Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Απαντήσεις σε συνήθεις ερωτήσεις όσον αφορά το σχέδιο κατευθυντήριας γραμμής της ΕΚΤ σχετικά με την εποπτική προσέγγιση που εφαρμόζουν οι εθνικές αρμόδιες αρχές για την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που διακρατούνται από λιγότερο σημαντικά ιδρύματα

Για ποιο θέμα ξεκινά διαβούλευση η ΕΚΤ και γιατί;

Η ΕΚΤ ξεκινά διαβούλευση σχετικά με σχέδιο κατευθυντήριας γραμμής που απευθύνεται στις εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ). Η κατευθυντήρια γραμμή, την οποία ανέπτυξαν από κοινού η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ, καθορίζει μια εναρμονισμένη εποπτική προσέγγιση για την κάλυψη παλαιών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) που διακρατούνται από λιγότερο σημαντικές εποπτευόμενες οντότητες (λιγότερο σημαντικά ιδρύματα - ΛΣΙ). Περιγράφει τις εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά την κάλυψη τις οποίες οι ΕΑΑ θα εφαρμόζουν κατά περίπτωση σε όσα ΛΣΙ είναι ιδιαιτέρως εκτεθειμένα σε κινδύνους από παλαιά ΜΕΑ δημιουργηθέντα πριν από τις 26 Απριλίου 2019. Αυτά τα ΜΕΑ δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαίτησης αφαίρεσης βάσει του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που εφαρμόζεται για ΜΕΑ που δημιουργήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτήν. Οι ΕΑΑ καλούνται να αξιολογούν κατά πόσον τα ΛΣΙ καλύπτουν πιθανές πιστωτικές ζημίες σε σχέση με αυτά τα ΜΕΑ μέσω προβλέψεων ή άλλων παραγόντων μείωσης του κινδύνου. Δεδομένου ότι τα μέσα ανακτήσιμα ποσά μειώνονται σημαντικά με την πάροδο του χρόνου, οι ΕΑΑ θα λαμβάνουν υπόψη την παλαιότητα των ΜΕΑ, δηλαδή τον αριθμό των ετών από τη στιγμή που το άνοιγμα ταξινομήθηκε ως μη εξυπηρετούμενο. 

Με τη διαβούλευση και τη δημοσίευση του παρόντος σχεδίου κατευθυντήριας γραμμής, η ΕΚΤ επιδιώκει να διασφαλίσει τη διαφάνεια όσον αφορά την εναρμόνιση των εποπτικών πρακτικών και τη συνεπή εφαρμογή υψηλών εποπτικών προτύπων για τις τράπεζες στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ).

Γιατί η ΕΚΤ θεσπίζει πλέον μια κοινή εποπτική προσέγγιση για την κάλυψη των ΜΕΑ που διακρατούνται από ΛΣΙ;

Ενώ οι δείκτες των ΜΕΑ έχουν, κατά μέσο όρο, μειωθεί σημαντικά από την έναρξη της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας και μετά, ορισμένα ΛΣΙ έχουν σημειώσει βραδύτερη πρόοδο στη διαχείριση των αποθεμάτων παλαιών ΜΕΑ. Αυτό αντανακλάται στα αποθέματα ΜΕΑ τα οποία έχουν υψηλότερη παλαιότητα και χαμηλότερους δείκτες κάλυψης από ό,τι τα αντίστοιχα αποθέματα των σημαντικών ιδρυμάτων (ΣΙ). Καθώς αυτά τα αποθέματα αποτελούν διαρκείς πηγές πιθανών περαιτέρω ζημιών και περιορίζουν τη δυνατότητα των τραπεζών να χορηγούν νέα δάνεια, η διασφάλιση ότι οι τράπεζες σημειώνουν πρόοδο ως προς τη μείωσή τους ή τον περιορισμό των συναφών κινδύνων είναι καίριας σημασίας για τις προσπάθειες των εποπτικών αρχών να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα των ΛΣΙ.

Τα μεγάλα αποθέματα ΜΕΑ μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό κίνδυνο για τις τράπεζες και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα γενικότερα. Η διασφάλιση ότι οι τράπεζες διαχειρίζονται επαρκώς τα χαρτοφυλάκια των ΜΕΑ τους και διατηρούν επαρκή κάλυψη των ΜΕΑ αποτελεί επομένως εδώ και καιρό σημαντική εποπτική προτεραιότητα. Η επιτυχής μείωση των ΜΕΑ από τα ΣΙ την τελευταία δεκαετία υποστηρίχθηκε από μια κοινή προσέγγιση σε επίπεδο ΕΕΜ, η οποία περιλάμβανε εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά την κάλυψη.[1] Μέχρι σήμερα, τα ΛΣΙ στις περισσότερες χώρες που συμμετέχουν στον ΕΕΜ δεν υπόκεινται σε αυτές τις προσδοκίες.

Πώς στοχεύει η παρούσα πρωτοβουλία τους σχετικούς κινδύνους; Πώς συγκρίνεται με άλλους τρόπους μείωσης ή περιορισμού τους;

Αφού οι εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά την κάλυψη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας για τις μεγαλύτερες τράπεζες, αποδείχθηκε ότι αποτελούν ένα διαφανές και αποτελεσματικό εργαλείο και έχουν συμβάλει σημαντικά στη μείωση των ΜΕΑ και στον περιορισμό των κινδύνων. Αυτές οι προσδοκίες δεν αποτελούν άκαμπτους κανόνες, αλλά παρέχουν μια σαφή βάση για τον εποπτικό διάλογο, στο πλαίσιο του οποίου αξιολογούνται πρόσθετοι παράγοντες που χαρακτηρίζουν τις τράπεζες, βάσει συγκεκριμένων στοιχείων.

Ενώ συμπληρωματικά μέσα, όπως οι στρατηγικές μείωσης των ΜΕΑ και οι εξειδικευμένες διαδικασίες διευθέτησης που αναπτύσσουν οι τράπεζες, έχουν επίσης αποφέρει θετικά αποτελέσματα, οι μικρότερες τράπεζες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες προκλήσεις όσον αφορά την πρακτική εφαρμογή τους λόγω παραγόντων όπως η περιορισμένη διαθεσιμότητα πόρων και η έλλειψη ζήτησης εκ μέρους των επενδυτών για πωλήσεις ΜΕΑ μικρής κλίμακας. Στο πλαίσιο αυτό, η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία θεωρεί ότι οι εναρμονισμένες εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά την κάλυψη, οι οποίες στοχεύουν τα σχετικά ΛΣΙ με κριτήρια βασιζόμενα στους κινδύνους, προσφέρουν έναν απλό και δοκιμασμένο τρόπο για να διασφαλιστεί ότι οι κίνδυνοι που σχετίζονται με τα ΜΕΑ αντιμετωπίζονται επαρκώς.

Σε ποιες τράπεζες θα εφαρμοστεί αυτή η κοινή εποπτική προσέγγιση;

Η προσέγγιση βασίζεται στον κίνδυνο και έχει σχεδιαστεί κατά τρόπο που διασφαλίζει την αναλογικότητα, αποτρέποντας παράλληλα άσκοπες στρεβλωτικές επιδράσεις. Κατ’ αρχήν, εφαρμόζεται σε όλα τα ΛΣΙ, αλλά οι ΕΑΑ μπορούν να εξαιρούν τράπεζες ή ομάδες ανοιγμάτων όταν οι κίνδυνοι αξιολογούνται ως χαμηλοί ή όταν η εφαρμογή της προσέγγισης θα οδηγούσε σε ανεπιθύμητες διαφορές στα εποπτικά αποτελέσματα. Πιο συγκεκριμένα, η κατευθυντήρια γραμμή περιλαμβάνει τις ακόλουθες προϋποθέσεις για την πιθανή εξαίρεση ΛΣΙ από το πεδίο εφαρμογής της:

  • Ο δείκτης ΜΕΔ είναι κάτω του 5%.
  • Τα ΜΕΑ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της κοινής εποπτικής προσέγγισης αποτελούν αμελητέο ποσοστό των συνολικών ΜΕΑ του ΛΣΙ.
  • Το ΛΣΙ υπόκειται σε διαδικασία συντεταγμένης εκκαθάρισης.
  • Το ΛΣΙ υπόκειται σε εν εξελίξει διαδικασία συγχώνευσης ή εξαγοράς από άλλη εποπτευόμενη οντότητα.
  • Το ΛΣΙ αποτελεί «εξειδικευμένο ίδρυμα αναδιάρθρωσης χρέους» όπως ορίζεται στον κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRR).
  • Το ΛΣΙ υπόκειται σε συγκεκριμένες και πραγματικές περιστάσεις οι οποίες, κατά την άποψη της οικείας ΕΑΑ, καθιστούν ακατάλληλη την εφαρμογή της κοινής προσέγγισης.

Με βάση αυτά τα κριτήρια, οι ΕΑΑ θα αξιολογούν ετησίως κατά πόσον ένα συγκεκριμένο ΛΣΙ υπόκειται στην κοινή προσέγγιση. Στην περίπτωση αυτή, οι ΕΑΑ θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα πιθανά κενά κάλυψης που εντοπίζονται στο πλαίσιο της κοινής προσέγγισης αντιμετωπίζονται ποσοτικά στη διάρκεια της αξιολόγησής τους βάσει του Πυλώνα 2, αφού λάβουν δεόντως υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις που παρουσιάζει το ΛΣΙ.

Ποια ανοίγματα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής; Πώς σχετίζεται αυτό με την απαίτηση αφαίρεσης για ΜΕΑ που κατοχυρώνεται στον κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRR);

Η κοινή εποπτική προσέγγιση εφαρμόζεται σε ανοίγματα που δημιουργήθηκαν πριν από τις 26 Απριλίου 2019 και, ως εκ τούτου, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απαίτησης αφαίρεσης για ΜΕΑ βάσει του Πυλώνα 1. Το επίπεδο των εποπτικών προσδοκιών όσον αφορά την κάλυψη που ορίζεται στην κατευθυντήρια γραμμή ευθυγραμμίζεται ποσοτικά με τους κανόνες κάλυψης που κατοχυρώνονται στην απαίτηση αφαίρεσης βάσει του Πυλώνα 1. Έτσι διασφαλίζεται ότι όλα τα ΜΕΑ που διακρατούνται από τα ΛΣΙ εντός του πεδίου εφαρμογής υπόκεινται σε συνεπείς προσδοκίες κάλυψης αφότου φθάσουν σε δεδομένη παλαιότητα, ανεξάρτητα από την ημερομηνία δημιουργίας τους. Ωστόσο, σε αντίθεση με την απαίτηση αφαίρεσης βάσει του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις η οποία εφαρμόζεται αυτόματα, οι ΕΑΑ θα αξιολογούν την κάλυψη των ΜΕΑ που διακρατούνται από ΛΣΙ κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε τράπεζας. Η κατευθυντήρια γραμμή δεν υποκαθιστά τυχόν ισχύουσες κανονιστικές ή λογιστικές απαιτήσεις ούτε κατισχύει αυτών.

Πώς αναμένεται να επηρεάσει αυτή η προσέγγιση τις τράπεζες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής;

Ενώ ο τελικός αντίκτυπος θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα του εποπτικού διαλόγου των ΕΑΑ με τις προσδιορισθείσες τράπεζες, ο αντίκτυπος της κοινής προσέγγισης στα ΛΣΙ αναμένεται να είναι διαχειρίσιμος. Κατά την ανάπτυξη της κοινής προσέγγισης, οι επόπτες του ΕΕΜ διεξήγαγαν λεπτομερή μελέτη επιπτώσεων για να εκτιμήσουν τις επιδράσεις της. Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αντίκτυπος όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις θα είναι συνολικά διαχειρίσιμος, δεδομένου ότι οι τράπεζες έχουν σημειώσει πρόοδο ως προς τη συνολική μείωση των ΜΕΑ και έχουν υγιή επίπεδα κεφαλαίου που στηρίζονται από τη βελτίωση της κερδοφορίας τα τελευταία έτη. Προκειμένου να δοθεί στις τράπεζες επαρκής χρόνος προετοιμασίας, η κοινή προσέγγιση θα εφαρμοστεί σταδιακά: οι εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά την κάλυψη θα εφαρμόζονται πλήρως μόνο από τις 31 Δεκεμβρίου 2028 και μετά. Για τις προηγούμενες περιόδους αναφοράς, καθορίζονται σε χαμηλότερα επίπεδα που θα αυξάνονται σταδιακά κάθε έτος.

Συνεπάγεται η κοινή προσέγγιση σημαντική πρόσθετη υποβολή αναφορών;

Οι ΕΑΑ θα απαιτούν από τα ΛΣΙ που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής να υποβάλλουν ειδικές ετήσιες αναφορές, οι οποίες θα βασίζονται σε ένα συνοπτικό βασικό υπόδειγμα. Το υπόδειγμα αυτό ευθυγραμμίζεται στενά με το υφιστάμενο υπόδειγμα υποβολής αναφορών σε σχέση με την απαίτηση αφαίρεσης βάσει του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, το οποίο υποβάλλουν όλες οι τράπεζες που υπόκεινται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία στο πλαίσιο της τριμηνιαίας κοινής πληροφόρησης (COREP) από το 2021. Η ευθυγράμμιση αυτή σημαίνει ότι χρησιμοποιούνται καθιερωμένες έννοιες και υπολογισμοί.

Ποιοι είναι οι ρόλοι της ΕΚΤ και των ΕΑΑ στην εφαρμογή της κοινής εποπτικής προσέγγισης που θεσπίζεται με το σχέδιο κατευθυντήριας γραμμής;

Το σχέδιο κατευθυντήριας γραμμής απευθύνεται στις ΕΑΑ στο πλαίσιο του ρόλου τους ως αρχών που ασκούν την άμεση εποπτεία των ΛΣΙ. Οι ΕΑΑ έχουν την πρωταρχική ευθύνη για την επανεξέταση των ρυθμίσεων, των διαδικασιών, των μηχανισμών και των στρατηγικών που εφαρμόζουν τα ΛΣΙ προκειμένου να διασφαλίζουν τη χρηστή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών τους για τον σχηματισμό προβλέψεων και της μεταχείρισης των στοιχείων ενεργητικού σε σχέση με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων. Η ΕΚΤ προωθεί τη συνεπή εφαρμογή υψηλών εποπτικών προτύπων κατά τη διενέργεια τέτοιων επανεξετάσεων, σύμφωνα με την ευρύτερη αρμοδιότητά της για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΕΜ στο πλαίσιο του ρόλου της όσον αφορά την επίβλεψη. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΕΚΤ και οι ΕΑΑ θα συνεργάζονται για την εφαρμογή της κατευθυντήριας γραμμής, για παράδειγμα μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και της συγκριτικής αξιολόγησης. Διάφορα χαρακτηριστικά της προσέγγισης που θεσπίζει το σχέδιο κατευθυντήριας γραμμής παρέχουν στις ΕΑΑ τον κατάλληλο βαθμό εποπτικής διακριτικής ευχέρειας, διασφαλίζοντας έτσι τη λειτουργική σκοπιμότητα σε τοπικό πλαίσιο.

Ποια είναι τα επόμενα βήματα για τις τράπεζες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής μετά την έγκριση του σχεδίου κατευθυντήριας γραμμής;

Τα ΛΣΙ που εμπίπτουν στο πεδίο της πρώτης ετήσιας εφαρμογής της κοινής εποπτικής προσέγγισης θα ενημερωθούν εγκαίρως από τις αντίστοιχες ΕΑΑ και θα λάβουν τα σχετικά υποδείγματα και οδηγίες υποβολής αναφορών.

Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων