Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

1 Εισαγωγή

Οι εποπτικές προτεραιότητες του ΕΕΜ αντανακλούν τη μεσοπρόθεσμη στρατηγική της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ για την επόμενη τριετία. Καθορίζονται από το Εποπτικό Συμβούλιο, επανεξετάζονται ετησίως και βασίζονται σε μια συνολική αξιολόγηση των βασικών κινδύνων και ευπαθειών για τα εποπτευόμενα ιδρύματα. Οι προτεραιότητες λαμβάνουν επίσης υπόψη το αποτέλεσμα της Διαδικασίας Εποπτικού Ελέγχου και Αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP)[1] και την πρόοδο που έχει σημειωθεί ως προς τις προτεραιότητες των προηγούμενων ετών. Υποστηρίζουν την αποτελεσματική κατανομή των διαθέσιμων εποπτικών πόρων και μπορούν να προσαρμόζονται με ευελιξία, εφόσον το απαιτούν οι αλλαγές στο τοπίο των κινδύνων.

Τα εποπτευόμενα ιδρύματα έχουν αντιμετωπίσει ικανοποιητικά τις αντίξοες μακροχρηματοπιστωτικές και γεωπολιτικές διαταραχές των τελευταίων ετών. Τα εύρωστα θεμελιώδη μεγέθη – όπως οι υγιείς κεφαλαιακές θέσεις και τα αποθέματα ασφαλείας ρευστότητας ή τα χαμηλότερα επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) – έχουν βοηθήσει τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που προέκυψαν από την πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) και τις σχετικές διαταράξεις στις αλυσίδες προσφοράς, τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και την επακόλουθη διαταραχή του ενεργειακού εφοδιασμού, καθώς και τις πρόσφατες πτωχεύσεις αμερικανικών και ελβετικών τραπεζών. Η ικανότητα του τραπεζικού τομέα να αντεπεξέλθει σε έντονη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας επιβεβαιώθηκε επίσης από τα αποτελέσματα της φετινής άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ.[2]

Όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει διάφορες προκλήσεις που απαιτούν αυξημένη επαγρύπνηση τόσο από τις εποπτικές αρχές όσο και από τις τράπεζες. Ενώ ο ταχύς ρυθμός ανόδου των επιτοκίων έχει μέχρι στιγμής ωφελήσει την κερδοφορία των τραπεζών, το περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων αναμένεται να αυξήσει τόσο τη μεταβλητότητα ορισμένων πηγών χρηματοδότησης όσο και το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών μεσοπρόθεσμα, ακριβώς τη στιγμή που πρόκειται να αντικατασταθούν σημαντικά ποσά χρηματοδότησης κεντρικής τράπεζας. Επιπλέον, η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών μπορεί να αρχίσει να υποβαθμίζεται ξανά εάν υλοποιηθούν γεωπολιτικοί κίνδυνοι ή εάν ο υψηλός πληθωρισμός σε συνδυασμό με τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης περιορίσει την ικανότητα των νοικοκυριών και των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων να εξυπηρετούν τα χρέη τους. Τα υψηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω ανατιμολόγηση των χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού και σε νέα επεισόδια υψηλής μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό οι τράπεζες να διατηρήσουν και να συνεχίσουν να ενισχύουν τα πλαίσια που διαθέτουν για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου καθώς και για τη διαχείριση ενεργητικού και παθητικού (asset and liability management – ALM), διασφαλίζοντας ότι, για τη δεύτερη περίπτωση, καλύπτονται τόσο οι κίνδυνοι ρευστότητας και χρηματοδότησης όσο και ο κίνδυνος επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο (interest rate risk in the banking book – IRRBB).

Η πτώχευση ορισμένων αμερικανικών τραπεζών μεσαίου μεγέθους και η εξαγορά μίας ελβετικής τράπεζας τόνισαν για άλλη μια φορά ότι οι τράπεζες χρειάζονται ισχυρή εσωτερική διακυβέρνηση και αποτελεσματικούς ελέγχους κινδύνων για να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν ένα δυναμικά εξελισσόμενο τοπίο κινδύνων. Οι πτωχεύσεις τραπεζών τόνισαν επίσης τη σημασία της έγκαιρης και αποτελεσματικής εποπτικής αντίδρασης και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, κλιμάκωσης, όποτε οι πρακτικές των τραπεζών φαίνονται ανεπαρκείς και οι διορθωτικές ενέργειες αργές. Στο πλαίσιο αυτό, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα εφαρμόσει σταδιακά τους κατάλληλους μηχανισμούς και εργαλεία κλιμάκωσης για να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες θα αντιμετωπίζουν γρήγορα και με επιτυχία τις ελλείψεις που εντοπίζονται στις εποπτικές προτεραιότητες. Αυτό ισχύει ιδίως για τη διακυβέρνηση, τομέα στον οποίο ορισμένες τράπεζες δεν έχουν αντιμετωπίσει επαρκώς σημαντικές ελλείψεις παρά τη μακροχρόνια συνεργασία με τις εποπτικές αρχές, για παράδειγμα ελλείψεις που σχετίζονται με τη λειτουργία και τις ικανότητες καθοδήγησης των διοικητικών οργάνων ή με τις ικανότητες συγκεντρωτικής καταγραφής δεδομένων κινδύνου και υποβολής σχετικών αναφορών (risk data aggregation and reporting – RDAR). Οι τράπεζες πρέπει επίσης να διασφαλίσουν ότι οι πρακτικές τους ευθυγραμμίζονται πλήρως με την ορθή διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων. Αυτό πρέπει να γίνει το αργότερο έως το τέλος του 2024 και η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έχει επίσης ορίσει ενδιάμεσες προθεσμίες εντός των οποίων οι τράπεζες πρέπει να πληρούν ορισμένες απαιτήσεις.

Καθώς ο ψηφιακός μετασχηματισμός αποτελεί πλέον προτεραιότητα για πολλές τράπεζες που επιδιώκουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές, είναι σημαντικό αυτές να διαθέτουν επαρκείς δικλίδες ασφαλείας για τον περιορισμό δυνητικών κινδύνων που απορρέουν από νέες επιχειρηματικές πρακτικές και τεχνολογίες. Οι εποπτικές διερευνήσεις έδειξαν ότι, ενώ ορισμένες τράπεζες έχουν ήδη σημειώσει ικανοποιητική πρόοδο όσον αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους, άλλες δεν έχουν διαθέσει τους απαραίτητους πόρους για την επίτευξη των στόχων τους. Επιπλέον, οι αυξανόμενες κυβερνοαπειλές, που τροφοδοτούνται από τις τρέχουσες γεωπολιτικές εντάσεις, και η αυξανόμενη εξάρτηση από τρίτους παρόχους υπηρεσιών υπογραμμίζουν την ανάγκη οι τράπεζες να παραμένουν ανθεκτικές και να διασφαλίζουν τη συνέχεια των κρίσιμων υπηρεσιών τους, ακόμη και σε περίπτωση σοβαρών διαταράξεων της λειτουργίας τους. Υπό τις συνθήκες αυτές και παράλληλα με τις εποπτικές δραστηριότητες που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο αυτών των προτεραιοτήτων, θα ζητηθεί από τις τράπεζες τους προσεχείς μήνες να αποδείξουν την ικανότητά τους να αντιδρούν σε τέτοιου είδους αντίξοα γεγονότα και να ανακάμπτουν από αυτά.

Ενώ το τοπίο κινδύνων έχει εξελιχθεί περαιτέρω σε σχέση με το προηγούμενο έτος, οι εποπτικές προτεραιότητες και οι αντίστοιχες δραστηριότητες που καθορίστηκαν το 2022 εξακολουθούν να ισχύουν συνολικά και συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τις βασικές ευπάθειες του τραπεζικού τομέα. Παρά τη σταθερότητα που είναι απαραίτητη για τον προγραμματισμό σε τριετή ορίζοντα, απαιτούνται ορισμένες επιλεγμένες προσαρμογές προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι που επισημαίνονται παραπάνω.

Στο πλαίσιο των εποπτικών προτεραιοτήτων του ΕΕΜ για την περίοδο 2024-2026, θα ζητηθεί πρωτίστως από τα εποπτευόμενα ιδρύματα να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους σε άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές και γεωπολιτικές διαταραχές (προτεραιότητα 1), καθώς και να επιταχύνουν την αποτελεσματική διόρθωση των ελλείψεων όσον αφορά τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων (προτεραιότητα 2) και να σημειώσουν περαιτέρω πρόοδο ως προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και τη δημιουργία εύρωστων πλαισίων επιχειρησιακής ανθεκτικότητας (προτεραιότητα 3). Στο Σχήμα 1 παρουσιάζονται επτά βασικές ευπάθειες των τραπεζών που μπορούν να αποδοθούν σε τρεις πρωταρχικές προτεραιότητες.

Σχήμα 1

Εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2024-2026, με σκοπό την αντιμετώπιση των ευπαθειών που εντοπίστηκαν στις τράπεζες

Πηγή: ΕΚΤ.
Σημειώσεις: Στο σχήμα παρουσιάζονται οι τρεις εποπτικές προτεραιότητες και οι αντίστοιχες ευπάθειες που αναμένεται να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες τα επόμενα έτη. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα διεξαγάγει στοχευμένες δραστηριότητες με σκοπό την αξιολόγηση, την παρακολούθηση και την περαιτέρω ανάληψη ενεργειών όσον αφορά τις ευπάθειες που εντοπίζονται. Κάθε ευπάθεια συνδέεται με την αντίστοιχη πρωταρχική κατηγορία κινδύνου.

Βασικός σκοπός του στρατηγικού σχεδιασμού της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ είναι η ανάπτυξη ορθής στρατηγικής για την επόμενη τριετία. Οι προτεραιότητες προάγουν την αποτελεσματικότητα και τη συνέπεια στον εποπτικό σχεδιασμό των μεικτών εποπτικών ομάδων (ΜΕΟ) και στηρίζουν την αποδοτικότερη κατανομή των πόρων, σύμφωνα με τον καθορισμό των αντίστοιχων επιπέδων ανοχής κινδύνων. Τέλος, βοηθούν επίσης τις εθνικές εποπτικές αρχές να καθορίζουν αναλόγως τις δικές τους προτεραιότητες για την εποπτεία των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων. Με τη διαφανή κοινοποίηση των προτεραιοτήτων διευκρινίζονται οι εποπτικές προσδοκίες έναντι των τραπεζών, ενισχύεται η επίδραση της εποπτείας στην περαιτέρω αύξηση της ανθεκτικότητας του τραπεζικού τομέα και προάγεται η διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού.

Οι ενότητες που ακολουθούν παρέχουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα αποτελέσματα της διαδικασίας εντοπισμού και αξιολόγησης κινδύνων για το 2023 και καθορίζουν τις εποπτικές προτεραιότητες και τα υποκείμενα προγράμματα εργασίας για την περίοδο 2024-2026. Άλλες τακτικές και έκτακτες δραστηριότητες διεξάγονται επίσης παράλληλα από τις εποπτικές αρχές στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης συνεργασίας τους με τις τράπεζες και συμπληρώνουν τις εργασίες που σχετίζονται με τις προτεραιότητες.

2 Αξιολόγηση κινδύνων και εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2024-2026

2.1 Περιβάλλον εντός του οποίου λειτουργούν τα εποπτευόμενα ιδρύματα

Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας επέδειξε την υψηλή ανθεκτικότητά του σε εξωτερικές διαταραχές όταν οι εντάσεις στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ και της Ελβετίας τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους άσκησαν περιορισμένες μόνο και προσωρινές δευτερογενείς επιδράσεις. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες αποδείχθηκαν ισχυρές όσον αφορά το κεφάλαιο, τη ρευστότητα και την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, ενώ μπόρεσαν επίσης να βασιστούν σε επαρκώς διαφοροποιημένες πηγές χρηματοδότησης και πελατειακή βάση. Η κερδοφορία τους, η οποία αποτελεί τομέα ανησυχίας εδώ και πολλά χρόνια, σημείωσε έντονη ανάκαμψη πρόσφατα χάρη στο περιβάλλον υψηλότερων επιτοκίων και επανήλθε σε επίπεδα που δεν είχαν καταγραφεί εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Ωστόσο, η αυξημένη ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα – που επιτεύχθηκε επίσης μέσω της ενίσχυσης του ευρωπαϊκού κανονιστικού και εποπτικού πλαισίου – ενδέχεται να δοκιμαστεί και πάλι στο μέλλον και δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού.

Οι προοπτικές ανάπτυξης για τη ζώνη του ευρώ εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από υψηλή αβεβαιότητα στο πλαίσιο αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης και αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων, ενώ η μελλοντική πορεία των τιμών της ενέργειας και των ειδών διατροφής υπόκειται σε ανοδικούς κινδύνους.[3] Οι πληθωριστικές πιέσεις διαμορφώνουν περαιτέρω το γεμάτο προκλήσεις περιβάλλον και η υποτονική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ αναμένεται να διατηρηθεί βραχυπρόθεσμα. Ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν αδυναμίες στον τομέα της μεταποίησης, η δραστηριότητα στον τομέα των υπηρεσιών – ο κύριος παράγοντας που δίνει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη μέχρι στιγμής – αναμένεται επίσης να μετριαστεί δεδομένου ότι οι επιδράσεις από την επανεκκίνηση της οικονομίας μετά την πανδημία εξασθενούν και η αρνητική επίδραση των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης και η αυξημένη αβεβαιότητα των καταναλωτών παραμένουν σημαντικές. Η αγορά εργασίας της ζώνης του ευρώ επέδειξε μέχρι στιγμής ανθεκτικότητα, αλλά η ζήτηση εργασίας ενδέχεται να επιβραδυνθεί εάν η οικονομική δραστηριότητα παραμείνει στάσιμη για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.[4] Οι συνθήκες προσφοράς πιστώσεων έχουν γίνει σημαντικά αυστηρότερες από τον Δεκέμβριο του 2022 και η δυναμική των χορηγήσεων έχει επιβραδυνθεί καθώς η ταχεία στροφή προς την άσκηση περιοριστικής νομισματικής πολιτικής διοχετεύεται ολοένα και περισσότερο στην πραγματική οικονομία.[5]

Ο γενικός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αναμένεται, σύμφωνα με τις προβολές, να συνεχίσει να ακολουθεί καθοδική πορεία μεσοπρόθεσμα, ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού αναμένεται να υποχωρήσει πιο σταδιακά.[6] Εάν απαιτηθεί η άσκηση πιο περιοριστικής νομισματικής πολιτικής ή εάν τα επιτόκια παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε ένα σενάριο επίμονα υψηλού πληθωρισμού, οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη ενδέχεται να επιδεινωθούν, επηρεάζοντας αρνητικά την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών. Ενώ η κατάσταση των νοικοκυριών και των ισολογισμών των επιχειρήσεων φαίνεται συνολικά καλή, αυξάνονται οι ανησυχίες σχετικά με την ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετήσουν το χρέος τους, ιδίως όσον αφορά τα δάνεια για αγορά ακινήτων. Πέρα από τη διάβρωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών σε περίπτωση επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας, έκτακτοι παράγοντες, όπως η επιβολή τέλους επί των τραπεζών, συνιστούν χωριστό καθοδικό κίνδυνο για τα κέρδη των τραπεζών σε ορισμένες χώρες.

Ένας συνδυασμός αυξημένων γεωπολιτικών εντάσεων, υψηλότερων επιτοκίων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και δυνητικής επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ μπορεί να οδηγήσει σε νέες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η αναταραχή στον τραπεζικό τομέα στις ΗΠΑ και την Ελβετία στις αρχές Μαρτίου, η οποία πυροδότησε μια απότομη απροθυμία ανάληψης κινδύνων από τις αμερικανικές τράπεζες, εξαπλώθηκε μόνο εν μέρει και προσωρινά στον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Η μετάδοση δευτερογενών επιδράσεων στη ζώνη του ευρώ παρέμεινε περιορισμένη και βραχύβια, η μεταβλητότητα στις αγορές υποχώρησε και οι τιμές των μετοχών στη ζώνη του ευρώ ανέκαμψαν λίγο μετά την εκδήλωση της διαταραχής, ιδίως στον τραπεζικό τομέα, ενώ οι διαφορές αποδόσεων των ομολόγων του επιχειρηματικού τομέα μειώθηκαν εκ νέου. Ωστόσο, μια αιφνίδια επιδείνωση των οικονομικών προοπτικών θα μπορούσε να προκαλέσει νέα επεισόδια αυξημένης μεταβλητότητας και απότομες διορθώσεις των τιμών των στοιχείων ενεργητικού, με αποτέλεσμα την εφαρμογή πιο αυστηρών συνθηκών χρηματοδότησης.

2.2 Εποπτικές προτεραιότητες για την περίοδο 2024-2026

Οι εποπτικές προτεραιότητες καθορίζονται μετά από συνολική αξιολόγηση των βασικών κινδύνων και ευπαθειών των τραπεζών. Οι τρεις πρωταρχικές προτεραιότητες για την επόμενη τριετία επικεντρώνονται τόσο στους βραχυπρόθεσμους κινδύνους για τον τραπεζικό τομέα (προτεραιότητα 1) όσο και στην ανάγκη αντιμετώπισης πιο διαρθρωτικών μεσοπρόθεσμων προκλήσεων (προτεραιότητες 2 και 3). Κάθε προτεραιότητα στοχεύει σε ένα σύνολο ευπαθειών στον τραπεζικό τομέα – οι οποίες αναφέρονται ως «ευπάθειες στις οποίες δίδεται προτεραιότητα» – για τις οποίες έχουν τεθεί ειδικοί στρατηγικοί στόχοι και έχουν καταρτιστεί προγράμματα εργασίας για τον μετριασμό των υποκείμενων κινδύνων. Η αλληλεξάρτηση μεταξύ κινδύνων αντανακλάται στον σχεδιασμό των προγραμμάτων εργασίας, τα οποία αποσκοπούν στην ενίσχυση τόσο της αποδοτικότητας όσο και της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας των εποπτικών αρχών με τις τράπεζες.

Προτεραιότητα 1: Ενίσχυση της ανθεκτικότητας στις άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές και γεωπολιτικές διαταραχές

Το αβέβαιο μακροχρηματοπιστωτικό περιβάλλον, σε συνδυασμό με τις επίμονες γεωπολιτικές εντάσεις και τον κίνδυνο νέων επεισοδίων χρηματοπιστωτικής πίεσης, εξακολουθεί να διαμορφώνει τις προοπτικές για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Τα εποπτευόμενα ιδρύματα πρέπει να είναι συνετά και να αναπτύσσουν και να ακολουθούν ανθεκτικές επιχειρηματικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση του ταχέως μεταβαλλόμενου μακροχρηματοπιστωτικού και γεωπολιτικού περιβάλλοντος. Σε αυτό το περιβάλλον, πρωταρχικός στόχος της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ είναι να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της ενισχύουν την ανθεκτικότητά τους σε άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές και γεωπολιτικές διαταραχές. Ενώ η άνοδος των επιτοκίων έχει μέχρι στιγμής θετική επίδραση στην κερδοφορία, οι τράπεζες πρέπει να είναι προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν πιο ευμετάβλητες πηγές χρηματοδότησης, υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης, πιθανή υποβάθμιση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και περαιτέρω ανατιμολόγηση στις χρηματοπιστωτικές αγορές βραχυμεσοπρόθεσμα. Κατά συνέπεια, οι τράπεζες πρέπει να ενισχύσουν τα πλαίσια που διαθέτουν για τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και τη διαχείριση ενεργητικού και παθητικού.

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ελλείψεις στα πλαίσια διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου και πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να αποκαταστήσουν αποτελεσματικά διαρθρωτικές ελλείψεις στα πλαίσια διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου που εφαρμόζουν, συμπεριλαμβανομένου του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, και να αντιμετωπίσουν εγκαίρως τυχόν αποκλίσεις από τις κανονιστικές απαιτήσεις και τις εποπτικές προσδοκίες. Οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να εντοπίζουν και να μετριάζουν γρήγορα τυχόν συσσώρευση κινδύνων σε χαρτοφυλάκια που είναι πιο ευαίσθητα στο τρέχον μακροχρηματοπιστωτικό περιβάλλον.

Οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά έχουν μέχρι στιγμής αποδείξει την ανθεκτικότητά τους στην επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας χάρη στα υψηλά κέρδη, τα χαμηλά ποσοστά ανεργίας και τα μεγάλα αποθέματα αποταμιεύσεων ασφαλείας. Ενώ ο συνολικός δείκτης και το απόθεμα ΜΕΔ των εποπτευόμενων ιδρυμάτων εξακολουθούν να διαμορφώνονται κοντά σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα, στον χρονικό ορίζοντα προβολής διαφαίνονται κάποιες πρώτες ενδείξεις επιδείνωσης της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού. Ο δείκτης του σταδίου 2 αυξήθηκε για τα δάνεια προς νοικοκυριά, ιδίως για τα καταναλωτικά δάνεια, καθώς η συμπίεση του πραγματικού εισοδήματος σε συνδυασμό με τα υψηλότερα επιτόκια επηρεάζουν ολοένα και περισσότερο την ικανότητα των νοικοκυριών να εξυπηρετούν το χρέος τους. Ομοίως, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων και τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων έχουν αρχίσει να ανακάμπτουν από τα χαμηλά επίπεδα που παρατηρήθηκαν στη διάρκεια της πανδημίας.

Ο κύκλος των οικιστικών ακινήτων στη ζώνη του ευρώ έχει αλλάξει, καθώς σημειώθηκε επιβράδυνση των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων και μείωση των τιμών των κατοικιών στις περισσότερες χώρες της ζώνης του ευρώ. Η αγορά επαγγελματικών ακινήτων παραμένει σε φάση κάμψης, κατά την οποία οι αποτιμήσεις και ο όγκος των συναλλαγών μειώνονται απότομα. Οι διαρθρωτικές ευπάθειες και η χαμηλότερη ζήτηση, ιδίως για χαμηλότερης ποιότητας στοιχεία ενεργητικού λιανικής και γραφείου, επιτείνουν τις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και το αβέβαιο περιβάλλον στις αγορές. Τα ανοίγματα των τραπεζών φαίνονται ιδιαίτερα ευπαθή σε χώρες που χαρακτηρίζονται από προϋπάρχουσα υπερτίμηση και έχουν σημαντικό ποσοστό δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου και μη τοκοχρεολυτικών δανείων (π.χ. με πλήρη εξόφληση κατά τη λήξη), τα οποία μπορεί να ενέχουν υψηλότερο κίνδυνο αναχρηματοδότησης.

Ο συνδυασμός υψηλότερου κόστους χρηματοδότησης που οφείλεται στις αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και υψηλού επιπέδου μεταβλητότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές εντείνει τους κινδύνους για τα μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα με υψηλή μόχλευση, ιδίως για όσα έχουν μεγάλες θέσεις παραγώγων. Το άνοιγμα σε τέτοια ιδρύματα θα μπορούσε να συνεπάγεται αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου για ορισμένες τράπεζες, τονίζοντας την ανάγκη για ορθές πρακτικές διαχείρισης κινδύνων.

Εδώ και αρκετά χρόνια οι εποπτικές αρχές καταβάλλουν προσπάθειες για την αντιμετώπιση διαρθρωτικών ανεπαρκειών στα πλαίσια διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου των τραπεζών.[7] Ενώ οι εποπτικές δραστηριότητες αποκαλύπτουν ότι οι τράπεζες έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο σε αυτόν τον τομέα, επισημαίνουν επίσης αρκετές επίμονες ελλείψεις. Αυτές κυμαίνονται, για παράδειγμα, από την περιορισμένη ικανότητα των τραπεζών να προβλέπουν αναδυόμενους κινδύνους (μεταξύ άλλων κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους) και να τους αποτυπώνουν επαρκώς στις προβλέψεις τους για τον πιστωτικό κίνδυνο, μέχρι τυχόν κενά όσον αφορά τον βαθμό ετοιμότητάς τους να αντιμετωπίσουν πιθανή απότομη αύξηση οφειλετών σε δυσχέρεια και κινδύνων αναχρηματοδότησης, καθώς και στοιχεία που υποδεικνύουν υπερτίμηση εξασφαλίσεων στα χαρτοφυλάκια εμπορικών ακινήτων. Ενώ τα ευρήματα των εν λόγω αξιολογήσεων ενσωματώθηκαν στα αποτελέσματα της SREP του 2023, έχουν κοινοποιηθεί στις τράπεζες ειδικά εποπτικά μέτρα και οι εποπτικές αρχές παρακολουθούν στενά την εφαρμογή των προγραμματισμένων διορθωτικών ενεργειών.

Όσον αφορά τη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου, η στοχευμένη αξιολόγηση που διενεργήθηκε το 2022 και οι επακόλουθες επιτόπιες επιθεωρήσεις κατέδειξαν ουσιώδεις αδυναμίες όσον αφορά τη δέουσα επιμέλεια των τραπεζών έναντι των πελατών, τον ορισμό της διάθεσης ανάληψης κινδύνων, τις διαδικασίες διαχείρισης αθέτησης υποχρεώσεων και τα πλαίσια που διέπουν τις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Αν και τα εποπτευόμενα ιδρύματα έχουν σημειώσει πρόοδο ως προς την αντιμετώπιση των ζητημάτων που εντοπίστηκαν, καλούνται να καταβάλουν περαιτέρω προσπάθειες ώστε να ευθυγραμμιστούν περισσότερο με τα περιγραφόμενα στην έκθεση με τίτλο «Sound practices in counterparty credit risk governance and management» που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2023.

Όσον αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, οι εποπτικές δραστηριότητες που περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα εργασίας του προηγούμενου έτους και αποσκοπούν στην επίτευξη του στρατηγικού στόχου της διαχείρισης του πιστωτικού κινδύνου και του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου θα συνεχιστούν σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, είναι αναγκαία κάποια επανεστίαση ώστε να ληφθεί υπόψη το μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον και η πρόοδος που έχει επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Τα εναπομένοντα κενά που εντοπίστηκαν στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας «Dear CEO» του 2020 θα συνεχίσουν να αποτελούν αντικείμενο παρακολούθησης ως μέρος της αξιολόγησης των πρακτικών που αφορούν τις ρυθμίσεις οφειλών, την αβέβαιη είσπραξη και τον σχηματισμό προβλέψεων. Όσον αφορά το τελευταίο θέμα, η στοχευμένη αξιολόγηση που επικεντρώθηκε στο πρότυπο ΔΠΧΑ 9 και τις προσαρμογές μετά τη χρήση υποδειγμάτων (overlay) θα επαναληφθεί με σκοπό την παρακολούθηση της προόδου των τραπεζών και τη διόρθωση προηγούμενων ευρημάτων. Επιπλέον, στοχευμένες αξιολογήσεις και, κατά περίπτωση, επιτόπιες επιθεωρήσεις και διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων θα διενεργούνται σε πιο ευαίσθητα χαρτοφυλάκια, όπως ακίνητα (οικιστικά και εμπορικά) και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Όσον αφορά τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, οι μεικτές εποπτικές ομάδες θα συνεχίσουν να παρακολουθούν προσεκτικά τα ανοίγματα των τραπεζών και να ελέγχουν ενδελεχώς την επάρκεια των πρακτικών διαχείρισης κινδύνων που αυτές εφαρμόζουν, διενεργώντας στοχευμένες ενέργειες παρακολούθησης της προόδου που έχει σημειωθεί ως προς τη διόρθωση των ελλείψεων που εντοπίστηκαν το 2022.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Στοχευμένες αξιολογήσεις με επίκεντρο την ανθεκτικότητα των χαρτοφυλακίων που είναι πιο ευαίσθητα στην τρέχουσα μακροχρηματοπιστωτική κατάσταση και εκτίθενται σε κίνδυνο αναχρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων περαιτέρω ενεργειών σε σχέση με τα ευρήματα από προηγούμενες στοχευμένες αξιολογήσεις δανείων για οικιστικά και εμπορικά ακίνητα και της έναρξης νέας στοχευμένης αξιολόγησης ευάλωτων δανειοληπτριών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
  • Ανάληψη περαιτέρω ενεργειών κατόπιν της στοχευμένης αξιολόγησης του προτύπου ΔΠΧΑ 9, παρακολούθηση της προόδου όσον αφορά την ικανότητα των υποδειγμάτων που εφαρμόζουν οι τράπεζες για τις αναμενόμενες πιστωτικές ζημίες να αποτυπώνουν τους αναδυόμενους κινδύνους, με έμφαση στις διορθώσεις μετά τη χρήση υποδειγμάτων.
  • Επέκταση των εις βάθος ελέγχων σχετικά με τις πολιτικές ρύθμισης οφειλών και αβέβαιης είσπραξης.
  • Επέκταση των επιτόπιων επιθεωρήσεων, με έμφαση στην ταξινόμηση σε στάδια βάσει του ΔΠΧΑ 9 και τον σχηματισμό προβλέψεων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις με συλλογικό τρόπο, χαρτοφυλάκια λιανικής και εμπορικά ακίνητα, συμπεριλαμβανομένων των αποτιμήσεων εξασφαλίσεων.
  • Επέκταση των διερευνήσεων εσωτερικών υποδειγμάτων και ανάληψη περαιτέρω ενεργειών από τις ΜΕΟ για την αξιολόγηση αλλαγών στα υποδείγματα εσωτερικών διαβαθμίσεων που σχετίζονται με τις νέες κανονιστικές απαιτήσεις και τη διόρθωση των ευρημάτων από τη στοχευμένη αξιολόγηση εσωτερικών υποδειγμάτων.
  • Ανάληψη περαιτέρω ενεργειών κατόπιν της στοχευμένης αξιολόγησης όσον αφορά τη διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου που διενεργήθηκε το 2022.
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις σχετικά με συγκεκριμένες πτυχές της διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου.

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ελλείψεις στα πλαίσια διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να διασφαλίζουν ορθή και συνετή διακυβέρνηση και στρατηγικές διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού, που να αντανακλούν την ισχυρή επίβλεψη από τα διοικητικά τους όργανα και την επαρκή αποτύπωση των κινδύνων που απορρέουν από την τρέχουσα νομισματική πολιτική και το ταχέως μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον. Ειδικότερα, θα πρέπει να αναπτύξουν στιβαρά και αξιόπιστα σχέδια χρηματοδότησης με στόχο την επίτευξη διαφοροποιημένων δομών χρηματοδότησης, καθώς και αποτελεσματικά σχέδια έκτακτης ανάγκης για να μπορούν να αντιμετωπίσουν βραχυπρόθεσμες διαταραχές της ρευστότητας. Οι τράπεζες θα πρέπει επίσης να διασφαλίζουν την επαρκή διαχείριση των θέσεων κινδύνου επιτοκίου τους, που να αντανακλά συνετές υποθέσεις σχετικά με τη συμπεριφορά των πελατών τους, και να αναπτύσσουν αντίστοιχες στρατηγικές μετριασμού προσαρμοσμένες στα προφίλ κινδύνου τους.

Το περιβάλλον επιτοκίων εντός του οποίου λειτουργούν οι τράπεζες έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία δύο χρόνια. Αν και τα υψηλότερα επιτόκια στηρίζουν σε γενικές γραμμές την κερδοφορία των εποπτευόμενων ιδρυμάτων, μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος χρηματοδότησης και να δημιουργήσουν προκλήσεις για την κατάσταση ρευστότητας των τραπεζών και, γενικότερα, για τη διακυβέρνηση, τις στρατηγικές και τα πλαίσια διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού των τραπεζών.

Η μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και οι διορθώσεις των τιμών στις αγορές σταθερού εισοδήματος υπό το πρίσμα της τρέχουσας δυναμικής των επιτοκίων έχουν αυξήσει τον κίνδυνο συσσώρευσης μη πραγματοποιηθεισών ζημιών στα χαρτοφυλάκια αναπόσβεστου κόστους των τραπεζών. Αν και οι επιδράσεις μπορεί να είναι σοβαρές, όπως μαρτυρεί η αναταραχή που έπληξε ορισμένες αμερικανικές τράπεζες μεσαίου μεγέθους τον Μάρτιο, ο συνδυασμός των παραγόντων που οδήγησαν στο συγκεκριμένο επεισόδιο δεν έχει παρατηρηθεί μέχρι στιγμής σε τράπεζες που υπάγονται στην ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία. Πράγματι, όπως προκύπτει από στοιχεία[8] που δημοσιεύθηκαν τον Ιούλιο του 2023, το συνολικό ποσό αυτών των μη πραγματοποιηθεισών ζημιών ήταν σχετικά περιορισμένο, σε 73 δισεκ. ευρώ τον Φεβρουάριο του 2023, έναντι 620 δισεκ. δολ. ΗΠΑ για τις αμερικανικές τράπεζες στο τέλος του 2022[9]. Οι εποπτικές αρχές εξετάζουν διεξοδικά τις αξιολογήσεις και τη διαχείριση των κινδύνων επιτοκίου και πιστωτικού περιθωρίου από τις τράπεζες ήδη από το β΄ εξάμηνο του 2021, όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες ενδείξεις πληθωριστικών πιέσεων. Το 2022 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ συμπεριέλαβε αυτούς τους κινδύνους στις εποπτικές προτεραιότητές της και διενήργησε ειδική στοχευμένη αξιολόγηση προκειμένου να εκτιμήσει προνοητικά τον βαθμό ετοιμότητας των τραπεζών για πιθανές αυξήσεις επιτοκίων. Τα ευρήματα που εντοπίστηκαν εκείνη την περίοδο κατέδειξαν ότι είναι αναγκαίο οι τράπεζες να επανεξετάζουν συχνότερα τη βαθμονόμηση των υποδειγμάτων διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού ώστε να ανταποκρίνονται στις μεταβολές της συμπεριφοράς των πελατών που απορρέουν από το νέο καθεστώς επιτοκίων, καθώς και στις αδυναμίες ορισμένων στρατηγικών αντιστάθμισης κινδύνων.

Όσον αφορά τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση, τα εποπτευόμενα ιδρύματα έχουν επιδείξει μέχρι στιγμής γενικά μεγάλη ανθεκτικότητα στις μεταβολές του χρηματοπιστωτικού περιβάλλοντος. Ενώ η συρρίκνωση των αποθεματικών των κεντρικών τραπεζών και η ασθενής δυναμική της νομισματικής πολιτικής έχουν οδηγήσει σε μείωση των αποθεμάτων ασφαλείας ρευστότητας των τραπεζών, οι δείκτες κάλυψης ρευστότητάς τους και οι δείκτες καθαρής σταθερής χρηματοδότησής τους παραμένουν, κατά μέσο όρο, αρκετά πάνω από τα κανονιστικά ελάχιστα όρια. Επιπλέον, τα εποπτευόμενα ιδρύματα δεν εμφανίζουν συγκεντρώσεις χρηματοδότησης παρόμοιες με εκείνες ορισμένων από τις αμερικανικές τράπεζες μεσαίου μεγέθους που πτώχευσαν νωρίτερα εντός του έτους, καθώς οι κύριες πηγές χρηματοδότησής τους προέρχονται κυρίως από καταθέσεις. Αυτές προέρχονται κυρίως από πελάτες λιανικής και το μεγαλύτερο μέρος τους καλύπτεται από την ασφάλιση καταθέσεων. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή σταδιακή κατάργηση των προγραμμάτων στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (ΣΠΠΜΑ) και να αξιολογηθεί ο βαθμός ετοιμότητας των τραπεζών για αυτήν, το 2023 διενεργήθηκε στοχευμένη αξιολόγηση με έμφαση στις στρατηγικές των τραπεζών για την έξοδο από τις ΣΠΠΜΑ. Στο πλαίσιο αυτό, ζητήθηκε από ορισμένες τράπεζες να διαφοροποιήσουν περαιτέρω τις πηγές χρηματοδότησής τους. Επίσης, η αξιοπιστία και η αρτιότητα των σχεδίων χρηματοδότησης των τραπεζών εξετάζονται στο πλαίσιο στοχευμένης αξιολόγησης, τα αποτελέσματα της οποίας θα ενσωματωθούν στα αποτελέσματα της SREP του 2024.

Στο μέλλον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάγκη οι τράπεζες να διαθέτουν στιβαρούς μηχανισμούς διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού. Μέσω στοχευμένων δραστηριοτήτων θα εξεταστεί η διακυβέρνηση και οι στρατηγικές των τραπεζών όσον αφορά τη διαχείριση ενεργητικού και παθητικού και θα αξιολογηθεί η επάρκεια των υποθέσεων στις οποίες βασίζονται ορισμένα από τα συμπεριφορικά υποδείγματά τους. Οι εποπτικές αρχές θα αξιολογήσουν επίσης την ανθεκτικότητα των τραπεζών σε βραχυπρόθεσμες διαταραχές της ρευστότητας, καθώς και την αξιοπιστία και την αρτιότητα των σχεδίων έκτακτης ανάγκης για τη ρευστότητα. Τέλος, οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν τις προσπάθειες που ξεκίνησαν τα προηγούμενα έτη, εξετάζοντας περαιτέρω τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες διαχειρίζονται τον κίνδυνο επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο, καθώς και την αρτιότητα και την αξιοπιστία των σχεδίων χρηματοδότησής τους.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Στοχευμένες αξιολογήσεις της αρτιότητας και της αξιοπιστίας των σχεδίων χρηματοδότησης, του σχεδιασμού έκτακτης ανάγκης και της επάρκειας των δυνατοτήτων βελτιστοποίησης εξασφαλίσεων, καθώς και της διακυβέρνησης και των στρατηγικών διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού.
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις που αξιολογούν την ευρωστία και την καταλληλότητα των σχεδίων χρηματοδότησης και ανάκαμψης.
  • Ανάληψη περαιτέρω ενεργειών σε σχέση με τα ευρήματα της στοχευμένης αξιολόγησης όσον αφορά τον κίνδυνο επιτοκίου και τον κίνδυνο πιστωτικού περιθωρίου και επέκταση της εν λόγω αξιολόγησης σε ευρύτερο φάσμα ιδρυμάτων.
  • Εκστρατεία επιτόπιων επιθεωρήσεων σχετικά με τον κίνδυνο επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο, με έμφαση στη διερεύνηση θέσεων και στρατηγικής διαχείρισης ενεργητικού και παθητικού, συμπεριφορικών υποδειγμάτων για τον εν λόγω κίνδυνο και στρατηγικής αντιστάθμισης κινδύνου.

Προτεραιότητα 2: Επιτάχυνση της αποτελεσματικής διόρθωσης ελλείψεων στη διακυβέρνηση και στη διαχείριση κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων

Τα αποτελέσματα της SREP του 2023 εξακολουθούν να καταδεικνύουν την ανεπαρκή πρόοδο που σημείωσαν ορισμένες τράπεζες ως προς την αντιμετώπιση των ελλείψεων στον τομέα της διακυβέρνησης. Αυτό ισχύει ιδίως σε τομείς που σχετίζονται με τη λειτουργία και τις ικανότητες στρατηγικής καθοδήγησης των διοικητικών οργάνων των τραπεζών, αλλά και με τις ικανότητες συγκεντρωτικής καταγραφής δεδομένων κινδύνου και υποβολής σχετικών αναφορών. Επιπλέον, η σημασία της ισχυρής διακυβέρνησης και των ορθών ελέγχων κινδύνων τονίστηκε και πάλι από τις πτωχεύσεις ορισμένων αμερικανικών και ελβετικών τραπεζών νωρίτερα εφέτος. Το ίδιο ισχύει και στο πλαίσιο των σταθερά αυξανόμενων κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων, των οποίων οι δυσμενείς επιπτώσεις είναι ήδη αισθητές σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι τράπεζες θα κληθούν να εντείνουν τις προσπάθειές τους και να αποτυπώσουν επαρκώς τις συναφείς διαστάσεις κινδύνου στις επιχειρηματικές στρατηγικές και τα πλαίσια διαχείρισης κινδύνων τους, προκειμένου να συμμορφωθούν πλήρως με τις αντίστοιχες εποπτικές προσδοκίες έως το τέλος του 2024. Προς υποστήριξη αυτού του στόχου, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της (μεταξύ άλλων, όπου κριθεί αναγκαίο, πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις, επιβολή συμμόρφωσης και κυρώσεις και αξιολογήσεις της καταλληλότητας) προκειμένου να παράσχει κίνητρα στις τράπεζες για την αποτελεσματική διόρθωση των ελλείψεων που εντοπίζονται, ιδίως όταν ορίζονται σαφή μέτρα και συγκεκριμένες προθεσμίες για την εκπλήρωση των εποπτικών προσδοκιών.

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ανεπάρκειες στη λειτουργία και τις ικανότητες καθοδήγησης των διοικητικών οργάνων

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις ουσιώδεις ελλείψεις στη λειτουργία, την επίβλεψη και τη σύνθεση των διοικητικών οργάνων τους, αναπτύσσοντας και εφαρμόζοντας γρήγορα άρτια σχέδια διορθωτικών ενεργειών, τηρώντας τις εποπτικές προσδοκίες.

Οι ισχυροί μηχανισμοί εσωτερικής διακυβέρνησης και η αποτελεσματική στρατηγική καθοδήγηση είναι καθοριστικής σημασίας για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας και της βιωσιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών. Οι τρέχουσες αβέβαιες μακροχρηματοπιστωτικές προοπτικές και η συνεχιζόμενη μεταβολή του περιβάλλοντος επιτοκίων μετά από χρόνια διευκολυντικών συνθηκών χρηματοδότησης απαιτούν από τις τράπεζες να εφαρμόζουν αποτελεσματική στρατηγική καθοδήγηση και να προσαρμόζουν τις πρακτικές τους ώστε να αξιολογούν, να ελέγχουν και να διαχειρίζονται επαρκώς τους σχετικούς κινδύνους. Η αναταραχή που εκδηλώθηκε τον Μάρτιο στον τραπεζικό τομέα των ΗΠΑ και της Ελβετίας ανέδειξε τον κρίσιμο ρόλο των διοικητικών συμβουλίων και των διοικητικών στελεχών των τραπεζών, τα οποία έχουν την τελική ευθύνη για τη διασφάλιση επαρκών ρυθμίσεων εσωτερικής διακυβέρνησης και αποτελεσματικών διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων. Υπογράμμισε επίσης τις οδυνηρές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει η απουσία αυτών για μια τράπεζα. Απαιτείται επίσης αποτελεσματική στρατηγική καθοδήγηση για την προσαρμογή των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών σε εξελισσόμενες τάσεις, όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης.

Η αντιμετώπιση των ανεπαρκειών στα διοικητικά όργανα αποτελεί μία από τις κορυφαίες προτεραιότητες της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ εδώ και αρκετά χρόνια και, ενώ έχουν σημειωθεί βελτιώσεις σε ορισμένους τομείς, απαιτείται μεγαλύτερη πρόοδος όσον αφορά τη σύνθεση, τη συλλογική καταλληλότητα και τα καθήκοντα επίβλεψης των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών. Μετά τον άμεσο εποπτικό διάλογο το 2022, οι τράπεζες βελτίωσαν τις πολιτικές διαφορετικότητας που εφαρμόζουν, οι οποίες πλέον περιλαμβάνουν τα κριτήρια της εκπαίδευσης, της εμπειρίας, της γεωγραφικής προέλευσης και της ηλικίας πέραν του φύλου. Επί του παρόντος, σχεδόν όλα τα εποπτευόμενα ιδρύματα έχουν θέσει στόχους για την αντιμετώπιση της άνισης εκπροσώπησης μεταξύ των φύλων στα διοικητικά τους όργανα. Ωστόσο, η πρόοδος όσον αφορά την επίτευξη αυτών των στόχων εξακολουθεί να είναι ανεπαρκής.[10] Οι τράπεζες πρέπει επίσης να βελτιώσουν περαιτέρω τη συλλογική καταλληλότητα των διοικητικών τους συμβουλίων, καθώς και τις ικανότητες επαλήθευσης που αυτά διαθέτουν. Οι ικανότητες αυτές σχετίζονται με αδυναμίες στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου (π.χ. ανεπαρκής αριθμός επίσημων ανεξάρτητων διευθυντικών στελεχών και έλλειψη γνώσεων σε συγκεκριμένους τομείς όπως η πληροφορική) και στη λειτουργία (π.χ. ανεπαρκής χρόνος για συζήτηση και ανησυχίες για τις διαδικασίες διορισμού των διοικητικών οργάνων). Τα καθήκοντα επίβλεψης των επιτροπών των διοικητικών συμβουλίων χρήζουν επίσης περαιτέρω βελτίωσης, όπως αποκαλύφθηκε στη στοχευμένη αξιολόγηση των διοικητικών οργάνων για το 2023.[11]

Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει τη συνεργασία της με τις τράπεζες για την αντιμετώπιση αυτών των μακροχρόνιων ανεπαρκειών μέσω στοχευμένων αξιολογήσεων και επιτόπιων επιθεωρήσεων. Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές θα επικαιροποιήσουν και θα δημοσιεύσουν τις εποπτικές προσδοκίες σχετικά με τη διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Στοχευμένη αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διοικητικών οργάνων των τραπεζών και στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις.
  • Επικαιροποίηση και εξωτερική δημοσίευση εποπτικών προσδοκιών και βέλτιστων πρακτικών σχετικά με τη διακυβέρνηση των τραπεζών και τη νοοτροπία τους όσον αφορά την αντιμετώπιση κινδύνων.[12]

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ανεπάρκειες στη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και στην υποβολή σχετικών αναφορών

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις μακροχρόνιες ανεπάρκειες και να διαθέτουν επαρκή και αποδοτικά πλαίσια συγκεντρωτικής καταγραφής δεδομένων κινδύνου και υποβολής σχετικών αναφορών, προκειμένου να στηρίζουν την αποτελεσματική καθοδήγηση από τα διοικητικά όργανα και να ανταποκρίνονται στις εποπτικές προσδοκίες, μεταξύ άλλων σε περιόδους κρίσεων.

Η έγκαιρη και ακριβής συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και η υποβολή σχετικών αναφορών είναι απαραίτητες για την ορθή λήψη αποφάσεων και την αποτελεσματική στρατηγική καθοδήγηση από τις τράπεζες, ιδίως στο τρέχον περιβάλλον, καθώς και για τους σκοπούς της υποβολής χρηματοοικονομικών και εποπτικών αναφορών και αναφορών για τον κίνδυνο. Τα αποτελέσματα των εποπτικών ασκήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα – συμπεριλαμβανομένης της SREP του 2023 και της συνεχιζόμενης εκστρατείας επιτόπιων επιθεωρήσεων – καταδεικνύουν συνολικά ανεπαρκή πρόοδο ως προς την κάλυψη των κενών σε σχέση με τις εποπτικές προσδοκίες και τη συμμόρφωση με τις αρχές της Επιτροπής Τραπεζικής Εποπτείας της Βασιλείας για την αποτελεσματική συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και την υποβολή σχετικών αναφορών. Οι βασικές ελλείψεις σχετίζονται με την ανεπαρκή επιμέλεια και επίβλεψη των διοικητικών οργάνων, τις αδυναμίες στη διάρθρωση των δεδομένων και το κατακερματισμένο και μη εναρμονισμένο τοπίο πληροφορικής, τη χαμηλή ικανότητα συγκεντρωτικής καταγραφής και τα αναποτελεσματικά πλαίσια διακυβέρνησης. Η αυστηρή ιεράρχηση προτεραιοτήτων από τα διοικητικά όργανα είναι καίριας σημασίας, καθώς η αντιμετώπιση των ανεπαρκειών που σχετίζονται με τη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και την υποβολή σχετικών αναφορών απαιτεί συχνά σημαντικούς πόρους.

Όπως ανακοινώθηκε ήδη στις εποπτικές προτεραιότητες του προηγούμενου έτους, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ ενισχύει τις προσπάθειές της προκειμένου να διασφαλίσει ότι τα εποπτευόμενα ιδρύματα θα σημειώσουν σημαντική πρόοδο ως προς τη διόρθωση των μακροχρόνιων ελλείψεων που έχουν εντοπιστεί όσον αφορά τη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και την υποβολή σχετικών αναφορών. Από το 2024 και μετά θα εφαρμόζεται ολοένα και περισσότερο ένας διαρθρωμένος μηχανισμός κλιμάκωσης, ο οποίος θα περιλαμβάνει πιθανώς μέτρα επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεις.[13] Ο οδηγός για τη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και την υποβολή σχετικών αναφορών ενισχύει περαιτέρω και εξειδικεύει τις εποπτικές προσδοκίες. Από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 2023 πραγματοποιήθηκε δημόσια διαβούλευση[14] σχετικά με τον οδηγό και η δημοσίευσή του προγραμματίζεται για το 2024. Οι εποπτικές αρχές θα διενεργούν επίσης στοχευμένες αξιολογήσεις και επιτόπιες επιθεωρήσεις και θα συνεργάζονται με τις τράπεζες όταν εντοπίζονται επίμονες ελλείψεις. Επιπλέον, η έκθεση διαχείρισης σχετικά με τη διακυβέρνηση και την ποιότητα των δεδομένων[15], η οποία καταρτίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές του 2023, θα συνεχιστεί ως ετήσιο ερωτηματολόγιο προς τις τράπεζες. Σκοπός της είναι να διασφαλίσει ότι τα διοικητικά όργανα των τραπεζών λογοδοτούν επαρκώς σε θέματα που σχετίζονται με την υποβολή εσωτερικών, χρηματοοικονομικών και εποπτικών αναφορών.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Βελτίωση των εποπτικών προσδοκιών σε σχέση με την εφαρμογή των αρχών της συγκεντρωτικής καταγραφής δεδομένων κινδύνου και της υποβολής σχετικών αναφορών και δημοσίευση του οδηγού για την αποτελεσματική συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και την υποβολή σχετικών αναφορών.
  • Στοχευμένες αξιολογήσεις των πρακτικών συγκεντρωτικής καταγραφής δεδομένων κινδύνου και υποβολής σχετικών αναφορών.
  • Εκστρατεία επιτόπιων επιθεωρήσεων για τη συγκεντρωτική καταγραφή δεδομένων κινδύνου και την υποβολή σχετικών αναφορών (επέκταση από το 2023).
  • Κατάρτιση της έκθεσης διαχείρισης σχετικά με τη διακυβέρνηση και την ποιότητα των δεδομένων – ετήσιο ερωτηματολόγιο για τη διασφάλιση επαρκούς λογοδοσίας των διοικητικών οργάνων των τραπεζών σε θέματα που σχετίζονται με την υποβολή εσωτερικών, χρηματοοικονομικών και εποπτικών αναφορών.

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ουσιώδη ανοίγματα σε παράγοντες της κλιματικής αλλαγής που επιφέρουν φυσικούς κινδύνους και κινδύνους μετάβασης

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να ενσωματώνουν επαρκώς τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους στην επιχειρηματική στρατηγική τους και στα πλαίσια διακυβέρνησης και διαχείρισης των κινδύνων τους, προκειμένου να περιορίζουν και να δημοσιοποιούν τέτοιους κινδύνους, ευθυγραμμίζοντας τις πρακτικές τους με τις ισχύουσες κανονιστικές απαιτήσεις και εποπτικές προσδοκίες.

Οι παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου συνέχισαν να αυξάνονται[16], οδηγώντας σε περαιτέρω μελλοντική αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη και, κατ’ επέκταση, στην εντατικοποίηση πολλαπλών και ταυτόχρονων κινδύνων, όπως δείχνουν επανειλημμένα τα πρωτοφανή κύματα καύσωνα και οι δασικές πυρκαγιές και οι πλημμύρες στην Ευρώπη και σε άλλες περιοχές του κόσμου. Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές δεν επαρκούν για την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας του Παρισιού του 2015 για την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη.[17] Η καθυστερημένη δράση για το κλίμα αναμένεται να αυξήσει περαιτέρω τους φυσικούς κινδύνους και τους κινδύνους μετάβασης και, δυνητικά, τις σχετικές ζημίες των τραπεζών, αυξάνοντας τον κίνδυνο για μεγαλύτερες ζημίες, εγκλωβισμό σε υποδομές υψηλών εκπομπών, μη αξιοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού και κλιμάκωση του κόστους.[18] Οι γεωπολιτικές εντάσεις, καθώς και οι ολοένα μεγαλύτερες αρχικές επενδύσεις και οι ανατρεπτικές αλλαγές που απαιτούνται για τον μετριασμό και την προσαρμογή, είναι πιθανόν να τροφοδοτήσουν περαιτέρω κινδύνους μετάβασης στο πλαίσιο των αυστηρότερων συνθηκών χρηματοδότησης.

Ενώ για ορισμένες τράπεζες η SREP 2023 αποκάλυψε κάποια βελτίωση στον καθορισμό της στρατηγικής τους σε σχέση με τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, σε άλλες κατέδειξε επίσης την επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπιστούν αυτές οι ανεπάρκειες. Τα ποιοτικά μέτρα στο πλαίσιο της SREP επικεντρώθηκαν κυρίως στις αδυναμίες των τραπεζών όσον αφορά τον στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό καθώς και τις γνώσεις των διοικητικών οργάνων για περιβαλλοντικά, κοινωνικά και σχετικά με τη διακυβέρνηση θέματα. Οι κλιματικοί και περιβαλλοντικοί κίνδυνοι επηρέασαν τα επίπεδα των απαιτήσεων του Πυλώνα 2 για ολοένα μεγαλύτερο αριθμό τραπεζών σε σύγκριση με την άσκηση SREP του προηγούμενου έτους.[19]

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι ανεπάρκειες που επισημάνθηκαν το 2022 στο πλαίσιο της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων[20] και της θεματικής εξέτασης[21] της ΕΚΤ για τους κλιματικούς κινδύνους, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ έθεσε συγκεκριμένες για κάθε ίδρυμα προθεσμίες προκειμένου οι τράπεζες να ευθυγραμμίσουν πλήρως τις πρακτικές τους με τις εποπτικές προσδοκίες που ορίζονται στον Οδηγό της ΕΚΤ (2020) σχετικά με τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους έως το τέλος του 2024. Ο Μάρτιος του 2023 σηματοδότησε ένα από τα ενδιάμεσα ορόσημα αυτής της διαδικασίας, καθώς ήταν ο μήνας κατά τον οποίο οι τράπεζες είχαν κληθεί να κατηγοριοποιήσουν επαρκώς τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους και να διενεργήσουν πλήρη αξιολόγηση του σχετικού αντίκτυπου στις δραστηριότητές τους. Ορισμένες τράπεζες εξακολουθούν να παρουσιάζουν σοβαρές αδυναμίες από αυτήν την άποψη και οι εποπτικές αρχές έχουν συνεργαστεί μαζί τους μέσω επιχειρησιακών πράξεων, ποιοτικών απαιτήσεων στο πλαίσιο της SREP και έκτακτων αποφάσεων του Εποπτικού Συμβουλίου. Έως το τέλος του 2023, οι τράπεζες καλούνται να ενσωματώσουν τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους στη διακυβέρνηση, τη στρατηγική και τη διαχείριση κινδύνων και, έως το τέλος του 2024, να εκπληρώσουν όλες τις εναπομένουσες εποπτικές προσδοκίες που περιγράφηκαν το 2020, συμπεριλαμβανομένης της πλήρους ενσωμάτωσης στην εσωτερική διαδικασία αξιολόγησης της κεφαλαιακής επάρκειας (ICAAP) και στις ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Στο μέλλον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί την πλήρη δέσμη εργαλείων της για να διασφαλίζει ότι οι τράπεζες συμμορφώνονται με αυτές τις προσδοκίες, συμπεριλαμβανομένης, όταν κρίνεται αναγκαίο, της εποπτικής κλιμάκωσης, όπως περιοδικές χρηματικές ποινές ή πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για συγκεκριμένες τράπεζες.[22]

Επιπλέον, οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν να εξετάζουν και να αξιολογούν την επάρκεια των πρακτικών δημοσιοποίησης στοιχείων που εφαρμόζουν οι τράπεζες. Ενώ οι τράπεζες έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο σε αυτόν τον τομέα, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της τρίτης αξιολόγησης της προόδου που έχουν σημειώσει οι ευρωπαϊκές τράπεζες όσον αφορά τη δημοσιοποίηση στοιχείων για τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, η ποιότητα των πληροφοριών που δημοσιοποιούνται παραμένει χαμηλή. Άλλοι τομείς στους οποίους θα δοθεί έμφαση τα προσεχή έτη θα είναι η αντιμετώπιση των κινδύνων φήμης και αντιδικίας οι οποίοι σχετίζονται με κλιματικά και περιβαλλοντικά θέματα και απορρέουν από τη δημοσίευση στόχων μετάβασης και/ή δεσμεύσεων για μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών άνθρακα. Οι εποπτικές αρχές θα συνεχίσουν επίσης τις προπαρασκευαστικές εργασίες τους για την ανάπτυξη πλαισίου αξιολόγησης του σχεδιασμού των τραπεζών για τη μετάβαση και του βαθμού ετοιμότητάς τους για την εκπλήρωση των εντολών που περιέχονται στην οδηγία για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (CRD VI) και αφορούν περιβαλλοντικά, κοινωνικά και σχετικά με τη διακυβέρνηση θέματα. Τέλος, οι κλιματικοί κίνδυνοι θα εξακολουθήσουν να αξιολογούνται σε ορισμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις που θα αφορούν συγκεκριμένους κινδύνους, ενώ το 2024 προγραμματίζεται να ξεκινήσουν μεμονωμένες στοχευμένες αποστολές σχετικά με τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Ανάληψη στοχευμένων περαιτέρω ενεργειών σε σχέση με τις ελλείψεις που εντοπίστηκαν στο πλαίσιο της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων και της θεματικής εξέτασης για τους κλιματικούς κινδύνους το 2022, με σκοπό την επίτευξη πλήρους ευθυγράμμισης με τις σχετικές εποπτικές προσδοκίες έως το τέλος του 2024.
  • Αξιολόγηση της συμμόρφωσης των τραπεζών με τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα για την υποβολή αναφορών και με τις απαιτήσεις δημοσιοποιήσεις στοιχείων του Πυλώνα 3 σχετικά με τους κλιματικούς και περιβαλλοντικούς κινδύνους, καθώς και αξιολόγηση της ευθυγράμμισης μεταξύ αυτών των εκτελεστικών τεχνικών προτύπων και αυτών των απαιτήσεων, σε συνδυασμό με τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών των τραπεζών σε σχέση με τις εποπτικές προσδοκίες.
  • Εις βάθος έλεγχοι σχετικά με την ικανότητα των τραπεζών να αντιμετωπίζουν τους κινδύνους φήμης και αντιδικίας που συνδέονται με δεσμεύσεις για κλιματικά και περιβαλλοντικά θέματα.
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις όσον αφορά πτυχές που σχετίζονται με το κλίμα, είτε σε μεμονωμένη βάση είτε στο πλαίσιο προγραμματισμένων αξιολογήσεων επιμέρους κινδύνων (π.χ. πιστωτικός, λειτουργικός και σχετικός με τα επιχειρηματικά μοντέλα κίνδυνος).

Προτεραιότητα 3: Περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τη δημιουργία στιβαρών πλαισίων επιχειρησιακής ανθεκτικότητας

Ενώ τα περισσότερα εποπτευόμενα ιδρύματα σημειώνουν πρόοδο όσον αφορά τον ψηφιακό μετασχηματισμό των λειτουργιών και των υπηρεσιών τους με σκοπό την αντιμετώπιση των διαρκώς αυξανόμενων προκλήσεων του ανταγωνισμού, πρέπει επίσης να ενισχύσουν και, όπου απαιτείται, να προσαρμόσουν τα πλαίσια επιχειρησιακής ανθεκτικότητάς τους για να μετριάσουν τους δυνητικούς κινδύνους. Η επίτευξη επιχειρησιακής ανθεκτικότητας θα πρέπει να συμβάλει στη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών μεσοπρόθεσμα και να τους επιτρέψει, μεταξύ άλλων, να αποκομίσουν τα οφέλη των καινοτόμων τεχνολογιών. Ωστόσο, ορισμένες τράπεζες υστερούν ως προς την επίτευξη των στόχων τους σε αυτόν τον τομέα. Επιπλέον, τα εποπτευόμενα ιδρύματα πρέπει να αντιμετωπίσουν τις ευπάθειες που απορρέουν από την αυξανόμενη επιχειρησιακή εξάρτησή τους από τρίτους παρόχους και να βελτιώσουν τη διαχείριση των κινδύνων ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων/κυβερνοαπειλών. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό υπό το πρίσμα των αυξανόμενων κυβερνοαπειλών που απορρέουν από το τρέχον γεωπολιτικό περιβάλλον.

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ανεπάρκειες όσον αφορά τις στρατηγικές ψηφιακού μετασχηματισμού

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να αναπτύσσουν και να εκτελούν άρτια σχέδια ψηφιακού μετασχηματισμού μέσω κατάλληλων ρυθμίσεων (π.χ. επιχειρηματική στρατηγική και διαχείριση κινδύνων) προκειμένου να ενισχύουν τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων τους και να περιορίζουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τη χρήση καινοτόμων τεχνολογιών.

Τα εποπτευόμενα ιδρύματα κατέγραψαν πρόσφατα πρωτοφανή υψηλή κερδοφορία, κυρίως λόγω των υψηλότερων καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων. Ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται διαρθρωτικές αδυναμίες στα επιχειρηματικά μοντέλα τους. Οι λόγοι κόστους-εσόδων των τραπεζών παραμένουν επίμονα υψηλοί και δύσκαμπτοι, και η εφαρμογή μέτρων συγκράτησης του κόστους μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη στο πλαίσιο των τρεχουσών υψηλών πληθωριστικών πιέσεων. Εν προκειμένω, τα εποπτευόμενα ιδρύματα θα πρέπει να είναι σε θέση να διαχειριστούν την προβλεπόμενη αύξηση των λειτουργικών δαπανών χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τις τόσο αναγκαίες επενδύσεις στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός αναμένεται να ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση των τραπεζών και να τις καταστήσει πιο ανθεκτικές στον ανταγωνισμό που προέρχεται εκτός του τραπεζικού τομέα.

Το 2023 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ διενήργησε οριζόντια αξιολόγηση και συγκριτική ανάλυση με βάση συλλογή δεδομένων για τον ψηφιακό μετασχηματισμό και τη χρήση της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας σε επίπεδο ΕΕΜ. Το αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης κοινοποιήθηκε στις τράπεζες και συνέβαλε στην αναγνώριση ορισμένων κινδύνων που σχετίζονται με τον ψηφιακό μετασχηματισμό, συμπεριλαμβανομένων των στρατηγικών κινδύνων και των κινδύνων εκτέλεσης, του κινδύνου κυβερνοασφάλειας, του κινδύνου εξάρτησης από τρίτους και των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και απάτης. Οι στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις, οι οποίες συμπλήρωσαν την οριζόντια αξιολόγηση, έθεσαν ανησυχίες σχετικά με την αποτελεσματική στρατηγική καθοδήγηση και εκτέλεση και επισήμαναν τη σημασία της αναβάθμισης των δεξιοτήτων του προσωπικού και των διοικητικών οργάνων. Αποκαλύφθηκαν επίσης ανεπάρκειες στην κατάρτιση του προϋπολογισμού και στον χρηματοοικονομικό σχεδιασμό, καθώς οι τράπεζες δυσκολεύονται να παρακολουθούν τον χρηματοοικονομικό αντίκτυπο των πρωτοβουλιών τους για τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Το αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων ελήφθη υπόψη στην εποπτική αξιολόγηση των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών στη διάρκεια του κύκλου της SREP για το 2023. Στο μέλλον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να επικεντρώνεται στον ψηφιακό μετασχηματισμό, συνδυάζοντας στοχευμένες αξιολογήσεις με ειδικές επιτόπιες επιθεωρήσεις. Η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα δημοσιεύσει τις εποπτικές προσδοκίες της σχετικά με τον ψηφιακό μετασχηματισμό των τραπεζών.[23] Οι αναθεωρημένες προσδοκίες θα συμβάλουν στην ενίσχυση της μεθοδολογίας εποπτικής αξιολόγησης.

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Στοχευμένες αξιολογήσεις που επικεντρώνονται στον αντίκτυπο του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών στο επιχειρηματικό μοντέλο/στρατηγική, στη διακυβέρνηση και στον εντοπισμό/διαχείριση κινδύνων, σε συνδυασμό με περαιτέρω ενέργειες των ΜΕΟ για τις τράπεζες στις οποίες εντοπίζονται ουσιώδεις ανεπάρκειες.
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις σχετικά με τον ψηφιακό μετασχηματισμό, οι οποίες συνδυάζουν τη διάσταση του επιχειρηματικού μοντέλου με την πτυχή των στρατηγικών ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών που αφορά τα πληροφοριακά συστήματα.
  • Δημοσίευση εποπτικών προσδοκιών και ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών σχετικά με τις στρατηγικές ψηφιακού μετασχηματισμού.

Ευπάθεια στην οποία δίδεται προτεραιότητα: Ανεπάρκειες στα πλαίσια επιχειρησιακής ανθεκτικότητας, δηλαδή κίνδυνοι που σχετίζονται με την εξωτερική ανάθεση εργασιών πληροφορικής, την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων και τις κυβερνοαπειλές

Στρατηγικός στόχος: Οι τράπεζες θα πρέπει να διαθέτουν στιβαρές ρυθμίσεις διαχείρισης των κινδύνων που σχετίζονται με την εξωτερική ανάθεση εργασιών καθώς και πλαίσια για την ασφάλεια των πληροφοριακών συστημάτων και την ανθεκτικότητα σε κυβερνοαπειλές, προκειμένου να αντιμετωπίζουν προνοητικά μη μετριασμένους κινδύνους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντικές διαταράξεις κρίσιμων δραστηριοτήτων ή υπηρεσιών, διασφαλίζοντας παράλληλα τη συμμόρφωση με τις σχετικές κανονιστικές απαιτήσεις και εποπτικές προσδοκίες.

Ο κίνδυνος κυβερνοαπειλών και η ασφάλεια των δεδομένων εξακολουθούν να αποτελούν βασικούς παράγοντες λειτουργικού κινδύνου των τραπεζών. Ο αριθμός των συμβάντων κυβερνοασφάλειας που ανέφεραν τα εποπτευόμενα ιδρύματα στην Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ αυξήθηκε σημαντικά το α΄ εξάμηνο του 2023, αντανακλώντας τη σημαντική έκθεση του τραπεζικού τομέα σε εξελισσόμενες κυβερνοαπειλές, η οποία οφειλόταν, μεταξύ άλλων, στον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία και στις αυξημένες γεωπολιτικές εντάσεις. Οι καταστροφικές επιθέσεις έχουν αναδειχθεί σε εξέχουσα συνιστώσα των δραστηριοτήτων των κρατικών φορέων, ενώ τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αποτελούν επίσης πιθανό στόχο δεδομένου του ρόλου τους στις υποδομές ζωτικής σημασίας.[24] Ειδικότερα, οι επιθέσεις λυτρισμικού (ransomware) αυξάνονται, ενώ οι εγκληματίες στον κυβερνοχώρο εφαρμόζουν πιο εξελιγμένες μεθόδους και οι τράπεζες επηρεάζονται ολοένα περισσότερο από εξελισσόμενες τεχνικές εκβιασμού.

Οι αδυναμίες στις ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης εργασιών πληροφορικής αποτελούν μια ακόμη σημαντική ευπάθεια δεδομένης της αυξανόμενης εξάρτησης των τραπεζών από τρίτους παρόχους υπηρεσιών. Η επιμήκυνση και η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των αλυσίδων εφοδιασμού απαιτούν από τις τράπεζες να κατανοούν καλύτερα και να ελέγχουν τις σχέσεις με τους προμηθευτές τους και τις (αλληλ‑)εξαρτήσεις τους με σκοπό την προνοητική αντιμετώπιση πιθανών κινδύνων συγκέντρωσης. Ως εκ τούτου, η ορθή διαχείριση στοιχείων ενεργητικού και προμηθευτών είναι καίριας σημασίας προκειμένου οι τράπεζες να είναι σε θέση να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πελατών και να αυξήσουν την αποδοτικότητά τους σε ένα ολοένα και πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, διασφαλίζοντας παράλληλα την κατάλληλη διαχείριση κινδύνων σε ό,τι αφορά τις ρυθμίσεις εξωτερικής ανάθεσης εργασιών και την υιοθέτηση λύσεων υπολογιστικού νέφους. Το αποτέλεσμα της αξιολόγησης SREP του 2023 επιβεβαίωσε περαιτέρω τη βαρύνουσα σημασία των ανεπαρκειών των τραπεζών που σχετίζονται με τη διαχείριση της εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών πληροφορικής και των κινδύνων ασφάλειας πληροφοριακών συστημάτων/κυβερνοαπειλών, καθώς ο λειτουργικός κίνδυνος εξακολουθεί να αποτελεί το στοιχείο με τις χειρότερες βαθμολογίες στο πλαίσιο της SREP.[25]

Στο πλαίσιο αυτό, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ καθιέρωσε την ετήσια συλλογή των αρχείων στα οποία τα εποπτευόμενα ιδρύματα καταγράφουν την εξωτερική ανάθεση εργασιών. Οι αναλύσεις που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι στιγμής έχουν εντοπίσει διάφορες ευπάθειες, συμπεριλαμβανομένης της υψηλής εξάρτησης από ορισμένους μη Ευρωπαίους εξωτερικούς παρόχους και ενός σημαντικού αριθμού συμβάσεων εξωτερικής ανάθεσης. Η ορθή διαχείριση κινδύνων τρίτων, συμπεριλαμβανομένης της εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών υπολογιστικού νέφους, εξακολουθεί να αποτελεί υψηλή προτεραιότητα του εποπτικού προγράμματος και θα αξιολογηθεί περαιτέρω στο πλαίσιο των συνεχιζόμενων δραστηριοτήτων.

Πέρα από την οριζόντια αξιολόγηση των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης εργασιών των τραπεζών και την ανάλυση του κινδύνου συγκέντρωσης, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα συνεχίσει να διενεργεί στοχευμένες αξιολογήσεις των συμφωνιών εξωτερικής ανάθεσης εργασιών και της ανθεκτικότητας σε κυβερνοαπειλές, προκειμένου να κατανοήσει καλύτερα τη φύση και το μέγεθος των κινδύνων, καθώς και τα σχετικά μέτρα μετριασμού που λαμβάνουν οι τράπεζες. Οι στοχευμένες αξιολογήσεις θα συμπληρώνονται επίσης από επιτόπιες επιθεωρήσεις προκειμένου να εντοπίζονται και να αξιολογούνται ανεπάρκειες ανά τράπεζα. Δεδομένης της απότομης αύξησης των κυβερνοεπιθέσεων και της σημασίας του θέματος στο τρέχον γεωπολιτικό περιβάλλον, η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ θα διενεργήσει επίσης θεματική άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων για την ανθεκτικότητα των τραπεζών σε κυβερνοαπειλές το επόμενο έτος, προκειμένου να αξιολογήσει την ικανότητα των τραπεζών να αντιμετωπίσουν μια επιτυχημένη κυβερνοεπίθεση και να αποκαταστήσουν τη λειτουργίας τους.[26]

Κύριες δραστηριότητες στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας για τις εποπτικές προτεραιότητες

  • Συλλογή δεδομένων και οριζόντια ανάλυση των αρχείων καταγραφής εξωτερικής ανάθεσης εργασιών για τον εντοπισμό διασυνδέσεων μεταξύ εποπτευόμενων ιδρυμάτων και τρίτων παρόχων καθώς και για τον εντοπισμό δυνητικών συγκεντρώσεων κινδύνων σε ορισμένους παρόχους.
  • Στοχευμένες αξιολογήσεις των ρυθμίσεων εξωτερικής ανάθεσης εργασιών και της ανθεκτικότητας έναντι κυβερνοαπειλών.
  • Στοχευμένες επιτόπιες επιθεωρήσεις για τη διαχείριση της εξωτερικής ανάθεσης εργασιών και της κυβερνοασφάλειας.
  • Άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σχετικά με την ανθεκτικότητα των τραπεζών έναντι κυβερνοαπειλών σε επίπεδο συστήματος το 2024, η οποία θα επικεντρώνεται στην ικανότητα των τραπεζών να αντιμετωπίσουν συμβάν κυβερνοασφάλειας και να αποκαταστήσουν τη λειτουργίας τους μετά από αυτό, καθώς και στην ικανότητά τους να περιορίζουν τις επιπτώσεις και να αποκαθιστούν εγκαίρως τις υπηρεσίες τους.

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα 2023

Ταχυδρομική διεύθυνση 60640 Frankfurt am Main, Germany
Τηλ.: +49 69 1344 0
Δικτυακός τόπος: www.bankingsupervision.europa.eu

Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Επιτρέπεται η αναπαραγωγή για εκπαιδευτικούς και μη εμπορικούς σκοπούς εφόσον αναφέρεται η πηγή.

Για την εξειδικευμένη ορολογία, μπορείτε να συμβουλευθείτε το γλωσσάριο του ΕΕΜ (διαθέσιμο μόνο στα αγγλικά).

HTML ISBN 978-92-899-6265-0, ISSN 2599-8463, doi:10.2866/37234 QB-BZ-24-001-EL-Q


  1. Βλ. «Συγκεντρωτικά αποτελέσματα της SREP για το 2023», ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2023

  2. «Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων δείχνει ότι ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ θα μπορούσε να αντεπεξέλθει σε έντονη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας», δελτίο Τύπου, ΕΚΤ, 28 Ιουλίου 2023.

  3. Μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος για τη ζώνη του ευρώ, Δεκέμβριος 2023.

  4. «The last mile», κεντρική ομιλία της Isabel Schnabel στην ετήσια εκδήλωση Homer Jones Memorial Lecture, 2 Νοεμβρίου 2023.

  5. Economic Bulletin Issue 7, November 2023· Έρευνα της ΕΚΤ για τις τραπεζικές χορηγήσεις, Οκτώβριος 2023.

  6. Μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος για τη ζώνη του ευρώ, Δεκέμβριος 2023.

  7. Βλ. «Συγκεντρωτικά αποτελέσματα της SREP για το 2023», ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2023.

  8. «Unrealised losses in banks’ bond portfolios measured at amortised cost», Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ, 28 Ιουλίου 2023.

  9. Βλ. Παρατηρήσεις του Martin Gruenberg, Προέδρου του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation – FDIC), στο Ινστιτούτο Διεθνών Τραπεζιτών (Institute of International Bankers), 6 Μαρτίου 2023.

  10. Βλ. «Diversity at the top makes banks better», The Supervision Blog, Frank Elderson and Elizabeth McCaul, 9 Μαΐου 2023.

  11. Βλ. επίσης «Effective management bodies – the bedrock of well-run banks», The Supervision Blog, Frank Elderson, 20 Ιουλίου 2023.

  12. Βλ. την «Εποπτική δήλωση του ΕΕΜ σχετικά με τη διακυβέρνηση και τη διάθεση ανάληψης κινδύνου», ΕΚΤ, Ιούνιος 2016.

  13. Βλ. «Συγκεντρωτικά αποτελέσματα της SREP για το 2023», ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2023.

  14. Βλ. τον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ για την τραπεζική εποπτεία.

  15. Η έκθεση διαχείρισης σχετικά με τη διακυβέρνηση και την ποιότητα των δεδομένων ενοποιεί και συμπληρώνει τη μέτρηση της ποιότητας των δεδομένων στο πλαίσιο της υποβολής εποπτικών αναφορών. Κατά τη συμπλήρωση αυτής της έκθεσης, τα ιδρύματα καλούνται να απαντήσουν σε μια σειρά ανοικτών ερωτήσεων, όπου τουλάχιστον ένα μέλος του διοικητικού οργάνου υπογράφει τις απαντήσεις με σκοπό την περαιτέρω ενίσχυση της λογοδοσίας.

  16. Βλ. Climate Change 2023 Synthesis Report, Intergovernmental Panel on Climate Change, 2023.

  17. Όπως επισημάνθηκε στην 28η σύνοδο της Διάσκεψης των Μερών (COP28).

  18. Βλ. Climate Change 2023 Synthesis Report, Intergovernmental Panel on Climate Change, 2023.

  19. Βλ. «Συγκεντρωτικά αποτελέσματα της SREP για το 2023», ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2023.

  20. «2022 climate risk stress test», Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ, Ιούλιος 2022.

  21. Όπως παραπάνω.

  22. Βλ. ομιλίες του Frank Elderson: «Making finance fit for Paris: achieving “negative splits», Νοέμβριος 2023, και «Powers, ability and willingness to act – the mainstay of effective banking supervision», Δεκέμβριος 2023.

  23. Βλ. «Συγκεντρωτικά αποτελέσματα της SREP για το 2023», ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2023.

  24. Βλ. «ENISA Threat Landscape 2022», Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Κυβερνοασφάλεια, Οκτώβριος 2022.

  25. Βλ. «Συγκεντρωτικά αποτελέσματα της SREP για το 2023», ΕΚΤ, Δεκέμβριος 2023.

  26. Βλ. Συνέντευξη του Andrea Enria, Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στον Naglis Navakas, 9 Μαρτίου2023.

Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων