Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

1 Εισαγωγή

Οι εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2026-28 αντανακλούν τη μεσοπρόθεσμη στρατηγική της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ για την επόμενη τριετία. Το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ καθορίζει αυτές τις προτεραιότητες με βάση μια συνολική αξιολόγηση των βασικών κινδύνων και ευπαθειών για τις εποπτευόμενες οντότητες. Οι προτεραιότητες επανεξετάζονται ετησίως ώστε να αντανακλούν τις μεταβολές στο τοπίο κινδύνων και τα αποτελέσματα διαφόρων εποπτικών ασκήσεων, ιδίως της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP)[1]. Επανεξετάζονται επίσης προκειμένου να αξιολογείται η πρόοδος που έχουν σημειώσει οι τράπεζες σε σχέση με τις προτεραιότητες των προηγούμενων ετών και τις κανονιστικές απαιτήσεις. Αυτό το είδος ετήσιας επανεξέτασης συμβάλλει σε μια στρατηγική βασισμένη στον κίνδυνο και προσανατολισμένη προς το μέλλον, η οποία προωθεί την αποτελεσματική κατανομή των εποπτικών πόρων, καθιστά τις εποπτικές ενέργειες πιο διαφανείς και προβλέψιμες για τις τράπεζες, ενώ παράλληλα εξασφαλίζει επαρκή ευελιξία ώστε οι προτεραιότητες να μπορούν να προσαρμοστούν εφόσον κριθεί απαραίτητο.

Το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα διαθέτει υγιές προφίλ κινδύνου και εύρωστα θεμελιώδη μεγέθη, τα οποία του δίνουν τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει ικανοποιητικά το σημερινό εξαιρετικά αβέβαιο γεωπολιτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον και να στηρίξει αποτελεσματικά την ευρωπαϊκή οικονομία. Κατά το προηγούμενο έτος, ο τραπεζικός τομέας συνέχισε να καταγράφει ισχυρές θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, καθώς και χαμηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ τα επίπεδα κερδοφορίας αποδεικνύονται μέχρι στιγμής ανθεκτικά στη μείωση των επιτοκίων. Αυτά τα εύρωστα θεμελιώδη μεγέθη, τα οποία οφείλονται εν μέρει στην ενίσχυση του προληπτικού και του εποπτικού πλαισίου μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, επέτρεψαν στον τραπεζικό τομέα να αντιμετωπίσει τις οικονομικές αντιξοότητες που προέκυψαν από την κλιμάκωση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων και συγκρούσεων, καθώς και από τις περιόδους υψηλής μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές που ακολούθησαν. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ωφελήθηκε από δημόσια μέτρα που στόχευαν στη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και στον μετριασμό των επιπτώσεων των δυσμενών διαταραχών. Η συνολική ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα σε ένα δυσμενές σενάριο λόγω των γεωπολιτικών εντάσεων καταδεικνύεται επίσης από τη φετινή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ.

Πέραν τούτου, οι τράπεζες πρέπει να είναι έτοιμες να διαχειριστούν τις προκλήσεις που τους επιφυλάσσει το μέλλον. Οι παγκόσμιες αβεβαιότητες έχουν αυξηθεί σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, δημιουργώντας ένα περιβάλλον αυξημένης αστάθειας, όπου κίνδυνοι που κάποτε θεωρούνταν απομακρυσμένοι γίνονται τώρα πιθανότεροι. Οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι μεταβαλλόμενες εμπορικές πολιτικές, οι κλιματικές κρίσεις και οι κρίσεις που σχετίζονται με τη φύση, οι δημογραφικές αλλαγές και οι τεχνολογικές διαταράξεις επιδεινώνουν τις διαρθρωτικές ευπάθειες, καθιστώντας το ενδεχόμενο ακραίων γεγονότων χαμηλής πιθανότητας (ακραίων κινδύνων) πρωτοφανώς υψηλό. Η αβεβαιότητα είναι αυξημένη. Αυτός ο συνδυασμός παραγόντων αυξάνει τον κίνδυνο αιφνίδιων και σοβαρών διαταράξεων με εκτεταμένες συνέπειες τόσο για τις οικονομίες όσο και για τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τις τράπεζες. Απηχεί την έκκληση που απευθύνεται προς τις τράπεζες τα τελευταία έτη να παραμένουν σε εγρήγορση και να αποφεύγουν τον εφησυχασμό.

Δεδομένων αυτών των αντίξοων προοπτικών, οι εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2026-28 αντανακλούν την ανάγκη οι τράπεζες να παραμείνουν ανθεκτικές απέναντι σε γεωπολιτικούς κινδύνους και μακροχρηματοπιστωτικές αβεβαιότητες (προτεραιότητα 1), διασφαλίζοντας παράλληλα ισχυρή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα και ικανότητες ΤΠΕ (προτεραιότητα 2).

Σχήμα 1

Εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2026-28 με σκοπό την αντιμετώπιση των ευπαθειών που διαπιστώθηκαν στις τράπεζες

Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Στο σχήμα αυτό παρουσιάζονται οι δυο εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2026-28 και οι αντίστοιχες ευπάθειες που οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την επόμενη τριετία. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα διεξαγάγει στοχευμένες δραστηριότητες για την αξιολόγηση, την παρακολούθηση και την ανάληψη επακόλουθων ενεργειών όσον αφορά τις ευπάθειες που έχουν διαπιστωθεί. Στο δεξιό μέρος του σχήματος απεικονίζεται η πρωταρχική κατηγορία κινδύνου που συνδέεται με κάθε ευπάθεια.

Κάθε εποπτική προτεραιότητα στοχεύει σε ένα συγκεκριμένο σύνολο ευπαθειών στον τραπεζικό τομέα για τις οποίες έχουν τεθεί ειδικοί στρατηγικοί στόχοι και έχουν αναπτυχθεί ειδικά προσαρμοσμένα προγράμματα εργασίας. Στο Σχήμα 1 παρουσιάζονται πέντε στόχοι για την αντιμετώπιση των βασικών ευπαθειών των τραπεζών και περιγράφεται συνοπτικά μια μεσομακροπρόθεσμη στρατηγική που επικεντρώνεται στις ψηφιακές στρατηγικές των τραπεζών και ιδίως στις στρατηγικές που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων των τραπεζών. Αυτές οι δύο προτεραιότητες αντανακλούν τη δέσμευση της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ να προάγει έναν εύρωστο, ανθεκτικό και βιώσιμο ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα ικανό να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις ενός ολοένα και πιο σύνθετου τοπίου κινδύνων.

Σκοπός των εποπτικών προτεραιοτήτων είναι να εξετάσουν τις πιο σημαντικές και κυρίαρχες ευπάθειες που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες και να συμβάλουν στο ευρύτερο έργο της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Παράλληλα, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συνεχίζει να διενεργεί τακτικές εποπτικές δραστηριότητες για να αντιμετωπίσει άλλους συναφείς τομείς κινδύνου με σκοπό την περαιτέρω στήριξη της ανθεκτικότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα σε κινδύνους που αφορούν συγκεκριμένα ιδρύματα. Οι εργασίες που σχετίζονται με την παρακολούθηση προηγούμενων προτεραιοτήτων θα εξακολουθήσουν επίσης να αποτελούν βασικό σημείο εστίασης, σε συνδυασμό με τη συνεχή εποπτική συνεργασία με τις τράπεζες.

Οι εποπτικές προτεραιότητες προάγουν την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια στις εργασίες σχεδιασμού των μεικτών εποπτικών ομάδων (ΜΕΟ) και στηρίζουν την αποδοτική κατανομή των πόρων, σύμφωνα με τα προκαθορισμένα επίπεδα ανοχής κινδύνων. [2] Βοηθούν επίσης τις εθνικές εποπτικές αρχές να καθορίζουν αναλόγως τις δικές τους προτεραιότητες για την εποπτεία των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων. Η διαφανής επικοινωνία σχετικά με αυτές τις προτεραιότητες διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην αποσαφήνιση των προσδοκιών για τις τράπεζες, ενισχύοντας την επίδραση αυτής της εποπτείας στην περαιτέρω αύξηση της ανθεκτικότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα και στην εξασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων.

Στις ενότητες που ακολουθούν παρουσιάζεται συνοπτικά η αξιολόγηση κινδύνων για το 2025, μαζί με λεπτομερή περιγραφή των εποπτικών προτεραιοτήτων και των προγραμμάτων εργασίας για την περίοδο 2026-28.

2 Αξιολόγηση κινδύνων και εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2026-28

2.1 Μακροοικονομικό περιβάλλον και περιβάλλον λειτουργίας των εποπτευόμενων οντοτήτων

Το τελευταίο έτος το μακροοικονομικό περιβάλλον χαρακτηρίστηκε από κλιμάκωση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων και ευρύτερους γεωπολιτικούς κινδύνους, με αποτέλεσμα τη μεταβολή των εμπορικών πολιτικών και την αύξηση της συνολικής αβεβαιότητας. Η ανακοίνωση των νέων εισαγωγικών δασμών στις ΗΠΑ στις αρχές Απριλίου 2025 πυροδότησε απότομες αθρόες ρευστοποιήσεις ομολόγων στις αγορές που ενέτειναν τους φόβους για παγκόσμια ύφεση. Η αβεβαιότητα όσον αφορά τις πολιτικές, ιδίως στο μέτωπο του διεθνούς εμπορίου, αυξήθηκε σε πρωτοφανή επίπεδα, με αποτέλεσμα σημαντική μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές.[3] Οι επακόλουθες ανακοινώσεις – αρχικά μια προσωρινή διακοπή της αύξησης των δασμών και, αργότερα, μια εμπορική συμφωνία που απέτρεψε τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ – πυροδότησαν μια έντονη άνοδο στις αγορές μετοχών. Αν και οι αρχικές ζημίες αναστράφηκαν, οι αγορές μετοχών παραμένουν ευμετάβλητες και ευάλωτες σε περαιτέρω ανατιμολόγηση λόγω των αυξημένων αποτιμήσεων και της αυξημένης συγκέντρωσης κινδύνων.[4]

Παρά τις διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας, οι συνθήκες παραμένουν ευνοϊκές για την ενίσχυση του ρυθμού αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ στη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα προβολής και ο πληθωρισμός αναμένεται, βάσει των προβολών, να σταθεροποιηθεί γύρω από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%.[5] Η εντονότερη από ό,τι αναμενόταν οικονομική δραστηριότητα το α΄ τρίμηνο του 2025, εν μέρει λόγω της επίσπευσης των εξαγωγών εν αναμονή υψηλότερων δασμών, αναμένεται, βάσει των προβολών, να δώσει τη θέση της σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης το β΄ εξάμηνο του έτους. Ωστόσο, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ αναμένεται, βάσει των προβολών, να επιταχυνθεί μεσοπρόθεσμα, υποβοηθούμενος από τη βελτίωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος, τη μείωση της αβεβαιότητας, την ενίσχυση της εξωτερικής ζήτησης και τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας που σχετίζονται με την άμυνα και τις υποδομές. Οι δείκτες ερευνών υποδηλώνουν επίσης συγκρατημένη επέκταση τόσο στον τομέα της μεταποίησης όσο και στον τομέα των υπηρεσιών, σηματοδοτώντας θετική υποκείμενη δυναμική της οικονομίας. Ο γενικός πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει κοντά στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να υποχωρήσει λόγω της μείωσης των πιέσεων από το κόστος εργασίας και της ανατίμησης του ευρώ.

Ενώ η αβεβαιότητα μετριάστηκε κάπως το β΄ εξάμηνο του έτους, εξακολουθεί να είναι αυξημένη σε σύγκριση με τα ιστορικά δεδομένα, γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους για τις οικονομικές προοπτικές.[6] Οι κίνδυνοι για την οικονομική ανάπτυξη έχουν εξισορροπηθεί, καθώς οι εμπορικές συμφωνίες έχουν μειώσει την αβεβαιότητα.[7] Ωστόσο, μια νέα κλιμάκωση των παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τον ρυθμό αύξησης των εξαγωγών και να περιορίσει τις επενδύσεις και την κατανάλωση. Οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις εξακολουθούν να αποτελούν σημαντική πηγή κινδύνου για τις μακροοικονομικές προοπτικές. Ενδεχόμενη επιδείνωση του κλίματος στις χρηματοπιστωτικές αγορές μπορεί να οδηγήσει σε αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης, αυξημένη απροθυμία ανάληψης κινδύνων και εξασθένηση της ανάπτυξης. Επιπλέον, ένας συνδυασμός ασθενέστερης από την αναμενόμενη ανάπτυξης, υψηλότερων αναγκών για αμυντικές δαπάνες και διαρθρωτικών προκλήσεων – όπως η χαμηλή παραγωγικότητα, η γήρανση του πληθυσμού, η κλιματική αλλαγή και ο ψηφιακός μετασχηματισμός – θα μπορούσε να υπονομεύσει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, ιδίως σε υπερχρεωμένες χώρες.[8]

Μέχρι στιγμής, οι χρηματοπιστωτικές αγορές και ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας έχουν επιδείξει ισχυρή ανθεκτικότητα σε εξωτερικές διαταραχές, ενίοτε χάρη σε ένα σύνολο υποστηρικτικών δημόσιων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών. Η άφθονη ρευστότητα εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος συνέβαλε καθοριστικά στη συγκράτηση των θέσεων που εξαλείφθηκαν κατά τις αθρόες ρευστοποιήσεις ομολόγων στις αγορές τον Απρίλιο. Ενώ η αναταραχή που συνδεόταν με τους δασμούς και η επακόλουθη έξαρση της μακροοικονομικής μεταβλητότητας ήταν ουσιώδεις, αποδείχθηκαν βραχύβιες. Οι αγορές μετοχών ανέκαμψαν γρήγορα μετά την ανακοίνωση της προσωρινής διακοπής της αύξησης των δασμών και οι τιμές των ευρωπαϊκών τραπεζικών στοιχείων ενεργητικού στηρίχθηκαν από τα εύρωστα θεμελιώδη μεγέθη τους. Μετά τις διαταραχές που προέκυψαν λόγω των εμπορικών πολιτικών, η πιθανότητα περαιτέρω γεωπολιτικών και μακροοικονομικών εντάσεων παραμένει αυξημένη, εντείνοντας τον κίνδυνο αιφνίδιας ανατιμολόγησης στις αγορές που θα μπορούσε να έχει δυσμενείς συνέπειες για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ και την παγκόσμια οικονομία. Ο κίνδυνος αυτός θα μπορούσε με τη σειρά του να επιδεινωθεί από την αυξανόμενη διασύνδεση μεταξύ τραπεζικών και μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.[9]

Επιπλέον, οι υψηλές ανάγκες για δημόσιες δαπάνες, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους σε ορισμένες χώρες, οδηγώντας σε αύξηση του κόστους χρηματοδότησης και σε δευτερογενείς επιπτώσεις σε τράπεζες και μεγάλες εταιρείες.[10] Στο μέλλον, αυτό μπορεί επίσης να περιορίσει τα περιθώρια άσκησης πολιτικής που είναι διαθέσιμα για την απορρόφηση διαταραχών στην πραγματική οικονομία.

2.2 Προτεραιότητα 1: Ενίσχυση της ανθεκτικότητας των τραπεζών σε γεωπολιτικούς κινδύνους και μακροχρηματοπιστωτική αβεβαιότητα

Το τρέχον μακροοικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον επιβεβαιώνει την ανάγκη για ισχυρή χρηματοπιστωτική ανθεκτικότητα στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα και απαιτεί αυξημένη εποπτική προσοχή σε επιλεγμένους τομείς. Πιο συγκεκριμένα, οι τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίζουν συνετή ανάληψη κινδύνων και άρτια πιστοδοτικά κριτήρια, ώστε να αποτρέπεται η συσσώρευση νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές θα δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες εφαρμόζουν τις νέες, πιο ευαίσθητες ως προς τους κινδύνους τυποποιημένες προσεγγίσεις, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί για να διευκολύνουν τον υπολογισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων βάσει της δέσμης τραπεζικών απαιτήσεων CRR III/CRD VI. Αυτά τα νέα πλαίσια για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις ευθυγραμμίζουν καλύτερα τις κεφαλαιακές απαιτήσεις με τους πραγματικούς κινδύνους των τραπεζών και η επίδρασή τους στους υπολογισμούς των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού αναμένεται να αυξηθεί με την πάροδο του χρόνου με τη σταδιακή εφαρμογή του νέου κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων. Τέλος, η αυξανόμενη συχνότητα των καταστροφών που σχετίζονται με το κλίμα και η βραδεία πρόοδος προς την επίτευξη των στόχων μηδενικών καθαρών εκπομπών βάσει της συμφωνίας του Παρισιού απαιτούν από τις τράπεζες να ενισχύσουν περαιτέρω τη διαχείριση των κλιματικών και οικολογικών κινδύνων.

Ως βασικός παράγοντας μακροοικονομικής αβεβαιότητας, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι παραμένουν στο επίκεντρο των εποπτικών προτεραιοτήτων της ΕΚΤ. Σε αυτό το πνεύμα, η θεματική άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2026 θα αξιολογήσει σενάρια γεωπολιτικών κινδύνων ανά ίδρυμα και το ενδεχόμενο να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στη φερεγγυότητα των τραπεζών.[11] Θα βοηθήσει επίσης να διαπιστωθεί πώς τα σενάρια γεωπολιτικών κινδύνων που εξετάζουν οι τράπεζες θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις συνθήκες χρηματοδότησης και ρευστότητας των τραπεζών. Δεδομένου του οριζόντιου χαρακτήρα τους, οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι θα αποτυπώνονται τόσο στις κατά προτεραιότητα δραστηριότητες όσο και στις τακτικές εποπτικές δραστηριότητες. Στο πλαίσιο των τακτικών δραστηριοτήτων τους, οι εποπτικές αρχές θα αξιολογούν την ικανότητα των τραπεζών να αντεπεξέρχονται σε γεωπολιτικές διαταραχές και θα εξετάζουν τις εσωτερικές δηλώσεις των τραπεζών για την κεφαλαιακή επάρκεια και την επάρκεια ρευστότητας, τις διαδικασίες τους για τον σχεδιασμό σχετικά με τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση, τα σχέδια ανάκαμψης και τα πλαίσια εσωτερικών ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

2.2.1 Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Διασφάλιση συνετής ανάληψης κινδύνων και άρτιων κριτηρίων χορήγησης πιστώσεων

Στρατηγικός στόχος: Προκειμένου να ενισχυθεί η συνετή ανάληψη κινδύνων, οι εποπτευόμενες οντότητες θα πρέπει να διαθέτουν και να τηρούν άρτια πιστοδοτικά κριτήρια και τιμολόγηση βάσει κινδύνου, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προσαρμόζονται σε μεταβολές του μακροχρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος και στις συγκεκριμένες συνθήκες του ιδρύματός τους.

Η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των εποπτευόμενων οντοτήτων παρέμεινε συνολικά σταθερή το προηγούμενο έτος, υποβοηθούμενη από την ανθεκτικότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων σε υψηλότερα επιτόκια. Ενώ ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε ελαφρώς το τελευταίο έτος, κυρίως στα τμήματα των καταναλωτών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων δανείων των περισσότερων εποπτευόμενων οντοτήτων βελτιώθηκαν. Οι οικονομικές προοπτικές της ζώνης του ευρώ παραμένουν σε γενικές γραμμές υποστηρικτικές, καθώς τα χαμηλότερα επιτόκια και τα πιο υγιή επίπεδα χρέους αναμένεται να αμβλύνουν την πίεση στην εξυπηρέτηση του χρέους. Οι αγορές οικιστικών ακινήτων αναμένεται επίσης να παραμείνουν ανθεκτικές, επωφελούμενες από τις ευνοϊκές συνθήκες στην αγορά εργασίας, και υπάρχουν ενδείξεις σταθεροποίησης στον τομέα των επαγγελματικών ακινήτων, αν και ο τομέας των γραφείων χαμηλότερης ποιότητας (subprime) παραμένει υποτονικός εν μέσω συνεχιζόμενης χαμηλότερης ζήτησης.[12] Ταυτόχρονα, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικοί καθοδικοί κίνδυνοι, ιδίως λόγω των εμπορικών εντάσεων μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ και των ευρύτερων γεωπολιτικών κινδύνων, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τομείς με υψηλό όγκο εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, ο τομέας των χημικών προϊόντων ή ο φαρμακευτικός τομέας, ενδεχομένως υποβαθμίζοντας την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού. Ως αντίδραση σε αυτές τις παγκόσμιες αβεβαιότητες, ορισμένες τράπεζες άρχισαν να αυξάνουν τις προβλέψεις τους, αλλά το συνολικό κόστος των κινδύνων και των προβλέψεων παρέμεινε συνολικά σταθερό. Δεδομένης της πιθανότητας να επιδεινωθούν οι μακροοικονομικές συνθήκες ως αποτέλεσμα της κλιμάκωσης των γεωπολιτικών και παγκόσμιων εμπορικών εντάσεων, είναι σημαντικό να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν άρτια πρότυπα έγκρισης πιστώσεων στη διαδικασία χορήγησης νέων δανείων.[13]

Οι εποπτικές αξιολογήσεις δείχνουν ότι, παρά την πρόοδο, ορισμένες τράπεζες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν αδυναμίες στα πλαίσια σχετικά με τα ΔΠΧΑ 9 και τη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου για τα πιο ευπαθή χαρτοφυλάκια τους. Οι επιτόπιοι και μη επιτόπιοι έλεγχοι αποκάλυψαν βελτιώσεις στην αποτύπωση των εξελισσόμενων κινδύνων[14], όπως οι κλιματικοί και οικολογικοί κίνδυνοι, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν επίμονα ζητήματα όπως αυθαίρετες επικαλύψεις (overlays) και ανεπαρκής αποτύπωση κινδύνων[15]. Οι εποπτικές αρχές εντόπισαν αδυναμίες στα πλαίσια σχετικά με τον σχηματισμό προβλέψεων και τα ΔΠΧΑ 9 στη SREP του 2025 και θα συνεχίσουν να παρακολουθούν τις εναπομένουσες ελλείψεις στο πλαίσιο του τακτικού εποπτικού έργου τους. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές συνέχισαν να παρακολουθούν στενά τη διαχείριση των τραπεζών όσον αφορά τους πιο ευάλωτους οφειλέτες. Στο πλαίσιο στοχευμένης επανεξέτασης του χαρτοφυλακίου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποκαλύφθηκαν ουσιώδεις ελλείψεις στους τομείς της διακυβέρνησης (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών που χρησιμοποιούν παρωχημένα δεδομένα για τη διενέργεια αξιολογήσεων), των συστημάτων έγκαιρης προειδοποίησης (συχνά εξαρτώμενων αποκλειστικά από τις αξιολογήσεις) και της ετοιμότητας για την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσχερειών των δανειοληπτών. Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις πιστωτικού κινδύνου (OSI) των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και άλλα ευπαθή χαρτοφυλάκια, όπως τα εμπορικά ακίνητα, συνέχισαν να αποκαλύπτουν ζητήματα σχετικά με τον σχηματισμό προβλέψεων, τις διαδικασίες διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου (συμπεριλαμβανομένης της αποτίμησης των εξασφαλίσεων), τη διακυβέρνηση και την ποιότητα των δεδομένων.

Στο μέλλον, οι εποπτικές αρχές θα δώσουν προτεραιότητα στη συνετή ανάληψη κινδύνων και στα άρτια πρότυπα έγκρισης πιστώσεων στις τράπεζες, προκειμένου να αποτραπεί η εμφάνιση στο μέλλον μη εξυπηρετούμενων δανείων. Θα διενεργηθεί θεματικός έλεγχος, με βάση την άσκηση του 2019[16], προκειμένου να αξιολογηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι τράπεζες μετριάζουν τις δυνητικές ζημίες μέσω των οικείων πλαισίων χορήγησης πιστώσεων. Θα ακολουθήσουν στοχευμένες πρωτοβουλίες, συμπεριλαμβανομένων διορθωτικών μέτρων και επιτόπιων επιθεωρήσεων για τον πιστωτικό κίνδυνο που καλύπτουν τα πρότυπα έγκρισης πιστώσεων. Για τις τράπεζες στις οποίες ο θεματικός έλεγχος εντοπίζει ζητήματα σχετικά με την τιμολόγηση των δανείων ή τη διαχείριση του κόστους, διενεργούνται πρόσθετοι έλεγχοι για να αξιολογηθεί κατά πόσον οι πρακτικές δανεισμού συνάδουν με τους στόχους βιώσιμης κερδοφορίας.

2.2.1.1 Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας αυτών των εποπτικών προτεραιοτήτων

  • Θεματική εξέταση των προτύπων έγκρισης πιστώσεων, με έμφαση στον νέο δανεισμό προκειμένου να αξιολογηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι τράπεζες σκοπεύουν να μετριάσουν πιθανές μελλοντικές πιστωτικές ζημίες
  • Στοχευμένη αξιολόγηση της τιμολόγησης των δανείων, σε συνέχεια του θεματικού ελέγχου, προκειμένου να αξιολογηθούν οι πρακτικές και τα πρότυπα τιμολόγησης δανείων των τραπεζών
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις για τον πιστωτικό κίνδυνο, συμπεριλαμβανομένων των πλαισίων χορήγησης δανείων και έγκρισης πιστώσεων των τραπεζών

2.2.2 Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Διασφάλιση επαρκούς κεφαλαιοποίησης και συνεπούς εφαρμογής του CRR III

Στρατηγικός στόχος: Προκειμένου να διατηρείται επαρκής κεφαλαιοποίηση, οι εποπτευόμενες οντότητες πρέπει να εφαρμόζουν τη νέα τυποποιημένη προσέγγιση για τον υπολογισμό των ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων βάσει του CRR III, με συνέπεια και ακρίβεια.

Το τελικό πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ, το οποίο αναπτύχθηκε ως απάντηση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, έχει στόχο να εξοπλίσει καλύτερα τις τράπεζες ώστε να απορροφούν τους οικονομικούς κλυδωνισμούς διατηρώντας ταυτόχρονα την ικανότητά τους να χρηματοδοτούν την οικονομική δραστηριότητα και να στηρίζουν την ανάπτυξη. Στην ΕΕ, το πλαίσιο αυτό εφαρμόστηκε μέσω της δέσμης CRR III/CRD VI, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2025. Αυτή η δέσμη νομοθετικών μέτρων ενισχύει τις ευρωπαϊκές απαιτήσεις τραπεζικής εποπτείας και διακυβέρνησης και εισάγει βασικές αλλαγές στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών σε όλες τις κατηγορίες κινδύνου για τους σκοπούς της προληπτικής εποπτείας.

Ως εκ τούτου, είναι ζωτικής σημασίας οι τράπεζες να εφαρμόζουν με συνέπεια και ακρίβεια τη νέα τυποποιημένη προσέγγιση προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις ευθυγραμμίζονται περισσότερο με τους πραγματικούς κινδύνους των τραπεζών. Αν και οι σχετικοί εποπτικοί έλεγχοι που διενεργήθηκαν στο παρελθόν ήταν κάπως περιορισμένοι, οι στοχευμένες αναλύσεις των ΜΕΟ και των επιτόπιων επιθεωρήσεων όσον αφορά την εφαρμογή από τις τράπεζες της τυποποιημένης προσέγγισης κατέδειξαν κατά κανόνα ουσιώδεις αδυναμίες που οφείλονται σε εσφαλμένες ταξινομήσεις ανοιγμάτων, κατανομές συντελεστών στάθμισης κινδύνου, αποτιμήσεις εξασφαλίσεων ή ανεπαρκείς ελέγχους από τις οικείες λειτουργίες ελέγχου κινδύνων.

Στο μέλλον θα απαιτηθεί αυστηρότερος εποπτικός έλεγχος προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο αυξανόμενος ρόλος που θα διαδραματίσει η τυποποιημένη προσέγγιση στον καθορισμό της φερεγγυότητας των τραπεζών, μεταξύ άλλων μέσω του υπολογισμού του νέου κατώτατου ορίου κεφαλαιακών απαιτήσεων. Όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο, οι εποπτικές αρχές θα αξιολογούν την εφαρμογή της τυποποιημένης προσέγγισης από τις τράπεζες σύμφωνα με τις σχετικές αλλαγές που εισήγαγε ο CRR III. Οι εποπτικές αρχές θα συνδυάσουν τις στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις με στοχευμένες αξιολογήσεις για την αξιολόγηση της επάρκειας των πλαισίων που αφορούν το κεφάλαιο των τραπεζών. Η διόρθωση των σχετικών ευρημάτων θα αντιμετωπιστεί μέσω των τακτικών επακόλουθων ενεργειών των μεικτών εποπτικών ομάδων. Όσον αφορά τον λειτουργικό κίνδυνο, ο CRR III εισάγει μια νέα προσέγγιση που δεν βασίζεται σε υποδείγματα και εφαρμόζεται σε όλες τις τράπεζες, η οποία αντικαθιστά την προηγούμενη προσέγγιση. Όπως και για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι εποπτικές αρχές θα διενεργήσουν αρχικό έλεγχο προκειμένου να εντοπίσουν πιθανές ακραίες τιμές, με βάση τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών και άλλες ποιοτικές αξιολογήσεις, και στη συνέχεια θα διενεργήσουν στοχευμένο έλεγχο των τραπεζών με υψηλότερο κίνδυνο εσφαλμένου υπολογισμού. Όσον αφορά τον κίνδυνο αγοράς, δεδομένης της αναβολής της ημερομηνίας εφαρμογής για πρώτη φορά της θεμελιώδους επανεξέτασης του χαρτοφυλακίου συναλλαγών, οι σχετικές στοχευμένες εποπτικές αξιολογήσεις θα διενεργούνται μόνο κατόπιν αιτήματος των ΜΕΟ, ανάλογα με το αποτέλεσμα του συνεχιζόμενου διαλόγου τους με τις τράπεζες σε αυτόν τον τομέα.

2.2.2.1 Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας αυτών των εποπτικών προτεραιοτήτων

  • Πιστωτικός κίνδυνος: στοχευμένες αξιολογήσεις και στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις, με έμφαση στον υπολογισμό των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με την τυποποιημένη προσέγγιση
  • Λειτουργικός κίνδυνος: στοχευμένες αξιολογήσεις του υπολογισμού της συνιστώσας του επιχειρηματικού δείκτη για να βοηθηθεί ο υπολογισμός των αντίστοιχων κεφαλαιακών απαιτήσεων

2.2.3 Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Διασφάλιση συνετής διαχείρισης των κλιματικών και οικολογικών κινδύνων

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να αξιολογούν και να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τους βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κινδύνους που απορρέουν από τη διπλή κρίση που αφορά το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον (κλιματικούς και οικολογικούς κινδύνους) και να διορθώνουν τις επίμονες ελλείψεις στα οικεία πλαίσια διαχείρισης κινδύνων.

Με τις παγκόσμιες θερμοκρασίες να υπερβαίνουν τον προβιομηχανικό μέσο όρο κατά 1,5°C και την Ευρώπη να είναι η ταχύτερα θερμαινόμενη ήπειρος στη γη[17], τα σοβαρά καιρικά φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική και οικολογική κρίση συμβαίνουν συχνότερα και συνεπάγονται μεγαλύτερο κόστος. Φαινόμενα όπως οι πρόσφατες πλημμύρες και οι δασικές πυρκαγιές σε ολόκληρη την Ευρώπη καταδεικνύουν τις αυξανόμενες ανθρώπινες και οικονομικές ζημίες που απορρέουν από την κλιματική και οικολογική κρίση.[18] Ταυτόχρονα, το υψηλό και αυξανόμενο κενό ασφαλιστικής προστασίας, με την ασφάλιση μόνο του 25% περίπου των ζημιών λόγω φυσικών καταστροφών, δημιουργεί περαιτέρω κινδύνους για την αύξηση του ΑΕΠ και ενδεχομένως για τα ανοίγματα των τραπεζών στους ισολογισμούς τους.[19] Επιπλέον, η καθυστερημένη πρόοδος των παγκόσμιων οικονομιών όσον αφορά την επίτευξη των στόχων για μηδενικές εκπομπές στο πλαίσιο της Συμφωνίας του Παρισιού αυξάνει τον κίνδυνο μετάβασης.[20] Ένα σενάριο άτακτης μετάβασης τύπου «run on brown»[21] σε συνδυασμό με ύφεση θα μπορούσε να οδηγήσει σε σημαντικές ζημίες πιστωτικού κινδύνου και κινδύνου αγοράς για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.[22]

Τα σημαντικά ιδρύματα έχουν σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο και είναι σε θέση να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας σχετικά με τον σχεδιασμό μετάβασης. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά την αντιμετώπιση των κινδύνων που απορρέουν από την κλιματική και οικολογική κρίση. Ενώ το 2019 λιγότερες από το ένα τέταρτο των τραπεζών της ζώνης του ευρώ είχαν εξετάσει αυτούς τους κινδύνους, εφαρμόζουν πλέον αυξανόμενο αριθμό προηγμένων πρακτικών για τον εντοπισμό, την παρακολούθηση και –το σημαντικότερο– τη διαχείριση των κινδύνων που απορρέουν από την κλιματική και οικολογική κρίση. Το 2022 σχεδόν το 80% των τραπεζών είτε είχαν θεσπίσει μόνο βασικές πρακτικές διαχείρισης κινδύνου είτε δεν διέθεταν καθόλου. Με βάση τα μέτρια επίπεδα ετοιμότητας τότε, μετά τον θεματικό έλεγχο για τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους του 2022 και την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε σχέση με τους κλιματικούς κινδύνους του 2022, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ενθάρρυνε τις τράπεζες να επιταχύνουν την πρόοδό τους, θέτοντας σαφείς ενδιάμεσες προθεσμίες για το 2023 και τελικές προθεσμίες για το τέλος του 2024 ώστε οι πρακτικές τους να ευθυγραμμιστούν με τις εποπτικές προσδοκίες λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητές τους. Θετικό στοιχείο είναι ότι ο αριθμός των τραπεζών που δεν διαθέτουν θεμελιώδη στοιχεία μειώθηκε απότομα τα τελευταία χρόνια.[23] Επιπλέον, η πρόοδος που έχουν επιτύχει οι τράπεζες ως προς τη διαχείριση των κλιματικών και οικολογικών κινδύνων τους επιτρέπει να ενισχύσουν τις εσωτερικές τους ικανότητες για την αποτελεσματική διαχείριση άλλων κινδύνων, όπως οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι. Η ανάλυση κινδύνων για την αλυσίδα εφοδιασμού και τη συγκέντρωση –π.χ. κατανόηση του γεωγραφικού αποτυπώματος, των εξαρτήσεων και των ευπαθειών των πελατών– και ο σχεδιασμός σεναρίων και ένα πλαίσιο ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων –π.χ. σχεδιασμός και δοκιμή αληθοφανών αλλά αβέβαιων σεναρίων– είναι ορισμένοι μόνο τομείς που έχουν ωφεληθεί τα τελευταία έτη από την ενίσχυση της διαχείρισης από πλευράς τραπεζών των κλιματικών και οικολογικών κινδύνων και μπορούν να εφαρμοστούν για την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της επίδρασης άλλων, διατομεακών παραγόντων κινδύνου, όπως οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι.

Πέραν τούτου, οι συνεχείς προσπάθειες εξακολουθούν να είναι κρίσιμης σημασίας. Το μεταβαλλόμενο τοπίο κινδύνων δείχνει ήδη ότι οι κλιματικοί και οικολογικοί κίνδυνοι ακολουθούν ανοδική τάση[24] και ότι, σε αντίθεση με τους κυκλικούς παράγοντες κινδύνου, ο κλιματικός κίνδυνος αποτελεί μόνιμη διαταραχή προς μία μόνο κατεύθυνση, με σοβαρές μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στις τιμές των κατοικιών και στην αξία άλλων περιουσιακών στοιχείων.[25] Αυτή η τάση αντανακλάται και στις πιο πρόσφατες εξελίξεις στις αξιολογήσεις της σημαντικότητας των τραπεζών, σύμφωνα με τις οποίες το 90% των τραπεζών που συμμετείχαν στην έρευνα θεωρούν ότι έχουν ουσιώδη ανοίγματα σε κλιματικούς και οικολογικούς κινδύνους, τα οποία αυξήθηκαν από περίπου 50% το 2021. Επιπλέον, η κατάρτιση υποδειγμάτων και ο ποσοτικός προσδιορισμός των κλιματικών και οικολογικών κινδύνων παραμένουν εκκολαπτόμενοι και υπόκεινται σε σημαντικές υποεκτιμήσεις, π.χ. στα υποδείγματα φυσικού κινδύνου.[26] Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρατηρεί επίσης συνεχιζόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των φυσικών κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα και τη φύση, και της συσσώρευσης αδυναμιών σε επιμέρους τράπεζες, ιδίως όσον αφορά την πληρότητα των πρακτικών τους. Ως εκ τούτου, οι εποπτικές αρχές θα παρακολουθούν αυτές τις αδυναμίες στο πλαίσιο των τακτικών εποπτικών δραστηριοτήτων τους.

Όσον αφορά το μέλλον, οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν την πρόοδο των τραπεζών και τη διόρθωση των ελλείψεων, επικεντρώνοντας παράλληλα τις στοχευμένες εποπτικές ασκήσεις στις απαιτήσεις σχεδιασμού μετάβασης για σκοπούς προληπτικής εποπτείας και στις συνεχιζόμενες προκλήσεις για τη συμμόρφωση των τραπεζών με τις εποπτικές προσδοκίες και τις κανονιστικές απαιτήσεις για τη διαχείριση των κλιματικών και οικολογικών κινδύνων. Σύμφωνα με την CRD VI, οι τράπεζες θα κληθούν να καταρτίσουν σχέδια μετάβασης για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, τα οποία θα επανεξετάζονται από τις εποπτικές αρχές σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με τη διαχείριση των περιβαλλοντικών, κοινωνικών και σχετικών με τη διακυβέρνηση κινδύνων (ΠΚΔ). Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα υιοθετήσει μια σταδιακή και στοχευμένη προσέγγιση, εστιάζοντας στα νέα στοιχεία από αυτές τις κατευθυντήριες γραμμές, πρώτα μέσω άτυπου διαλόγου με τις τράπεζες και, στη συνέχεια, μέσω θεματικού ελέγχου. Οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν επίσης να παρακολουθούν τη συμμόρφωση των τραπεζών με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης στοιχείων του Πυλώνα 3 για περιβαλλοντικά, κοινωνικά και σχετικά με τη διακυβέρνηση ζητήματα και να διενεργούν στοχευμένο έλεγχο των δημοσιοποιήσεών τους ως προς τον φυσικό κίνδυνο. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα διενεργήσει περαιτέρω αναλύσεις της ικανότητας των τραπεζών να αντιμετωπίσουν συνεχιζόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον φυσικό κίνδυνο. Επιπλέον, οι στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις θα επικεντρωθούν επίσης στη διαχείριση από τις τράπεζες των κλιματικών και οικολογικών κινδύνων, είτε σε μεμονωμένη βάση, με έμφαση κυρίως στους εν λόγω κινδύνους, είτε στο πλαίσιο επιτόπιων επιθεωρήσεων που αφορούν συγκεκριμένο κίνδυνο, όπως οι επιτόπιες επιθεωρήσεις που αφορούν τον πιστωτικό κίνδυνο. Τέλος, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ σκοπεύει να επικαιροποιήσει εν ευθέτω χρόνω τη συλλογή ορθών πρακτικών για τους κλιματικούς και οικολογικούς κινδύνους.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας αυτών των εποπτικών προτεραιοτήτων

  • Στοχευμένη παρακολούθηση της διόρθωσης από τις τράπεζες των εναπομενουσών ελλείψεων που απορρέουν από τον θεματικό έλεγχο και την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε σχέση με τους κλιματικούς κινδύνους για το 2022
  • Θεματική εξέταση του σχεδιασμού της μετάβασης των τραπεζών σύμφωνα με τη δέσμη CRD VI
  • Οριζόντια αξιολόγηση της συμμόρφωσης των τραπεζών με τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης στοιχείων βάσει του Πυλώνα 3 που σχετίζονται με περιβαλλοντικά, κοινωνικά και σχετικά με τη διακυβέρνηση ζητήματα.
  • Σε βάθος ανάλυση (deep dive) των ικανοτήτων των τραπεζών να αντιμετωπίζουν τις συνεχιζόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένου του φυσικού κινδύνου
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις σχετικά με τη διαχείριση των κλιματικών και οικολογικών κινδύνων, είτε σε μεμονωμένη βάση είτε στο πλαίσιο προγραμματισμένων εξετάσεων άλλων τομέων κινδύνου

2.3 Προτεραιότητα 2: Ενίσχυση της επιχειρησιακής ανθεκτικότητας των τραπεζών και προώθηση ισχυρών ικανοτήτων ΤΠΕ

Τα εύρωστα και ανθεκτικά πλαίσια διαχείρισης λειτουργικών κινδύνων και οι ισχυρές ικανότητες ΤΠΕ είναι ζωτικής σημασίας για τον μετριασμό των αναδυόμενων κινδύνων και την αποφυγή διαταράξεων σε κρίσιμες λειτουργίες και υπηρεσίες. Με την έναρξη ισχύος του κανονισμού σχετικά με την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα (Digital Operational Resilience Act – DORA) στις αρχές του 2025, οι τράπεζες πρέπει πλέον να διασφαλίσουν ότι εφαρμόζουν με συνέπεια και ταχύτητα τις σχετικές απαιτήσεις, ιδίως αυτές που αφορούν τη διαχείριση κινδύνων τρίτων παρόχων ΤΠΕ και την αντιμετώπιση συμβάντων. Επιπλέον, η αντιμετώπιση των ουσιωδών ελλείψεων που εντοπίστηκαν στο πλαίσιο προηγούμενων εποπτικών αξιολογήσεων της κυβερνοασφάλειας, της διαχείρισης κινδύνων τρίτων παρόχων και της συγκεντρωτικής καταγραφής στοιχείων για τους κινδύνους και υποβολής σχετικών αναφορών (risk data aggregation and risk reporting – RDARR) παραμένει ζωτικής σημασίας. Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο μιας μεσομακροπρόθεσμης στρατηγικής και δεδομένου ότι οι τραπεζικές λειτουργίες γίνονται ολοένα πιο ψηφιακές, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα εντείνει σταδιακά τις προσπάθειες συνεργασίας της με τις τράπεζες για το πώς χρησιμοποιούν τις νέες τεχνολογίες, και ιδίως την τεχνητή νοημοσύνη, προκειμένου να αξιοποιήσουν τα δυνητικά οφέλη, αναγνωρίζοντας παράλληλα τους σχετικούς κινδύνους. Αυτό θα συμβάλει στην ανάπτυξη μιας μελλοντικής εποπτικής προσέγγισης.

2.3.1 Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Εφαρμογή εύρωστων και ανθεκτικών πλαισίων διαχείρισης λειτουργικών κινδύνων

Στρατηγικός στόχος: Προκειμένου να ενισχύσουν την ικανότητά τους να προλαμβάνουν, να αντεπεξέρχονται σε διαταράξεις κρίσιμων λειτουργιών και υπηρεσιών και να ανακάμπτουν από αυτές, οι τράπεζες θα πρέπει να αναπτύσσουν και να διατηρούν εύρωστα και ανθεκτικά πλαίσια διαχείρισης λειτουργικών κινδύνων. Θα πρέπει να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για την ταχεία και αποτελεσματική αντιμετώπιση των ελλείψεων που εντοπίστηκαν προηγουμένως στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και της διαχείρισης κινδύνων τρίτων παρόχων και να συμμορφωθούν πλήρως με τον κανονισμό DORA.

Το ταχέως εξελισσόμενο τοπίο κυβερνοαπειλών, το οποίο εντείνεται από γεωπολιτικούς κινδύνους, εξακολουθεί να θέτει υπό αμφισβήτηση τις ικανότητες των τραπεζών ως προς την κυβερνοασφάλεια και τη διαχείριση κινδύνων τρίτων παρόχων. Τα σημαντικά περιστατικά κυβερνοασφάλειας που έχουν αναφερθεί διπλασιάστηκαν τα τελευταία χρόνια[27], με τις επιθέσεις λυτρισμικού (ransomware) να γίνονται πιο εξελιγμένες και τις κρατικά χρηματοδοτούμενες δραστηριότητες να θέτουν συνεχείς απειλές, συμπεριλαμβανομένων των υβριδικών απειλών όπως η χειραγώγηση πληροφοριών, καθιστώντας αναγκαία τη συνεχή επαγρύπνηση.[28] Ενώ οι τράπεζες αποδείχθηκαν ανθεκτικές σε τέτοιες επιθέσεις – αλλά και σε άλλα περιστατικά επιχειρησιακού χαρακτήρα – και κατόρθωσαν να αποφύγουν σημαντικές διαταράξεις, πρόσφατα γεγονότα, όπως οι διακοπές ρεύματος στην Ευρώπη, υπογραμμίζουν πόσο σημαντικό είναι για τις τράπεζες να αναπτύξουν παράγοντες μετριασμού των κινδύνων και να εφαρμόσουν με αποτελεσματικό τρόπο σχέδια έκτακτης ανάγκης για τους κινδύνους που απειλούν τις κρίσιμες υποδομές τους, που να αφορούν όλα τα κρίσιμα πληροφοριακά συστήματα και ένα πλήθος ευλογοφανών σεναρίων. [29] Επίσης, η πρόοδος στην ανάπτυξη εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης ενδέχεται να υποβάλει σε σημαντική δοκιμασία την κυβερνοασφάλεια των τραπεζών, καθώς τυχόν υποεκτίμηση των σχετικών κινδύνων για την ασφάλεια πριν από την ανάπτυξη αυτών των εφαρμογών θα μπορούσε να δημιουργήσει κρίσιμα τρωτά σημεία στα οικεία συστήματα ΤΠΕ.[30] Επιπροσθέτως, η τακτική υποβολή εποπτικών αναφορών δείχνει ότι οι τράπεζες εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από έναν μικρό αριθμό τρίτων παρόχων υπηρεσιών, πολλοί από τους οποίους είναι εγκατεστημένοι εκτός της ΕΕ. [31] Κατ’ αυτόν τον τρόπο αυξάνεται η πολυπλοκότητα των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης εργασιών των τραπεζών, εκθέτοντάς τες σε αυξημένες ευπάθειες, ιδίως δεδομένων των γεωπολιτικών εντάσεων.

Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της SREP του 2025 και οι πληροφορίες από τις εποπτικές δραστηριότητες επιβεβαιώνουν την ανάγκη να ενδυναμωθούν οι πρακτικές των τραπεζών για τη διαχείριση κινδύνων ΤΠΕ. Ο λειτουργικός κίνδυνος και ο κίνδυνος ΤΠΕ εξακολουθούν να λαμβάνουν τις χειρότερες μέσες βαθμολογίες στη SREP. Οι εποπτικές αξιολογήσεις αποκάλυψαν επαναλαμβανόμενες αδυναμίες των στρατηγικών κυβερνοασφάλειας, ελλείψεις στη διαχείριση περιστατικών κυβερνοασφάλειας και κενά στα πλαίσια διαχείρισης κινδύνων τρίτων παρόχων.[32] Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ολοκλήρωσε πρόσφατα τον οδηγό σχετικά με την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους σε παρόχους υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη χρήση από τις τράπεζες λύσεων που βασίζονται στο υπολογιστικό νέφος. Ο οδηγός περιγράφει τις εποπτικές προσδοκίες για την εφαρμογή των απαιτήσεων που σχετίζονται με τον κανονισμό DORA. Παρέχει παραδείγματα ορθών πρακτικών για την αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων εξωτερικής ανάθεσης εργασιών υπολογιστικού νέφους, ενώ παράλληλα επιδιώκει να διασφαλίσει ίσους όρους ανταγωνισμού για όλες τις εποπτευόμενες οντότητες.

Στο μέλλον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα προωθήσει μια ορθή και συνεπή εφαρμογή των απαιτήσεων που σχετίζονται με τον κανονισμό DORA. Η συμμόρφωση με τον κανονισμό DORA θα αξιολογηθεί σε ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων. Μετά από τις προηγούμενες εποπτικές αξιολογήσεις της ασφάλειας ΤΠ/της ανθεκτικότητας έναντι κυβερνοαπειλών και της διαχείρισης των κινδύνων που συνδέονται με την εξωτερική ανάθεση εργασιών ΤΠ, θα αναληφθούν στοχευμένες περαιτέρω ενέργειες με τις τράπεζες που παρουσίασαν ουσιώδεις ελλείψεις σε αυτούς τους τομείς για να ενισχυθεί η αποτελεσματική και έγκαιρη αποκατάστασή τους. Προς τον σκοπό αυτό, θα διενεργηθούν δύο επιτόπιες επιθεωρήσεις στο πλαίσιο των οποίων θα δοθεί έμφαση στην κυβερνοασφάλεια και τη διαχείριση κινδύνων τρίτων παρόχων και οι οποίες θα έχουν ως στόχο τις πιο ευάλωτες τράπεζες, όπως προσδιορίστηκαν από τις ΜΕΟ. Στο πλαίσιο της νέας εντολής που ανατίθεται στην εποπτεία σύμφωνα με τον κανονισμό DORA, θα πραγματοποιηθούν επίσης δοκιμές διείσδυσης βάσει απειλών για να προωθηθούν οι βελτιώσεις στις στρατηγικές των τραπεζών όσον αφορά την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοαπειλών. Με βάση τον δημοσιευμένο οδηγό σχετικά με την εξωτερική ανάθεση υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους, οι εποπτικές αρχές θα διενεργήσουν επίσης σε βάθος αναλύσεις (deep dive) για να αξιολογήσουν την ετοιμότητα των στοχευόμενων τραπεζών σε πιθανές διαταράξεις υπηρεσιών που προκαλούνται από σημαντικό πάροχο υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους. Τέλος, καθώς το πρωταρχικό βαθύτερο αίτιο μιας μη προγραμματισμένης διακοπής λειτουργίας σε μια τράπεζα οφείλεται συχνά σε αλλαγές στα συστήματα ΤΠΕ, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα διενεργήσει στοχευμένη αξιολόγηση της διαχείρισης αλλαγών ΤΠΕ προκειμένου να εντοπίσει κενά σε βασικά πλαίσια ελέγχου και να βελτιώσει τις ικανότητες των τραπεζών να διαχειρίζονται αλλαγές.

Η επίβλεψη των κρίσιμων τρίτων παρόχων σύμφωνα με το πλαίσιο επίβλεψης του κανονισμού DORA θα ξεκινήσει τον Ιανουάριο του 2026. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ υποστηρίζει ένθερμα αυτό το νέο πλαίσιο επίβλεψης, το οποίο θα συνδράμει στην ενδυνάμωση της ψηφιακής επιχειρησιακής ανθεκτικότητας σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα της ΕΕ. Η επίβλεψη κρίσιμων τρίτων παρόχων από τα ιδρύματα έχει ως σκοπό να συμπληρώσει την ορθή διαχείριση κινδύνων τρίτων παρόχων και όχι να την υποκαταστήσει.

2.3.1.1 Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας αυτών των εποπτικών προτεραιοτήτων

  • Στοχευμένες επακόλουθες ενέργειες για τις στρατηγικές αποκατάστασης στις τράπεζες που αναφέρουν ουσιώδεις ελλείψεις στην ασφάλεια ΤΠΕ/την ανθεκτικότητα έναντι κυβερνοεπιθέσεων και την εξωτερική ανάθεση εργασιών ΤΠΕ
  • Δύο επιτόπιες επιθεωρήσεις για τη διαχείριση της κυβερνοασφάλειας και τη διαχείριση κινδύνων τρίτων παρόχων, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του νέου κανονισμού DORA
  • Δοκιμές διείσδυσης βάσει απειλών για τον εντοπισμό ευπαθειών στις τράπεζες και τη βελτίωση της ανθεκτικότητάς τους ως προς την κυβερνοασφάλεια
  • Στοχευμένη αξιολόγηση της διαχείρισης αλλαγών ΤΠΕ
  • Σε βάθος ανάλυση (deep dive) της εξάρτησης των τραπεζών από παρόχους υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους προκειμένου να αξιολογηθεί η ετοιμότητά τους σε πιθανές διαταράξεις υπηρεσιών

2.3.2 Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Αποκατάσταση των ανεπαρκειών στις ικανότητες αναφοράς κινδύνων και στα σχετικά συστήματα πληροφοριών

Στρατηγικός στόχος: Προκειμένου να στηρίξουν τη χρηστή διαχείριση κινδύνων και την αποτελεσματική λήψη αποφάσεων, οι τράπεζες θα πρέπει να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την αποτελεσματική και έγκαιρη αντιμετώπιση των ουσιωδών αδυναμιών που εντοπίζονται στα οικεία πλαίσια συγκεντρωτικής καταγραφής στοιχείων για τους κινδύνους και υποβολής σχετικών αναφορών (risk data aggregation and risk reporting – RDARR) και την ευθυγράμμισή τους με τις εποπτικές προσδοκίες όπως καθορίζονται στον σχετικό οδηγό της ΕΚΤ.

Το αβέβαιο γεωπολιτικό περιβάλλον και ο ταχύς ψηφιακός μετασχηματισμός των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών των τραπεζών υπογραμμίζουν την ανάγκη για ανθεκτικά εσωτερικά συστήματα πληροφοριών και εύρωστες ικανότητες RDARR. Οι έγκαιρες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους είναι απαραίτητες για την αποτελεσματική καθοδήγηση, την έγκαιρη λήψη στρατηγικών αποφάσεων και την αποτελεσματική διαχείριση κρίσεων. Επιπλέον, ένα ισχυρό πλαίσιο RDARR δίνει στις τράπεζες τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τα εργαλεία και τις τεχνολογίες ψηφιακού μετασχηματισμού, όπως η τεχνητή νοημοσύνη και η προηγμένη ανάλυση.[33]

Ωστόσο, η πρόοδος που έχουν σημειώσει οι εποπτευόμενες οντότητες ως προς την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών ελλείψεων στα οικεία πλαίσια RDARR παραμένει αργή και οι εποπτικές δραστηριότητες κατά τον περυσινό κύκλο αποκαλύπτουν την ανάγκη να συνεχιστεί η ενίσχυση των προσπαθειών αποκατάστασης για να καλυφθούν τα κενά σε σχέση με τις εποπτικές προσδοκίες. Τα αποτελέσματα της SREP του 2025 υποδεικνύουν συνεχιζόμενες ανεπάρκειες στα πλαίσια RDARR των τραπεζών, χωρίς να βελτιώνεται η σχετική μέση δευτερεύουσα βαθμολογία σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις της περιόδου 2022-2024 και οι στοχευμένες αξιολογήσεις των πλαισίων RDARR το 2024 αποκάλυψαν αδυναμίες στις τράπεζες και συγκεκριμένα (i) στα πλαίσια διακυβέρνησης δεδομένων, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους ή επαρκούς συμμετοχής των διοικητικών οργάνων, (ii) στην υποδομή δεδομένων και στην αρχιτεκτονική ΤΠ και (iii) στην ακρίβεια και ακεραιότητα των δεδομένων τους. Οι στοχευμένες αξιολογήσεις του 2024 έδειξαν επίσης κενά σε σχέση με τις αρχές του κανονισμού 239 της Επιτροπής Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας (BCBS 239) και τις σχετικές εποπτικές προσδοκίες, όπως περιγράφεται στον οδηγό της ΕΚΤ σχετικά με την αποτελεσματική κατάρτιση συγκεντρωτικών δεδομένων για τους κινδύνους και την αναφορά κινδύνων.

Οι εποπτικές προσπάθειες θα ενταθούν προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τράπεζες θα βελτιώσουν τα οικεία πλαίσια και ικανότητες RDARR και θα εκπληρώσουν τις σχετικές εποπτικές προσδοκίες. Τον Δεκέμβριο του 2024 το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ενέκρινε στρατηγική σε επίπεδο συστήματος, η οποία καλύπτει όλες τις εποπτευόμενες οντότητες, με σκοπό την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους με τις εποπτικές προσδοκίες και την ανάληψη επακόλουθων ενεργειών για τις οικείες στρατηγικές αποκατάστασης, κατά περίπτωση. Η στρατηγική αυτή αρχικά επικεντρώθηκε στη λογοδοσία των διοικητικών οργάνων όσον αφορά την επίβλεψη και την εφαρμογή του πλαισίου RDARR και στη συνέχεια επεκτάθηκε σταδιακά σε άλλες εποπτικές προσδοκίες, όπως η διαχείριση ποιότητας δεδομένων και η αρχιτεκτονική ΤΠ/δεδομένων. Μια σαφώς καθορισμένη διαδικασία αποκατάστασης και κλιμάκωσης θα καθοδηγήσει τις ενέργειες των εποπτικών αρχών, οι οποίες, εφόσον χρειαστεί, θα χρησιμοποιήσουν την υφιστάμενη δέσμη εποπτικών εργαλείων. Θα πραγματοποιηθούν στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις προκειμένου να παρασχεθούν πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την πρόοδο που έχουν σημειώσει οι τράπεζες ως προς την κάλυψη του κενού αναφορικά με τα πολύ σοβαρά και πιο σύνθετα ευρήματα.

2.3.2.1 Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας αυτών των εποπτικών προτεραιοτήτων

  • Στρατηγική σε επίπεδο συστήματος και σχετικοί εποπτικοί έλεγχοι για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των τραπεζών με τις εποπτικές προσδοκίες για τα πλαίσια RDARR, καθώς και αποτελεσματική αποκατάσταση των πιο ουσιωδών ευρημάτων
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις των πλαισίων RDARR στις τράπεζες για τις οποίες απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση, καθώς και στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις για τα σοβαρά ευρήματα που έχουν ήδη εντοπιστεί

2.3.3 Μεσομακροπρόθεσμη κατά προτεραιότητα στρατηγική, που επικεντρώνεται στις ψηφιακές στρατηγικές των τραπεζών και, ιδίως, στις στρατηγικές που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων

Στρατηγικός στόχος: Κατά την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, και ιδίως της τεχνητής νοημοσύνης, για την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της καινοτομίας, οι τράπεζες διαθέτουν στρατηγικές που αντικατοπτρίζουν αποτελεσματικά τις ευκαιρίες και τους κινδύνους που απορρέουν από τις σχετικές εφαρμογές και θεσπίζουν άρτια διακυβέρνηση και ελέγχους κινδύνων για τη διαχείριση των υποκείμενων κινδύνων.

Οι εποπτευόμενες οντότητες θα πρέπει να δώσουν προτεραιότητα στις προσπάθειες ψηφιακού μετασχηματισμού τους για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους και να διαχειριστούν αποτελεσματικά τους κινδύνους που απορρέουν από τις νέες τεχνολογίες. Οι ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές, ιδίως στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, αναδιαμορφώνουν τον τραπεζικό τομέα και τα ιδρύματα πρέπει να ενεργούν στρατηγικά για να αποτυπώσουν την μακροχρόνια αξία και να προσαρμόσουν τα επιχειρηματικά μοντέλα τους. Παράγοντες από την πλευρά της προσφοράς, συμπεριλαμβανομένης της πιο προσιτής και ευρύτερης διαθεσιμότητας τεχνικών πόρων, όπως η ανάπτυξη υποδειγμάτων και η αποθήκευση σε υπολογιστικό νέφος, και παράγοντες από την πλευρά της ζήτησης, όπως η αναμενόμενη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και ο αυξημένος ανταγωνισμός, οδηγούν σε ευρύτερη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στις τράπεζες, αξιοποιώντας συχνά τις εσωτερικά καθιερωμένες ικανότητες ανάπτυξης υποδειγμάτων. Ενώ η τεχνητή νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να βελτιώσει τη διαχείριση κινδύνων και την επεξεργασία πληροφοριών, καθώς και να αυξήσει την αποτελεσματικότητα μέσω της αυτοματοποίησης, οι συναφείς κίνδυνοι ενδέχεται να γίνουν πιο αισθητοί καθώς οι αντίστοιχες εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης θα χρησιμοποιούνται ευρύτερα. Από αυτή την άποψη, τα παραγωγικά εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης αποτελούν σημαντικό τεχνολογικό άλμα προς τα εμπρός, με δυνητικά υψηλό αντίκτυπο στις τράπεζες. Ενώ η τεχνολογία εξελίσσεται διαρκώς, το επίκεντρο του εποπτικού έργου θα παραμένει τεχνολογικά ουδέτερο δίνοντας έμφαση στις περιπτώσεις χρήσης και τους κινδύνους. Ως εκ τούτου, η αυξανόμενη χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης τόσο σε ιδρύματα που υπόκεινται σε κανονισμούς προληπτικής εποπτείας όσο και σε ιδρύματα που δεν υπόκεινται σε αυτούς απαιτεί μια δομημένη και συνολική προσέγγιση που θα ενσωματώνει τη στρατηγική που σχετίζεται με την τεχνητή νοημοσύνη, τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων. Οι εποπτικές αρχές, με τη σειρά τους, πρέπει να βελτιώσουν τα πλαίσια αξιολόγησής τους που εμπίπτουν στο επίκεντρο του εποπτικού τους έργου, προκειμένου να αξιολογήσουν καλύτερα τις στρατηγικές των τραπεζών που σχετίζονται με την τεχνητή νοημοσύνη, να προωθήσουν την υιοθέτηση βέλτιστων πρακτικών του κλάδου και να διασφαλίσουν ότι υπάρχουν οι κατάλληλες δικλίδες ασφαλείας. Στόχος αυτής της προτεραιότητας είναι να συμβάλει στην υιοθέτηση στρατηγικής εποπτικής στάσης όσον αφορά τόσο τις ευκαιρίες όσο και τους κινδύνους που είναι εγγενείς σε εφαρμογές που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη και να προετοιμάσει το έδαφος για πιθανές προσαρμογές της δέσμης εποπτικών εργαλείων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ μπορεί να βοηθήσει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν προορατικά τους αναδυόμενους κινδύνους και παράλληλα να καλύψει αποτελεσματικά τη συνήθη βραχυμεσοπρόθεσμη εστίαση των εποπτικών προτεραιοτήτων με μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική προοπτική.

Τα τελευταία χρόνια, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έχει εντοπίσει σημαντικές πτυχές που αφορούν την καθοδήγηση του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών με βιώσιμο τρόπο, με ορθή διακυβέρνηση και με γνώμονα τους κινδύνους. Η έκθεση της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ σχετικά με τα βασικά κριτήρια αξιολόγησης και τις ορθές πρακτικές στον τομέα του ψηφιακού μετασχηματισμού, η οποία δημοσιεύθηκε πέρυσι, αποκάλυψε σημαντική αύξηση του ποσοστού υιοθέτησης της τεχνητής νοημοσύνης στις τραπεζικές υπηρεσίες. Οι στοχευμένες αξιολογήσεις και οι επιτόπιες επιθεωρήσεις που διενεργήθηκαν την περίοδο 2024-25 επιβεβαίωσαν αυτή την εξέλιξη. Ενώ οι περιπτώσεις χρήσης της τεχνητής νοημοσύνης καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων, ο προηγούμενος εποπτικός έλεγχος επισήμανε τη σημασία που έχει η αυξημένη υιοθέτηση τεχνητής νοημοσύνης για τη βαθμολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας και τον εντοπισμό περιπτώσεων απάτης, καθώς και τις ακόμη χαμηλές αλλά εξαιρετικά αποσταθεροποιητικές δυνατότητες της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης.[34] Το 2025 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ παρακολούθησε πιο εντατικά τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και της παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης συλλέγοντας στοιχεία από τις τράπεζες. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές συνεργάστηκαν περαιτέρω με τις τράπεζες για να κατανοήσουν καλύτερα συγκεκριμένες περιπτώσεις χρήσης και να αξιολογήσουν τον αντίκτυπο και τη συνάφειά τους από μια μικροπροληπτική σκοπιά των κινδύνων.

Σε ό,τι αφορά το μέλλον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να παρακολουθεί τη γενική χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, ακολουθώντας παράλληλα μια πιο στοχευμένη προσέγγιση με έμφαση στις παραγωγικές εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης των τραπεζών. Σκοπός είναι να διευρυνθεί το πεδίο των εν εξελίξει διερευνήσεων σε εφαρμογές τεχνητής νοημοσύνης των τραπεζών που έχουν επιπτώσεις από την σκοπιά της προληπτικής εποπτείας. Αυτό θα πρέπει να οδηγήσει σε μια ευρύτερη αξιολόγηση της σημασίας, από την σκοπιά της προληπτικής εποπτείας, των τρεχουσών και μελλοντικών εξελίξεων που σημειώνουν οι τράπεζες σε αυτόν τον τομέα καθώς και σε μια εποπτική στάση σχετικά με τη σημαντικότητα αυτών των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης και των εγγενών κινδύνων, διαμορφώνοντας το τοπίο για μελλοντικές αξιολογήσεις. Παράλληλα, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συμμετέχει ενεργά στις συζητήσεις σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού για την Τεχνητή Νοημοσύνη και σκοπεύει να συνεργαστεί με τις αρχές εποπτείας της αγοράς σε εθνικό επίπεδο, καθώς και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών.

Πέρα από την τεχνητή νοημοσύνη, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να ανιχνεύει τις τεχνολογικές προοπτικές ώστε να διατηρήσει το σχετικό προβάδισμα. Δεδομένου ότι ο τραπεζικός τομέας λειτουργεί σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο τοπίο λόγω τόσο της τεχνολογικής καινοτομίας όσο και της εμφάνισης μη τραπεζικών ιδρυμάτων, οι δραστηριότητες αυτές επιτρέπουν τον εντοπισμό και την κατανόηση των διαρθρωτικών τάσεων και των παραγόντων κινδύνου που αναμένεται να διαμορφώσουν το μέλλον των τραπεζών μεσομακροπρόθεσμα. Προωθούν επίσης τη σταδιακή ενσωμάτωση των υποκείμενων ευρημάτων στα εποπτικά πλαίσια και τη στρατηγική τους. Στο πλαίσιο αυτό, η ταχεία ανάπτυξη των σταθερών κρυπτονομισμάτων (stablecoins) και ο αυξανόμενος αριθμός περιπτώσεων χρήσης και η υποκείμενη πολυπλοκότητα, αλλά και οι επιπτώσεις για τις τράπεζες – συμπεριλαμβανομένης της παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών σε εκδότες σταθερών κρυπτονομισμάτων – μπορεί να ενέχουν σημαντικούς κινδύνους εάν αυτοί δεν γίνουν κατανοητοί και δεν αντιμετωπιστούν σωστά. Αντίστοιχα, οι εποπτικές αρχές θα παρακολουθούν τις εξελίξεις σε αυτόν τον τομέα και θα συνεργάζονται με τις τράπεζες με στοχευμένο τρόπο προκειμένου να διασφαλίσουν ότι και εδώ εφαρμόζεται άρτια διαχείριση κινδύνων.

2.3.3.1 Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας αυτών των εποπτικών προτεραιοτήτων

  • Στοχευμένα οριζόντια εργαστήρια με επιλεγμένο αριθμό τραπεζών που θα αφορούν τις εφαρμογές παραγωγικής τεχνητής νοημοσύνης για την καλύτερη κατανόηση από την πλευρά της εποπτείας του τρόπου με τον οποίο οι τράπεζες χρησιμοποιούν αυτές τις εφαρμογές
  • Συνεργασία με τις αρχές εποπτείας της αγοράς που είναι αρμόδιες για τον κανονισμό σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη και με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών

Πλαίσιο 1
Ο εποπτικός κύκλος – ολοκληρωμένος σχεδιασμός εποπτικών δραστηριοτήτων

Η ανάπτυξη εποπτικών προτεραιοτήτων και στρατηγικού σχεδιασμού είναι ζωτικής σημασίας για τη διασφάλιση αποτελεσματικής εποπτείας και τη διευκόλυνση μιας αποδοτικής διαδικασίας σχεδιασμού για τις τράπεζες. Μέσω μιας ολοκληρωμένης προσέγγισης, οι εποπτικές προτεραιότητες λαμβάνονται υπόψη στον σχεδιασμό των εποπτικών δραστηριοτήτων για τον επόμενο κύκλο. Οι βασικές συνιστώσες περιλαμβάνουν τον σχεδιασμό οριζόντιων δραστηριοτήτων, επιτόπιων επιθεωρήσεων και πρωτοβουλιών των ΜΕΟ.[35]

Ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός περιλαμβάνει όλες τις εποπτικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένων των μη επιτόπιων και επιτόπιων, οριζόντιων και ειδικών ανά τράπεζα δραστηριοτήτων. Μετά τον καθορισμό των συνολικών εποπτικών προτεραιοτήτων και την επιλογή των οριζόντιων δραστηριοτήτων, οι ΜΕΟ καθορίζουν τους βασικούς στόχους και δραστηριότητες για κάθε εποπτευόμενη οντότητα. Αυτό συνοψίζεται στο Πρόγραμμα Εποπτικής Εξέτασης. Αυτή η διαδικασία περιλαμβάνει την αξιολόγηση της συνάφειας κάθε κινδύνου υπό το πρίσμα των ευπαθειών της ίδιας της τράπεζας και τον προσδιορισμό εποπτικών ενεργειών σύμφωνα με τις εποπτικές προτεραιότητες και τα επίπεδα ανοχής κινδύνων. Με βάση αυτές τις αξιολογήσεις, οι επόπτες καταρτίζουν προγράμματα εργασίας που είναι προσαρμοσμένα στο προφίλ κινδύνων της εποπτευόμενης οντότητας και περιλαμβάνουν όλες τις εποπτικές δραστηριότητες. Για λόγους διαφάνειας και προβλεψιμότητας, τα προγράμματα εποπτικής εξέτασης κοινοποιούνται κάθε χρόνο στις τράπεζες κατά την έναρξη του εποπτικού κύκλου.

Τα διάφορα στοιχεία των προγραμμάτων εργασίας επιλέγονται ούτως ώστε να διασφαλίζεται ότι η εποπτεία της ΕΚΤ βασίζεται στον κίνδυνο και είναι αναλογική και ότι οι πόροι από την πλευρά των τραπεζών και των εποπτικών αρχών χρησιμοποιούνται όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματικά. Αυτό σημαίνει ότι τα επίπεδα εποπτικής παρακολούθησης ποικίλλουν μεταξύ των διαφόρων ιδρυμάτων − όσο περισσότερους κινδύνους έχει αναλάβει μια τράπεζα, τόσο εντονότερη είναι η εποπτεία. Υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του συνολικού προφίλ κινδύνων ενός ιδρύματος και του επιπέδου εποπτικής παρακολούθησης.

Στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας της τραπεζικής εποπτείας, η ΕΚΤ διατηρεί μια σαφή εστίαση στους κινδύνους και ταυτόχρονα βελτιώνει τη διαδικασία εποπτικού σχεδιασμού της. Οι βελτιώσεις αποσκοπούν στην καλύτερη ευθυγράμμιση και ενσωμάτωση των εποπτικών δραστηριοτήτων, διασφαλίζοντας μεγαλύτερη συμπληρωματικότητα, αποφεύγοντας παράλληλα την αλληλεπικάλυψη των προσπαθειών. Οι απτές βελτιώσεις που ωφελούν τις τράπεζες και τις εποπτικές αρχές περιλαμβάνουν (1) τον ορισμό των εποπτικών προτεραιοτήτων που στοχεύουν σε συγκεκριμένες ευπάθειες των τραπεζών και την επακόλουθη ανάπτυξη πιο βελτιωμένων εποπτικών δραστηριοτήτων με σκοπό την επίτευξη των αντίστοιχων στρατηγικών στόχων, (2) την ενίσχυση των συνεργειών μεταξύ οριζόντιων δραστηριοτήτων, επιτόπιων επιθεωρήσεων και των δραστηριοτήτων των ΜΕΟ, με αποτέλεσμα τη μείωση των επικαλυπτόμενων αιτημάτων προς τις τράπεζες με παρόμοια ζητήματα, και (3) την έγκαιρη κοινοποίηση των προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης, επιτρέποντας καλύτερο προγραμματισμό και αλληλουχία των προσπαθειών αποκατάστασης που καταβάλλουν οι τράπεζες.

Εποπτικές δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στα προγράμματα εργασίας

  • Θεματικοί έλεγχοι: Οι θεματικοί έλεγχοι είναι κεντρικά συντονισμένες δραστηριότητες που καλύπτουν τις περισσότερες εποπτευόμενες οντότητες. Επικεντρώνονται στη διερεύνηση στοιχείων και στη συγκριτική αξιολόγηση που αφορούν τις εποπτικές προτεραιότητες που καθορίζονται από το Εποπτικό Συμβούλιο. Τα αποτελέσματα των θεματικών ελέγχων μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν την ΕΚΤ να αναπτύξει εποπτικές κατευθύνσεις,[36] να βελτιώσει τον εντοπισμό κινδύνων σε επίπεδο συστήματος και να προωθήσει ορθές πρακτικές.
  • Στοχευμένες αξιολογήσεις: Οι στοχευμένες αξιολογήσεις έχουν παρόμοιους στόχους με τους θεματικούς ελέγχους, αλλά επικεντρώνονται σε ένα πιο συγκεκριμένο σύνολο ζητημάτων και καλύπτουν λιγότερες εποπτευόμενες οντότητες, ακολουθώντας μια προσέγγιση βάσει κινδύνων. Το δείγμα των ιδρυμάτων επιλέγεται σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνων που ορίζεται από κάθε ΜΕΟ για την εν λόγω εποπτευόμενη οντότητα.
  • Σε βάθος έλεγχοι (deep dives): Οι σε βάθος έλεγχοι περιλαμβάνουν κατά κανόνα σε βάθος αναλύσεις ιδιοσυγκρασιακών θεμάτων που επιλέγονται από τη ΜΕΟ για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων ζητημάτων.
  • Επιτόπιες επιθεωρήσεις: Οι επιτόπιες επιθεωρήσεις αποβλέπουν σε μια διεξοδική ανάλυση διαφορετικών κινδύνων, συστημάτων εσωτερικού ελέγχου, επιχειρηματικών μοντέλων ή διακυβέρνησης. Οι επιθεωρήσεις διενεργούνται από την ΕΚΤ και τις εθνικές εποπτικές αρχές εντός προκαθορισμένου πεδίου εφαρμογής και χρονοδιαγράμματος, στις εγκαταστάσεις των επιθεωρούμενων νομικών οντοτήτων. Διενεργούνται στο πλαίσιο της συνολικής εποπτικής διαδικασίας και πρέπει να βασίζονται στον κίνδυνο, να είναι αναλογικές, προσανατολισμένες προς το μέλλον και προς την ανάληψη ενεργειών. Η χρήση επιτόπιων επιθεωρήσεων συντονίζεται στενά με τις ΜΕΟ που συμβάλλουν στον σχεδιασμό των επιθεωρήσεων (π.χ. μέσω του προγράμματος εποπτικής εξέτασης), στη σύνταξη συστάσεων για την τράπεζα και σε επακόλουθες ενέργειες σε συνέχεια τυχόν διορθωτικών ενεργειών ή εποπτικών μέτρων.

Τα αποτελέσματα όλων των ελέγχων που προαναφέρθηκαν λαμβάνονται υπόψη στην ετήσια διαδικασία SREP ή σε άλλες εποπτικές δραστηριότητες. Τα σχετικά ευρήματα μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη ποιοτικών και/ή ποσοτικών μέτρων συγκεκριμένων για κάθε ίδρυμα.

Κατά την ανάπτυξη προγραμμάτων εργασίας για την υποστήριξη των εποπτικών προτεραιοτήτων και τον καθορισμό των καταλληλότερων εποπτικών εργαλείων για την επίτευξη των στόχων της, η ΕΚΤ ακολουθεί μια προσέγγιση «εντοπισμού κινδύνων-διόρθωσης κινδύνων». Πρώτα εξετάζονται και αξιολογούνται συγκριτικά οι πρακτικές των εποπτευόμενων οντοτήτων. Στη συνέχεια αξιολογείται η σημασία των ευρημάτων αυτών των ελέγχων και οι εποπτευόμενες οντότητες καλούνται να τα αντιμετωπίσουν σύμφωνα με τους όρους και τα χρονοδιαγράμματα που συζητούνται με τις εποπτικές αρχές. Σε περίπτωση αποκλίσεων, η ΕΚΤ μπορεί να λάβει δεσμευτικά μέτρα για να εξασφαλίσει την έγκαιρη διόρθωση των ουσιωδών ευρημάτων και να ασκήσει τις εξουσίες επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων που διαθέτει προκειμένου να διασφαλίσει ότι η διόρθωση θα ολοκληρωθεί αποτελεσματικά και εντός των χρονοδιαγραμμάτων.[37]

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα 2025

Ταχυδρομική διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Germany
Τηλέφωνο +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος www.bankingsupervision.europa.eu

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς εφόσον αναφέρεται η πηγή.

Για την εξειδικευμένη ορολογία, μπορείτε να συμβουλευθείτε το γλωσσάριο του ΕΕΜ (διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά).

HTML ISBN 978-92-899-7462-2, ISSN 2599-8463, doi:10.2866/1289128, QB-01-25-230-EL-Q


  1. Βλ. «Aggregated results of the 2025 SREP», ECB, November 2025.

  2. Βλ. Πλαίσιο 1: Ο εποπτικός κύκλος – ολοκληρωμένος σχεδιασμός εποπτικών δραστηριοτήτων.

  3. Βλ. Εαρινές οικονομικές προβλέψεις για το 2025, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Μάιος 2025.

  4. Βλ. την ενότητα με τίτλο «Financial markets», Financial Stability Review, ECB, May 2025.

  5. Βλ. Μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τη ζώνη του ευρώ, ΕΚΤ, Σεπτέμβριος 2025.

  6. Βλ. Μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για τη ζώνη του ευρώ, ΕΚΤ, Σεπτέμβριος 2025.

  7. Βλ. Δήλωση νομισματικής πολιτικής, ΕΚΤ, 11 Σεπτεμβρίου 2025.

  8. Βλ. «Financial Stability Review», ECB, May 2025.

  9. Όπως παραπάνω.

  10. Όπως παραπάνω.

  11. Βλ. «Εισαγωγική δήλωση της Claudia Buch, Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στο πλαίσιο της ακρόασης ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου», 15 Ιουλίου 2025.

  12. Βλ. «Financial Stability Review» ECB, May 2025.

  13. Βλ. Κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ σχετικά με τη χορήγηση και την παρακολούθηση των δανείων (EBA/GL/2020/06).

  14. Οι εξελισσόμενοι κίνδυνοι είναι δύσκολο να αποτυπωθούν με παραδοσιακά υποδείγματα αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών λόγω του αβέβαιου χαρακτήρα τους και της έλλειψης ιστορικών δεδομένων.

  15. Βλ. «IFRS 9 overlays and model improvements for novel risks», ECB, July 2024.

  16. Τα αποτελέσματα της άσκησης του 2019 κοινοποιήθηκαν στο ευρύτερο κοινό μέσω ειδικής δημοσίευσης στον κλάδο· βλ. «Trends and risks in credit underwriting standards of significant institutions in the Single Supervisory Mechanism», ECB, June 2020.

  17. Βλ. «European state of the climate: Report 2024», Copernicus Climate Change Service (C3S) and World Meteorological Organization (WMO), 2024.

  18. Βλ. «Climate change impacts, risks and adaptation», European Environment Agency, June 2025.

  19. Βλ. «Insurance protection gaps», Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ), Φεβρουάριος 2024.

  20. Ένα μεγάλο ποσοστό εισηγμένων εταιρειών δεν ευθυγραμμίζεται με την πορεία για τη μείωση της υπερθέρμανσης του πλανήτη σε 2°C ή λιγότερο. Βλ. MSCI Transition Finance Tracker, Μάρτιος 2025.

  21. Το σενάριο τύπου «run on brown» επικεντρώνεται σε βραχυπρόθεσμους κινδύνους που σχετίζονται με το κλίμα και εκδηλώνονται με τη μορφή διορθώσεων στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων λόγω αιφνίδιας επαναξιολόγησης του κινδύνου μετάβασης.

  22. Βλ. «Fit-for-55 climate scenario analysis», ESA and ECB, November 2024.

  23. Βλ. Ετήσια Έκθεση για την εποπτική δραστηριότητα 2024, ΕΚΤ, Μάρτιος 2025.

  24. Βλ. Swiss Re Institute, «Natural catastrophes: insured losses on trend to USD 145 billion in 2025», sigma report, No 1, 29 April 2025.

  25. Βλ. Clark, P., «How the next financial crisis starts», Financial Times, 26 June 2025.

  26. Trust, S. et al., «Planetary Solvency – finding our balance with nature», Institute and Faculty of Actuaries, University of Exeter, January 2025.

  27. Βλ. Tuominen, A., «Operational resilience in the digital age», The Supervision Blog, ECB, 17 January 2025.

  28. Βλ. Montagner, P., «Information and communications technology resilience and reliability», ομιλία στο πλαίσιο του Τραπεζικού Συνεδρίου της Φρανκφούρτης (Frankfurt Banking Summit), Φρανκφούρτη, 2 Ιουλίου 2025.

  29. Βλ. «What we can learn about building a resilient energy grid from the Iberian power outage», World Economic Forum, 16 May 2025.

  30. Βλ. την έκθεση με τίτλο «Global Cybersecurity Outlook 2025», World Economic Forum, 13 January 2025.

  31. Βλ. «Outsourcing trends in the banking sector», Supervision Newsletter, ECB,19 February 2025.

  32. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. «Aggregated results of the 2025 SREP», ECB, November 2025.

  33. Βλ. «Sound risk data reporting: key to better decision-making and resilience», Supervision Newsletter, ECB, February 2025.

  34. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. «Aggregated results of the 2025 SREP», ECB, November 2025.

  35. Για περισσότερες πληροφρίες σχετικά με τον εποπτικό κύκλο και την ολοκληρωμένη προσέγγιση, βλ. το Εγχειρίδιο εποπτείας, ΕΚΤ, Ιανουάριος 2024· για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις επιτόπιες επιθεωρήσεις, βλ. τονΟδηγό σχετικά με τις επιτόπιες επιθεωρήσεις και τις διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων, ΕΚΤ, Σεπτέμβριος 2018.

  36. Βλ., για παράδειγμα, τους εποπτικούς οδηγούς της ΕΚΤ.

  37. Βλ. επίσης την ενότητα «Εποπτικά μέτρα» στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία.

Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων