Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης είναι το όργανο της ΕΚΤ που επανεξετάζει τις εποπτικές αποφάσεις της. Αίτημα επανεξέτασης μπορεί να υποβάλει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο επηρεάζεται άμεσα από εποπτική απόφαση της ΕΚΤ. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης είναι ανεξάρτητοι εξωτερικοί εμπειρογνώμονες που διορίζονται για πενταετή θητεία, η οποία μπορεί να ανανεωθεί μόνο μία φορά. Στο παρόν έγγραφο περιγράφεται η διαδικασία επανεξέτασης και παρουσιάζονται τα κυριότερα ζητήματα και ερωτήματα που αντιμετώπισε το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης τα πρώτα δέκα έτη της λειτουργίας του (Σεπτέμβριος 2014-Σεπτέμβριος 2024).
1 Η διαδικασία επανεξέτασης που διενεργείται από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης
Η διαδικασία επανεξέτασης που διενεργείται από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης διέπεται από τον κανονισμό ΕΕΜ (την κύρια νομοθετική πράξη σχετικά με τα καθήκοντα της ΕΚΤ στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας) και την απόφαση για το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης (τη νομική πράξη της ΕΚΤ σχετικά με την ίδρυση αυτού του οργάνου). Και οι δύο νομοθετικές πράξεις ορίζουν ότι τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης και οι δύο αναπληρωτές του πρέπει να ενεργούν ανεξάρτητα και με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης πρέπει να εκδώσει γνώμη εντός δύο μηνών από την παραλαβή πλήρους αιτήματος επανεξέτασης, εκτός εάν κριθεί ότι το αίτημα είναι προδήλως απαράδεκτο[1]. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης επανεξετάζει τη διαδικαστική και ουσιαστική συμμόρφωση της προσβαλλόμενης απόφασης προς τον κανονισμό ΕΕΜ. Λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης, το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ υποβάλλει νέα απόφαση στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ. Η νέα αυτή απόφαση μπορεί να καταργεί την προσβαλλόμενη απόφαση, να την αντικαθιστά με τροποποιημένη απόφαση ή να την αντικαθιστά με απόφαση που έχει πανομοιότυπο περιεχόμενο με την προσβαλλόμενη απόφαση.
1.1 Ποιος μπορεί να προσβάλει μια απόφαση ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης;
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης κλήθηκε να εξετάσει αιτήματα επανεξέτασης τα οποία υποβλήθηκαν από πιστωτικά ιδρύματα και άλλες οντότητες ή φυσικά πρόσωπα, όπως μέτοχοι, διευθυντικά στελέχη ή υποψήφιοι αγοραστές ειδικής συμμετοχής σε πιστωτικό ίδρυμα. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης και των δικαστηρίων της Ένωσης η πρώην διοίκηση μιας τράπεζας μπορεί να ζητήσει να επανεξεταστεί η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της[2], ωστόσο σχετικό αίτημα που υπέβαλαν μέτοχοι δεν κρίθηκε παραδεκτό.
1.2 Εμπιστευτικότητα της διαδικασίας επανεξέτασης που διενεργείται από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης
Η διαδικασία επανεξέτασης που διενεργείται από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης είναι εμπιστευτική, σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 2 της απόφασης για το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης.
Παρότι το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης δεν δημοσιοποιεί τις γνώμες του, μέρη της επιχειρηματολογίας του μπορούν να δημοσιοποιηθούν στο κοινό σε περίπτωση αντιδικίας ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Οι υποθέσεις επανεξέτασης και ορισμένα τμήματα των γνωμών του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης μπορεί να δημοσιοποιηθούν, σε περίπτωση που το Δικαστήριο αναφερθεί σε αυτές σε μεταγενέστερες δικαστικές διαδικασίες. Το Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης όταν αποφαίνεται επί της υπόθεσης ενώπιόν του.
Οι αιτούντες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τυχόν δεύτερη απόφαση της ΕΚΤ που λαμβάνεται μετά τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης αντικαθιστά την πρώτη απόφαση και, γενικά, όλες οι δικαστικές διαδικασίες που κινήθηκαν κατά της αρχικής απόφασης μπορεί να θεωρηθούν μη παραδεκτές[3]. Ο αιτών που προσβάλλει την απόφαση που εκδόθηκε μετά τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης θα πρέπει να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτημα επανεξέτασης της δεύτερης απόφασης που εκδόθηκε μετά τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης. Ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, είναι πιθανό ο αιτών να έχει επίσης συμφέρον να προσβάλει και την αρχική απόφαση.
Η Ενότητα 2.11 παρουσιάζει συνοπτικά τις υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου στις οποίες αναφέρεται επανεξέταση από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης.
1.3 Ποια είναι η διαδικασία επανεξέτασης που εφαρμόζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης;
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης διενεργεί επανεξέταση έπειτα από αίτηση που υποβάλλει οποιοδήποτε πρόσωπο ή νομική οντότητα επηρεάζεται άμεσα από εποπτική απόφαση της ΕΚΤ. Η αίτηση αυτή, η οποία αποκαλείται αίτηση επανεξέτασης, πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους τους οποίους επικαλείται ο αιτών για να στηρίξει τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΚΤ δεν συμμορφώνεται διαδικαστικά ή/και ουσιαστικά προς τον κανονισμό ΕΕΜ.
Δεν υπάρχει, κατ’ αρχήν, αντίστοιχο γραπτό υπόμνημα αντίκρουσης του ισχυρισμού από την ΕΚΤ. Ωστόσο, κατά την επανεξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης μπορεί να εξετάσει τον συνημμένο στην προσβαλλόμενη πράξη πίνακα παρατηρήσεων –ο πίνακας παρουσιάζει τις παρατηρήσεις του αποδέκτη της απόφασης κατά το στάδιο της ακρόασης και τον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκαν από την ΕΚΤ[4]– για να διαπιστωθεί τι είχε ήδη συζητηθεί κατά τη διοικητική διαδικασία. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης μπορεί να εξετάσει με ποιον τρόπο η ΕΚΤ αξιολόγησε τις παρατηρήσεις του αιτούντος και απάντησε σε αυτές κατά το στάδιο της ακρόασης με αποτέλεσμα την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτό βασίζεται στο διευρυμένο πεδίο της επανεξέτασης που διενεργείται από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης, το οποίο του επιτρέπει να εξετάζει τόσο τους λόγους στους οποίους βασίζεται ο αιτών, όπως περιγράφονται στην αίτηση επανεξέτασης, όσο και κάθε πιθανή παράβαση ουσιωδών διαδικαστικών απαιτήσεων[5].
Σε πολλές περιπτώσεις, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης έχει θεωρήσει ότι η διεξαγωγή ακρόασης είναι απαραίτητη για τη δίκαιη αξιολόγηση της αίτησης επανεξέτασης. Στη διάρκεια της ακρόασης, τόσο ο αιτών όσο και η ΕΚΤ μπορούν να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους και το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης μπορεί να υποβάλει ερωτήσεις. Η ακρόαση παρέχει μια ακόμη ευκαιρία στον αιτούντα και την ΕΚΤ να παρουσιάσουν τις θέσεις τους.
Αφού λάβει δεόντως υπόψη τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ενώπιον του, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης ολοκληρώνει την αξιολόγησή του εκδίδοντας γνώμη και προτείνει στο Εποπτικό Συμβούλιο μια πορεία δράσης, την οποία το Εποπτικό Συμβούλιο πρέπει να λάβει υπόψη και μπορεί να την ακολουθήσει ή όχι[6].
1.4 Αναγνώριση του ρόλου του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης
Η υπόθεση L-Bank[7] ήταν η πρώτη επανεξέταση που οδήγησε σε αντιδικία μετά την έκδοση γνώμης από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης. Το Γενικό Δικαστήριο και, σε διαδικασία αίτησης αναίρεσης, το Δικαστήριο έλαβαν υπόψη τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης όταν αξιολόγησαν κατά πόσον η αιτιολογία της απόφασης της ΕΚΤ που εκδόθηκε μετά τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης ήταν επαρκής. Σύμφωνα με τα δικαστήρια της Ένωσης, στον βαθμό που η προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΚΤ συμφωνεί με την πρόταση που περιέχεται στη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης, η απόφαση αποτελεί επέκταση της εν λόγω γνώμης και οι επεξηγήσεις που περιλαμβάνονται σε αυτήν μπορεί να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης είναι επαρκής. Στην υπόθεση L-Bank αναγνωρίστηκε ρητά ο ρόλος του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης, κάτι που επαναλήφθηκε στη συνέχεια και σε επόμενες αποφάσεις. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η απόφαση Arkéa του Γενικού Δικαστηρίου το 2017[8] , η οποία εκδόθηκε μετά από άλλη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης και επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο το 2019.
2 Ζητήματα που εξετάζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης
Από την ίδρυσή του το 2014, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης έχει επανεξετάσει πολυάριθμες αποφάσεις της ΕΚΤ για ποικίλα ζητήματα. Ορισμένα ζητήματα που αξίζει να αναφερθούν αφορούν, μεταξύ άλλων, τον σημαντικό χαρακτήρα των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους σκοπούς του ΕΕΜ, την περίμετρο της ενοποιημένης εποπτείας, τις παραβάσεις των κανόνων προληπτικής εποπτείας (π.χ. όρια μεγάλων ανοιγμάτων), τους κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης, την εξουσία λήψης εποπτικών μέτρων βάσει της εθνικής νομοθεσίας, τη συμμόρφωση με τις εποπτικές απαιτήσεις, την ανάκληση άδειας λειτουργίας τράπεζας, τις διοικητικές κυρώσεις (συμπεριλαμβανομένης της ανωνυμοποίησης κυρώσεων από την ΕΚΤ), τα διοικητικά μέτρα που προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο (αντισταθμιστικοί τόκοι), την απόκτηση ειδικών συμμετοχών, τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτούμενων κανονιστικών κεφαλαίων[9] και τις επιτόπιες επιθεωρήσεις. Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης είχε τη δυνατότητα να θεσπίζει τη δική του νομολογία, στοιχεία της οποίας παρατίθενται παρακάτω.
2.1 Αιτιολόγηση των εποπτικών μέτρων
Ένα ζήτημα που επαναλαμβάνεται στις γνώμες του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης είναι η ανάγκη να αιτιολογούνται επαρκώς από την ΕΚΤ οι αποφάσεις της κατά τρόπο κατανοητό για τον διάδικο που αμφισβητεί την απόφαση. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης περιλαμβάνει στις γνώμες του μια τυποποιημένη δήλωση σχετικά με την ανάγκη να παρέχεται μια πιο εκτεταμένη αιτιολόγηση όσο πιο διεισδυτική είναι η απόφαση:
«Τα μέτρα διακριτικής ευχέρειας που λαμβάνει η ΕΚΤ πρέπει να είναι συνεπή και αναλογικά. Όσο πιο παρεμβατικά είναι τα μέτρα, τόσο περισσότερη αιτιολόγηση απαιτείται στο σκεπτικό».[10]
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης έχει επιμείνει ότι μια απόφαση της ΕΚΤ «σέβεται το επιχειρηματικό μοντέλο και τις ιδιαιτερότητες του πιστωτικού ιδρύματος» και έχει υποστηρίξει ότι «προκειμένου οι εποπτικές αποφάσεις να είναι αποτελεσματικές και να θεωρούνται θεμιτές, θα πρέπει να παρέχεται επαρκής αιτιολόγηση», ενώ για ένα εποπτικό μέτρο παρεμβατικής φύσης «η αιτιολόγηση είναι ακόμη πιο σημαντική» και θα πρέπει να προχωρά «πέραν της απλής προσφυγής στον νόμο και να εξηγεί την ανάγκη για έκδοση απόφασης από τη σκοπιά της προληπτικής εποπτείας».
2.2 Συμμόρφωση του μέτρου με την αρχή της αναλογικότητας
Το προηγούμενο ζήτημα συνδέεται στενά με τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε η αρχή της αναλογικότητας στις γνώμες του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης, δεδομένου ότι η αρχή αυτή θα πρέπει να διέπει όλες τις ενέργειες των θεσμικών οργάνων της ΕΕ. Η αναλογικότητα επανήλθε ως ζήτημα σε πολλές διαδικασίες επανεξέτασης. Σε μια από τις πρώτες γνώμες του, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης ζήτησε από την ΕΚΤ να παράσχει εκτενή επιχειρηματολογία σχετικά με την αναλογικότητα της απόφασής της και να εξετάσει συγκεκριμένα τον αντίκτυπο που ο αιτών ισχυριζόταν ότι θα είχε η εν λόγω απόφαση.
Η αξιολόγηση του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης σχετικά με την αναλογικότητα των μέτρων της ΕΚΤ, όταν αυτή αμφισβητείται από τους αιτούντες, είναι ιδιαίτερα δύσκολη στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η ΕΚΤ διαθέτει διακριτική ευχέρεια. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης θεωρεί ότι όταν η ΕΚΤ ασκεί ούτως ή άλλως αυτήν τη διακριτική ευχέρεια, θα πρέπει να αξιολογεί και να εξηγεί την αναλογικότητα των μέτρων της. Η αρχή της αναλογικότητας εξετάστηκε επίσης σε σχέση με τις προθεσμίες συμμόρφωσης με εντολή ή αίτημα της ΕΚΤ.
Σε μια συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία η εθνική νομοθεσία όρισε ένα κατ’ αποκοπή ποσό που πρέπει να επιβάλλεται στα πιστωτικά ιδρύματα σε περίπτωση παραβίασης των ορίων για τα μεγάλα ανοίγματα, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, κατά την εφαρμογή της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας, η ΕΚΤ δεν μπορούσε απλώς να βασιστεί σε αυτά τα κατ’ αποκοπή ποσά, αλλά ήταν υποχρεωμένη να αιτιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο εφάρμοσε την αρχή της αναλογικότητας. Το Γενικό Δικαστήριο έλαβε δεόντως υπόψη τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όταν η ΕΚΤ είχε εκδώσει απόφαση που προέβλεπε την αυτόματη επιβολή αντισταθμιστικών τόκων, είχε βασιστεί σε παραδοχή που ήταν νομικά εσφαλμένη. Ως εκ τούτου, η εξέταση της αναλογικότητας της εφαρμογής της σχετικής εθνικής νομοθεσίας έπασχε από πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, δεδομένου ότι είχε ως αποτέλεσμα η ΕΚΤ να μην εξετάσει τις περιστάσεις της υπόθεσης[11]. Το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της ΕΚΤ.
2.3 Ερμηνεία του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων
Η απαίτηση αιτιολόγησης συνδέεται στενά με το ζήτημα που αφορά τον τρόπο ερμηνείας των όρων του ενιαίου εγχειριδίου κανόνων. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης έχει χρησιμοποιήσει αναφορές σε «έλλειψη κινήτρων» για να επισημάνει ότι μια απόφαση της ΕΚΤ βασίστηκε σε ερμηνεία χωρίς να εξηγείται για ποιον λόγο επιλέχθηκε και εφαρμόστηκε αυτή η ερμηνεία, ιδίως όταν αποκλίνει από τις επίσημες κατευθύνσεις των ρυθμιστικών φορέων. Παραδείγματα αποτελούν η ανάλυση που διενέργησε το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης στην ερμηνεία της ΕΚΤ για τον όρο «κοινός έλεγχος» στο πλαίσιο του άρθρου 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις (σε περιπτώσεις κυρίαρχης επιρροής ή ελέγχου), η αναλογική ενοποίηση που διέπεται από το άρθρο 26 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ σε περιπτώσεις κοινοπραξιών και το κριτήριο της «ακεραιότητας» στις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης ειδικών συμμετοχών στον χρηματοπιστωτικό τομέα[12] που εκδόθηκαν από τις Ευρωπαϊκές Εποπτικές Αρχές.
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης συχνά έρχεται αντιμέτωπο με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), ιδίως όσον αφορά τις απαιτήσεις καταλληλότητας για τα μέλη του διοικητικού οργάνου μιας τράπεζας (EBA/GL/2012/06), τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP) (EBA/GL/2014/13) και τη βαθμολόγηση των ιδρυμάτων ως «λοιπών συστημικώς σημαντικών ιδρυμάτων» (EBA/GL/2014/10). Οι προαναφερθείσες κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης ειδικών συμμετοχών (JC/GL/2016/01) περιλήφθηκαν επίσης στις διαβουλεύσεις του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης. Οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με την εκτίμηση της πιθανότητας αθέτησης, την εκτίμηση της ζημίας δεδομένης αθέτησης και την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων σε αθέτηση (EBA/GL/2017/16) έχουν συμβάλει σε ορισμένες αξιολογήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης. Τέλος, έχει γίνει αναφορά και στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 396 παράγραφος 3 του κανονισμού σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Regulation – CRR) (EBA/GL/2021/09). Όπως όλες οι αρμόδιες αρχές, η ΕΚΤ οφείλει να συμμορφώνεται με τις κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδει μια ρυθμιστική αρχή της ΕΕ και να αιτιολογεί τυχόν παρεκκλίσεις από αυτές.
2.4 Ανεπαρκής εναρμόνιση του εθνικού δικαίου
Οι διαφορές στους εθνικούς κανόνες για την εποπτεία έχουν αποτελέσει πρόκληση για την ΕΚΤ και το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης. Αυτό έχει αναφερθεί συγκεκριμένα στην Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για το 2015[13] και έχει επαναληφθεί στην Ετήσια Έκθεση της ΕΚΤ για το 2016[14]. Η κατάσταση της εθνικής «νομοθεσίας» ενίοτε αποτελεί επίσης ζήτημα διαφορετικών απόψεων, π.χ. όταν το επίμαχο ζήτημα είναι μια εγκύκλιος ή μια άλλη λιγότερο τυπική μέθοδος επικοινωνίας από εθνική αρχή.
2.5 Δικαιώματα υπεράσπισης σε περίπτωση ανάκλησης αδειών λειτουργίας: νομιμοποίηση των μετόχων και του διοικητικού συμβουλίου
Όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι μέτοχοι μιας τράπεζας δεν μπορούν να ενεργήσουν για την υπεράσπιση των συμφερόντων αυτής της τράπεζας (και έμμεσα των δικών τους συμφερόντων) υποβάλλοντας αίτηση επανεξέτασης. Το ζήτημα αυτό προέκυψε σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ενδιαφερόμενη οντότητα ήταν ήδη σε διαδικασία εκκαθάρισης ή η διοίκησή της είχε απολυθεί μέσω εκκαθάρισης ή διορισμού ειδικού διαχειριστή.
Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Trasta οδήγησε σε επανεξέταση από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης και σε μετέπειτα δικαστικές διαδικασίες των μετόχων εναντίον της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το Δικαστήριο, ανατρέποντας παλαιότερη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το παραδεκτό των μετόχων[13], έκρινε, σύμφωνα με την αρχική προσέγγιση του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης[14], να γίνει δεκτή η προσφυγή του αρχικά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου για λογαριασμό της τράπεζας και απέρριψε το παραδεκτό των μετόχων της τράπεζας να αμφισβητήσουν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της[15]. Ταυτόχρονα, σε διαφορετική υπόθεση στην οποία δεν προηγήθηκε επανεξέταση από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης, το Δικαστήριο τόνισε ότι οι εναπομένουσες εξουσίες εκπροσώπησης για το πρώην διοικητικό συμβούλιο ενδέχεται να μην εξακολουθούν να υφίστανται σε όλες τις περιπτώσεις. Σε αυτήν τη συγκεκριμένη περίπτωση, διορίστηκε αρμόδιο πρόσωπο για να εκπροσωπεί την τράπεζα και δεν υπήρξε αποδεδειγμένη σύγκρουση συμφερόντων που θα απέτρεπε αυτό το πρόσωπο από την εκπροσώπηση της τράπεζας. Επομένως, το δικαστήριο δεν αναγνώρισε ότι το πρώην διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπούσε την τράπεζα [16].
Στην υπόθεση της Nemea, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης έλαβε αίτημα επανεξέτασης που υπέβαλαν από κοινού τα διευθυντικά στελέχη και οι μέτοχοι της τράπεζας[17].
Σε μια άλλη υπόθεση που αφορούσε επίσης την ανάκληση της άδειας λειτουργίας μιας τράπεζας και την επανεξέταση από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης, το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την έλλειψη νομιμοποίησης των μετόχων να προσβάλουν την απόφαση της ΕΚΤ[18]. Η προσέγγιση αυτή συνάδει με τις διαπιστώσεις για έλλειψη νομιμοποίησης των μετόχων να αμφισβητήσουν τις αποφάσεις του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης περί μη εξυγίανσης στις υποθέσεις ABLV[19].
2.6 Νέες εξελίξεις και νέα πραγματικά περιστατικά
Ένα ιδιαίτερα δύσκολο ζήτημα είναι η εμφάνιση νέων εξελίξεων μετά την προσβολή της απόφασης ή νέων πραγματικών περιστατικών στη διάρκεια της διαδικασίας επανεξέτασης. Ενώ η διοικητική επανεξέταση πρέπει να αξιολογεί ότι η νομική πράξη είναι συμβατή με το νομικό πλαίσιο κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου μέτρου, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης δεν δίστασε να εξετάσει νέα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν στη διάρκεια της ακρόασης και δεν αγνόησε ουσιώδη μεταβολή της κατάστασης του αιτούντος. Όταν υπήρξε σχετική αλλαγή «στην πραγματική ζωή», το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης το αναγνώρισε και πρότεινε στο Εποπτικό Συμβούλιο να λάβει υπόψη αυτή την αλλαγή.
Όταν το Εποπτικό Συμβούλιο λάβει τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης, επανεξετάζει την υπόθεση και είναι αρμόδιο να λάβει υπόψη όλες τις σχετικές παραμέτρους, όπως επιβεβαιώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση Versobank[20].
2.7 Το δικαίωμα ακρόασης
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης έχει αποφανθεί ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται το ουσιαστικό δικαίωμα ακρόασης, θα πρέπει να συζητείται με την αιτούσα οντότητα το πλήρες πεδίο εφαρμογής ενός σχεδιαζόμενου εποπτικού μέτρου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος πριν από την οριστικοποίηση της απόφασης. Μετά τις τροποποιήσεις της απόφασης για το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης το 2023, έχει πλέον επιβεβαιωθεί ρητά ότι το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης μπορεί να εξετάζει κατά πόσον το δικαίωμα ακρόασης έγινε σεβαστό στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, ακόμη και όταν ο αιτών δεν κατάφερε να προβάλει αυτόν τον λόγο[21].
2.8 Ίσοι όροι ανταγωνισμού
Σε ορισμένες περιπτώσεις επανεξέτασης, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης αντιμετώπισε επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία απόφαση της ΕΚΤ δεν σεβάστηκε τους ίσους όρους ανταγωνισμού, καθώς η απόφαση θα επηρέαζε αρνητικά την αιτούσα οντότητα στην τραπεζική αγορά. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης αξιολόγησε αυτούς τους λόγους με βάση την αρχή της ισότητας και στο πλαίσιο του ρόλου της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ να προωθεί συνεπή πρότυπα προληπτικής εποπτείας σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης έχει υπογραμμίσει ότι, για τη διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού, η ΕΚΤ θα πρέπει να ασκεί τις εξουσίες προληπτικής εποπτείας που της έχουν ανατεθεί με συνεπή τρόπο σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη, σύμφωνα με όλες τις γενικές αρχές που θεσπίζει το νομικό πλαίσιο της Ένωσης.
2.9 Αναστολή της προσβαλλομένης απόφασης
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης αποφάνθηκε ότι μια έκτακτη κατάσταση όπως η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) θα μπορούσε να δικαιολογήσει –εξισορροπώντας τα σχετικά συμφέροντα– την αναστολή της εφαρμογής απόφασης προληπτικής εποπτείας της ΕΚΤ.
2.10 Κυρώσεις
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης εξέτασε διάφορα αιτήματα επανεξέτασης αποφάσεων της ΕΚΤ που επιβάλλουν κυρώσεις με τη μορφή χρηματικών ποινών. Ειδικότερα, οι αιτούντες αμφισβήτησαν την αναλογικότητα των επιβαλλόμενων κυρώσεων και κατά πόσον η ΕΚΤ είχε λάβει υπόψη της όλες τις κρίσιμες περιστάσεις. Σε μία συγκεκριμένη περίπτωση το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης έκρινε ότι η αρχή της αναλογικότητας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή των διαφόρων στοιχείων της μεθοδολογίας της ΕΚΤ για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων, μεταξύ άλλων κατά τον καθορισμό του βαθμού παράβασης και της σοβαρότητας της παράβασης. Αυτό οδήγησε το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης να προτείνει στην ΕΚΤ να τροποποιήσει την αρχική του απόφαση.
Σε ό,τι αφορά τη δημοσίευση κυρώσεων, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης θεώρησε ότι μια ανωνυμοποιημένη κύρωση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εάν η δημοσίευσή της ενδέχεται να έχει σημαντικές αρνητικές συνέπειες για τον αιτούντα. Η δημοσίευση σε ανωνυμοποιημένη μορφή διαπιστώθηκε ότι επιτρέπεται μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η δημοσίευση μιας απόφασης επιβολής κυρώσεων δεν αποτέλεσε ούτε ποινή καθεαυτή ούτε παρεπόμενο στοιχείο της ποινής, αλλά απαίτηση που επιβάλλεται από τον νομοθέτη με σκοπό να διασφαλιστεί το γενικό αποτρεπτικό αποτέλεσμα μιας κύρωσης με την ενημέρωση του κοινού. Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης θεώρησε ότι η αξιολόγηση του κατά πόσον η δημοσίευση θα προκαλούσε δυσανάλογη ζημία στον αιτούντα[22] θα περιοριζόταν στη διαπίστωση των πιθανών συνεπειών της δημοσίευσης. Η αξιολόγηση αυτή δεν επανεξέτασε τα στοιχεία που είχαν προηγουμένως θεωρηθεί ότι καθορίζουν την αναλογικότητα μιας ποινής. Τέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης θεώρησε ότι η αναλογικότητα της απόφασης για δημοσίευση της κύρωσης θα διασφαλιζόταν με την αξιολόγηση των εξαιρέσεων που προβλέπονται από τον νομοθέτη στο άρθρο 68 παράγραφος 2 της οδηγίας σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και στο άρθρο 132 παράγραφος 1 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, σύμφωνα με το οποίο θα πρέπει να γίνεται ανωνυμοποίηση. Την προσέγγιση αυτή υιοθέτησε και το Γενικό Δικαστήριο[23].
2.11 Επισκόπηση των επανεξετάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης που είναι δημόσια διαθέσιμες
Παρακάτω παρουσιάζονται συνοπτικά οι υποθέσεις του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης που έχουν υποβληθεί για περαιτέρω επανεξέταση στα δικαστήρια της Ένωσης. Αυτές οι υποθέσεις έχουν εγείρει διάφορα ζητήματα: ιδίως, την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τράπεζας σε συνδυασμό με το προκαταρκτικό ερώτημα που αφορά τη νομιμοποίηση μετόχου στις υποθέσεις Trasta (υπόθεση T-247/16 και T-698/16), Niemelä κ.λπ. κατά ΕΚΤ (υπόθεση T-321/17) και Ukrselhosprom PCF και Versobank κατά ΕΚΤ (υπόθεση T-351/18 και υπόθεση T-584/18). Θα πρέπει επίσης να αναφερθούν οι αποφάσεις για την L-Bank (υπόθεση C-450/17 P) σχετικά με τη σημαντικότητα, για την Arkéa (υπόθεση C-152/18 P και υπόθεση C-153/18 P), σχετικά με απόφαση SREP και την εύρεση ευρύτερων εξουσιών για την ΕΚΤ δυνάμει του άρθρου 16 του κανονισμού ΕΕΜ (υπόθεση T‑150/18 και υπόθεση T‑345/18). Οι υποθέσεις της Crédit Agricole (υπόθεση T-133/16 έως T-136/16) αφορούσαν τον συνδυασμό εκτελεστικών και μη εκτελεστικών αρμοδιοτήτων: το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα με το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης ακολουθώντας όμως ξεχωριστή συλλογιστική, όπως φαίνεται σε αυτήν την περίληψη. Η επιβολή κυρώσεων παραπέμφθηκε στο δικαστήριο στην υπόθεση VQ κατά ΕΚΤ (υπόθεση T-203/18), και πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό σχετικά με το πρόστιμο δείχνουν ότι η υπόθεση αφορά την Banco Sabadell, για την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης εξέδωσε γνώμη[24]. Οι υποθέσεις Sberbank (υπόθεση T-647/21 και T-99/22) αφορούν τους κανόνες που διέπουν την επιβολή από την ΕΚΤ αντισταθμιστικού τόκου – ένα μη εναρμονισμένο διοικητικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 65 παράγραφος 1 της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης εξέδωσε γνώμη για αρκετές υποθέσεις για τις οποίες η αίτηση δικαστικού ελέγχου δεν αναφέρει προηγούμενη διοικητική επανεξέταση ή για τις οποίες η διαδικασία είναι σε εξέλιξη χωρίς δικαστική απόφαση. Επομένως, αυτές οι επανεξετάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης δεν έχουν ακόμη δημοσιοποιηθεί.
Πίνακας 1
Επανεξετάσεις από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης που είναι δημόσια διαθέσιμες
Αριθμός υπόθεσης | Αντικείμενο | |
---|---|---|
1 | L-Bank (υποθέσεις T-122/15 και C-450/17 P) | Σημαντικός χαρακτήρας πιστωτικών ιδρυμάτων |
2 | Arkéa (υποθέσεις T‑712/15, T-52/16, C-152/18 P και C-153/18 P) | SREP |
3 | Crédit Agricole (υποθέσεις T-133/16, T-134/16 και T-135/16) | Συνδυασμός εκτελεστικών και μη εκτελεστικών καθηκόντων |
4 | Trasta (υποθέσεις T-247/16, T-698/16 και C-663/17 P, C-665/17 P και C-669/17 P) | Ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος |
5 | Niemelä κ.λπ. (υπόθεση T-321/17) | Ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος |
6 | BNP Paribas (υποθέσεις T-150/18 και T-345/18) | SREP |
7 | Ukrselhosprom PCF και Versobank (υποθέσεις T-351/18 και T-584/18) | Ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος |
8 | VQ (υπόθεση T-203/18). | Κυρώσεις |
9 | Sberbank (υποθέσεις T-647/21 και T-99/22 P) | Διοικητικά μέτρα |
10 | HKB (υπόθεση T-323/22) | Απόκτηση ειδικών συμμετοχών |
Πέραν των αποφάσεων των δικαστηρίων της Ένωσης, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης ανέφερε αυτά τα γενικά θέματα ως αντικείμενο αιτημάτων επανεξέτασης:
- περιπτώσεις που αφορούν τον «σημαντικό χαρακτήρα» (Ετήσια Έκθεση 2014)·
- εταιρική διακυβέρνηση·
- συμμόρφωση με τις εποπτικές απαιτήσεις·
- ανάκληση άδειας λειτουργίας (Ετήσια Έκθεση 2016, Ετήσια Έκθεση 2017, Ετήσια Έκθεση 2018 και Ετήσια Έκθεση 2019)·
- διοικητικές κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανωνυμοποίησης των αποφάσεων της ΕΚΤ (Ετήσια Έκθεση 2017 και Ετήσια Έκθεση 2019) ·
- απόκτηση ειδικών συμμετοχών (Ετήσια Έκθεση 2018 και Ετήσια έκθεση 2019)·
- εσωτερικά υποδείγματα (Ετήσια έκθεση 2019 και Ετήσια Έκθεση 2020)·
- επιτόπιες επιθεωρήσεις (Ετήσια Έκθεση 2020)·
- εξουσία λήψης εποπτικών μέτρων βάσει του εθνικού δικαίου (Ετήσια Έκθεση 2021).
Πίνακας 2
Αριθμός υποθέσεων που επανεξετάστηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης
Σύνολο* | 2024* | 2023 | 2022 | 2021 | 2020 | 2019 | 2018 | 2017 | 2016 | 2015 | 2014 | |
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Γνώμες του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης που οριστικοποιήθηκαν | 36 | - | 3 | 2 | 1 | 2 | 5** | 4 | 4 | 6 | 6 | 3 |
Γνώμες του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης που πρότειναν αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης με απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου | 17 | - | 3*** | - | - | 1 | 1 | 3 | 4 | 1 | 2 | 2 |
Γνώμες του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης που πρότειναν αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης με τροποποιημένη απόφαση ή με βελτίωση του σκεπτικού | 10 | - | - | 1 | - | - | 1 | 1 | - | 2 | 4 | 1 |
Γνώμες του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης που πρότειναν κατάργηση της προσβαλλόμενης απόφασης και αντικατάστασή της με νέα απόφαση | 1 | - | - | - | - | - | 1 | - | - | - | - | - |
Γνώμες του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης που πρότειναν κατάργηση της προσβαλλόμενης απόφασης | 1 | - | - | - | 1 | - | - | - | - | - | - | - |
Γνώμες του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης που απέρριψαν το αίτημα ως απαράδεκτο | 7 | - | - | 1 | - | 1 | 2 | - | - | 3 | - | - |
Ανάκληση αιτήματος | 7 | - | 1 | 1 | - | - | - | 1 | - | 1 | 2 | 1 |
Πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης για αναστολή | 1 | - | - | - | - | 1 | - | - | - | - | - | - |
Πηγή: ΕΚΤ.
* Η τελευταία ημερομηνία συμπερίληψης στοιχείων είναι η 31η Αυγούστου 2024.
* Μία γνώμη αφορούσε δύο αποφάσεις της ΕΚΤ.
** Σε μία από τις τρεις γνωμοδοτήσεις, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης πρότεινε στο Εποπτικό Συμβούλιο αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης με απόφαση που ορίζει τα ίδια εποπτικά μέτρα.
© Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, 2024
Ταχυδρομική διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Germany
Τηλ.: +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος: www.bankingsupervision.europa.eu
Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς εφόσον αναφέρεται η πηγή.
Τελευταία ημερομηνία για τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην παρούσα έκθεση: 31 Αυγούστου 2024.
Για την εξειδικευμένη ορολογία, μπορείτε να συμβουλευθείτε το γλωσσάριο του ΕΕΜ (διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά).
HTML ISBN 978-92-899-6800-3, doi:10.2866/831077 QB-09-24-609-EL-Q
Το άρθρο 11 παράγραφος 2 της απόφασης για το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης ορίζει ότι εάν το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης κρίνει το αίτημα επανεξέτασης προδήλως απαράδεκτο, μπορεί να κηρύξει το αίτημα επανεξέτασης απαράδεκτο εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της πλήρους αίτησης επανεξέτασης. Όταν η αίτηση επανεξέτασης κηρύσσεται απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 2, δεν εκδίδεται γνώμη σχετικά με την επανεξέταση.
Βλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-663/17 P, C-665/17 P και C-669/17 P, ECLI:EU:C:2019:923. Ωστόσο, ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις, ενδέχεται η πρώην διοίκηση της τράπεζας να μην εκπροσωπεί την τράπεζα κατά της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της τράπεζας, όπως προβλέπεται στην απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Pilatus Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ κ.λπ., υπόθεση C-256/22 P, ECLI:EU:C:2024:125.
Αυτό συνάγεται από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Ukrselhosprom PCF και Versobank κατά ΕΚΤ, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-351/18 και T-584/18, ECLI:EU:T:2021:669, και την απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Versobank AS και Ukrselhosprom PCF κατά ΕΚΤ κ.λπ., υπόθεση C-803/21 P, ECLI:EU:C:2023:630, καθώς και από τη διάταξη της 17ης Νοεμβρίου 2021, Fursin κ.λπ. κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-247/16 RENV και τη διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2021, Niemelä κ.λπ. κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-321/17, ECLI:EU:T:2021:942. Εντούτοις, θα πρέπει να τονιστεί ότι η γνώμη της γενικής εισαγγελέα Kokott στην έφεση που εκκρεμεί κατά της απόφασης στην υπόθεση T-321/17 (ECLI:EU:C:2023:935), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το συμφέρον ενός προσφεύγοντος να επιτύχει την εξάλειψη των άμεσων αρνητικών έννομων αποτελεσμάτων της αρχικής απόφασης, να λάβει η ΕΚΤ τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί με απόφαση που ακυρώνει την απόφαση αυτή –σύμφωνα με το άρθρο 266 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ– και να χρησιμοποιήσει την απόφαση αυτή ως βάση αγωγής αποζημίωσης, εξακολούθησε να υφίσταται παρότι η αρχική αυτή απόφαση είχε αντικατασταθεί από δεύτερη απόφαση που εκδόθηκε μετά τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης.
Σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, βλ. επίσης το άρθρο 22 του κανονισμού ΕΕΜ.
Βλ. το άρθρο 10 παράγραφος 2 της απόφασης για το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης.
«Το Εποπτικό Συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης» (άρθρο 24 παράγραφος 7 του κανονισμού ΕΕΜ)· «Η αξιολόγηση του Εποπτικού Συμβουλίου δεν περιορίζεται στην εξέταση των λόγων που επικαλέστηκε ο αιτών, όπως εκτίθενται στην αίτηση επανεξέτασης, αλλά μπορεί να λαμβάνει υπόψη για την πρόταση νέου σχεδίου απόφασης και άλλα στοιχεία» (άρθρο 17 παράγραφος 1 της απόφασης για το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης).
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου ήταν υπέρ της ΕΚΤ. Μεγαλύτερη σημασία έχει η εκ μέρους του Δικαστηρίου αναγνώριση του αποκλειστικού χαρακτήρα των εξουσιών προληπτικής εποπτείας της ΕΚΤ: απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-122/15, ECLI:EU:T:2017:337. Η απόφαση αυτή επιβεβαιώθηκε, σε διαδικασία αίτησης αναίρεσης, από το Δικαστήριο με την απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, υπόθεση C-450/17 P, ECLI:EU:C:2019:372. Επιπλέον, στην απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Ιουλίου 2019 (2 BvR 1685/14, 2 BvR2631/14), το γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο προέβη σε ερμηνεία της απόφασης L-Bank του Δικαστηρίου.
Βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Crédit mutuel Arkéa κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-712/15, ECLI:EU:T:2017:900, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Crédit mutuel Arkéa κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-52/16, ECLI:EU:T:2017:902 και απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2019, Crédit Mutuel Arkéa κατά Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-152/18 P και C-153/18 P, ECLI:EU:C:2019:810. Η απόφαση Arkéa αφορά απόφαση SREP η οποία εκδόθηκε σχετικά με τον όμιλο Crédit Mutuel, μέρος του οποίου είναι η Arkéa, που πρόσφατα ήταν απρόθυμο μέρος λόγω διαμάχης μεταξύ αυτής και του κεντρικού οργάνου αυτού του ομίλου των γαλλικών συνεταιριστικών τραπεζών, της Confédération Nationale du Crédit Mutuel (CNCM) και ενός άλλου ομίλου συνεταιριστικών τραπεζών (όμιλος CM11-CIC). Βλ. περίληψη των αποφάσεων.
Στο πλαίσιο της στοχευμένης αξιολόγησης εσωτερικών υποδειγμάτων (Targeted Review of Internal Models – TRIM), όπως αναφέρεται από την ΕΚΤ.
Η προσέγγιση του Διοικητικού Συμβουλίου Επανεξέτασης σχετικά με την αιτιολόγηση δημοσιοποιήθηκε στην Ετήσια Έκθεση του 2017: «Συγκεκριμένα, το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης θεώρησε ότι όσο πιο παρεμβατικά είναι τα μέτρα που επιβάλλονται, τόσο περισσότερη αιτιολόγηση απαιτείται στο σκεπτικό».
Απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2024, Sber Vermögensverwaltungs AG κατά ΕΚΤ κ.λπ., συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-647/21 και T-99/22, ECLI:EU:T:2024:127, παράγραφοι 44 έως 81.
Κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης και της αύξησης ειδικών συμμετοχών στον χρηματοοικονομικό τομέα (JC/GL/2016/01), 20 Δεκεμβρίου 2016.
«Το Διοικητικό Συμβούλιο παρατήρησε έλλειψη εναρμόνισης ως προς την εφαρμογή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας σε εθνικό επίπεδο σε τομείς όπως η τραπεζική ενοποίηση και οι διαδικασίες αξιολόγησης καταλληλότητας. Κατά την εξέταση των αιτημάτων, το Συμβούλιο σημείωσε ότι, επειδή υπάρχει μεγάλο εύρος ερμηνειών μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων, αυτές οι διαφορές καθιστούν δύσκολη τη συνεπή επανεξέταση των αποφάσεων της ΕΚΤ. Στην κοινή τους συνεισφορά, με τίτλο «The Administrative Board of Review of the European Central Bank: Experience After 2 Years», European Business Organization Law Review, September 2017, η Concetta Brescia Morra, ο Andrea Magliari και ο René Smits επίσης αναφέρουν ότι «η ποικιλομορφία στην εθνική νομοθεσία αποτελεί σημαντική πρόκληση και για το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης».
Όπως παρατηρείται στην Ετήσια Έκθεση για το 2016, «η επανεξέταση των αποφάσεων της ΕΚΤ δεν ήταν εύκολη κυρίως λόγω του κανονιστικού κατακερματισμού (διαφορές ως προς την ενσωμάτωση του ευρωπαϊκού δικαίου σε εθνικό επίπεδο) και του μεγάλου εύρους εθνικών διακριτικών ευχερειών που εξακολουθεί να υπάρχει.».
Διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Trasta Komercbanka AS κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-247/16, ECLI:EU:T:2017:623, με την οποία απορρίφθηκε η απαίτηση της Trasta Komercbanka ως μη παραδεκτή και έγινε δεκτό το αίτημα των μετόχων ως παραδεκτό.
Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott της 11ης Απριλίου 2019 στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-663/17 P, C-665/17 P και C-669/17 P, ECLI:EU:C:2019:323, σημεία 19 και 74.
Απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-663/17 P, C-665/17 P και C-669/17 P, ECLI:EU:C:2019:923.
Απόφαση της 8ης Φεβρουαρίου 2024, Pilatus Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ κ.λπ., υπόθεση C-256/22 P, ECLI:EU:C:2024:125, σκέψεις 34 έως 73.
Βλ. διάταξη της 20ής Δεκεμβρίου 2021, Niemelä κ.λπ. κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-321/17, ECLI:EU:T:2021:942, εν αναμονή προσφυγής (υπόθεση C-181/22 P).
Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Ukrselhosprom PCF και Versobank κατά ΕΚΤ, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T-351/18 και T-584/18, ECLI:EU:T:2021:669 και απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Versobank AS και Ukrselhosprom PCF κατά ΕΚΤ κ.λπ., υπόθεση C-803/21 P, ECLI:EU:C:2023:630.
Διάταξη της 14ης Μαΐου 2020, Bernis κ.λπ. κατά SRB, υπόθεση T-282/18, ECLI:EU:T:2020:209, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Bernis κ.λπ. κατά SRB, υπόθεση C-364/20 P, ECLI:EU:C:2022:115 και απόφαση της 6ης Ιουλίου 2022, ABLV Bank κατά SRB, υπόθεση T-280/18, ECLI:EU:T:2022:429 εν αναμονή προσφυγής (υπόθεση C-602/22 P).
Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Ukrselhosprom PCF και Versobank κατά ΕΚΤ, συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-351/18 και T-584/18, ECLI:EU:T:2021:669, παράγραφος 79.
Βλ. το άρθρο 10 παράγραφος 2 της απόφασης για το Διοικητικό Συμβούλιο Επανεξέτασης.
Ως δυσανάλογη ζημία για τον αιτούντα νοείται ζημία η οποία υπερβαίνει τον αρνητικό αντίκτυπο στη φήμη της εποπτευόμενης οντότητας και στη θέση της στην αγορά, κάτι το οποίο αποδέχεται η νομοθετική διαταγή δημοσίευσης ως συνέπεια της δημοσίευσης της κύρωσης για παράβαση κανόνα προληπτικής εποπτείας.
Απόφαση της 8ης Ιουλίου 2020, VQ κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-203/18, ECLI:EU:T:2020:313, σκέψεις 69-99.
Απόφαση της 8ης Ιουλίου 2020, VQ κατά ΕΚΤ, υπόθεση T-203/18, ECLI:EU:T:2020:313, σκέψεις 7 και 8.