Στόχος της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) είναι η προαγωγή ενός ανθεκτικού τραπεζικού συστήματος το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για μια διαρκή και εύρωστη χρηματοδότηση της οικονομίας. Οι παρελθούσες κρίσεις μας δίδαξαν ότι η διατηρήσιμη ανάπτυξη παρεμποδίζεται από ένα ανεπαρκώς κεφαλαιοποιημένο τραπεζικό σύστημα. Τα μακροπρόθεσμα οφέλη από ένα επαρκώς κεφαλαιοποιημένο τραπεζικό σύστημα υπερβαίνουν κατά πολύ το όποιο βραχυπρόθεσμο κόστος για τις τράπεζες ή τα δημόσια οικονομικά σε περιπτώσεις παροχής κρατικής στήριξης σε αδύναμες τράπεζες.
Το 2015 η SREP διενεργήθηκε για πρώτη φορά βάσει κοινής μεθοδολογίας για τους 120 μεγαλύτερους τραπεζικούς ομίλους στη ζώνη του ευρώ. Οι διαδικασίες που εφαρμόζονταν μέχρι τότε σε εθνικό επίπεδο ήταν ποικιλόμορφες. Τα επίπεδα κεφαλαίου και ρευστότητας των τραπεζών οι οποίες βρίσκονταν υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ καθορίστηκαν σύμφωνα με το προφίλ κινδύνου τους. Όπου κρίθηκε αναγκαίο, εφαρμόστηκαν πρόσθετα εποπτικά μέτρα.
Εγχειρίδιο μεθοδολογίας της SREP - έκδοση 2015
Η μεθοδολογία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ) είναι σύμφωνη με τις νομοθετικές διατάξεις της ΕΕ και τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ) και αξιοποιεί τις βέλτιστες πρακτικές εντός του ΕΕΜ και τις συστάσεις διεθνών οργανισμών και φορέων. Επιτεύχθηκε ολιστική αξιολόγηση της διατηρησιμότητας των ιδρυμάτων, με βάση μια μελλοντική προοπτική και την αρχή της αναλογικότητας. Ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία συνδυάστηκαν μέσω μιας προσέγγισης που στηρίζεται στην οριοθετημένη κρίση εμπειρογνωμόνων. Κατ' αυτόν τον τρόπο εξασφαλίστηκε συνέπεια και παράλληλα λήφθηκαν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των ιδρυμάτων. Για πρώτη φορά ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν εκτεταμένες συγκρίσεις ομοειδών ιδρυμάτων και εγκάρσιες αναλύσεις σε ευρεία κλίμακα, γεγονός που επέτρεψε την αξιολόγηση όλων των ιδρυμάτων με ομοιόμορφο τρόπο, προάγοντας έτσι μια πιο ολοκληρωμένη ενιαία τραπεζική αγορά.
Συνολικά, οι κεφαλαιακές απαιτήσεις θα αυξηθούν σταδιακά κατά 50 μονάδες βάσης από το 2015 έως το 2016, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασης που ασκεί η σταδιακή υλοποίηση απαιτήσεων συνδυαστικού αποθέματος ασφαλείας.
Ελέγξαμε προσεκτικά τις κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών της ζώνης του ευρώ, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη τις πλήρως υλοποιημένες (fully loaded) απαιτήσεις κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) και τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις. Σε ό,τι αφορά τις G-SIB, η βαθμονόμηση των σταδιακά υλοποιούμενων (phase-in) και των πλήρως υλοποιημένων (fully loaded) κεφαλαιακών απαιτήσεων αντανακλά ορισμένες παραμέτρους, όπως η ανάγκη προαγωγής ενός συνεπούς πλαισίου για τα 120 ιδρύματα, ο συστημικός αντίκτυπος των G-SIB και των D-SIB, και μια ευρεία σύγκριση με G-SIB που υπάγονται σε άλλες δικαιοδοσίες.
Όσον αφορά την εφαρμογή των μέγιστων διανεμητέων ποσών (ΜΔΠ), η προσέγγιση του ΕΕΜ παραπέμπει στη γνώμη που εξέδωσε η ΕΑΤ στις 18 Δεκεμβρίου 2015.
Η προσέγγιση αυτή ενδέχεται εντούτοις να αναθεωρηθεί ανάλογα με τις εξελίξεις στο κανονιστικό πλαίσιο ή την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών της ΕΑΤ, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνέπεια και η εναρμόνιση στην Ενιαία Αγορά.
Η απευθείας επικοινωνία μας με τις τράπεζες παρέχει σε αυτές τη σαφήνεια και την ασφάλεια του εποπτικού πλαισίου που χρειάζονται για τον κεφαλαιακό τους προγραμματισμό. Εφόσον όλοι οι παράγοντες παραμένουν σταθεροί, οι απαιτήσεις του Πυλώνα 2 που ορίζονται στις αποφάσεις SREP του 2015 παρέχουν μια ένδειξη για το μέλλον, ειδικά από τη στιγμή που έχουμε λάβει καθόλα υπόψη τις πλήρως υλοποιημένες απαιτήσεις για τα αποθέματα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου. Οι τράπεζες μπορούν επίσης να προγραμματίσουν και τη σταδιακή εφαρμογή της δέσμης CRR/CRD IV, δηλ. τις αφαιρέσεις από το κεφάλαιο CET1 και τη σταδιακή υλοποίηση των αποθεμάτων ασφαλείας συστημικού κινδύνου. Αν και δεν έχουν γίνει πλήρως γνωστές οι οριστικές εξελίξεις όσον αφορά το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ, έχει ήδη αναγνωριστεί ότι δεν επιδιώκουν να αυξήσουν σημαντικά το κεφάλαιο στο σύστημα αλλά να ενισχύσουν την απλότητα, τη συγκρισιμότητα και τη διαφάνεια της κεφαλαιακής βάσης σε όλες τις τράπεζες.