την ανάγκη να σημειωθεί πρόοδος στη διόρθωσή τους. Στη SREP του 2024, ο λειτουργικός κίνδυνος εξακολούθησε να είναι ο τομέας με τη χειρότερη μέση βαθμολογία, με βασικό προσδιοριστικό παράγοντα τα στοιχεία που σχετίζονται με τις ΤΠΕ.[18] Στον τομέα της εξωτερικής ανάθεσης εργασιών, οι εποπτικές αρχές διαπίστωσαν ότι πάνω από το 10% των συμβάσεων που καλύπτουν κρίσιμες λειτουργίες δεν είναι σύμφωνες με τους σχετικούς κανονισμούς.[19] Στο πλαίσιο αυτό, οι τράπεζες θα πρέπει να αξιολογούν τους κινδύνους συγκέντρωσης σε σχέση με συγκεκριμένους παρόχους, γεωγραφικές τοποθεσίες (λόγω των αυξημένων γεωπολιτικών κινδύνων) και λειτουργικές δυνατότητες και να διαχειρίζονται τους κινδύνους αυτούς αναλόγως, καθώς και να αξιολογούν και να διαχειρίζονται τον κίνδυνο που σχετίζεται με πιθανές αλυσιδωτές επιδράσεις σε διάφορους τομείς, δεδομένης της διασυνδεδεμένης φύσης των τραπεζικών δικτύων.

Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για το 2024 που αφορούσε την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών έδειξε ότι οι τράπεζες διαθέτουν σε γενικές γραμμές υψηλού επιπέδου πλαίσια αντιμετώπισης συμβάντων και αποκατάστασης της λειτουργίας τους. Ωστόσο, η εν λόγω άσκηση αποκάλυψε επίσης βασικούς τομείς που χρειάζονται βελτίωση, συμπεριλαμβανομένων των πλαισίων επιχειρησιακής συνέχειας, του σχεδιασμού αντιμετώπισης περιστατικών, της ασφάλειας των εφεδρικών αντιγράφων (back-up) και της διαχείρισης τρίτων παρόχων.[20] Ως εκ τούτου, οι εποπτικές αρχές θα αναλάβουν περαιτέρω ενέργειες για τις ελλείψεις που σχετίζονται με την ικανότητα των τραπεζών να αποκαταστήσουν τη λειτουργία τους μετά από μια κυβερνοεπίθεση που πέτυχε τον στόχο της.[21] Στο πλαίσιο αυτό, οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν τις προσπάθειες που κατέβαλαν τα τελευταία έτη, διενεργώντας στοχευμένες αξιολογήσεις και αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες για την αξιολόγηση της επιχειρησιακής ανθεκτικότητας των τραπεζών και της συμμόρφωσής τους με τις αντίστοιχες εποπτικές προσδοκίες και κανονιστικές απαιτήσεις (ιδίως τις απαιτήσεις βάσει του DORA, οι οποίες θα τεθούν σε εφαρμογή από τον Ιανουάριο του 2025).

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για αυτές τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Συλλογή δεδομένων σχετικά με τρίτους παρόχους ΤΠΕ για τον εντοπισμό δεσμών μεταξύ εποπτευόμενων οντοτήτων και τρίτων παρόχων, δυνητικών κινδύνων συγκέντρωσης και αδυναμιών στις ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης εργασιών των τραπεζών.
  • Στοχευμένες αξιολογήσεις των πλαισίων διαχείρισης κινδύνων για κινδύνους που σχετίζονται με την εξωτερική ανάθεση εργασιών, καθώς και των πλαισίων ανθεκτικότητας έναντι κυβερνοαπειλών και των ελέγχων κινδύνου.
  • Εργασίες σε συνέχεια των ευρημάτων της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σχετικά με την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών.
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις για τον λειτουργικό κίνδυνο και τα πλαίσια ανθεκτικότητας ΤΟ.
  • Εφαρμογή του DORA στο εποπτικό πλαίσιο.

Ειδική εστίαση: Ενσωμάτωση της διαχείρισης των γεωπολιτικών κινδύνων στις εποπτικές προτεραιότητες

Η πρόσφατη κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων απαιτεί από τις τράπεζες να διαθέτουν μια άρτια διαχείριση κινδύνων και άρτιους ελέγχους κινδύνων και ζητεί έναν αυξημένο εποπτικό έλεγχο σε βραχυπρόθεσμο και μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Αποτυπώνοντας το γεγονός ότι οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι αφορούν από τη φύση τους διάφορες πτυχές, η ανθεκτικότητα, οι στρατηγικές και η διαχείριση κινδύνων των τραπεζών θα αξιολογούνται μέσω μιας σειράς δραστηριοτήτων. Πρώτον, ο γεωπολιτικός κίνδυνος αποτυπώνεται από τις προαναφερθείσες δραστηριότητες προτεραιότητας που αφορούν τη διαχείριση από τις τράπεζες του πιστωτικού και του λειτουργικού κινδύνου. Οι εποπτικές αρχές θα αξιολογούν επίσης τις διαδικασίες διαχείρισης κινδύνων και τα πλαίσια σχετικά με τη διάθεση ανάληψης κινδύνου που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για την παρακολούθηση και τον περιορισμό των γεωπολιτικών κινδύνων. Αυτό θα επιτυγχάνεται μέσω στοχευμένων ασκήσεων συγκριτικής αξιολόγησης της διάθεσης ανάληψης κινδύνου και της κουλτούρας κινδύνου, με έμφαση στην αποτύπωση των επιδράσεων που ασκούν οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι στα πλαίσια των τραπεζών για τον εντοπισμό κινδύνων και τη διάθεση ανάληψης κινδύνου. Επιπλέον, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι θα αποτελέσουν βασική συνιστώσα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για το 2025 σε επίπεδο ΕΕ, η οποία θα περιλαμβάνει διερευνητική ανάλυση σεναρίων για την αξιολόγηση της ικανότητας των τραπεζών να καταρτίζουν υποδείγματα για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου σε περιόδους ακραίων καταστάσεων.

Προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες προσεγγίζουν τους γεωπολιτικούς κινδύνους και να αποσαφηνίσουν περαιτέρω τις εποπτικές προσδοκίες σε αυτόν τον τομέα, οι εποπτικές αρχές θα επανεξετάσουν τις τρέχουσες πρακτικές, εστιάζοντας μεταξύ άλλων στα πλαίσια διαχείρισης κινδύνων, στον προγραμματισμό του κεφαλαίου και της ρευστότητας, καθώς και στις εσωτερικές ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

Προτεραιότητα 2: Οι τράπεζες θα πρέπει να διορθώσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά τις επίμονες ουσιώδεις ελλείψεις

Η σταδιακή μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον εντοπισμό κινδύνων στη διόρθωση κινδύνων αποτελεί ουσιώδες χαρακτηριστικό της εποπτικής στρατηγικής σε επίπεδο ΕΕΜ. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες με ανεπίλυτες ουσιώδεις ελλείψεις θα κληθούν να εντείνουν τις προσπάθειές τους για πλήρη συμμόρφωση με τις εποπτικές προσδοκίες και να εφαρμόσουν εγκαίρως άρτια σχέδια διορθωτικών ενεργειών. Το εκτεταμένο εποπτικό έργο που επιτελέστηκε τα προηγούμενα έτη είχε ως αποτέλεσμα να εντοπιστούν σημαντικές ελλείψεις όσον αφορά α) τις επιχειρηματικές στρατηγικές και τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων των τραπεζών και β) τις ικανότητές τους ως προς τη συγκεντρωτική καταγραφή στοιχείων για τους κινδύνους και την υποβολή σχετικών αναφορών. Σε ό,τι αφορά τους αναδυόμενους κινδύνους (συμπεριλαμβανομένων των γεωπολιτικών κινδύνων), είναι υψίστης σημασίας οι τράπεζες να διαθέτουν επαρκή και αποτελεσματικά πλαίσια σχετικά με τη συγκεντρωτική καταγραφή στοιχείων για τους κινδύνους και την υποβολή σχετικών αναφορών προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη λήψη αποφάσεων και η αποτελεσματική στρατηγική καθοδήγηση. Ενώ η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ αναγνωρίζει ότι έχει ήδη σημειωθεί σημαντική πρόοδος από αυτή την άποψη, η διαδικασία διόρθωσης δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί και θα απαιτήσει την ανάληψη περαιτέρω ενεργειών στους προσεχείς εποπτικούς κύκλους.

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ανεπάρκειες στις επιχειρηματικές στρατηγικές και στη διαχείριση κινδύνων όσον αφορά τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να συμμορφώνονται πλήρως με τις εποπτικές προσδοκίες σχετικά με τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων, καθώς και με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη νέα δέσμη μέτρων του CRR3/της CRD6 για τις τράπεζες (συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με τα σχέδια μετάβασης για σκοπούς προληπτικής εποπτείας) και θα πρέπει να αντιμετωπίζουν εγκαίρως τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν.

Η ικανότητα των τραπεζών να διαχειρίζονται επαρκώς τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους εξακολουθεί να αποτελεί υψηλή προτεραιότητα του εποπτικού προγράμματος, λόγω των αυξανόμενων φυσικών κινδύνων και κινδύνων μετάβασης, του γεγονότος ότι οι τράπεζες δεν συμμορφώνονται ακόμη πλήρως με τις συναφείς εποπτικές προσδοκίες καθώς και των νέων απαιτήσεων που απορρέουν από την έναρξη ισχύος της νέας δέσμης μέτρων για τις τράπεζες το 2025. Οι αυξανόμενοι φυσικοί κίνδυνοι αντανακλούν τη συνεχιζόμενη αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη (το 2024 αναμένεται να είναι το θερμότερο έτος που έχει καταγραφεί ποτέ) και το γεγονός ότι ο αριθμός των καταστροφών που σχετίζονται με το κλίμα (όπως οι δασικές πυρκαγιές και οι πλημμύρες) έχει σημειώσει έντονη άνοδο τα τελευταία χρόνια. Ταυτόχρονα, η βραδεία πρόοδος στην επίτευξη των στόχων για μηδενικές εκπομπές δημιουργεί ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους μετάβασης. Μεγάλο ποσοστό των εισηγμένων εταιρειών παγκοσμίως δεν ευθυγραμμίζεται με την πορεία για μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε 2°C ή λιγότερο.[22] Όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, πρόσφατη αξιολόγηση δείχνει ότι το 90% των τραπεζών που συμμετείχαν σε αυτήν την αξιολόγηση εξακολουθούν να μην έχουν ευθυγραμμιστεί με τους στόχους της ΕΕ για το κλίμα, εκθέτοντάς τις τράπεζες όχι μόνο σε υψηλότερα επίπεδα πιστωτικού κινδύνου αλλά και, μεταξύ άλλων, σε νομικούς κινδύνους λόγω της απουσίας περαιτέρω ανάπτυξης ορθών πρακτικών για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων.[23] Ταυτόχρονα, το 70% των ευρωπαϊκών τραπεζών είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους φήμης λόγω του κινδύνου για ένδικες διαφορές σε περιβαλλοντικά ζητήματα.[24]

Οι εποπτικές αξιολογήσεις δείχνουν ότι οι τράπεζες βρίσκονται ακόμη σε διαδικασία συμμόρφωσης με τις εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων.[25] Οι περισσότερες (άλλα όχι όλες οι) τράπεζες που υπόκεινται στην εποπτεία της ΕΚΤ κατέβαλαν σημαντικές προσπάθειες να προωθήσουν τις αξιολογήσεις σημαντικότητας μέχρι την προθεσμία του Μαρτίου 2023. Σε ό,τι αφορά αυτές που δεν το έκαναν, η ΕΚΤ προχώρησε σε κλιμάκωση των ενεργειών της και εξέδωσε δεσμευτικές εποπτικές αποφάσεις, με το ενδεχόμενο επιβολής περιοδικών χρηματικών ποινών σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των τραπεζών εντός των καθορισμένων προθεσμιών.[26] Μια αξιολόγηση τον Δεκέμβριο του 2023 – που ήταν η προθεσμία για την ενσωμάτωση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων στη διακυβέρνηση, τις στρατηγικές και τη διαχείριση κινδύνων των τραπεζών – έδειξε ότι σε γενικές γραμμές υπήρχαν τα βασικά πλαίσια για τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, αλλά αυτά απουσίαζαν σε ορισμένες τράπεζες (στις οποίες οι εποπτικές αρχές αναλαμβάνουν πλέον περαιτέρω ενέργειες). Ταυτόχρονα, εξακολουθούν να επικρατούν αδυναμίες που εμποδίζουν την επαρκή διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων. Αυτές οι αδυναμίες έχουν κοινοποιηθεί στις τράπεζες μέσω επιστολών με εξατομικευμένα σχόλια και η ΕΚΤ συνεχίζει να παρακολουθεί προσεκτικά την πρόοδο αυτών των ιδρυμάτων. Οι εποπτικές αρχές θα παρακολουθούν επίσης προσεκτικά τη συμμόρφωση των τραπεζών με την τελική προθεσμία του τέλους του 2024 για πλήρη συμμόρφωση με τις εποπτικές προσδοκίες, μεταξύ άλλων όσον αφορά την ενσωμάτωση στην εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της επάρκειας κεφαλαίου και στις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

Οι εποπτικές αξιολογήσεις και οι επιτόπιες επιθεωρήσεις θα συνεχίσουν να ρίχνουν φως στην επάρκεια των στρατηγικών και της διαχείρισης των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων από την πλευρά των τραπεζών, καθώς και στη συμμόρφωσή τους με τις επερχόμενες αλλαγές στο κανονιστικό πλαίσιο. Η αξιολόγηση των δημοσιοποιήσεων των εποπτευόμενων οντοτήτων βάσει του Πυλώνα 3 ανέδειξε ότι υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης.[27] Καθώς οι πρακτικές δημοσιοποίησης στοιχείων των τραπεζών ωριμάζουν, οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν να εξετάζουν και να αξιολογούν την επάρκεια αυτών των πρακτικών σε τακτική βάση. Η επικείμενη δέσμη μέτρων του CRR3/της CRD6 για τις τράπεζες θα επιβάλει αυστηρότερες υποχρεώσεις δημοσιοποίησης στοιχείων και θα απαιτήσει από τις τράπεζες να αναπτύξουν σχέδια μετάβασης για σκοπούς προληπτικής εποπτείας που θα εξεταστούν από τις εποπτικές αρχές σύμφωνα με τις προσεχείς κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ. Επιπλέον, οι κλιματικοί και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι θα συνεχίσουν να αξιολογούνται μέσω επιτόπιων επιθεωρήσεων. Οι επιθεωρήσεις αυτές θα διενεργούνται τόσο σε μεμονωμένη βάση όσο και στο πλαίσιο ορισμένων επιθεωρήσεων για συγκεκριμένους κινδύνους, και οι εποπτικές αρχές θα διενεργούν εις βάθος ελέγχους (deep dives) ως προς την ικανότητα των τραπεζών να αντιμετωπίζουν κινδύνους φήμης και ένδικων διαφορών.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για αυτές τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Παρακολούθηση της πλήρους ευθυγράμμισης με τις εποπτικές προσδοκίες και εφαρμογή της κλίμακας κλιμάκωσης.
  • Οριζόντια αξιολόγηση της συμμόρφωσης των τραπεζών με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης στοιχείων βάσει του Πυλώνα 3 που σχετίζονται με περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση κινδύνους.
  • Εις βάθος έλεγχοι σχετικά με την ικανότητα των τραπεζών να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους φήμης και ένδικων διαφορών που συνδέονται με τις δεσμεύσεις για ζητήματα σχετικά με το κλίμα και το περιβάλλον.
  • Επανεξέταση του σχεδιασμού μετάβασης των τραπεζών σύμφωνα με τις εντολές που αναμένονται από την CRD6.
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις όσον αφορά πτυχές που σχετίζονται με το κλίμα και το περιβάλλον, είτε σε μεμονωμένη βάση είτε στο πλαίσιο προγραμματισμένων αξιολογήσεων επιμέρους κινδύνων (π.χ. πιστωτικός κίνδυνος, λειτουργικός κίνδυνος και κίνδυνος σχετικός με τα επιχειρηματικά μοντέλα).

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ανεπάρκειες στη συγκεντρωτική καταγραφή στοιχείων για τους κινδύνους και την υποβολή σχετικών αναφορών

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους προκειμένου να διορθώσουν τις μακροχρόνιες ελλείψεις των πλαισίων τους που αφορούν τη συγκεντρωτική καταγραφή στοιχείων για τους κινδύνους και την υποβολή σχετικών αναφορών και να ευθυγραμμίσουν τις πρακτικές τους με τις εποπτικές προσδοκίες. Εάν οι τράπεζες δεν ανταποκριθούν στις εποπτικές προσδοκίες, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στη λήψη μέτρων κλιμάκωσης.

Η πρόοδος όσον αφορά την αντιμετώπιση μακροχρόνιων ελλείψεων στα πλαίσια που αφορούν τη συγκεντρωτική καταγραφή στοιχείων για τους κινδύνους και την υποβολή σχετικών αναφορών παραμένει ανεπαρκής. Σημαντικός αριθμός εποπτευόμενων οντοτήτων εξακολουθεί να μην συμμορφώνεται πλήρως με τις εποπτικές προσδοκίες και τις αρχές σχετικά με την αποτελεσματική συγκεντρωτική καταγραφή στοιχείων για τους κινδύνους και την υποβολή σχετικών αναφορών που έχει διατυπώσει η Επιτροπή Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας. Η SREP του 2024, η στοχευμένη αξιολόγηση των ικανοτήτων συγκεντρωτικής καταγραφής στοιχείων για τους κινδύνους και υποβολής σχετικών αναφορών και η επιτόπια επιθεώρηση κατέδειξαν αδυναμίες όσον αφορά α) τη συμμετοχή και την εμπειρογνωμοσύνη των διοικητικών οργάνων, β) την πληρότητα των πλαισίων που αφορούν τη συγκεντρωτική καταγραφή στοιχείων για τους κινδύνους και την υποβολή σχετικών αναφορών, γ) την επάρκεια της αρχιτεκτονικής δεδομένων και των υποδομών ΤΠ, δ) τα σύνθετα και κατακερματισμένα συστήματα ΤΠ και (v) τη διαχείριση της ποιότητας των δεδομένων.

Σύμφωνα με τις περυσινές εποπτικές προτεραιότητες, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα εντείνει τις προσπάθειές της προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι εποπτευόμενες οντότητες συμμορφώνονται με τις εποπτικές προσδοκίες που ορίζονται στον οδηγό με τίτλο «Guide on effective risk data aggregation and risk reporting». Οι εποπτικές αρχές θα εντείνουν περαιτέρω την πίεση στις τράπεζες που αποτυγχάνουν να διορθώσουν τις ανεπάρκειες εντός των καθορισμένων προθεσμιών, αξιοποιώντας πλήρως την εποπτική εργαλειοθήκη κλιμάκωσης (συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων) ανάλογα με την περίπτωση.[28] Αυτή η στρατηγική διόρθωσης θα λαμβάνει υπόψη τις επιμέρους συνθήκες των τραπεζών και θα προσαρμόζεται στον ουσιώδη χαρακτήρα των ανεπίλυτων ελλείψεών τους, στη θέση τους στον κύκλο διόρθωσης και στις επιδόσεις τους ως προς την αντιμετώπιση των προβληματισμών από την πλευρά της εποπτείας. Οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν επίσης τη στοχευμένη αξιολόγηση των ικανοτήτων συγκεντρωτικής καταγραφής στοιχείων για τους κινδύνους και υποβολής σχετικών αναφορών και θα διενεργούν στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις, σε στενή συνεργασία με τις τράπεζες όταν εντοπίζονται ελλείψεις.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για αυτές τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Εργασίες σε συνέχεια της στοχευμένης αξιολόγησης των πρακτικών που αφορούν τη συγκεντρωτική καταγραφή στοιχείων για τους κινδύνους και την υποβολή σχετικών αναφορών και της συμμόρφωσης με τις εποπτικές προσδοκίες όπως καθορίζονται στον οδηγό με τίτλο «Guide on effective risk data aggregation and risk reporting» και διόρθωση των ευρημάτων που είχαν εντοπιστεί στο παρελθόν, αξιοποιώντας πλήρως τα διαθέσιμα εργαλεία κλιμάκωσης, όπου απαιτείται.
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις που εξετάζουν πρωταρχικά ζητήματα διακυβέρνησης και υποδομών ΤΠ, δυνατότητες συγκεντρωτικής καταγραφής στοιχείων για τους κινδύνους και πρακτικές υποβολής αναφορών για τους κινδύνους.
  • Έκθεση διαχείρισης σχετικά με τη διακυβέρνηση δεδομένων και την ποιότητα δεδομένων (Management Report on Data Governance and Data Quality) – ετήσιο ερωτηματολόγιο προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα διοικητικά όργανα των τραπεζών είναι επαρκώς υπόλογα για την υποβολή εσωτερικών, χρηματοοικονομικών και εποπτικών αναφορών.

Προτεραιότητα 3: Οι τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν τις στρατηγικές τους για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και να αντιμετωπίσουν τις αναδυόμενες προκλήσεις που απορρέουν από τη χρήση νέων τεχνολογιών

Οι τράπεζες αντιμετωπίζουν πολλές διαρθρωτικές και πιο μακροπρόθεσμες τάσεις και ο ψηφιακός μετασχηματισμός είναι μία από αυτές. Οι τεχνολογικές εξελίξεις αναδιαμορφώνουν ταχέως πολλούς κλάδους, μεταξύ άλλων τον τραπεζικό τομέα, δημιουργώντας πολλές νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες, αλλά και νέες προκλήσεις και κινδύνους για τους κατεστημένους φορείς. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός αποτελεί πλέον προτεραιότητα για πολλές τράπεζες που επιδιώκουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές και είναι σημαντικό αυτές οι τράπεζες να διαθέτουν επαρκείς δικλίδες ασφαλείας για τον περιορισμό δυνητικών κινδύνων που απορρέουν από αυτές τις νέες επιχειρηματικές πρακτικές και τεχνολογίες. Σε αυτό το πλαίσιο, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει επίσης το δύσκολο τοπίο κυβερνοαπειλών, καθώς η πρόοδος στον τομέα του ψηφιακού μετασχηματισμού θα μπορούσε να υπονομεύσει την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα των τραπεζών. Μακροπρόθεσμα, ο ψηφιακός μετασχηματισμός αναμένεται να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα των τραπεζών, να ενισχύσει τα επιχειρηματικά τους μοντέλα και να τις καταστήσει πιο ανθεκτικές στον ανταγωνισμό που προέρχεται εκτός του τραπεζικού τομέα.

Η ταχεία πρόοδος που παρατηρείται στον τομέα της τεχνολογίας – όπως η εμφάνιση της δημιουργικής τεχνητής νοημοσύνης – και οι σημαντικές αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στην ανάπτυξη αυτής της τεχνολογίας στις τράπεζες (όπου η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, σε πλαίσια τόσο για σκοπούς προληπτικής εποπτείας όσο και για σκοπούς μη προληπτικής εποπτείας) απαιτούν δομημένη προσέγγιση. Οι αρχές τραπεζικής εποπτείας πρέπει να αναπτύξουν στοχευμένες στρατηγικές προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τις αντιδράσεις των τραπεζών στις διαρθρωτικές τάσεις που διαμορφώνουν το μέλλον του τομέα τους, όπως οι ψηφιακές πλατφόρμες, οι στρατηγικές συμπράξεις και η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προωθεί την επαρκή διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών του κλάδου.

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ανεπάρκειες όσον αφορά τις στρατηγικές για τον ψηφιακό μετασχηματισμό

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να ενισχύσουν τις στρατηγικές για τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και τα σχετικά σχέδια εκτέλεσης προκειμένου να μετριάσουν κατάλληλα τους υποκείμενους κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων που απορρέουν από τη χρήση νέων/προηγμένων τεχνολογιών, όπως οι υπηρεσίες υπολογιστικού νέφους και η τεχνητή νοημοσύνη.

Οι εποπτευόμενες οντότητες επωφελήθηκαν από τα πρωτοφανή υψηλά επίπεδα κερδοφορίας, κυρίως λόγω της στροφής από ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων σε θετικά επιτόκια, η οποία ενίσχυσε τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια. Οι τράπεζες αξιοποίησαν τα υψηλότερα εισοδήματα, κατορθώνοντας παράλληλα να περιορίσουν την αύξηση του κόστους, βελτιώνοντας έτσι την αποδοτικότητα ως προς το κόστος (όπως αντανακλάται στην πρόσφατη μείωση του λόγου κόστους/εσόδων). Ωστόσο, οι βελτιώσεις αυτές συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με εξωγενείς παράγοντες που σχετίζονται με το μακροχρηματοπιστωτικό περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν οι τράπεζες, ενώ εξακολουθούν να υφίστανται διαρθρωτικές προκλήσεις που σχετίζονται με τα επιχειρηματικά μοντέλα των τραπεζών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εποπτευόμενες οντότητες μπορεί να ενθαρρυνθούν να αξιοποιήσουν αυτά τα έκτακτα κέρδη για να προωθήσουν περαιτέρω τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και να βελτιώσουν το πλαίσιο επιχειρησιακής ανθεκτικότητάς τους.

Τα τελευταία χρόνια, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έχει θέσει ως προτεραιότητα την αξιολόγηση των κινδύνων που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό του τραπεζικού τομέα. Οι εποπτικές δραστηριότητες, όπως οι πληροφορίες που συλλέγονται από τις αγορές, οι στοχευμένες αξιολογήσεις και οι επιτόπιες επιθεωρήσεις, της επέτρεψαν να καταγράψει τις ορθές πρακτικές των τραπεζών και να εντοπίσει σημαντικές πτυχές για την καθοδήγηση του ψηφιακού μετασχηματισμού με βιώσιμο τρόπο, ορθή διακυβέρνηση και επίγνωση των κινδύνων. Τον Ιούλιο του 2024 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ δημοσίευσε έκθεση σχετικά με τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης και τις ορθές πρακτικές στον τομέα του ψηφιακού μετασχηματισμού,[29] παρέχοντας στις εποπτικές αρχές τα θεμέλια που χρειάζονται για τη θέσπιση ενός ολιστικού πλαισίου αξιολόγησης για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Όσον αφορά το μέλλον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει τις προσπάθειές της σε αυτόν τον τομέα, διενεργώντας στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις και επανεξετάσεις με έμφαση σε βασικές τεχνολογίες, περιπτώσεις χρήσης και επιχειρηματικούς τομείς, με σκοπό να εμβαθύνει περαιτέρω την κατανόησή της και να συνεχίσει να βελτιώνει την εποπτική της προσέγγιση. Οι εποπτικές αρχές θα συνεργαστούν με τις τράπεζες προκειμένου να αναλάβουν περαιτέρω ενέργειες σε ό,τι αφορά τα ευρήματά τους, ακολουθώντας μια σαφώς καθορισμένη προσέγγιση κλιμάκωσης.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για αυτές τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Στοχευμένες δραστηριότητες με έμφαση στον αντίκτυπο των ψηφιακών δραστηριοτήτων των τραπεζών στα επιχειρηματικά μοντέλα/στις στρατηγικές τους και στους κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών.
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, οι οποίες εξετάζουν πτυχές των στρατηγικών των τραπεζών που σχετίζονται τόσο με τις τεχνολογίες πληροφορικής όσο και με τα επιχειρηματικά μοντέλα.

2.3 Περαιτέρω εποπτικές δραστηριότητες και περαιτέρω ενέργειες για προηγούμενες προτεραιότητες

Πέραν των εποπτικών προτεραιοτήτων που παρουσιάζονται για την περίοδο 2025-27, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να διενεργεί άλλες τακτικές και έκτακτες δραστηριότητες.

Δραστηριότητες για περαιτέρω διορθωτικές ενέργειες στο πλαίσιο τακτικού εποπτικού έργου

Καθώς διενεργήθηκαν εκτεταμένες εποπτικές αξιολογήσεις τα προηγούμενα έτη, ορισμένες προηγούμενες προτεραιότητες έχουν πλέον φθάσει σε ώριμο στάδιο, όπου το επίκεντρο του εποπτικού έργου μετατοπίζεται από τον εντοπισμό βασικών ευπαθειών στην ουσιαστική διόρθωση των αντίστοιχων ευρημάτων. Στην παρούσα ενότητα εξετάζεται η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια και επισημαίνονται οι τομείς στους οποίους εξακολουθεί να απαιτείται προσοχή και οι οποίοι θα αποτελέσουν αντικείμενο περαιτέρω παρακολούθησης μέσω τακτικών εποπτικών δραστηριοτήτων.

Την τελευταία τριετία, οι εποπτικές αρχές επικεντρώθηκαν στα πλαίσια διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανθεκτικότητα των χαρτοφυλακίων που είναι πιο ευαίσθητα στη μακροχρηματοπιστωτική κατάσταση ή/και εκτίθενται στον κίνδυνο αναχρηματοδότησης, όπως τα χαρτοφυλάκια οικιστικών και εμπορικών ακινήτων. Ως εκ τούτου, οι τράπεζες έχουν βελτιώσει την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο έντονης αύξησης του αριθμού των οφειλετών σε δυσχέρεια στα χαρτοφυλάκια ακινήτων. Ωστόσο, ορισμένες τράπεζες έχουν ακόμα να κάνουν αρκετό έργο προκειμένου, για παράδειγμα, να συμμορφωθούν πλήρως με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με τη χορήγηση και την παρακολούθηση των δανείων, να λάβουν επαρκώς υπόψη τους κινδύνους αναχρηματοδότησης των δανειοληπτών και να επικαιροποιήσουν εγκαίρως τις αποτιμήσεις των εξασφαλίσεων. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές συνέχισαν να διενεργούν ελέγχους στα εσωτερικά υποδείγματα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα ευρημάτων και μέτρων σε σχέση με τα υποδείγματα βάσει εσωτερικών διαβαθμίσεων.

Η στοχευμένη αξιολόγηση της διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου που διενεργήθηκε το 2022 και οι διάφορες επιτόπιες επιθεωρήσεις που διενεργήθηκαν τα τελευταία χρόνια εντόπισαν ουσιώδεις ευπάθειες στις πρακτικές διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών (ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, διαδικασία διαχείρισης της αθέτησης υποχρεώσεων και τεκμηρίωση κ.λπ.). Σε συνέχεια αυτής της στοχευμένης αξιολόγησης, οι εν λόγω τράπεζες παρουσίασαν στοχευμένα σχέδια δράσης καθορίζοντας προθεσμία για οριστική διόρθωση στο τέλος του 2025. Επιπλέον, τον Οκτώβριο του 2023 η ΕΚΤ δημοσίευσε έγγραφο κατευθύνσεων σχετικά με τις ορθές πρακτικές όσον αφορά τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου.[30]

Σημαντικό εποπτικό έργο πραγματοποιήθηκε επίσης το 2024 για την αντιμετώπιση των ελλείψεων στα πλαίσια διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού (asset and liability management – AALM). Διενεργήθηκαν στοχευμένες αξιολογήσεις που εξέτασαν τις ικανότητες σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης για τη ρευστότητα και βελτιστοποίησης των εξασφαλίσεων, τη σκοπιμότητα των σχεδίων χρηματοδότησης, τη διακυβέρνηση και τις στρατηγικές των πλαισίων διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού, καθώς και τους κινδύνους επιτοκίου και πιστωτικών περιθωρίων. Αυτές οι αξιολογήσεις οδηγήσαν στην αναγνώριση ανεπαρκειών μεταξύ άλλων σε ό,τι αφορά α) την αξιολόγηση των εξασφαλίσεων και τη ρευστοποίηση (έλλειψη στοιχείων σχετικά με την επιλεξιμότητα εξασφάλισης στην κεντρική τράπεζα, υπερβολικά αισιόδοξος χρόνος για τη ρευστότητα κ.λπ.), β) παραδοχές που χρησιμοποιούνται στις προβολές κατάρτισης υποδειγμάτων για καταθέσεις (υπερβολικά αισιόδοξη μελλοντική αύξηση των καταθέσεων, εξάρτηση από απλοποιημένες παραδοχές για την κατάρτιση υποδειγμάτων, κ.λπ), γ) διαδικασίες που αφορούν τον δοκιμαστικό εκ των υστέρων έλεγχο (back-testing), την επικύρωση και την αναπροσαρμογή πλαισίων διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού (διακυβέρνηση δεδομένων, προσαρμοστικότητα πληροφοριακών συστημάτων, προσαρμογή των ορίων σε δηλώσεις σχετικά με τη διάθεση ανάληψης κινδύνου, κ.λπ.).

Η αντιμετώπιση των ανεπαρκειών στη λειτουργία των διοικητικών οργάνων των τραπεζών αποτελεί εποπτική προτεραιότητα από το 2020. Οι εποπτικές δραστηριότητες (οι οποίες περιλαμβάνουν στοχευμένες αξιολογήσεις της αποτελεσματικότητας και της διαφορετικότητας των διοικητικών οργάνων, επιτόπιες επιθεωρήσεις και ετήσιες ασκήσεις συλλογής δεδομένων) αποκάλυψαν βασικές αδυναμίες και χαρτογράφησαν την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς την αντιμετώπισή τους. Παρά την κάποια πρόοδο στον τομέα της διαφορετικότητας, ορισμένες τράπεζες εξακολουθούν να παρουσιάζουν αδυναμίες όσον αφορά τη συλλογική καταλληλότητα (μεταξύ άλλων όσον αφορά την εμπειρογνωμοσύνη σε ΤΠ και την ανεξαρτησία των διοικητικών οργάνων), τον σχεδιασμό διαδοχής καθώς και τη λειτουργία και τη σύνθεση των επιτροπών. Τα στοιχεία από αυτή την ανάλυση λήφθηκαν υπόψη στην επικαιροποίηση του οδηγού της ΕΚΤ σχετικά με τη διακυβέρνηση και την κουλτούρα κινδύνου, που πρόκειται να δημοσιευθεί στις αρχές του 2025 και παρουσιάζει τις εποπτικές προσδοκίες για τις τράπεζες.

Σε ό,τι αφορά το μέλλον, οι εποπτικές αρχές θα επικεντρωθούν στην ενοποίηση και τη διόρθωση των υφιστάμενων ευρημάτων στους παραπάνω τομείς, με σκοπό να διασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με τις εποπτικές και κανονιστικές προσδοκίες. Οι εποπτικές αρχές θα αναλάβουν περαιτέρω ενέργειες σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα των εποπτικών δραστηριοτήτων και θα συνεργαστούν με τις αντίστοιχες τράπεζες σε επιμέρους βάση προκειμένου να αντιμετωπιστούν εκκρεμή ζητήματα (ιδίως μακροχρόνια ζητήματα). Εάν οι προσπάθειες διόρθωσης δεν είναι έγκαιρες ή επαρκείς, οι εποπτικές αρχές μπορεί να χρησιμοποιήσουν στρατηγικές κλιμάκωσης, αξιοποιώντας πλήρως την εποπτική εργαλειοθήκη που έχουν στη διάθεσή τους, εφόσον χρειαστεί.

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα 2024

Ταχυδρομική διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Germany
Τηλ.: +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος: www.bankingsupervision.europa.eu

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς εφόσον αναφέρεται η πηγή.

Για την εξειδικευμένη ορολογία, μπορείτε να συμβουλευθείτε το γλωσσάριο του ΕΕΜ (διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά).

HTML ISBN 978-92-899-6906-2, ISSN 2599-8463, doi:10.2866/3461345 QB-01-24-029-EL-Q


  1. Βλ. "Aggregated results of the 2024 SREP", ECB, December 2024.

  2. Βλ. "Μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Eυρωσυστήματος για τη ζώνη του ευρώ" ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2024

  3. Βλ. "Μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Eυρωσυστήματος για τη ζώνη του ευρώ" ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2024.

  4. Βλ. "Μακροοικονομικές προβολές εμπειρογνωμόνων του Eυρωσυστήματος για τη ζώνη του ευρώ", ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2024.

  5. Βλ. "Financial Stability Review", ECB, November 2024.

  6. Βλ. τη δήλωση νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ της 12ης Δεκεμβρίου 2024.

  7. Βλ. "Economic Bulletin", Issue 7, ECB, 2024.

  8. Βλ. "Sustainable finance: from ‘eureka!’ to action", κεντρική ομιλία του Frank Elderson στο Συμπόσιο με τίτλο "Sustainable Finance Lab Symposium on Finance in Transition", 4 Οκτωβρίου 2024.

  9. Βλ. "Financial Stability Review", ECB, November 2024.

  10. Βλ. "Same same but different: credit risk provisioning under IFRS 9", Working Paper Series, No 2841, ECB, 2023.

  11. Βλ. "IFRS 9 overlays and model improvements for novel risks", ECB, July 2024.

  12. Βλ. "Aggregated results of the 2024 SREP", ECB, December 2024.

  13. Βλ. επίσης την Ενότητα 2.3 για πληροφορίες σχετικά με άλλες προγραμματισμένες και συνεχιζόμενες εποπτικές δραστηριότητες σε σχέση με τον πιστωτικό κίνδυνο.

  14. Βλ. τη συνέντευξη της Anneli Tuominen στην εφημερίδα Börsen-Zeitung στις 21 Νοεμβρίου 2023.

  15. Βλ. "Global Financial Stability Report", IMF, April 2024.

  16. Βλ. "Rise in outsourcing calls for attention", Supervision Newsletter, ECB, February 2024.

  17. Βλ. "Global Financial Stability Report", IMF, April 2024.

  18. Βλ. "Aggregated results of the 2024 SREP", ECB, December 2024.

  19. Βλ. "Rise in outsourcing calls for attention", Supervision Newsletter, ECB, February 2024.

  20. Βλ. "Global rifts and financial shifts: supervising banks in an era of geopolitical instability", κεντρική ομιλία της Claudia Buch στο όγδοο ετήσιο συνέδριο του ΕΣΣΚ με τίτλο «New Frontiers in Macroprudential Policy», 26 Σεπτεμβρίου 2024.

  21. Βλ. "Η ΕΚΤ ολοκληρώνει την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σχετικά με την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών", δελτίο Τύπου, ΕΚΤ, 26 Ιουλίου 2024.

  22. Βλ. "Net-Zero Tracker"(δείκτης παρακολούθησης μηδενικών εκπομπών) του MSCI Sustainability Institute.

  23. Βλ. "Risks from misalignment of banks’ financing with the EU climate objectives", ECB, January 2024.

  24. Βλ. "Failing to plan is planning to fail’ – why transition planning is essential for banks", The Supervision Blog, ECB, 23 January 2024.

  25. Όπως καθορίζεται στον "Οδηγό σχετικά με τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους", ΕΚΤ, Νοέμβριος 2020.

  26. Βλ. επίσης "You have to know your risks to manage them – banks’ materiality assessments as a crucial precondition for managing climate and environmental risks", The Supervision Blog, ECB, 8 May 2024, και "Nature-related risk: legal implications for central banks, supervisors and financial institutions", κεντρική ομιλία του Frank Elderson στο Νομικό Συνέδριο του ΕΣΚΤ 2024, 6 Σεπτεμβρίου 2024.

  27. Βλ. "ESG data quality: Pillar 3 disclosures in focus", Supervision Newsletter, ECB, February 2024.

  28. Βλ. "Risk data aggregation and risk reporting: ramping up supervisory effectiveness", The Supervision Blog, ECB, 15 March 2024.

  29. Βλ. "Digitalisation: key assessment criteria and collection of sound practices", ECB, 2024.

  30. Βλ. "Sound practices in counterparty credit risk governance and management", ECB, October 2023.

Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων