Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Απαντήσεις σε συνήθεις ερωτήσεις σχετικά με τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP) στο μέλλον

Τελευταία ενημέρωση: 18 Νοεμβρίου 2025

Γιατί επανεξετάσαμε τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP);

Το τοπίο στο οποίο λειτουργεί η τραπεζική εποπτεία της ΕΚΤ αλλάζει, με διαρθρωτικές αλλαγές, εξωτερικές διαταραχές και νέους κινδύνους που δημιουργούν ένα περιβάλλον υψηλής αβεβαιότητας. Για να συνεχίσουμε να εκπληρώνουμε την εντολή που μας έχει ανατεθεί να εγγυόμαστε την ασφάλεια των τραπεζών της Ευρώπης, επανεξετάσαμε τον τακτικό έλεγχο της υγείας των τραπεζών – τη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) – προκειμένου να ενισχύσουμε την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητά της, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που προέκυψαν από την επανεξέταση της SREP από ομάδα εμπειρογνωμόνων και από έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και παρατηρήσεις από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη σχετικά με το πώς μπορεί να βελτιωθεί περαιτέρω η SREP.

Ποιος ήταν ο σκοπός της επανεξέτασης της SREP;

Σκοπός της μεταρρύθμισης είναι να επιτευχθούν απλούστερες, πιο ευέλικτες εποπτικές διαδικασίες και συντομότερο χρονοδιάγραμμα της SREP. Σκοπός τους είναι επίσης η προώθηση και η διατήρηση μιας εποπτικής νοοτροπίας που επικεντρώνεται πιο προσεκτικά στους βασικούς κινδύνους, προάγει την ποιοτική κρίση για κάθε τράπεζα και ενθαρρύνει την ανάληψη αποφασιστικής και έγκαιρης δράσης όταν χρειάζεται. Τέλος, οι αλλαγές θα μας βοηθήσουν να επικοινωνούμε πιο ξεκάθαρα με τις τράπεζες που εποπτεύουμε και να κάνουμε το έργο μας πιο αποτελεσματικό, διαφανές και προβλέψιμο.

Πώς αλλάζουμε τη διαδικασία SREP;

  • Περισσότερο εστιασμένη αξιολόγηση κινδύνων: αυξάνεται η ευελιξία που παρέχεται στους επόπτες ούτως ώστε να δίνουν προτεραιότητα σε βασικούς κινδύνους και να επικεντρώνουν τις αξιολογήσεις τους σε αυτούς. Οι επόπτες θα εφαρμόζουν μια πολυετή προσέγγιση που θα τους επιτρέπει να εξετάζουν σε βάθος όλους τους σχετικούς κινδύνους στη διάρκεια πολλών ετών, σύμφωνα με το πλαίσιο ανοχής κινδύνων, αντί να επανεξετάζουν όλους τους κινδύνους κάθε χρόνο. Αυτή η ευέλικτη προσέγγιση θα επιτρέπει στις μεικτές εποπτικές ομάδες (ΜΕΟ) να κατανέμουν τους πόρους πιο αποτελεσματικά, χωρίς να αποδυναμώνονται τα εποπτικά μας πρότυπα.
  • Καλύτερη ενσωμάτωση των εποπτικών δραστηριοτήτων: στο πλαίσιο της νέας SREP, ενισχύεται ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός των επιτόπιων επιθεωρήσεων, των σε βάθος αναλύσεων (deep-dive) και των οριζόντιων θεματικών ελέγχων, ώστε να παρέχεται μια δομημένη και ολοκληρωμένη εικόνα των κινδύνων των τραπεζών. Με τη βελτίωση της διαδικασίας σχεδιασμού των εποπτικών δραστηριοτήτων, οι συνέργειες μεγιστοποιούνται και οι τράπεζες κατανοούν καλύτερα τις εποπτικές προτεραιότητες.
  • Χρήση της πλήρους δέσμης των εποπτικών εργαλείων: έτσι εφαρμόζεται μια πιο αποτελεσματική και έγκαιρη κλιμάκωση όταν οι ελλείψεις δεν αποκαθίστανται αμέσως. Αυτή περιλαμβάνει δεσμευτικές ποιοτικές απαιτήσεις και μέτρα επιβολής συμμόρφωσης και κυρώσεων, όπου απαιτείται.
  • Ενίσχυση της επικοινωνίας: Οι αποφάσεις SREP αντιμετωπίζουν άμεσα τους βασικούς κινδύνους και τις εποπτικές προσδοκίες. Εάν στο πλαίσιο των αξιολογήσεων δεν παρατηρούνται ουσιώδεις μεταβολές στο προφίλ κινδύνου μιας τράπεζας, οι αποφάσεις SREP μπορούν να επικαιροποιούνται με μικρότερη συχνότητα από ό,τι σε ετήσια βάση.
  • Πιο σταθερή μεθοδολογία: απλουστεύονται οι εποπτικές μεθοδολογίες και γίνονται πιο σταθερές. Οι σταθερές μεθοδολογίες διασφαλίζουν διαχρονική συνέπεια, καθιστώντας την εποπτεία πιο προβλέψιμη για τις τράπεζες και βελτιώνοντας τη συγκριτική αξιολόγηση.
  • Καλύτερη χρήση των πληροφοριακών συστημάτων και αναλυτικών εργαλείων: το ψηφιακό θεματολόγιο της ΕΚΤ αφορά επενδύσεις σε συστήματα ΤΠ και εργαλεία ανάλυσης δεδομένων από το 2024 έως το 2028, με την ενσωμάτωση προηγμένων τεχνολογιών όπως η γενετική τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) για την υποστήριξη των εποπτών κατά την άσκηση καθημερινών καθηκόντων.

Πώς αλλάζουμε το χρονοδιάγραμμα της SREP;

Το χρονοδιάγραμμα της SREP για το 2025 έχει βελτιστοποιηθεί και η διαδικασία θα ολοκληρωθεί έως το τέλος Οκτωβρίου – νωρίτερα από ό,τι τα προηγούμενα έτη. Οι αλλαγές διασφαλίζουν ότι οι τράπεζες θα ενημερώνονται εγκαίρως για τις τελικές αποφάσεις SREP, ευθυγραμμίζονται με τους στόχους αποδοτικότητας της πρωτοβουλίας για τη μεταρρύθμιση της SREP και θα καταστήσουν την εποπτεία πιο αποτελεσματική.

Τα βασικά ορόσημα περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

  • Οι συναντήσεις για τον εποπτικό διάλογο προγραμματίζεται να ξεκινούν στα τέλη Ιουνίου και να ολοκληρώνονται έως τα μέσα Ιουλίου. Αυτό το νέο χρονοδιάγραμμα απαιτεί από τις τράπεζες να προβαίνουν στις απαραίτητες προσαρμογές και να προετοιμάζονται αποτελεσματικά για τη διεξαγωγή ουσιαστικών εποπτικών συζητήσεων.
  • Η περίοδος ακρόασης θα αρχίζει στις αρχές Αυγούστου. Λαμβάνοντας υπόψη τη θερινή περίοδο, το δικαίωμα ακρόασης παρατείνεται από δύο σε τέσσερις εβδομάδες έως το τέλος του μήνα, παρέχοντας περισσότερο χρόνο στις τράπεζες για να επανεξετάσουν τα σχέδια αποφάσεων SREP και να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης.
  • Οι τελικές αποφάσεις SREP θα κοινοποιούνται μέχρι το τέλος Οκτωβρίου (σε σύγκριση με τον Δεκέμβριο κατά τον προηγούμενο κύκλο). Οι επόπτες έχουν δεσμευθεί να μειώσουν τον χρόνο λήψης αποφάσεων, στηρίζοντας και βελτιώνοντας τον σχεδιασμό του επόμενου εποπτικού κύκλου.

Εάν από τις αξιολογήσεις προκύπτει ότι δεν υπάρχουν σημαντικές μεταβολές στο προφίλ κινδύνου ενός ιδρύματος και δεν κρίνονται αναγκαίες αλλαγές στα υφιστάμενα μέτρα, οι αποφάσεις SREP μπορεί να επικαιροποιούνται λιγότερο συχνά υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η προσέγγιση αυτή, η οποία εφαρμοζόταν προηγουμένως σε περιορισμένο αριθμό τραπεζών, πλέον θα επεκταθεί.

Εξισορροπεί την αποτελεσματική, έγκαιρη επικοινωνία με τη διαδικαστική επιμέλεια, διευκολύνοντας τελικά μια ταχύτερη και πιο ευέλικτη εποπτική διαδικασία.

Πώς βελτιώνουμε το υπόδειγμα της απόφασης SREP;

Οι νέες αποφάσεις SREP έχουν εξορθολογιστεί περαιτέρω, με έμφαση στους σημαντικότερους κινδύνους και εποπτικά μέτρα, ούτως ώστε οι εποπτικές ανησυχίες να μεταδίδονται με σαφήνεια στις τράπεζες.

Η μορφή των αποφάσεων SREP για το 2025 αναθεωρήθηκε ώστε να βελτιωθεί η σαφήνεια και η εστίασή τους. Οι βασικές ανησυχίες που εντοπίστηκαν και οι εφαρμοστέες απαιτήσεις θα διατυπώνονται σε ειδικές ενότητες της νέας απόφασης SREP. Οι απαιτήσεις και οι συστάσεις ποιοτικού χαρακτήρα θα παρουσιάζονται σε σχετικό παράρτημα, επιτρέποντας στις τράπεζες να εντοπίζουν γρήγορα τις βασικές ενέργειες ενώ θα εξακολουθούν να έχουν πρόσβαση σε διεξοδική επεξήγηση των εποπτικών προσδοκιών. Σε κάθε περίπτωση υπενθυμίζεται στις τράπεζες ότι πρέπει να δίνουν εγκαίρως συνέχεια σε τυχόν εποπτικές ενέργειες που κοινοποιούνται σε όλη τη διάρκεια του έτους.

Σκοπός αυτής της νέας μορφής είναι να ενισχυθεί η διαφάνεια και να απλοποιηθεί και να γίνει πιο εύκολη η κατανόηση των αποτελεσμάτων της SREP. Δεν σημαίνει ότι αλλάζει το επίκεντρο του εποπτικού έργου ή ότι μειώνεται η εποπτεία. Ως αποτέλεσμα αυτής της αναθεωρημένης μορφής, θα σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε «εκτελεστικές επιστολές» ως συνοδευτικά έγγραφα των αποφάσεων SREP. Οι συναντήσεις εποπτικού διαλόγου θα λειτουργούν συμπληρωματικά σε αυτήν την επικοινωνία, παρέχοντας περαιτέρω λεπτομέρειες που οι τράπεζες ενθαρρύνονται να κοινοποιούν στα διοικητικά συμβούλια τους.

Πώς αλλάζουμε τις ενέργειες που αναλαμβάνουμε ως απάντηση στα εποπτικά ευρήματα;

Αναπτύξαμε μια νέα κλιμακωτή προσέγγιση όσον αφορά τις ενέργειες που αναλαμβάνουμε βάσει των εποπτικών ευρημάτων και την παρακολούθηση της εφαρμογής εποπτικών μέτρων. Αυτή η προσέγγιση θα βοηθήσει τους επόπτες να επικεντρώνονται στα σημαντικότερα ζητήματα και να διαχειρίζονται ευκολότερα τις ενέργειες που αναλαμβάνονται ως απάντηση σε ευρήματα χαμηλής σοβαρότητας. Αυτό σημαίνει ότι:

  • τα λιγότερο σοβαρά ευρήματα (όλα τα ευρήματα F1 και τα περισσότερα ευρήματα F2) θα αντιμετωπίζονται κατά κανόνα με τη μορφή «υπενθυμίσεων αντιμετώπισης» (συστάσεις) ή «υπενθυμίσεων συμμόρφωσης» (υποχρεώσεις) σχετιζόμενων με διερευνήσεις εσωτερικών υποδειγμάτων. Προκειμένου να διορθώσουν τα ζητήματα που διαπιστώνονται, οι τράπεζες πρέπει απλώς να επιβεβαιώσουν ότι έχουν λάβει επαρκή μέτρα για να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση και, ως εκ τούτου, δεν θα χρειαστεί να υποβάλουν περαιτέρω έγγραφα τεκμηρίωσης. Ωστόσο, θα πρέπει να διατηρούν, για περίοδο πέντε ετών, όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίστηκαν καταλλήλως, σε περίπτωση μελλοντικών εκ των υστέρων δειγματοληπτικών ελέγχων. Τα μέτρα για τα ευρήματα F1 και F2 θα περιλαμβάνουν τυποποιημένη διατύπωση και προκαθορισμένη προθεσμία, εκτός εάν η μεικτή εποπτική ομάδα αποφασίσει διαφορετικά.
  • Για σοβαρά ευρήματα (F3 και F4), οι μεικτές εποπτικές ομάδες θα συνεχίσουν την τακτική παρακολούθησή τους.
  • Η εξωτερική διαδικτυακή πύλη μας θα επιτρέπει στις τράπεζες να έχουν πρόσβαση στην κατάσταση όλων των ευρημάτων και των μέτρων ανά πάσα στιγμή.

Οι τράπεζες θα είναι υπεύθυνες για την αντιμετώπιση των ζητημάτων χαμηλής σοβαρότητας που διαπιστώνονται εφαρμόζοντας την κατάλληλη διαδικασία εσωτερικής διακυβέρνησης. Οι μεικτές εποπτικές ομάδες δεν θα εξετάζουν διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες αντιμετωπίζουν αυτά τα ευρήματα, μπορεί όμως να διενεργούν τυχαίους δειγματοληπτικούς ελέγχους. Σε περίπτωση που διαπιστωθούν διαφορές ως προς την πορεία των διορθωτικών μέτρων, οι μεικτές εποπτικές ομάδες θα τις λαμβάνουν υπόψη στις συνεχιζόμενες αξιολογήσεις τους και ενδέχεται, κατά περίπτωση, να διατυπώσουν εκ νέου συγκεκριμένα ευρήματα. Ανάλογα με τη φύση και την επανεμφάνιση του ζητήματος, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω εποπτικές ενέργειες ή, σε σοβαρότερες περιπτώσεις, σε μέτρα επιβολής συμμόρφωσης.

Τι έχει συμβεί μετά την τελευταία ανακοίνωση σχετικά με την αναθεωρημένη μεθοδολογία για με τις απαιτήσεις του Πυλώνα 2;

Από την τελευταία φορά που ανακοινώσαμε δημόσια την αναθεωρημένη μεθοδολογία για τις απαιτήσεις του Πυλώνα 2 (P2R) φέτος τον Μάρτιο, έχουν συμβεί πολλά. Διενεργήσαμε άσκηση ετοιμότητας με όλες τις ΜΕΟ για να επιβεβαιώσουμε ότι η μεθοδολογία επιτυγχάνει τους στόχους της απλούστευσης και της αποτελεσματικότητας, καθώς και της μεγαλύτερης ευαισθησίας ως προς τον κίνδυνο σε σχέση με τους κινδύνους του Πυλώνα 2, δηλ. τους κινδύνους που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς στον Πυλώνα 1. Τα αποτελέσματα της άσκησης ήταν ικανοποιητικά και η μεθοδολογία θα εφαρμοστεί στον κύκλο της SREP του 2026.

Τι μάθαμε από την άσκηση ετοιμότητας; Θα αλλάξουν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις;

Τα σχόλια των εποπτικών αρχών επιβεβαιώνουν ότι η νέα μεθοδολογία είναι απλούστερη και ευκολότερη στην εφαρμογή της σε σχέση με την προηγούμενη προσέγγιση και εξακολουθεί να διασφαλίζει ότι οι απαιτήσεις P2R καθορίζονται σύμφωνα με την αξιολόγηση κινδύνου στο πλαίσιο της SREP. Δεν θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο εξετάζουμε και αξιολογούμε τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι επιμέρους τράπεζες.

Καθώς η αναθεωρημένη μεθοδολογία εξακολουθεί να συνδέεται στενά με τις αξιολογήσεις κινδύνων στο πλαίσιο της SREP, αντανακλώντας την εποπτική μας άποψη για το προφίλ κινδύνου κάθε τράπεζας, δεν αναμένουμε ότι θα οδηγήσει σε απότομες μεταβολές των κεφαλαιακών απαιτήσεων για το σύστημα. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του Πυλώνα 2 για τις ευρωπαϊκές τράπεζες θα συνεχίσουν να αντανακλούν τα προφίλ κινδύνου των επιμέρους τραπεζών και τους εσωτερικούς ελέγχους που αυτές έχουν θεσπίσει για την αντιμετώπιση αυτών των κινδύνων.

Τι σημαίνει στην πράξη η μετάβαση στη νέα μεθοδολογία για τις τράπεζες;

Η αναθεωρημένη μεθοδολογία θα εφαρμοστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας SREP, το αποτέλεσμα της οποίας παραμένει ο κύριος δίαυλος κοινοποίησης των εποπτικών προσδοκιών και απαιτήσεων στις τράπεζες. Ενώ η προσέγγιση για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων P2R αλλάζει, οι τράπεζες θα συνεχίσουν να λαμβάνουν σαφείς πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι επιμέρους αξιολογήσεις κινδύνων συμβάλλουν στο τελικό αποτέλεσμα.

Η μετάβαση στη νέα μεθοδολογία θα διευκολύνει τις τράπεζες να κατανοήσουν τα αποτελέσματα του Πυλώνα 2 και να αναλάβουν την απαιτούμενη δράση.

Πότε θα εφαρμοστεί η νέα μεθοδολογία των απαιτήσεων του Πυλώνα 2;

Η ΕΚΤ θα εφαρμόσει τη νέα μεθοδολογία από τον κύκλο της SREP του 2026. Περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την αναθεωρημένη μεθοδολογία P2R δημοσιεύθηκαν πρόσφατα εδώ. Οι απαιτήσεις P2R βάσει της νέας μεθοδολογίας θα τεθούν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2027.

Πώς ενσωματώνει η αναθεωρημένη μεθοδολογία P2R τις συστάσεις της έκθεσης της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τη SREP του 2023;

Το Εποπτικό Συμβούλιο αποφάσισε να επανεξετάσει τη μεθοδολογία P2R στο πλαίσιο της ευρύτερης μεταρρύθμισης της SREP, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις ανεξάρτητης ομάδας εμπειρογνωμόνων που δημοσιεύθηκαν το 2023 προκειμένου να καταστεί απλούστερη και πιο αξιόπιστη.

Η εφαρμογή της αναθεωρημένης μεθοδολογίας είναι αποτελεσματική και πολύ απλούστερη, όπως επιβεβαιώθηκε σε άσκηση ετοιμότητας των εποπτικών αρχών. Οι βαθμολογίες SREP, οι οποίες αποτελούν τη μεγαλύτερη δύναμη της εποπτικής μεθοδολογίας μας, παραμένουν το σημείο εκκίνησης για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων P2R και η νέα μεθοδολογία εξακολουθεί να διασφαλίζει ότι οι ουσιώδεις κίνδυνοι που δεν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται επαρκώς από τον Πυλώνα 1 μπορούν να έχουν πολύ άμεσο αντίκτυπο στην επακόλουθη απαίτηση P2R. Η χρήση κρίσης εξακολουθεί να αποτελεί πυλώνα της μεθοδολογίας, αλλά περιορίζεται και υπόκειται σε επανεξέταση από τη δεύτερη γραμμή άμυνας.

Επιπροσθέτως, η νέα μεθοδολογία P2R δεν βασίζεται πλέον σε δεδομένα της ICAAP. Ωστόσο, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας της ICAAP εξακολουθεί να ενσωματώνεται στις αξιολογήσεις SREP όσον αφορά τα επιχειρηματικά μοντέλα, την εσωτερική διακυβέρνηση, τους ελέγχους κινδύνων και τη συνολική διαχείριση κινδύνων και, ως εκ τούτου, μπορεί να έχει αντίκτυπο στις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Αυτό ανταποκρίνεται ειδικότερα στη σύσταση 2.3 της έκθεσης της ομάδας εμπειρογνωμόνων του 2023.

Επιπλέον, η νέα μεθοδολογία θα επιτρέψει να επηρεάζονται πιο άμεσα οι κεφαλαιακές απαιτήσεις του Πυλώνα 2 σε περίπτωση που οι δυνητικές μακροχρόνιες αδυναμίες, όπως αυτές που σχετίζονται με τους εσωτερικούς ελέγχους ή τα ζητήματα διακυβέρνησης, δεν επιλύονται άμεσα και άλλα εποπτικά μέτρα αποδεικνύονται ανεπαρκή, σύμφωνα με τη σύσταση 3.2 της ομάδας εμπειρογνωμόνων.

Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων