16 Ιουνίου 2016 (τελευταία ενημέρωση: 13 Νοεμβρίου 2017)
Οι επόπτες αξιολογούν και μετρούν τακτικά τους κινδύνους που αντιμετωπίζει κάθε τράπεζα. Αυτή η βασική δραστηριότητα ονομάζεται διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP). Συνοψίζει όλα τα πορίσματα των εποπτών για δεδομένο έτος και παρέχει κατευθύνσεις ως προς τις ενέργειες στις οποίες πρέπει να προβεί η τράπεζα.
Συγκεκριμένα, η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης δείχνει την κατάσταση μιας τράπεζας σε σχέση με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τον τρόπο με τον οποίο η τράπεζα αντιμετωπίζει τους κινδύνους. Στην απόφαση SREP, την οποία αποστέλλει η εποπτική αρχή στην τράπεζα στο τέλος της διαδικασίας, προσδιορίζονται βασικοί στόχοι για την αντιμετώπιση των διαπιστωθέντων ζητημάτων. Στη συνέχεια, η τράπεζα πρέπει να λάβει τα αντίστοιχα διορθωτικά μέτρα εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.
Προκειμένου να διασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού είναι καίριας σημασίας να εφαρμόζεται ένα κοινό μέτρο σύγκρισης για όλες τις τράπεζες. Η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης παρέχει στους επόπτες ένα εναρμονισμένο σύνολο εργαλείων για την εξέταση του προφίλ κινδύνου κάθε τράπεζας από τέσσερις διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Επιχειρηματικό μοντέλο
Έχει η τράπεζα βιώσιμη επιχειρηματική στρατηγική;
Διακυβέρνηση και κίνδυνοι
Είναι τα διοικητικά όργανα κατάλληλα και αντιμετωπίζονται οι κίνδυνοι σωστά;
Κεφάλαιο
Διαθέτει η τράπεζα επαρκή αποθέματα κεφαλαίου ώστε να απορροφά τις ζημίες;
Ρευστότητα
Μπορεί η τράπεζα να καλύψει βραχυπρόθεσμες ταμειακές ανάγκες;
Οι μεικτές εποπτικές ομάδες διενεργούν σε συνεχή βάση τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης και μία φορά τον χρόνο καταρτίζουν σχετική απόφαση για τις επιμέρους τράπεζες. Κάθε τράπεζα λαμβάνει επιστολή στην οποία καθορίζονται τα συγκεκριμένα μέτρα που χρειάζεται να εφαρμόσει το επόμενο έτος.
Η απόφαση SREP προσαρμόζεται στο προφίλ κάθε τράπεζας. Γενικά, κάθε τράπεζα πρέπει να συμμορφώνεται με νομικές απαιτήσεις βάσει των οποίων καθορίζεται το ελάχιστο ποσό κεφαλαίου που πρέπει να διακρατεί. Αυτές συχνά αναφέρονται ως «απαιτήσεις του Πυλώνα 1».
Σε αυτό το σημείο μπαίνει στην εξίσωση η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης. Στην απόφαση SREP, η οποία είναι προσαρμοσμένη στις συνθήκες κάθε τράπεζας, ο επόπτης ενδέχεται να ζητήσει από την τράπεζα να τηρεί πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ή/και να θέσει ποιοτικές απαιτήσεις (αναφερόμενες συχνά ως «απαιτήσεις του Πυλώνα 2»). Το τελευταίο θα μπορούσε να αφορά τη δομή διακυβέρνησης ή τη διοίκηση της τράπεζας.
Επίσης, οι αποφάσεις SREP που εκδίδονται για κάθε τράπεζα υποστηρίζουν άλλες εποπτικές δραστηριότητες και συμβάλλουν στην ενδελεχή και συνεχή παρακολούθηση των τραπεζών. Ενσωματώνονται στον στρατηγικό και επιχειρηματικό σχεδιασμό για τον επερχόμενο εποπτικό κύκλο και έχουν άμεση επίδραση στη συχνότητα και στο βάθος των επιτόπιων και των μη επιτόπιων εποπτικών δραστηριοτήτων για την εκάστοτε τράπεζα.
Κάθε τράπεζα είναι διαφορετική: κάποιες επικεντρώνονται στις παραδοσιακές υπηρεσίες των εμπορικών τραπεζών, ενώ άλλες ασχολούνται με χρηματοοικονομικά στοιχεία ενεργητικού άλλων εταιρειών. Κάποιες είναι εκτεθειμένες σε έναν συγκεκριμένο τομέα, ενώ άλλες διαθέτουν μεγαλύτερο εύρος δραστηριοτήτων που εκτείνονται σε διαφορετικούς τομείς.
Αν και για τη διασφάλιση δίκαιης και συνεπούς εποπτείας ακολουθείται κοινή μεθοδολογία, οι διαφορές αυτές αντανακλώνται στο πεδίο εφαρμογής, στην ένταση και στη συχνότητα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου κάθε τράπεζας. Οι επόπτες από την ΕΚΤ και από τις εθνικές εποπτικές αρχές, συνεργαζόμενοι στο πλαίσιο των μεικτών εποπτικών ομάδων, λαμβάνουν υπόψη τον δυνητικό αντίκτυπο μιας τράπεζας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, το προφίλ κινδύνου και την ιδιότητά της, δηλ. εάν πρόκειται για μητρική εταιρεία, θυγατρική ή μεμονωμένο ίδρυμα.
Συνήθως η εποπτική αρχή θα απαιτήσει από τις τράπεζες να τηρούν πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ως συμπληρωματική δικλίδα ασφαλείας ή να πωλήσουν συγκεκριμένα χαρτοφυλάκια δανείων για να μειωθεί ο πιστωτικός κίνδυνος. Στην πιο ακραία περίπτωση, ενδέχεται να ζητήσει από μια τράπεζα να αλλάξει διοίκηση ή να προσαρμόσει την επιχειρηματική στρατηγική της προκειμένου να καταστεί πιο επικερδής.
Η ίδια η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης δεν αποτελεί κάτι νέο, καθώς στο παρελθόν διενεργούνταν από τις εθνικές εποπτικές αρχές. Η καινοτομία της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού έγκειται στο γεγονός ότι τώρα εφαρμόζεται κοινή μεθοδολογία και κοινό χρονοδιάγραμμα για όλες τις σημαντικές τράπεζες εντός της ζώνης του ευρώ.
Η έννοια της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 2004 με τις συμφωνίες της Βασιλείας ΙΙ, οι οποίες καταρτίστηκαν από την Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία. Αναθεωρημένοι κανόνες τέθηκαν σε ισχύ σε ολόκληρη την ΕΕ το 2006 και έκτοτε εφαρμόζονται από τις διάφορες εθνικές εποπτικές αρχές.
Οι μεγαλύτερες τράπεζες στη ζώνη του ευρώ, οι οποίες βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, ξέρουν τι να περιμένουν: η διαδικασία γίνεται πιο διαφανής και οι διασυνοριακές τράπεζες επωφελούνται ιδιαιτέρως από τη μεγαλύτερη εναρμόνιση των απαιτήσεων.
H EKT απέστειλε τις πρώτες αποφάσεις SREP στις αρχές του 2015. Οι αποφάσεις αυτές βασίζονταν ακόμα στις εθνικές προσεγγίσεις και συμπληρώθηκαν με τα αποτελέσματα του ελέγχου οικονομικής ευρωστίας το 2014, ο οποίος έγινε γνωστός ως «συνολική αξιολόγηση».
Ο δεύτερος γύρος αποφάσεων SREP, οι οποίες οριστικοποιήθηκαν στο τέλος του 2015, βασίστηκε για πρώτη φορά σε μια κοινή προσέγγιση που εφαρμόστηκε σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Επρόκειτο για ένα σημαντικό βήμα προς την επίτευξη ίσων όρων ανταγωνισμού στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα.