Απαντήσεις σε συνήθεις ερωτήσεις σχετικά με την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ του 2018
2 Νοεμβρίου 2018
Ποιος ήταν ο σκοπός της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ του 2018;
Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ ανέλυσε την εξέλιξη των κεφαλαιακών θέσεων των τραπεζών στο πλαίσιο βασικού και δυσμενούς σεναρίου με βάση στοιχεία που καλύπτουν περίοδο τριών ετών από το τέλος του 2017 μέχρι το τέλος του 2020.
Η εν λόγω άσκηση έδωσε στους φορείς εποπτείας, τις τράπεζες και άλλους συμμετέχοντες στην αγορά ένα κοινό πλαίσιο ανάλυσης που επιτρέπει τη σύγκριση και αξιολόγηση της ανθεκτικότητας των τραπεζών της ΕΕ σε οικονομικές διαταραχές που αφορούν συγκεκριμένες χώρες.
Στην άσκηση περιλήφθηκαν 48 τράπεζες, που αντιπροσωπεύουν το 70% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) είχε τη γενική ευθύνη για τη διενέργεια της άσκησης – ανέπτυξε τη μεθοδολογία, αποφάσισε τα σενάρια και τυχόν μεμονωμένες προσαρμογές και δημοσίευσε τα αποτελέσματα μετά την ολοκλήρωσή της.
Όπως και το 2016, η άσκηση προσομοίωσης δεν έθεσε θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας των τραπεζών. Δεν ορίστηκαν ελάχιστοι συντελεστές απόδοσης προκειμένου να καθοριστεί η αποτυχία ή επιτυχία των τραπεζών για τους σκοπούς της άσκησης. Τα ευρήματα της άσκησης προσομοίωσης θα ενσωματωθούν στον συνεχιζόμενο εποπτικό διάλογο. Έτσι, η εποπτική λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα χρησιμοποιήσει τόσο τα ποιοτικά αποτελέσματα (ποιότητα και έγκαιρος χαρακτήρας των στοιχείων που υπέβαλαν οι τράπεζες) όσο και τα ποσοτικά αποτελέσματα (μείωση κεφαλαίου και ανθεκτικότητα των τραπεζών σε δυσμενείς συνθήκες στην αγορά) ως συνεισφορά στη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process - SREP). Στο πλαίσιο της SREP, τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων θα χρησιμοποιηθούν επίσης κατά τον καθορισμό των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών για τους σκοπούς της εποπτείας.
Ποιες από τις τράπεζες που εποπτεύει η ΕΚΤ έλαβαν μέρος στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων της ΕΑΤ σε επίπεδο ΕΕ;
Από τις 48 τράπεζες που συμμετέχουν στην άσκηση που διενεργεί η ΕΑΤ, 33 εποπτεύονται άμεσα από την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ, αντιπροσωπεύοντας το 70% του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στη ζώνη του ευρώ. Τα επιμέρους αποτελέσματα για τις 48 τράπεζες, μαζί με αναλυτικά στοιχεία σχετικά με τους ισολογισμούς και τα ανοίγματα στο τέλος του 2017, δημοσιεύθηκαν από την ΕΑΤ την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2018.
Πέρα από τις 33 τράπεζες υπό την εποπτεία της ΕΚΤ στο δείγμα της ΕΑΤ, η ΕΚΤ διενέργησε παράλληλα δική της άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (άσκηση στο πλαίσιο της SREP) για τις τράπεζες που εποπτεύει άμεσα η ίδια, οι οποίες όμως δεν περιλαμβάνονταν στο δείγμα της ΕΑΤ.
Νωρίτερα εντός του τρέχοντος έτους η ΕΚΤ υπέβαλε σε άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες τις οποίες εποπτεύει άμεσα. Ενώ ακολούθησε την ίδια μεθοδολογία και προσέγγιση που χρησιμοποιήθηκαν στην άσκηση της ΕΑΤ σε επίπεδο ΕΕ, εφάρμοσε συντομευμένο χρονοδιάγραμμα προκειμένου η εν λόγω άσκηση να ολοκληρωθεί πριν από τη λήξη του τρίτου προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για τη στήριξη της Ελλάδος.
Ποιο είναι το γενικό αποτέλεσμα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018; Ποιοι ήταν οι βασικοί προσδιοριστικοί του παράγοντες και πώς συγκρίνονται με την αντίστοιχη άσκηση του 2016;
Το δυσμενές σενάριο καταλήγει σε συνολική μείωση κεφαλαίου CET1 κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες για τις 33 τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ (υπό συνθήκες πλήρους εκπλήρωσης), πράγμα που συνεπάγεται μείωση κεφαλαίου σε επίπεδο συστήματος από 13,7% στο τέλος του 2017 σε 9,9% στο τέλος του 2020. Αυτό συμπεριλαμβάνει επίδραση ύψους 0,3 της ποσοστιαίας μονάδας από την πρώτη εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), το οποίο τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2018. Η αντίστοιχη μείωση είναι υψηλότερη κατά 0,5 της ποσοστιαίας μονάδας σε σχέση με την άσκηση του 2016.
Ένας βασικός προσδιοριστικός παράγοντας των αποτελεσμάτων υπό το δυσμενές μακροοικονομικό σενάριο ήταν οι πιστωτικές απομειώσεις. Ένας δεύτερος ήταν η διαταραχή όσον αφορά τις διαφορές χρηματοδότησης η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από τη θετική επίδραση των υψηλότερων μακροπρόθεσμων επιτοκίων. Ένας τρίτος παράγοντας ήταν οι σημαντικές πιέσεις στο εισόδημα από τέλη και προμήθειες και ένας τέταρτος ήταν η επίδραση των διαταραχών στις τιμές της αγοράς και στη ρευστότητα επί χαρτοφυλακίων αποτιμώμενων σε εύλογη αξία.
Το αποτέλεσμα υπό το δυσμενές σενάριο αντανακλά ένα σοβαρότερο μακροοικονομικό σενάριο και την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9. Αντανακλά επίσης μια μεθοδολογία με μεγαλύτερη ευαισθησία στον κίνδυνο. Αυτό υπεραντισταθμίζει τις επιδράσεις της βελτιωμένης ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, ιδίως ως αποτέλεσμα της επιτυχημένης μείωσης των όγκων των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) αλλά και των οφελών που προκύπτουν από την πιο απότομη αύξηση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων υπό το σενάριο.
Παρά τη μεγαλύτερη μείωση, ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου CET1 (μετά τις πιέσεις) ύψους 9,9% είναι υψηλότερος από εκείνον που καταγράφηκε το 2016, ήτοι 8,8%. Αυτό επιβεβαιώνει την ενισχυμένη ανθεκτικότητα των συμμετεχουσών τραπεζών στις μακροοικονομικές διαταραχές. Ωστόσο, η άσκηση αποκάλυψε επίσης ευπάθειες σε μεμονωμένες τράπεζες, τις οποίες οι εποπτικές αρχές θα παρακολουθήσουν περαιτέρω.
Το δυσμενές σενάριο καταλήγει σε μείωση του δείκτη μόχλευσης κατά 0,98 της ποσοστιαίας μονάδας για τις 33 τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ (υπό συνθήκες πλήρους εκπλήρωσης), πράγμα που συνεπάγεται μείωση του δείκτη μόχλευσης από 5,11% κατά μέσο όρο στο τέλος του 2017 σε 4,13% κατά μέσο όρο στο τέλος του 2020.
Αναμένεται ότι η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων θα οδηγήσει σε αύξηση κατά μέσο όρο των κεφαλαιακών αναγκών εντός του συστήματος;
Δεν αναμένουμε ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες εντός του συστήματος θα αυξηθούν κατά μέσο όρο λόγω της άσκησης. Υπάρχουν πάντως εξελίξεις σε ορισμένες από τις συνιστώσες που μηχανικά αυξάνουν τις κεφαλαιακές ανάγκες. Ωστόσο, αυτό ήταν αναμενόμενο και είναι ανεξάρτητο από την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Πρόκειται για συνιστώσες των κεφαλαιακών αναγκών που θα συνεχίσουν να εκπληρώνονται σταδιακά και θα φθάσουν σε στάδιο πλήρους εκπλήρωσης την 1η Ιανουαρίου 2019, όπως τα συστημικά αποθέματα ασφαλείας που καθορίζουν οι αρχές μακροπροληπτικής εποπτείας (αποθέματα που εφαρμόζονται σε παγκόσμια και άλλα συστημικώς σημαντικά ιδρύματα και αποθέματα έναντι συστημικού κινδύνου). Όπως αναφέρεται στο εγχειρίδιο SREP του 2016 και του 2017, οι τράπεζες θα πρέπει επίσης να αναμένουν να έχουν θετικές κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 (P2G) στο μέλλον, ανεξάρτητα από τη σταδιακή εκπλήρωση των αποθεμάτων διατήρησης κεφαλαίου.
Με ποιον τρόπο τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων θα ληφθούν υπόψη στη διαδικασία SREP;
Τα ποιοτικά αποτελέσματα της άσκησης θα συμβάλουν στον καθορισμό της απαίτησης του Πυλώνα 2 (P2R), ιδίως στο στοιχείο της SREP που αφορά τη διακυβέρνηση κινδύνων.
Τα ποσοτικά αποτελέσματα, ιδίως η μείωση κεφαλαίου υπό το υποθετικό δυσμενές σενάριο, χρησιμεύουν ως σημείο εκκίνησης για τον καθορισμό του επιπέδου των P2G. Κατά τον καθορισμό των P2G, η ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσει ένα ευρύ φάσμα πληροφοριών. Ένας από τους δείκτες αναφοράς θα είναι το αποτέλεσμα μιας τράπεζας μετά την εφαρμογή του δυσμενούς σεναρίου της άσκησης σε σχέση με τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας 5,5% ή, στην περίπτωση παγκόσμιων συστημικώς σημαντικών τραπεζών (G-SIB), 5,5% συν το απόθεμα ασφαλείας για τα G-SIB.
Αυτό το αποτέλεσμα θα προσαρμοστεί περαιτέρω προς τα άνω ή προς τα κάτω, αφού ληφθούν υπόψη και άλλοι παράγοντες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται το συγκεκριμένο προφίλ κινδύνου κάθε ιδρύματος και η ευαισθησία του σε σενάρια ακραίων συνθηκών, οι ενδιάμεσες μεταβολές του προφίλ κινδύνου μετά την τελευταία ημερομηνία συμπερίληψης στοιχείων για την άσκηση (31 Δεκεμβρίου 2017) και μέτρα που έχει λάβει η τράπεζα για τον περιορισμό των ευαισθησιών στον κίνδυνο, όπως οι πωλήσεις στοιχείων ενεργητικού. Ως εκ τούτου, τα αποτελέσματα της άσκησης δεν θα ενσωματωθούν μηχανικά στις P2G.
Επομένως δεν είναι δυνατόν να υπολογιστούν οι P2G για κάθε ίδρυμα με μηχανική προσέγγιση και χωρίς να ληφθούν υπόψη αυτοί οι λοιποί παράγοντες.
Ποια είναι τα βασικά στοιχεία που πρέπει να συγκρατήσουμε από τη φετινή άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων;
Οι πιστωτικές ζημίες εξηγούνται κατά κύριο λόγο από το μακροοικονομικό σενάριο. Τα αποθέματα των ΜΕΔ διαδραμάτισαν λιγότερο σημαντικό ρόλο στην άσκηση του 2018 από ό,τι το 2016 λόγω των βελτιώσεων στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Υπό το δυσμενές σενάριο, η επίδραση της πλήρους αναπροσαρμογής του κινδύνου αγοράς ήταν ισχυρότερη στα G-SIB. Ωστόσο, μια θετική πτυχή ήταν ότι οδήγησε σε υψηλότερα έσοδα πελατών. Η επίδραση των πιέσεων στην αβεβαιότητα των αποθεμάτων και στα αποθέματα ρευστότητας επηρέασε επίσης αυτές τις τράπεζες περισσότερο από ό,τι άλλες.
Οι προσαρμογές στα μερίσματα, τις καταβολές τοκομεριδίων επί πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 και οι μεταβλητές αποδοχές (μέγιστο διανεμητέο ποσό) σύμφωνα με το άρθρο 141 της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις κατόπιν της κρίσης θα μπορούσαν να μειώσουν τη συνολική επίδραση υπό το δυσμενές σενάριο κατά περίπου 40 μονάδες βάσης.
Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων παρέχει σημαντικές επιπλέον πληροφορίες σχετικά με τις ικανότητες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και διαχείρισης κινδύνου των τραπεζών. Μαζί με την αξιολόγηση της ποιότητας και του έγκαιρου χαρακτήρα των στοιχείων που υπέβαλαν οι τράπεζες στη διάρκεια της άσκησης, αυτές οι πληροφορίες θα τροφοδοτήσουν την SREP και τον καθορισμό της P2R καθώς και τον σχεδιασμό επιτόπιων επιθεωρήσεων και άλλων εποπτικών δραστηριοτήτων.
Η άσκηση μας δίνει επίσης τη δυνατότητα να επαληθεύσουμε κατά πόσον οι τράπεζες έχουν αντιμετωπίσει επιτυχώς τις αδυναμίες που είχαν εντοπιστεί στο πλαίσιο προηγούμενων ασκήσεων, για παράδειγμα όσον αφορά τις ικανότητες προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, συγκέντρωσης δεδομένων ή ανάπτυξης υποδειγμάτων.
Τι ακριβώς εξετάστηκε στο πλαίσιο της άσκησης και ποιες ήταν οι βασικές διαφορές σε σχέση με την άσκηση του 2016;
Στο πλαίσιο της άσκησης αξιολογήθηκε η ανθεκτικότητα των τραπεζών σε δυσμενείς εξελίξεις στις αγορές. Για τον σκοπό αυτόν αναλύθηκε η εξέλιξη της κεφαλαιακής θέσης των τραπεζών βάσει της υπόθεσης για στατικό ισολογισμό στη διάρκεια τριών ετών από το τέλος του 2017 έως το τέλος του 2020, σύμφωνα με ένα βασικό και ένα δυσμενές σενάριο. Το βασικό σενάριο συμβαδίζει με τις προβλέψεις του Δεκεμβρίου οι οποίες δημοσιεύθηκαν από την ΕΚΤ, ενώ το δυσμενές σενάριο διατυπώνει την υπόθεση για υλοποίηση τεσσάρων συστημικών κινδύνων οι οποίοι θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύουν τις πιο ουσιώδεις απειλές για τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα της ΕΕ. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι:
- Απότομη και σημαντική ανατιμολόγηση των ασφαλίστρων κινδύνου στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές
- Δυσμενής αλληλεπίδραση μεταξύ χαμηλής τραπεζικής κερδοφορίας και χαμηλής ονομαστικής ανάπτυξης λόγω της υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας στην ΕΕ
- Ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στο πλαίσιο πιθανής ανατιμολόγησης των ασφαλίστρων κινδύνου και αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας
- Κίνδυνοι ρευστότητας στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα, με πιθανές δευτερογενείς επιπτώσεις στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα
Η άσκηση αξιολόγησε τον αντίκτυπο των παραγόντων κινδύνου στη φερεγγυότητα των τραπεζών. Οι τράπεζες έπρεπε να υποβάλουν σε άσκηση προσομοίωσης μια κοινή δέσμη κινδύνων (πιστωτικός κίνδυνος, συμπεριλαμβανομένων των τιτλοποιήσεων· κίνδυνος αγοράς και πιστωτικός κίνδυνος αντισυμβαλλομένου· και λειτουργικός κίνδυνος, συμπεριλαμβανομένου του κινδύνου συμπεριφοράς). Επιπλέον, έπρεπε να καταρτίσουν προβολή για τις επιδράσεις των σεναρίων στο καθαρό εισόδημα από τόκους και να υποβάλουν σε άσκηση προσομοίωσης κέρδη και ζημίες καθώς και στοιχεία κεφαλαίου που δεν καλύπτονται από άλλα είδη κινδύνων.
Για τις τράπεζες που εφαρμόζουν το ΔΠΧΑ 9, οι προβολές της άσκησης έλαβαν υπόψη την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9 την 1η Ιανουαρίου 2018. Επίσης, έλαβαν υπόψη τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2395 όσον αφορά το μεταβατικό καθεστώς για τον μετριασμό των επιπτώσεων από την εισαγωγή του ΔΠΧΑ 9. Τα υποδείγματα διαφάνειας που δημοσιεύθηκαν από την ΕΑΤ επίσης περιλαμβάνουν τον αντίκτυπο της πρώτης εφαρμογής του ΔΠΧΑ 9.
Ποια ήταν η συμβολή της ΕΚΤ στην προετοιμασία της άσκησης;
Η ΕΚΤ στήριξε την προετοιμασία της άσκησης σε επίπεδο ΕΕ, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της μεθοδολογίας της ΕΑΤ και παρέχοντας το βασικό σενάριο.
Αυτό το σενάριο αποτύπωσε τις μακροοικονομικές εξελίξεις υπό κανονικές συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη τις προβολές που καταρτίστηκαν από το Ευρωσύστημα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Επιπλέον, υπό τον γενικό συντονισμό του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου, η ΕΚΤ συνέβαλε στον σχεδιασμό του δυσμενούς σεναρίου της άσκησης.
Ποιος είναι ο ρόλος της ΕΚΤ στη διενέργεια των ασκήσεων προσομοίωσης της ΕΑΤ;
Στο συνολικό πλαίσιο των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ τις οποίες συντονίζει η ΕΑΤ, η ΕΚΤ είναι αρμόδια για τη διαδικασία διασφάλισης ποιότητας σε ό,τι αφορά τις τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της. Βασικός στόχος του καθήκοντος αυτού, το οποίο ασκούν από κοινού η ΕΚΤ και οι εθνικές αρμόδιες αρχές, είναι να διασφαλίζεται ότι οι τράπεζες εφαρμόζουν με ορθό τρόπο την κοινή μεθοδολογία που αναπτύσσει η ΕΑΤ.
Πέραν της άσκησης σε επίπεδο ΕΕ, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ διενεργεί την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων SREP για τις τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα της ΕΑΤ. Αυτή η άσκηση χρησιμοποιεί μεθοδολογία που είναι σύμφωνη με τη μεθοδολογία της ΕΑΤ αλλά λαμβάνει δεόντως υπόψη το μικρότερο μέγεθος και τη χαμηλότερη πολυπλοκότητα των συμμετέχοντων ιδρυμάτων.
Πώς διασφαλίζει η ΕΚΤ την αναλογικότητα στις ασκήσεις;
Η αναλογικότητα είναι ήδη ενσωματωμένη στη μεθοδολογία και στα υποδείγματα της ΕΑΤ. Αυτό αντανακλάται στο γεγονός ότι οι μικρότερες και λιγότερο πολύπλοκες τράπεζες μπορούν να εφαρμόζουν λιγότερο εξελιγμένες προσεγγίσεις και υποχρεούνται να υποβάλλουν λιγότερα σημεία δεδομένων.
Στο πλαίσιο της άσκησης SREP, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επεκτείνει την αρχή της αναλογικότητας για μικρότερες και λιγότερο πολύπλοκες τράπεζες εφαρμόζοντας λιγότερο εξελιγμένες προσεγγίσεις και λιγότερο αυστηρά όρια υποβολής στοιχείων.
Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του δυσμενούς σεναρίου που χρησιμοποιείται στην άσκηση του 2018 και πόσο ρεαλιστικό είναι;
Το δυσμενές σενάριο της άσκησης του 2018 βασίστηκε σε συνεκτικές και σοβαρές μακροοικονομικές συνθήκες. Αυτές αφορούσαν, μεταξύ άλλων, συρρίκνωση κατά 2,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), διαταραχές των τιμών των ακινήτων κατά 17% και μείωση της τιμής των μετοχών κατά 31% σε όλη τη ζώνη του ευρώ.
Το σενάριο αντανακλούσε τους βασικούς συστημικούς κινδύνους που προσδιορίστηκαν στην αρχή της άσκησης, οι οποίοι ήταν οι εξής: απότομη και σοβαρή ανατιμολόγηση των ασφαλίστρων κινδύνου στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, δυσμενείς αλληλεπιδράσεις μεταξύ της χαμηλής τραπεζικής κερδοφορίας και της χαμηλής ονομαστικής ανάπτυξης, ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα και κίνδυνοι ρευστότητας στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα με πιθανές δευτερογενείς επιπτώσεις στο ευρύτερο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όσον αφορά την ευλογοφάνεια, τα δυσμενή μακροοικονομικά σενάρια των ασκήσεων θα πρέπει να είναι αυστηρά αλλά ευλογοφανή προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα αποτελέσματα των ασκήσεων είναι αξιόπιστα.
Το σενάριο της ΕΑΤ βαθμονομήθηκε με βάση τους βασικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα οι οποίοι θεωρήθηκαν σημαντικοί κατά την έναρξη της άσκησης. Στο σενάριο αποτυπώθηκαν ευλογοφανή γεγονότα, μολονότι ένα τέτοιο φάσμα αρνητικών διαταραχών θα ήταν σπάνιο.
Για παράδειγμα, για τις περισσότερες χώρες οι βασικές συνιστώσες του μακροοικονομικού σεναρίου για την άσκηση του 2018 ήταν πιο σοβαρές σε σχέση με την άσκηση του 2016. Διατυπώθηκε η υπόθεση για βαθιά παγκόσμια μακροοικονομική κρίση διάρκειας δύο έως τριών ετών. Το σενάριο προσομοίωσε μια παγκόσμια διαταραχή που επηρέασε τις ευρωπαϊκές οικονομίες με διαφορετικούς τρόπους. Η ερμηνεία των αποτελεσμάτων θα πρέπει επομένως να στηρίζεται σε ένα μείγμα κινδύνου χώρας και ιδιοσυγκρατικού τραπεζικού κινδύνου.
Η ανάπτυξη του σεναρίου για το 2018 έπρεπε να γίνει νωρίτερα από το 2016. Και τούτο επειδή η άσκηση διενεργήθηκε νωρίτερα για τις ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τις άλλες τράπεζες και η βασική άσκηση είχε μεγαλύτερη διάρκεια λόγω της εισαγωγής του ΔΠΧΑ 9. Πέραν τούτου, το φάσμα του σεναρίου ήταν επαρκώς ευρύ ώστε να καλύπτει διάφορα ενδεχόμενα. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί, εκ σχεδιασμού, το σενάριο δεν αποτελεί άσκηση πρόβλεψης αλλά μια διαδικασία υποθετικών ερωτήσεων με σκοπό να αποκαλυφθούν ευπάθειες που είναι σημαντικές για την αξιολόγηση των τραπεζών, μολονότι οι υποκείμενοι κίνδυνοι μπορεί να εκδηλωθούν με διαφορετικούς τρόπους.
Είναι δυνατή η σύγκριση της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων του 2018 με τις αντίστοιχες ασκήσεις άλλων χωρών;
Παρά τις κάποιες μεθοδολογικές διαφορές στα πλαίσια των διαφόρων ασκήσεων προσομοίωσης, τα συνολικά αποτελέσματα των ασκήσεων που διενεργούνται από την ΕΑΤ μπορούν να συγκριθούν σε μεγάλο βαθμό με αυτά των ασκήσεων που διενεργήθηκαν πρόσφατα σε άλλες χώρες.
Για παράδειγμα, αν συγκρίνουμε το δυσμενές σενάριο της ΕΑΤ για την άσκηση του 2018 με αυτό της άσκησης Comprehensive Capital Analysis and Review (CCAR) του 2018 που διενέργησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η σοβαρότητα του σεναρίου της ΕΑΤ για την εγχώρια οικονομία τοποθετείται μεταξύ των δυσμενών και σοβαρά δυσμενών σεναρίων της άσκησης CCAR. Η σοβαρότητα του δυσμενούς σεναρίου της ΕΑΤ του 2018 για την εγχώρια οικονομία είναι συγκρίσιμη με τη σοβαρότητα του ετήσιου κυκλικού σεναρίου του 2018 της Τράπεζας της Αγγλίας. Μπορεί επίσης να συγκριθεί με την άσκηση Financial Sector Assessment Programme για τη ζώνη του ευρώ που δημοσίευσε το ΔΝΤ τον Ιούλιο του 2018.
Λήφθηκαν υπόψη στο πλαίσιο της άσκησης οι ενδεχόμενες επιδράσεις του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος που διενέργησε το Ηνωμένο Βασίλειο για τη συμμετοχή του στην ΕΕ; Λήφθηκαν υπόψη οι συνέπειες σεναρίου για «μη επίτευξη συμφωνίας»;
Στοιχεία του βασικού σεναρίου αντανακλούν τον μέσο όρο φάσματος πιθανών αποτελεσμάτων του Brexit για τις εμπορικές σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με την ΕΕ.
Το δυσμενές σενάριο που εφαρμόστηκε ήταν κατά πολύ αυστηρότερο από τις προβλέψεις των αναλυτών για τον αρνητικό αντίκτυπο που θα είχε στην οικονομία της ζώνης του ευρώ η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Δεν διατυπώθηκε η υπόθεση για μεμονωμένα γεγονότα, όπως το Brexit. Ωστόσο, οι προβολές για το ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο ήταν πιο σοβαρές για κάθε έτος του χρονικού ορίζοντα της άσκησης από ό,τι η αρνητική επίδραση του Brexit στην ανάπτυξη του ΑΕΠ ως πρόβλεψη αναλυτών.
Το δυσμενές σενάριο περιλάμβανε ευρύ φάσμα μακροοικονομικών κινδύνων που μπορεί να συνδεθούν με το Brexit. Ένας από τους βασικούς παράγοντες του δυσμενούς σεναρίου είχε σχέση με την πολιτική αβεβαιότητα (συμπεριλαμβανομένων των εξελίξεων που σχετίζονται με το Brexit). Βάσει της υπόθεσης, αυτή η αβεβαιότητα θα προκαλούσε, μεταξύ άλλων, δυσμενείς διαταραχές εμπιστοσύνης στις αναπτυγμένες οικονομίες στην αρχή του χρονικού ορίζοντα της προβολής.
Οι συνέπειες σεναρίου «μη επίτευξης συμφωνίας» δεν εξετάστηκαν σαφώς αλλά οι πιθανές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη καλύφθηκαν ευρέως από το δυσμενές σενάριο, σύμφωνα με το οποίο υπήρξε μια γενική, σοβαρή επιδείνωση όλων των βασικών οικονομικών και χρηματοπιστωτικών μεταβλητών για το Ηνωμένο Βασίλειο. Για μεμονωμένες τράπεζες, ωστόσο, το Brexit θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις.