Απαντήσεις σε συνήθεις ερωτήσεις όσον αφορά τους οδηγούς της ΕΚΤ σχετικά με τις εσωτερικές διαδικασίες αξιολόγησης της επάρκειας κεφαλαίου και της επάρκειας ρευστότητας (ICAAP και ILAAP)
Πρόλογος
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) θεωρεί ότι οι εσωτερικές διαδικασίες αξιολόγησης της επάρκειας κεφαλαίου (Internal Capital Adequacy Assessment Processes - ICAAP) και οι εσωτερικές διαδικασίες αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητας (Internal Liquidity Adequacy Assessment Processes – ILAAP) αποτελούν για τα σημαντικά ιδρύματα βασικές εσωτερικές διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου στο πλαίσιο της διαχείρισης της επάρκειας κεφαλαίου και ρευστότητας. Η ICAAP και η ILAAP αποτελούν αντίστοιχα σημαντικό παράγοντα για τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Εποπτείας. Λαμβάνονται υπόψη σε όλες τις αξιολογήσεις της SREP και στις διαδικασίες για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων κεφαλαίου και ρευστότητας του Πυλώνα 2. Η ΕΚΤ προτίθεται να ενισχύσει περαιτέρω τον σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν η ICAAP και η ILAAP στην αξιολόγηση SREP. Μεταξύ άλλων, οι ποιοτικές και οι ποσοτικές πτυχές της ICAAP ενός ιδρύματος –αυτές οι τελευταίες αφορούν τον εντοπισμό και ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων– θα διαδραματίσουν ενισχυμένο ρόλο στον καθορισμό, για παράδειγμα, πρόσθετων απαιτήσεων ίδιων κεφαλαίων ανά κίνδυνο.
Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου και ΑξιολόγησηςΔεδομένου ότι η ICAAP και η ILAAP διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ιδρυμάτων και την παροχή πολύτιμων πληροφοριών στους επόπτες για την κατάσταση του κεφαλαίου και της ρευστότητας, όπως προκύπτει από την εμπειρία της ΕΚΤ απαιτείται βελτίωση των διαδικασιών ICAAP και ILAAP σε όλα τα ιδρύματα. Προς τον σκοπό αυτό, η ΕΚΤ ξεκίνησε πολυετές πρόγραμμα για τον καθορισμό, σε στενό διάλογο με τον κλάδο, μιας ενισχυμένης δέσμης εποπτικών προσδοκιών για τα σημαντικά ιδρύματα σχετικά με την ICAAP και την ILAAP. Οι οδηγοί της ΕΚΤ σχετικά με την ICAAP και την ILAAP (οδηγοί) παρουσιάζουν την αντίληψη της ΕΚΤ σχετικά με τις απαιτήσεις ICAAP και ILAAP για τα σημαντικά ιδρύματα, όπως ορίζονται στην οδηγία σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Directive – CRD IV). (Βλ. άρθρα 73 και 86 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.06.2013, σ. 338).) Τα σημαντικά ιδρύματα ενθαρρύνονται να θέσουν σε πρακτική εφαρμογή τις προσδοκίες που παρουσιάζονται στους οδηγούς. Είναι σημαντικό ωστόσο να επισημανθεί ότι αυτοί οι οδηγοί δεν είναι νομικά δεσμευτικοί και επομένως δεν αντικαθιστούν ούτε υπερισχύουν τυχόν ισχύουσας (εθνικής) νομοθεσίας.
Με σκοπό την προαγωγή κοινής ερμηνείας των οδηγών, το παρόν έγγραφο παρέχει τις απαντήσεις της ΕΚΤ σε ερωτήσεις που λαμβάνει τακτικά στο πλαίσιο των εσωτερικών και εξωτερικών συζητήσεων που διενεργεί για την ICAAP και την ILAAP.
Απαντήσεις σε συνήθεις ερωτήσεις
Η εμπειρία της ΕΚΤ δείχνει ότι απαιτείται βελτίωση των ICAAP και των ILAAP σε όλα τα ιδρύματα. Σημαντική πρόοδος έχει σημειωθεί στις ICAAP και στις ILAAP ορισμένων μόνο σημαντικών ιδρυμάτων.
Οι εσωτερικές διαδικασίες αξιολόγησης της επάρκειας κεφαλαίου (Internal Capital Adequacy Assessment Processes - ICAAP) και οι εσωτερικές διαδικασίες αξιολόγησης της επάρκειας ρευστότητας (Internal Liquidity Adequacy Assessment Processes - ILAAP) έχουν θεμελιώδη σημασία για τη διαχείριση από μέρους των ιδρυμάτων της επάρκειας κεφαλαίου και ρευστότητας. Για να προαγάγει τη βελτίωση των ICAAP και ILAAP των σημαντικών ιδρυμάτων, η ΕΚΤ ακολουθεί πολυετές σχέδιο. Βασιζόμενη σε εντατικό διάλογο με ιδρύματα και άλλους συμμετέχοντες του κλάδου επί σχεδίου εγγράφου κατευθύνσεων που δημοσιεύθηκε το 2017 και λαμβάνοντας υπόψη περαιτέρω πληροφορίες, η ΕΚΤ προσάρμοσε και εμπλούτισε τις εποπτικές της κατευθύνσεις σχετικά με την ICAAP και την ILAAP. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τα σημαντικά ιδρύματα ενθαρρύνονται να θέσουν, χωρίς καθυστέρηση, σε πρακτική εφαρμογή τις εποπτικές προσδοκίες της ΕΚΤ που παρουσιάζονται στους οδηγούς, έστω και αν οι επόπτες της ΕΚΤ θα αρχίσουν να τους χρησιμοποιούν από την 1η Ιανουαρίου 2019. Εάν τα σημαντικά ιδρύματα αποφασίσουν να ακολουθήσουν τους οδηγούς, καλούνται να το πράξουν σε στενή συνεργασία με τις οικείες Μεικτές Εποπτικές Ομάδες (ΜΕΟ), ενημερώνοντάς τες εκ των προτέρων για την κατάσταση και τα σχέδια τους.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ δεν έχει μεταβάλει τη συνολική φιλοσοφία των οδηγών από τη δημοσίευση των πρώτων προσδοκιών για τις ICAAP και τις ILAAP τον Ιανουάριο του 2016. Αποσαφήνισε μόνο αυτές τις προσδοκίες σε τρεις φάσεις, δηλ. τον Φεβρουάριο του 2017, τον Μάρτιο του 2018 και με την έκδοση των τελικών οδηγών τον Νοέμβριο του 2018.
Η ημερομηνία αναφοράς για την υποβολή πληροφοριών ICAAP και ILAAP (μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, του υποδείγματος ICAAP) από τα σημαντικά ιδρύματα προς τις οικείες ΜΕΟ το 2019 είναι η 31η Δεκεμβρίου 2018. Η ΕΚΤ θα χρησιμοποιεί τους οδηγούς για να αξιολογεί τις ICAAP και τις ILAAP των σημαντικών ιδρυμάτων μόνο από την 1η Ιανουαρίου 2019.
Εκφράζεται η προσδοκία ότι τα στοιχεία και οι πληροφορίες για τις ICAAP και τις ILAAP που θα υποβληθούν από τα σημαντικά ιδρύματα στην ΕΚΤ το 2019 θα λάβουν υπόψη τους πρόσφατα δημοσιευμένους οδηγούς. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΕΚΤ δεν έχει μεταβάλει τη συνολική φιλοσοφία των οδηγών από τη δημοσίευση των πρώτων προσδοκιών για τις ICAAP και τις ILAAP τον Ιανουάριο του 2016. Αποσαφήνισε μόνο αυτές τις προσδοκίες σε τρεις φάσεις, ήτοι τον Φεβρουάριο του 2017, τον Μάρτιο του 2018 και με την έκδοση των τελικών οδηγών τον Νοέμβριο του 2018. Επιπλέον, οι οδηγοί συνάδουν πλήρως με τις προσδοκίες για τις ICAAP και τις ILAAP που δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 2016. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι οι πληροφορίες ICAAP που υποβάλλονται μέσω του υποδείγματος ICAAP θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την οικονομική προοπτική.
Λόγω των σημαντικών διαφορών ως προς την αντιμετώπιση και τον ρόλο των ICAAP και των ILAAP στα κράτη μέλη, οι πρακτικές των σημαντικών ιδρυμάτων παρουσίαζαν, όπως φαινόταν, μεγάλη ανομοιογένεια. Σε ό,τι αφορά την ICAAP, για παράδειγμα, υπήρχαν εμφανείς διαφορές μεταξύ άλλων στον συνολικό ρόλο της ICAAP στη διαχείριση και τη λήψη αποφάσεων των ιδρυμάτων, στους ρόλους της οικονομικής έναντι της κανονιστικής (ή ρυθμιστικής) προοπτικής και στη γενική προσέγγιση της ICAAP, δηλαδή στις έννοιες «συνέχιση της δραστηριότητας» (going concern) και «αδυναμία συνέχισης της δραστηριότητας» (gone concern). Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι ICAAP και οι ILAAP θεωρούνται ο πυρήνας των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνου των ιδρυμάτων, ενώ σε άλλα συνδέονται με τη διαδικασία σύνταξης έκθεσης προς την εποπτική αρχή για την επάρκεια κεφαλαίου και ρευστότητας ή χρησιμοποιούνται ως συνώνυμα για αυτές τις εκθέσεις. Η ΕΚΤ παρατήρησε ότι έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στις ICAAP και ILAAP μόνο ορισμένων σημαντικών ιδρυμάτων.
Όλα τα σημαντικά ιδρύματα ενθαρρύνονται να βελτιώσουν τις οικείες ICAAP και ILAAP. Εκφράζουμε την προσδοκία ότι η δημοσίευση των σημαντικά βελτιωμένων οδηγών μας θα συνδράμουν προς τον σκοπό αυτό.
Πρώτον, η ICAAP και η ILAAP αποτελούν σημαντικό παράγοντα για τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Εποπτείας. Λαμβάνονται υπόψη στις αξιολογήσεις όλων των στοιχείων της SREP και στις διαδικασίες προσδιορισμού του κεφαλαίου και της ρευστότητας του Πυλώνα 2. Στο μέλλον, προβλέπεται ότι ο ρόλος της ICAAP και της ILAAP στη SREP θα επεκταθεί περαιτέρω.
Οι ICAAP και οι ILAAP αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για την ανθεκτικότητα των ιδρυμάτων. Γι’ αυτό η ΕΚΤ αξιολογεί ετησίως αυτές τις διαδικασίες στο πλαίσιο της SREP. Εάν η ΕΚΤ εντοπίσει τυχόν αδυναμίες, μπορεί να λάβει εποπτικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα στα αντίστοιχα ιδρύματα. Τέτοια μέτρα μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν πρόσθετες απαιτήσεις κεφαλαίου ή ρευστότητας για να αντιμετωπιστεί η αυξημένη αβεβαιότητα ως προς τη διαχείριση κινδύνων των σημαντικών ιδρυμάτων και να δοθούν κίνητρα σε αυτά να αντιμετωπίσουν αυτές τις αδυναμίες.
Η άποψη της ΕΚΤ επικεντρώνεται στη διατήρηση της σταθερότητας του τραπεζικού τομέα διασφαλίζοντας ότι τα ιδρύματα συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους. Επομένως, ο οδηγός σχετικά με την ICAAP περιγράφει μια προσέγγιση ICAAP που στόχος της είναι να συμβάλλει στη συνέχιση της δραστηριότητας των ιδρυμάτων διασφαλίζοντας την επαρκή κεφαλαιοποίησή τους. Από τον Ιανουάριο του 2016 η ΕΚΤ ενθαρρύνει συνεχώς τα σημαντικά ιδρύματα να μεταβούν από προσεγγίσεις ICAAP για «αδυναμία συνέχισης της δραστηριότητας» (gone concern) σε προσεγγίσεις που αποβλέπουν στη συνέχιση της δραστηριότητάς τους (going concern).
Η ICAAP και η ILAAP βασίζονται σε δύο εξίσου σημαντικούς αλλά συμπληρωματικούς πυλώνες: την οικονομική και την κανονιστική προοπτική. Και οι δύο προοπτικές εξηγούν τους κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει το ίδρυμα καθώς και την επάρκεια κεφαλαίου και ρευστότητάς του από πολύ διαφορετικές πλευρές. Για να αποτυπώσει τους κινδύνους τους οποίους έχει αναλάβει, το ίδρυμα θα πρέπει να εξετάζει τη διαχείριση της επάρκειας κεφαλαίου και ρευστότητάς του τόσο από την κανονιστική όσο και από την οικονομική προοπτική.
Τα ιδρύματα οφείλουν να πληρούν ανά πάσα στιγμή τις απαιτήσεις κεφαλαίου και ρευστότητας του Πυλώνα 1 και του Πυλώνα 2 (βάσει της αξιολόγησης υπό την κανονιστική προοπτική). Ωστόσο, όπως έδειξε η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση, η τήρηση μόνο αυτής της προοπτικής δεν επαρκεί προκειμένου να διασφαλίζεται η επιβίωση των ιδρυμάτων. Για παράδειγμα, ορισμένα ιδρύματα φαίνονταν υγιή υπό την κανονιστική κεφαλαιακή προοπτική, ωστόσο αγωνίζονταν να εξασφαλίσουν επαρκή επίπεδα ρευστότητας και χρηματοδότησης επειδή οι αντισυμβαλλόμενοί τους δεν τα εμπιστεύονταν αρκετά και δεν τα αποδέχονταν πλέον ως αξιόπιστους ομολόγους. Αυτοί οι αντισυμβαλλόμενοι γνώριζαν ότι τα ουσιώδη οικονομικά χαρακτηριστικά τέτοιων ιδρυμάτων είχαν επιδεινωθεί, κάτι το οποίο όμως δεν είχε (ακόμη) αποτυπωθεί στους ισολογισμούς τους και, για παράδειγμα, στους κανονιστικούς δείκτες κεφαλαίου. Στη βιβλιογραφία χρησιμοποιήθηκε ο όρος «τράπεζες ζόμπι» για την περιγραφή τέτοιων ιδρυμάτων.
Επομένως, η μία προοπτική δεν μπορεί να αντικαταστήσει την άλλη. Αντιθέτως, και οι δύο προοπτικές θα πρέπει να συμπληρώνουν η μία την άλλη και, ειδικότερα, να συνεισφέρουν η μία στην άλλη.
Στο παρελθόν κάποια σημαντικά ιδρύματα χρησιμοποιούσαν προσεγγίσεις ICAAP τις οποίες αποκαλούσαν προσεγγίσεις για «συνέχιση της δραστηριότητας» (going concern). Το θεμελιώδες ζητούμενο αυτών των προσεγγίσεων ήταν να διαπιστώνεται κατά πόσον τη δεδομένη χρονική στιγμή (t0) τα ιδρύματα θα εξακολουθούσαν να πληρούν τις κανονιστικές και εποπτικές απαιτήσεις ως προς τα ίδια κεφάλαια σε περίπτωση που θα υλοποιούνταν οι κίνδυνοι τους οποίους είχαν προσδιορίσει ποσοτικά στις ICAAP τους για τους προσεχείς 12 μήνες. Ουσιαστικά, για την αξιολόγηση αυτή, αφαιρούσαν από τα τρέχοντα (t0) ίδια κεφάλαια στον ισολογισμό το τμήμα εκείνο που ήταν απαραίτητο για την κάλυψη των εποπτικών/κανονιστικών κεφαλαιακών απαιτήσεων. Στη συνέχεια συνέκριναν το υπόλοιπο –το οποίο ορισμένες φορές αποκαλούνταν «ελεύθερα ίδια κεφάλαια»– με την έκθεση στους κινδύνους που είχαν προσδιορίσει ποσοτικά. Το ύψος των κινδύνων περιελάμβανε όλους τους κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα κανονιστικά ίδια κεφάλαια και τους δείκτες του Πυλώνα 1 τους προσεχείς 12 μήνες. Πολύ συχνά, ο κίνδυνος προσδιοριζόταν ποσοτικά με τη χρήση υποδειγμάτων που έδιναν, για παράδειγμα, VaR με επίπεδο εμπιστοσύνης 99% (σε ορισμένες περιπτώσεις επιλέγονταν χαμηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης ούτως ώστε να λαμβάνεται υπόψη η πτυχή της συνέχισης της δραστηριότητας σε αντίθεση με την προσέγγιση για «αδυναμία συνέχισης της δραστηριότητας» (gone concern)).
Στην πραγματικότητα, τα τρέχοντα ίδια κεφάλαια συγκρίνονταν με τις απαιτήσεις του Πυλώνα 1, συν τις απαιτήσεις του Πυλώνα 2, συν όλους τους κινδύνους που προσδιορίζονται ποσοτικά στην ICAAP (πιστωτικός κίνδυνος, κίνδυνος αγοράς, λειτουργικός κίνδυνος, κίνδυνος επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο, κ.λπ.) για χρονική στιγμή t0.
Η κανονιστική προοπτική, όπως ορίζεται στον οδηγό σχετικά με την ICAAP, διαφέρει από αυτές τις προσεγγίσεις καθώς δεν προβλέπει διαφορετικό ποσοτικό προσδιορισμό του κινδύνου για την ICAAP για χρονική στιγμή t0. Αντ’ αυτού, για δεδομένη χρονική στιγμή t0 τα σημαντικά ιδρύματα θα πρέπει να προσδιορίζουν τους δείκτες του Πυλώνα 1 και να τους συγκρίνουν με τις εξωτερικές κεφαλαιακές απαιτήσεις (κεφαλαιακές απαιτήσεις του Πυλώνα 1, του Πυλώνα 2, αποθέματα ασφαλείας) και τις κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 ως προς το κεφάλαιο. Αυτή η ενέργεια διενεργείται εκ νέου μετά από ένα έτος προβάλλοντας τους δείκτες του Πυλώνα 1 στη χρονική στιγμή t1, καθώς και στα προσεχή έτη, t2 και t3 τουλάχιστον. Αυτές οι προβολές θα πρέπει φυσικά να λαμβάνουν υπόψη όλες τις επιδράσεις που επηρεάζουν τους μελλοντικούς δείκτες του Πυλώνα 1 σύμφωνα με τα αντίστοιχα σενάρια όπως, μεταξύ άλλων, μεταβολές στα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού, σε συνδυασμό με επιδράσεις στα αποτελέσματα χρήσης και άλλα ίδια κεφάλαια που απορρέουν από αθετήσεις υποχρεώσεων, καθώς και διακυμάνσεις των τιμών της αγοράς, μεταβολές επιτοκίων, κ.λπ.
Η κανονιστική προοπτική είναι συγκρίσιμη με αυτό που έκαναν πολλά ιδρύματα κατά τον προγραμματισμό του κανονιστικού κεφαλαίου. Ωστόσο, τα σημαντικά ιδρύματα θα πρέπει να γνωρίζουν ότι οι προσδοκίες της ΕΚΤ σε σχέση με τον κεφαλαιακό προγραμματισμό προχωρούν ξεκάθαρα πέρα από αυτό που τα ιδρύματα έκαναν στο παρελθόν, παραδείγματος χάριν σε σχέση με τον προσδιορισμό των δυσμενών σεναρίων και τη σοβαρότητα των παραδοχών σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις που αξιολογούνται στα δυσμενή σενάρια.
Όχι, δεν ισχύει αυτό. Ωστόσο, η ΕΚΤ εκφράζει την προσδοκία τα σημαντικά ιδρύματα να είναι συνετά και συντηρητικά. Δηλαδή δεν θα πρέπει να είναι γενικά λιγότερο συντηρητικά κατά τον καθορισμό των παραμέτρων και των άλλων παραδοχών στις οποίες βασίζονται οι μέθοδοι ποσοτικού προσδιορισμού των κινδύνων υπό την οικονομική προοπτική.
Αυτό δεν θα πρέπει να συγχέεται με την εφαρμογή κατώτατων ορίων από τις εποπτικές αρχές. Όπως προβλέπεται στις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ για την SREP, οι εποπτικές αρχές θα εφαρμόζουν ένα κατώτατο όριο του Πυλώνα 1 για συγκεκριμένους κινδύνους.
Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κοινές διαδικασίες και μεθόδους για τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (EBA/GL/2014/13)Γενικά, οι οδηγοί δεν είναι νομικά δεσμευτικοί και, ως εκ τούτου, δεν υποκαθιστούν ούτε υπερισχύουν τυχόν ισχύουσας νομοθεσίας που εφαρμόζει τα άρθρα 73 και 86 της CRD IV. Όταν, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι οδηγοί δεν είναι συμβατοί με την ισχύουσα νομοθεσία, η ΕΚΤ θα εφαρμόζει την ισχύουσα νομοθεσία στην αξιολόγηση των ICAAP και των ILAAP των σημαντικών ιδρυμάτων. Ωστόσο, η ΕΚΤ ανέπτυξε τους οδηγούς σε πολύ στενή συνεργασία με τις εθνικές αρμόδιες αρχές. Ως εκ τούτου, δεν αναμένει να προκύψουν τέτοιες συγκρούσεις ανάμεσα στους οδηγούς και την εθνική νομοθεσία.
Όχι. Η ΕΚΤ διασαφηνίζει στους οδηγούς ότι αυτό θα ήταν παρανόηση, καθώς η έννοια του εθελοντικού αποθέματος δεν καθορίζει στην ουσία νέες ελάχιστες απαιτήσεις κεφαλαίου/ρευστότητας πέραν των υφιστάμενων νομικών ελάχιστων απαιτήσεων. Αν και γενικά τα εθελοντικά αποθέματα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερα του μηδενός, ένα ίδρυμα μπορεί επίσης να προβάλει το επιχείρημα ότι, ανάλογα με το σενάριο που αξιολογείται, ένα μηδενικό εθελοντικό απόθεμα και πάλι θα του επέτρεπε να εφαρμόσει το επιχειρηματικό του μοντέλο κατά τρόπο βιώσιμο. Η έννοια του εθελοντικού αποθέματος απλώς περιγράφει το γεγονός ότι τα ιδρύματα συνήθως θα λειτουργούν πέραν των ελάχιστων εποπτικών απαιτήσεων με δική τους πρωτοβουλία, απλώς επειδή διαφορετικά δεν θα ήταν σε θέση να βρουν τους αντισυμβαλλομένους, τους πελάτες, τους υπαλλήλους και τους επενδυτές που χρειάζονται για να υποστηρίξουν το επιχειρηματικό μοντέλο τους. Ωστόσο, οι οδηγοί καλούν τα ιδρύματα να αξιολογούν ρητά το επίπεδο κεφαλαίου/ρευστότητας που χρειάζονται για κάθε ένα από τα σενάρια που εξετάζονται. Θα πρέπει να καθορίζουν σαφή εθελοντικά αποθέματα, να τα αιτιολογούν και να τεκμηριώνουν αυτήν την αιτιολόγηση. Αυτό συνάδει με το γενικό πνεύμα της ICAAP, από την άποψη ότι τα ιδρύματα θα πρέπει να έχουν πλήρη επίγνωση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν και να τους διαχειρίζονται ενεργά.
Οι οδηγοί δεν περιγράφουν συγκεκριμένα δυσμενή σενάρια υπό την κανονιστική προοπτική, επειδή αυτά θα πρέπει να είναι ανάλογα με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, το περιβάλλον λειτουργίας, το προφίλ κινδύνου και, κατά συνέπεια, τις ευπάθειες των επιμέρους ιδρυμάτων, με δεδομένο ότι όλα αυτά τα στοιχεία διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό από ίδρυμα σε ίδρυμα. Οι οδηγοί διασαφηνίζουν στο πλαίσιο της Αρχής 7 ότι «το φάσμα των δυσμενών σεναρίων θα πρέπει να καλύπτει επαρκώς σοβαρές επιβραδύνσεις της οικονομικής δραστηριότητας και χρηματοοικονομικές διαταραχές, συναφείς ευπάθειες που αφορούν το συγκεκριμένο ίδρυμα, ανοίγματα σε σημαντικούς αντισυμβαλλομένους και αληθοφανείς συνδυασμούς αυτών».
Όσον αφορά το επίπεδο σοβαρότητας που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τα δυσμενή σενάρια, οι οδηγοί διασαφηνίζουν σε σχέση με την Αρχή 7 ότι η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται τον όρο «δυσμενής» με την έννοια της σοβαρής έντασης: «Ο βαθμός σοβαρότητας θα πρέπει να αντιστοιχεί σε εξελίξεις που είναι αληθοφανείς, αλλά τόσο σοβαρές από τη σκοπιά του ιδρύματος όσο τυχόν εξελίξεις που μπορεί να παρατηρούνταν σε κατάσταση κρίσης στις αγορές, και να καλύπτει συντελεστές ή τομείς που είναι οι πλέον σημαντικοί για την κεφαλαιακή επάρκεια και την επάρκεια ρευστότητας του ιδρύματος».
Ο ορισμός του εσωτερικού κεφαλαίου θα πρέπει να συνάδει με την έννοια της επάρκειας οικονομικού κεφαλαίου και τον εσωτερικό ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων του ιδρύματος. Η έννοια της επάρκειας οικονομικού κεφαλαίου είναι εσωτερική έννοια με την οποία διασφαλίζεται –υπό την οικονομική προοπτική– ότι οι οικονομικοί πόροι (εσωτερικό κεφάλαιο) του ιδρύματος θα του επιτρέπουν να καλύπτει τους κινδύνους του και να συνεχίζει τη δραστηριότητά του σε διαρκή βάση.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ύψος του εσωτερικού και του κανονιστικού κεφαλαίου μπορεί να διαφέρει σημαντικά, λόγω των διαφορετικών εννοιών στις οποίες βασίζονται οι ορισμοί. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το εσωτερικό κεφάλαιο θα πρέπει να αντανακλά την οικονομική αξία του ιδρύματος, ενώ το κανονιστικό κεφάλαιο βασίζεται πρωτίστως σε κανονιστικούς ορισμούς, αλλά γενικά μπορεί επίσης να περιλαμβάνει λογιστικές παραδοχές. Ανάλογα με την κατάσταση των επιμέρους ιδρυμάτων και τα εφαρμοστέα λογιστικά πρότυπα, οι οικονομικές αξίες που αποκλίνουν από τις λογιστικές αξίες μπορούν να επιφέρουν σημαντικές διαφορές.
Το ίδιο ισχύει για τον ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων όπου η κανονιστική θεώρηση αξιολογεί τις επιδράσεις όλων των κινδύνων στους κανονιστικούς δείκτες, ακολουθώντας επομένως λογιστικούς κανόνες και κανονιστικούς ορισμούς. Αντιθέτως, η οικονομική προοπτική αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίο το φάσμα των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνει ουσιωδώς το ίδρυμα μπορεί να επηρεάσει την οικονομική του αξία. Οι κίνδυνοι πιστωτικού περιθωρίου για θέσεις που δεν αποτιμώνται στην εύλογη αξία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα κινδύνων οι οποίοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται διαφορετικά υπό τις δύο προοπτικές.
Ο ορισμός των εσωτερικών αποθεμάτων ρευστότητας θα πρέπει να συνάδει με την έννοια της οικονομικής επάρκειας ρευστότητας και τον εσωτερικό ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων του ιδρύματος. Η έννοια της επάρκειας οικονομικής ρευστότητας είναι εσωτερική έννοια με την οποία διασφαλίζεται, υπό την οικονομική προοπτική, ότι οι οικονομικοί πόροι (εσωτερική ρευστότητα) του ιδρύματος μπορούν να καλύπτουν τους κινδύνους και τις αναμενόμενες εκροές, καθώς και να διατηρούν τη συνέχεια των εργασιών του σε διαρκή βάση. Εδώ επίσης ενδέχεται διαφορετικές παραδοχές και έννοιες να οδηγούν σε μεγάλες διαφορές ως προς το ύψος της διαθέσιμης ρευστότητας και τις πηγές σταθερής χρηματοδότησης.
Για τα κεφαλαιακά μέσα της κατηγορίας 2/χρεόγραφα μειωμένης εξασφάλισης, συνήθως δεν υπάρχει διάταξη στο εγχειρίδιο προτύπων που να ορίζει ότι θα απορροφούσαν απώλειες σε σενάρια πέραν της εκκαθάρισης. Οι δανειακές θέσεις μειωμένης εξασφάλισης θα εξοφλούνται στους κατόχους χρέους σε κατάσταση συνέχισης της δραστηριότητας, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της έκδοσης.
Κατά συνέπεια, βάσει της παραδοχής της συνέχισης της δραστηριότητας στην οποία βασίζονται οι προσδοκίες της ΕΚΤ για την ICAAP, τα κεφαλαιακά μέσα κατηγορίας 2, συμπεριλαμβανομένων των χρεογράφων μειωμένης εξασφάλισης, γενικά μπορούν να προεξοφλούνται ως μέσα που απορροφούν κινδύνους σε κατάσταση συνέχισης της δραστηριότητας. Αντίστοιχα, τέτοια μέσα γενικά δεν θα πρέπει να αποτελούν μέρος του εσωτερικού κεφαλαίου. Ωστόσο, το ίδρυμα έχει την επιλογή να τεκμηριώνει γιατί αυτή η λογική δεν ισχύει σε συγκεκριμένη περίπτωση.
Σύμφωνα με τα δυσμενή σενάρια υπό την κανονιστική προοπτική, το ίδρυμα καλείται να διατυπώνει παραδοχές για εξαιρετικές αλλά αληθοφανείς εξελίξεις με επαρκή βαθμό σοβαρότητας σε ό,τι αφορά την επίδρασή τους στους δείκτες κανονιστικού κεφαλαίου, ιδίως τον δείκτη CET1. Ο βαθμός σοβαρότητας θα πρέπει να αντιστοιχεί σε εξελίξεις που είναι αληθοφανείς αλλά τόσο σοβαρές από τη σκοπιά του ιδρύματος όσο τυχόν εξελίξεις που θα μπορούσαν να παρατηρηθούν σε κατάσταση κρίσης στις αγορές, σε συντελεστές ή σε τομείς που είναι οι πλέον σημαντικοί για την κεφαλαιακή επάρκεια του ιδρύματος.
Φυσικά, τα ιδρύματα δεν θα πρέπει να «προγραμματίζουν» για τέτοια σενάρια. Ωστόσο, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένα για αληθοφανείς περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσαν να υλοποιηθούν αυτά τα σενάρια. Ο «προγραμματισμός» με αυτήν την έννοια δεν σημαίνει ότι σκοπεύουν να βρεθούν σε δυσμενείς συνθήκες. Αντ’ αυτού, παραπέμπει στην «κατάσταση ετοιμότητας» και τη «δυνατότητα αποτροπής» μελλοντικών γεγονότων ακραίων καταστάσεων προκειμένου να αποφεύγεται η κεφαλαιακή ανεπάρκεια υπό αυτές τις δυσμενείς συνθήκες.
Ο βαθμός συντηρητικότητας στον οποίο βασίζονται οι ποσοτικοί προσδιορισμοί κινδύνων υπό την οικονομική προοπτική θα πρέπει ήδη να είναι πολύ υψηλός και άρα να αποτυπώνει επίσης πολύ σπάνια γεγονότα. Ανάλογα με τη χρησιμοποιούμενη μεθοδολογία ποσοτικού προσδιορισμού, αυτό αντανακλάται, για παράδειγμα, σε υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης. Δημιουργείται το ερώτημα κατά πόσο θα πρέπει να διενεργούνται πρόσθετες ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων υπό την οικονομική προοπτική.
Η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι διττή: αφενός, οι ποσοτικοί προσδιορισμοί κινδύνων υπό την οικονομική προοπτική δεν θα πρέπει να υπόκεινται σε ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σύμφωνα με δυσμενή (πολυετή ακραία) σενάρια, όπως υπό την κανονιστική προοπτική. Ωστόσο, καθώς η ICAAP θα πρέπει να αποτυπώνει μελλοντικές εξελίξεις, τα ιδρύματα θα πρέπει να αξιολογούν τις ευαισθησίες των ποσοτικών προσδιορισμών των κινδύνων τους σε σχέση με πιθανές μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις που δεν αποτυπώνονται από τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται για τον ποσοτικό προσδιορισμό των κινδύνων.
Για παράδειγμα, οι τιμές κατοικιών στις ΗΠΑ αυξάνονταν συνεχώς για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη της κρίσης το 2008. Σύμφωνα με τις μεθοδολογίες ποσοτικού προσδιορισμού κινδύνων που είχαν καθαρά παρελθοντικό προσανατολισμό και χρησιμοποιούνταν από τον κλάδο, αυτή η μακρόχρονη τάση δεν θα μεταβαλλόταν ποτέ, υποδηλώνοντας ότι η συνεχής αύξηση των τιμών των κατοικιών σήμαινε ότι τα ενυπόθηκα δάνεια δεν ενείχαν κανέναν πιστωτικό κίνδυνο. Όταν η τάση μεταβλήθηκε, η ιστορία έδειξε ότι αυτό το συμπέρασμα ήταν λανθασμένο.
Παρόμοιο ζήτημα μπορεί να παρατηρηθεί όταν, για παράδειγμα, τα ιδρύματα στηρίζονται σε υποδείγματα «δυνητικής ζημίας» (Value-at-Risk - VaR) για να προσδιορίσουν ποσοτικά τον κίνδυνο αγοράς. Έπειτα από παρατεταμένη περίοδο σταθερών/αυξανόμενων τιμών στις χρηματιστηριακές αγορές, η χρήση, για παράδειγμα, της έννοιας ιστορικής προσομοίωσης για τον ποσοτικό προσδιορισμό της VaR θα οδηγούσε σε στοιχεία για πολύ χαμηλό κίνδυνο. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, οι τάσεις μπορούν πάντοτε να μεταβάλλονται με τέτοιον τρόπο ώστε το παρελθόν που αποτυπώνεται από τα υποδείγματα να μπορεί να υποεκτιμήσει ουσιωδώς τον πραγματικό κίνδυνο. Και στις δύο περιπτώσεις, ακόμη και ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης θα οδηγούσε σε θεμελιώδη υποεκτίμηση κινδύνων.
Επομένως, ένα περιεκτικό, άρτιο και συντηρητικό μελλοντικά προσανατολισμένο πρόγραμμα ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων υπό την έννοια αξιολόγησης διαφορετικών παραμέτρων θα πρέπει να διενεργείται και για την οικονομική προοπτική, καθώς αυτό αποτελεί σημαντικό παράγοντα για να διασφαλίζεται ότι οι κίνδυνοι δεν υποεκτιμούνται και ότι τα ιδρύματα μπορούν να διατηρούν επαρκή επίπεδα κεφαλαίου και υπό την οικονομική προοπτική. Ακολουθώντας την έννοια της «αμοιβαίας συνεισφοράς πληροφοριών» μεταξύ των δύο προοπτικών της ICAAP, τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιούν τα δυσμενή σενάρια σύμφωνα με την κανονιστική προοπτική όταν αξιολογούν την κεφαλαιακή τους επάρκεια υπό την οικονομική προοπτική.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένες φορές ο όρος «άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων» χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των πολυετών ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που διενεργεί η ΕΑΤ. Δεν εννοείται κάτι τέτοιο στο παρόν πλαίσιο. Ο οδηγός σχετικά με την ICAAP δηλώνει σαφώς ότι η ΕΚΤ δεν καλεί τα ιδρύματα να παράγουν πολυετείς προβολές της κατάστασης επάρκειας του οικονομικού κεφαλαίου τους, διατυπώνοντας για παράδειγμα προβολή υποδείγματος ενός συντελεστή για ένα έτος για τρία ακόμα έτη.
Οι μεθοδολογίες ποσοτικού προσδιορισμού κινδύνων και οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται υπό την οικονομική και την κανονιστική προοπτική θα πρέπει να είναι άρτιες, επαρκώς σταθερές, ευαίσθητες ως προς τον κίνδυνο και συντηρητικές προκειμένου να προσδιορίζονται ποσοτικά οι ζημίες που μπορεί να προκύψουν, ακόμα και σε σπάνιες περιπτώσεις.
Κατά τη γνώμη της ΕΚΤ, σε μια άρτια ICAAP ο συνολικός βαθμός συντηρητικότητας υπό την οικονομική προοπτική είναι, σε γενικές γραμμές, τουλάχιστον ίσος με τον βαθμό συντηρητικότητας στον οποίο βασίζονται οι μεθοδολογίες ποσοτικού προσδιορισμού κινδύνων των εσωτερικών υποδειγμάτων του Πυλώνα 1. Ο συνολικός βαθμός συντηρητικότητας καθορίζεται από τον συνδυασμό των υποκείμενων παραδοχών και παραμέτρων αντί από την καθεμία παραδοχή και παράμετρο ξεχωριστά. Υπό αυτήν την έννοια, «συνδυασμός» σημαίνει ότι οι προσεγγίσεις μπορεί να συμφωνούν με τους παρόντες οδηγούς, παρά το γεγονός ότι ορισμένες μεμονωμένες παράμετροι, για παράδειγμα το επίπεδο εμπιστοσύνης των υποδειγμάτων οικονομικού κεφαλαίου, είναι λιγότερο συντηρητικές σε σχέση με τον Πυλώνα 1. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ωστόσο, τα ιδρύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο αντισταθμίζονται οι λιγότερο συντηρητικές παραδοχές ούτως ώστε, όταν χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά, να έχουν τουλάχιστον τον ίδιο βαθμό συντηρητικότητας που αφορά τον Πυλώνα 1.
Όσον αφορά τον βαθμό συντηρητικότητας, ο οδηγός σχετικά με την ICAAP διευκρινίζει ότι, παρόλο που σε γενικές γραμμές η ICAAP θα πρέπει να χρησιμοποιείται στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, δεν θα πρέπει κάθε μεμονωμένη επιχειρηματική απόφαση να λαμβάνεται βάσει του υψηλότερου βαθμού συντηρητικότητας.
Ενδέχεται να ισχύουν διαφορετικοί βαθμοί συντηρητικότητας για διαφορετικούς σκοπούς. Ωστόσο, τα ιδρύματα θα πρέπει επίσης να μπορούν να αναλαμβάνουν τους κινδύνους που έχουν προσδιοριστεί ποσοτικά βάσει πολύ υψηλού βαθμού συντηρητικότητας. Παραδείγματος χάριν, ένα ίδρυμα μπορεί να βασίσει την τιμολόγηση παραγώγων και, κατά συνέπεια, την απόφαση να προσφέρει ή να αγοράσει ορισμένα προϊόντα στην αγορά στην παραδοχή ότι αυτή η αγορά δεν θα εισέλθει σε κρίση. Θα πρέπει, όμως, όσον αφορά τις διαθέσιμες διαδικασίες διαχείρισης κεφαλαίου και κινδύνου, να είναι σε θέση να ανταπεξέλθει σε οποιαδήποτε υλοποίηση του κινδύνου αυτού. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αυτό συνεπάγεται ότι το ίδρυμα θα πρέπει να μπορεί να απορροφήσει οποιαδήποτε ζημία προκύπτει από τη συναλλαγή επί παραγώγων ακόμα κι αν η αγορά εισερχόταν σε κρίση.
Οι οδηγοί εκφράζουν την προσδοκία οι εσωτερικές επανεξετάσεις να διενεργούνται ολοκληρωμένα από τις τρεις γραμμές άμυνας, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρηματικών γραμμών και των ανεξάρτητων λειτουργιών εσωτερικού ελέγχου (διαχείριση κινδύνων, συμμόρφωση και εσωτερική επιθεώρηση), σύμφωνα με τους αντίστοιχους ρόλους και αρμοδιότητες. Προκειμένου να διασφαλιστεί ένα αξιόπιστο σύστημα διάκρισης των εξουσιών, ο αρμόδιος τομέας (δεύτερη γραμμή άμυνας) για την ανάπτυξη και την επικύρωση των μεθοδολογιών ποσοτικού προσδιορισμού των κινδύνων πρέπει να είναι ανεξάρτητος από τις μονάδες που αναλαμβάνουν κινδύνους (πρώτη γραμμή άμυνας). Επιπλέον, είναι απαραίτητη η τακτική επανεξέταση όλων των δραστηριοτήτων εντός του ιδρύματος (συμπεριλαμβανομένων αυτών της δεύτερης γραμμής άμυνας) από μια άλλη, πλήρως ανεξάρτητη λειτουργία εσωτερικής επιθεώρησης (τρίτη γραμμή άμυνας), η οποία αναφέρεται απευθείας στο διοικητικό όργανο.
Ανάλογα με το μέγεθος και την πολυπλοκότητα του ιδρύματος, διάφορες οργανωτικές λύσεις μπορεί να υιοθετηθούν προκειμένου να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία μεταξύ της ανάπτυξης και της επικύρωσης των μεθοδολογιών ποσοτικού προσδιορισμού κινδύνων. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνονται σεβαστές οι έννοιες στις οποίες βασίζονται οι διάφορες γραμμές άμυνας, δηλ. η ανεξάρτητη επικύρωση θα πρέπει να διενεργείται από μονάδα διαφορετική από τη λειτουργία εσωτερικής επιθεώρησης.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι δραστηριότητες επικύρωσης, οι οποίες θα πρέπει να πραγματοποιούνται από τη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων (δηλαδή τη δεύτερη γραμμή άμυνας), θα πρέπει να υπόκεινται σε τακτικές επανεξετάσεις από τη λειτουργία εσωτερικής επιθεώρησης (την τρίτη γραμμή άμυνας). Εκφράζεται επίσης η προσδοκία η εσωτερική επιθεώρηση να περιλαμβάνει την επάρκεια των μεθοδολογιών ποσοτικού προσδιορισμού των κινδύνων στο σχέδιο επιθεώρησής της.
Όχι. Οι προβολές του δείκτη LCR για δυσμενή σενάρια (δηλαδή υπό ακραίες συνθήκες) ακολουθούν πιστά τις διατάξεις του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής που αφορούν τις σταθμίσεις, τα ποσοστά εξάντλησης, κ.λπ. Αυτό σημαίνει ότι ο τρόπος με τον οποίο υπολογίζεται ο δείκτης LCR παραμένει πάντα ίδιος. Ωστόσο, η ΕΚΤ εκφράζει την προσδοκία τα ιδρύματα να καθορίζουν τα ανεξόφλητα υπόλοιπα του ενεργητικού, του παθητικού και των δεσμεύσεων εκτός ισολογισμού που συνεκτιμώνται στον υπολογισμό του δείκτη LCR στη διάρκεια περιόδου ακραίων συνθηκών και, στη συνέχεια, να πολλαπλασιάζουν τα παραπάνω υπόλοιπα με τις σταθμίσεις ή τα ποσοστά εξάντλησης, όπως αυτά ορίζονται στον κανονισμό.
Στόχος της προσδοκίας αυτής είναι τα ιδρύματα να γνωρίζουν τον αντίκτυπο που ορισμένες σοβαρές αλλά αληθοφανείς μελλοντικές εξελίξεις ενδέχεται να έχουν στους δείκτες LCR (τους οποίους θα πρέπει επίσης να υπολογίζουν στο μέλλον υπό παρόμοιες συνθήκες). Τα ιδρύματα θα πρέπει να αναλύουν τα αποτελέσματα αυτών των προβολών και να αποφασίζουν κατά πόσο χρειάζεται να λάβουν απόφαση για την προετοιμασία ή την πρόληψη της προβλεπόμενης κατάστασης.
Για παράδειγμα, το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αξιολόγησης θα μπορούσε να είναι η υποχώρηση του δείκτη LCR στο 60%. Ενώ ο CRR προβλέπει ότι ο δείκτης LCR μπορεί, μερικές φορές, να υποχωρεί κάτω του 100%, το ίδρυμα θα πρέπει και πάλι να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσο θα εξακολουθεί να μπορεί να εφαρμόζει το επιχειρηματικό του μοντέλο κατά τρόπο βιώσιμο με δείκτη LCR στο 60% σύμφωνα με τις περιστάσεις που διατυπώθηκαν στο αντίστοιχο δυσμενές σενάριο.
Ο οδηγός σχετικά με την ICAAP ορίζει ότι «το σχέδιο κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει βασικό και δυσμενές σενάριο και να καλύπτει μελλοντικό ορίζοντα τουλάχιστον τριών ετών». Αυτό σημαίνει ότι τα ιδρύματα θα πρέπει να εφαρμόζουν διαδικασία κεφαλαιακού προγραμματισμού –συχνά στο πλαίσιο τακτικής πολυετούς διαδικασίας προγραμματισμού– που θα αποτυπώνει τον πλήρη χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον τριών ετών κατά τη στιγμή της έγκρισης. Τα ιδρύματα θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι το σχέδιο κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης θα προσαρμόζεται στη διάρκεια του έτους αν αποδεικνύεται ξεπερασμένο από τις πραγματικές εξελίξεις. Επιπλέον, τα ιδρύματα θα πρέπει να διενεργούν την πλήρη διαδικασία κεφαλαιακού προγραμματισμού, με τη συμμετοχή όλων των σχετικών λειτουργιών, όπως το τμήμα οικονομικών μελετών, τους κινδύνους, τα χρηματοοικονομικά και τις περιοχές επιχειρηματικής δραστηριότητας, τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο.