Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Τι είναι τα εσωτερικά υποδείγματα;

6 Απριλίου 2021 (επικαιροποιήθηκε στις 3 Νοεμβρίου 2021)

Τα εσωτερικά υποδείγματα είναι στατιστικά υποδείγματα που μπορούν να χρησιμοποιούνται από τις τράπεζες για τον προσδιορισμό των κεφαλαίων που χρειάζονται. Όσο περισσότερους κινδύνους αναλαμβάνει μια τράπεζα τόσο περισσότερα κεφάλαια χρειάζεται.

Οι τραπεζικοί κανόνες της ΕΕ απαιτούν από τις τράπεζες να διακρατούν επαρκή κεφάλαια για την κάλυψη μη αναμενόμενων ζημιών που προκύπτουν από τους κινδύνους που έχουν στα βιβλία τους. Αυτό ονομάζεται «κεφαλαιακή απαίτηση».

Όταν μια τράπεζα επιμετρά αυτούς τους κινδύνους για να προσδιορίσει κατά πόσον πληροί τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, μπορεί να χρησιμοποιεί

  • είτε μια τυποποιημένη προσέγγιση που καθορίζεται από τις ρυθμιστικές αρχές
  • ή τα δικά της εσωτερικά υποδείγματα τα οποία πρέπει να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις που επίσης καθορίζονται από τις εν λόγω αρχές.

Οι τράπεζες χρειάζονται ρητή άδεια από την οικεία εποπτική αρχή για τη χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων.

Εποπτεία: Ο λόγος στους ειδικούς Γιατί οι τράπεζες πρέπει να διακρατούν κεφάλαιο;

Πώς γίνεται αυτό;

Υπολογισμός της ποσότητας των κεφαλαίων που χρειάζεται μια τράπεζα

Για να αξιολογήσουμε κατά πόσον μια τράπεζα έχει επαρκή κεφάλαια, χρησιμοποιούμε κεφαλαιακούς δείκτες όπως ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1). Το κεφάλαιο CET1 είναι κεφάλαιο ύψιστης ποιότητας όπως ορίζεται από την τραπεζική νομοθεσία. Κατά κανόνα, περιλαμβάνει μετοχές, παρακρατηθέντα κέρδη και άλλα αποθεματικά. Ο δείκτης κεφαλαίου CET1 δείχνει τη σχέση μεταξύ του κεφαλαίου CET1 μιας τράπεζας και των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού της.

Τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού αποτελούν δείκτη μέτρησης των κινδύνων που βρίσκονται στα βιβλία μιας τράπεζας. Αντανακλούν τον βαθμό επικινδυνότητας των στοιχείων ενεργητικού της. Τα στοιχεία ενεργητικού μιας τράπεζας περιλαμβάνουν συνήθως τα δάνεια που έχει χορηγήσει στους πελάτες της καθώς και μετρητά, με λίγα λόγια όλα όσα ανήκουν στην τράπεζα.

Ο δείκτης κεφαλαίου CET1 μιας τράπεζας αυξάνεται αν αυξάνονται τα κεφάλαιά της (π.χ. η τράπεζα εκδίδει νέες μετοχές ή παρακρατεί κέρδη) ή αν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού της μειώνονται (π.χ. η τράπεζα μειώνει τους κινδύνους στα βιβλία της πωλώντας στοιχεία ενεργητικού ή αντικαθιστώντας τα με στοιχεία ενεργητικού που ενέχουν λιγότερο κίνδυνο).

Σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση, οι τράπεζες εφαρμόζουν τυποποιημένες σταθμίσεις κινδύνου στα στοιχεία ενεργητικού τους. Τα εσωτερικά υποδείγματα, από την άλλη, επιτρέπουν στις ίδιες τις τράπεζες να εκτιμούν τους κινδύνους. Είναι προσαρμοσμένα στις επιμέρους τράπεζες, επιτρέποντας έτσι την επιμέτρηση των κινδύνων με μεγαλύτερη ακρίβεια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα μια πιο αποδοτική χρήση των κεφαλαίων και μια καλύτερη διαχείριση των κινδύνων. Τα εσωτερικά υποδείγματα για τον πιστωτικό κίνδυνο επιτρέπουν την επιμέτρηση παραμέτρων κινδύνου, όπως η πιθανότητα μη αποπληρωμής ενός δανείου εντός ενός έτους ή το μέγεθος της ζημίας που θα προκύψει αν ένας δανειολήπτης δεν μπορεί να αποπληρώσει το δάνειό του.

Οι τράπεζες που αποφασίζουν να χρησιμοποιήσουν εσωτερικά υποδείγματα πρέπει να επενδύσουν στην ανάπτυξη και διατήρηση υποδειγμάτων υψηλής ποιότητας. Πρέπει να διαθέτουν άρτιες εσωτερικές διαδικασίες επαλήθευσης και επίβλεψης.

Εποπτεία εσωτερικών υποδειγμάτων

Εάν τα εσωτερικά υποδείγματα δεν επικαιροποιούνται τακτικά ή δεν υπόκεινται σε προσεκτική εποπτεία, σε ορισμένες περιπτώσεις είναι επίσης δυνατόν να υποεκτιμήσουν τους κινδύνους μιας τράπεζας. Γι’ αυτό οι φορείς τραπεζικής εποπτείας πρέπει να παρακολουθούν προσεκτικά τα εσωτερικά υποδείγματα των τραπεζών.

Εάν μια τράπεζα θέλει να χρησιμοποιεί τα δικά της εσωτερικά υποδείγματα, χρειάζεται άδεια από την εποπτική αρχή. Προτού χορηγήσει αυτήν την άδεια, η εποπτική αρχή ελέγχει κατά πόσον η τράπεζα πληροί τις εφαρμοστέες απαιτήσεις.

Από το 2016 έως το 2021 διενεργήσαμε ευρείας κλίμακας στοχευμένη αξιολόγηση των εσωτερικών υποδειγμάτων των τραπεζών (targeted review of internal models – έργο TRIM). Ένας από τους στόχους μας ήταν να διασφαλίσουμε ότι οι τράπεζες πληρούν τις απαιτήσεις που θέτουν οι ρυθμιστικές αρχές, μειώνοντας έτσι τις ασυνέπειες και την άσκοπη (δηλ. τη μη βασιζόμενη στον κίνδυνο) μεταβλητότητα των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού.

Η στοχευμένη αξιολόγηση εσωτερικών υποδειγμάτων (targeted review of internal models - έργο TRIM)

Εξηγήσαμε επίσης τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε τους κανόνες που θεσπίζει η νομοθεσία της ΕΕ για τα εσωτερικά υποδείγματα στον Οδηγό της ΕΚΤ για τα εσωτερικά υποδείγματα.

Πρόσθετοι μηχανισμοί ασφαλείας

Οι ρυθμιστικές αρχές αποφάσισαν να εισαγάγουν έναν πρόσθετο μηχανισμό ασφαλείας: το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων. Μόλις τεθεί σε πλήρη εφαρμογή, το αποτέλεσμα που θα προκύπτει από τα εσωτερικά υποδείγματα (δηλ. τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού που οι τράπεζες υπολογίζουν χρησιμοποιώντας τέτοια υποδείγματα) δεν θα επιτρέπεται να είναι χαμηλότερο από ένα ορισμένο όριο. Οι φορείς κανονιστικής ρύθμισης ορίζουν αυτό το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων σε 72,5% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού για την ίδια τράπεζα, όπως υπολογίζεται με βάση την τυποποιημένη προσέγγιση.

Το κατώτατο όριο κεφαλαιακών απαιτήσεων θεσπίστηκε ως ένας μηχανισμός ασφαλείας με σκοπό να μειωθεί η υπερβολική μεταβλητότητα των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού και να είναι ευκολότερη η σύγκριση μεταξύ των βασισμένων σε κίνδυνο κεφαλαιακών δεικτών.

Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων