14 Ιουνίου 2017
Μια τράπεζα μπορεί να κριθεί ότι τελεί υπό πτώχευση ή ότι ενδέχεται να πτωχεύσει για τέσσερις λόγους:
Για να διατυπωθεί η εν λόγω κρίση πρέπει να έχει υλοποιηθεί ή να ενδέχεται να υλοποιηθεί μία από τις προαναφερόμενες συνθήκες.
Επειδή οι τράπεζες διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στην οικονομία, η πτώχευση μιας τράπεζας θεωρείται συνήθως υψίστης σημασίας. Οι τράπεζες παρέχουν ζωτικές υπηρεσίες στους πολίτες και τις επιχειρήσεις, για παράδειγμα χορηγούν πιστώσεις, αποδέχονται καταθέσεις και διεκπεραιώνουν πληρωμές. Είναι λοιπόν σημαντικό να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη παροχή αυτών των υπηρεσιών σε περίπτωση πτώχευσης της τράπεζας.
Επιπλέον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλό βαθμό ενοποίησης. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε με πόση ταχύτητα και με πόση ένταση μπορούν να μεταδοθούν τα προβλήματα στον χρηματοπιστωτικό τομέα αν δεν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά.
Από τη στιγμή που μια τράπεζα κρίνεται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ότι ενδέχεται να πτωχεύσει, αναλαμβάνει δράση το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης για τις σημαντικές τράπεζες εντός της ζώνης του ευρώ και για τις διασυνοριακές λιγότερο σημαντικές τράπεζες. Το Συμβούλιο αποφασίζει κατά πόσον η εξυγίανση της τράπεζας υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον (σε αντίθετη περίπτωση η τράπεζα τίθεται υπό εκκαθάριση) και ποια μέτρα εξυγίανσης θα πρέπει να εφαρμοστούν.
Οι βασικοί στόχοι της εξυγίανσης είναι:
Η ΕΚΤ, η οποία εποπτεύει άμεσα περίπου 120 σημαντικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ, συνεργάζεται στενά με το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης κατά τη διαδικασία εξυγίανσης.
Ο σχεδιασμός είναι ουσιώδες στοιχείο για την αποτελεσματική εξυγίανση των τραπεζών που έχει κριθεί ότι τελούν υπό πτώχευση ή ότι ενδέχεται να πτωχεύσουν.
Κάθε χρόνο οι τράπεζες υποχρεούνται να καταρτίζουν σχέδια ανάκαμψης τα οποία αξιολογούνται από την αρμόδια εποπτική αρχή (από την ΕΚΤ στην περίπτωση των σημαντικών τραπεζών). Τα σχέδια ανάκαμψης προσδιορίζουν τα πιθανά σενάρια που θα μπορούσαν να προκύψουν σε περίπτωση οικονομικών δυσχερειών της τράπεζας και ορίζουν τα μέτρα που θα μπορούσε να λάβει για τη συνέχιση της λειτουργίας της, αποφεύγοντας έτσι την πτώχευση. Μια τράπεζα σε οικονομική δυσχέρεια θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αντλήσει πρόσθετα κεφάλαια, να μειώσει την προγραμματισμένη χορήγηση δανείων ή να πωλήσει στοιχεία ενεργητικού.
Το σχέδιο εξυγίανσης, από την άλλη, είναι ένα είδος «εν ζωή διαθήκης» που ορίζει τον τρόπο με τον οποίο η τράπεζα θα προχωρήσει σε εκκαθάριση των δραστηριοτήτων της εφόσον αποφασιστεί ότι δεν είναι πια βιώσιμη. Σκοπός είναι να προσδιοριστούν οι κρίσιμες λειτουργίες της τράπεζας, να αναγνωριστούν και να αντιμετωπιστούν τυχόν εμπόδια στη δυνατότητα εξυγίανσης και να ξεκινήσουν οι προπαρασκευαστικές εργασίες για το ενδεχόμενο εξυγίανσής της. Η αρχή εξυγίανσης είναι αρμόδια για την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης κάθε τράπεζας βάσει των πληροφοριών που λαμβάνει από αυτήν και από την εποπτική αρχή, η οποία καλείται επίσης να παρέχει τη γνώμη της στο πλαίσιο της διαδικασίας.
Αφού αποφασιστεί ότι η τράπεζα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσον θα ήταν δυνατόν να ληφθούν εναλλακτικά μέτρα από τον ιδιωτικό τομέα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που θα απέτρεπαν την πτώχευσή της και κατά πόσον η έναρξη διαδικασίας εξυγίανσης (αντί διαδικασίας εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας) θα υπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Με άλλα λόγια, το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης αξιολογεί κατά πόσον η πτώχευση της τράπεζας θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προκαλέσει χρηματοπιστωτική αστάθεια ή δυσλειτουργίες στην αγορά.
Αν το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης αποφασίσει ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν παρέχει εφικτά εναλλακτικά μέτρα και ότι η εξυγίανση υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να εγκρίνει μηχανισμό εξυγίανσης.
Το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης έχει στη διάθεσή του διάφορα εργαλεία εξυγίανσης:
Σε κάθε κράτος μέλος έχουν θεσπιστεί συστήματα εγγύησης καταθέσεων για την αποζημίωση των καταθετών σε περίπτωση που η τράπεζά τους πτωχεύσει και οι καταθέσεις τους δεν είναι πλέον διαθέσιμες. Οι καταθέσεις έως και 100.000 ευρώ προστατεύονται. Όλες οι τράπεζες πρέπει να είναι μέλη ενός τέτοιου συστήματος και να καταβάλλουν εισφορές στο σχετικό ταμείο.