- ΔΕΛΤΊΟ ΤΎΠΟΥ
Η ΕΚΤ διατηρεί σταθερές τις κεφαλαιακές απαιτήσεις το 2024, επανεστιάζει τις εποπτικές προτεραιότητες
19 Δεκεμβρίου 2023
- Τα αποτελέσματα της SREP δείχνουν ότι οι τράπεζες έχουν εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας και αυξημένη κερδοφορία.
- Η εσωτερική διακυβέρνηση, η διαχείριση κινδύνων και ο κεφαλαιακός προγραμματισμός παραμένουν βασικοί τομείς ανάληψης εποπτικής δράσης λόγω της επιδείνωσης των προοπτικών κινδύνου.
- Η συνολική μέση βαθμολογία SREP παραμένει σε γενικές γραμμές αμετάβλητη και οι απαιτήσεις του Πυλώνα 2 για το κεφάλαιο CET1 καθορίζονται σε 1,2% κατά μέσο όρο, έναντι 1,1% το 2023.
- Οι συνολικές απαιτήσεις και κατευθύνσεις για το κεφάλαιο CET1 αυξήθηκαν από 10,7% σε 11,1%, αντανακλώντας την επίδραση των μακροπροληπτικών πολιτικών.
- Οι εποπτικές προτεραιότητες προσαρμόστηκαν ώστε να εστιάσουν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας στις βραχυπρόθεσμες προοπτικές κινδύνου, στη βελτίωση της διακυβέρνησης και της διαχείρισης κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων και στην επίτευξη περαιτέρω προόδου ως προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) δημοσίευσε σήμερα τα αποτελέσματα της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP) για το 2023 και τις εποπτικές προτεραιότητές της για την περίοδο 2024-26.
Η SREP αποτελεί βασική δραστηριότητα των ευρωπαϊκών αρχών τραπεζικής εποπτείας, η οποία τους επιτρέπει να αξιολογούν τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες και τον τρόπο με τον οποίο τους διαχειρίζονται. Με βάση τα αποτελέσματα της SREP, η ΕΚΤ προσδιορίζει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και εκδίδει μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα για να διορθωθούν οι ανεπάρκειες της κάθε τράπεζας. Το αποτέλεσμα της SREP λαμβάνεται επίσης υπόψη στις εποπτικές προτεραιότητες της ΕΚΤ για την επόμενη τριετία.
Ο τραπεζικός τομέας της ζώνης του ευρώ εξακολούθησε να είναι εύρωστος και ανθεκτικός το 2023. Κατά μέσο όρο, οι τράπεζες διατήρησαν εύρωστες θέσεις κεφαλαίου και ρευστότητας, σε επίπεδο πολύ υψηλότερο από τις κανονιστικές απαιτήσεις. Η κερδοφορία των τραπεζών επανήλθε σε επίπεδα που δεν είχαν καταγραφεί εδώ και πάνω από μια δεκαετία, ενισχύοντας την ικανότητά τους να αντεπεξέρχονται σε εξωτερικές διαταραχές, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ του 2023.
Οι υποτονικές μακροοικονομικές προοπτικές, ωστόσο, και οι αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης παραμένουν πηγή κινδύνου για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Η ταχεία αύξηση των επιτοκίων συνέβαλε στην ενίσχυση της συνολικής κερδοφορίας των τραπεζών, αλλά αυτή η επίδραση θα μειωθεί καθώς οι τράπεζες θα μετακυλίουν τα υψηλότερα επιτόκια στους καταθέτες. Ταυτόχρονα, τα υψηλότερα επιτόκια συνέβαλαν στον πιστωτικό κίνδυνο, τον κίνδυνο αποτίμησης και τον κίνδυνο ρευστότητας. Η αναταραχή στις αγορές τον Μάρτιο του 2023 επισήμανε ακριβώς πόσο σημαντική είναι για τον τραπεζικό τομέα η αποτελεσματική διαχείριση του κινδύνου επιτοκίου.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μέση βαθμολογία SREP παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερή σε 2,6 (με εύρος από 1 έως 4), καθώς η βαθμολογία του 70% των τραπεζών ήταν ίδια όπως και το 2022, η βαθμολογία του 14% των τραπεζών επιδεινώθηκε και η βαθμολογία του 15% των τραπεζών βελτιώθηκε.
Η ΕΚΤ ενέτεινε τις προσπάθειές της προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες ανέλαβαν δράση για την αντιμετώπιση των ευρημάτων που παρέμεναν σε εκκρεμότητα και των μέτρων που τους είχαν επιβληθεί. Εξέδωσε μέτρα ποιοτικού χαρακτήρα, βασική συνιστώσα της εποπτικής εργαλειοθήκης της, πρωτίστως για να αντιμετωπίσει τις ανεπάρκειες που σχετίζονται με την εσωτερική διακυβέρνηση, τη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου και τον κεφαλαιακό προγραμματισμό. Οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν να δίδουν ιδιαίτερη προσοχή στην εσωτερική διακυβέρνηση, καθώς σε τρεις στις τέσσερις τράπεζες έχουν επιβληθεί μέτρα για την αντιμετώπιση ανεπαρκειών σε αυτόν τον τομέα. Το μεταβαλλόμενο μακροχρηματοπιστωτικό περιβάλλον οδήγησε σε σημαντική αύξηση των μέτρων που εκδόθηκαν για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος ρευστότητας και ο κίνδυνος επιτοκίου στο τραπεζικό χαρτοφυλάκιο.
Στη διάρκεια του κύκλου του 2023, οι εποπτικές αρχές κατέβαλαν προσπάθειες για να κατανοήσουν καλύτερα τους παράγοντες που οδηγούν σε αδύναμα επιχειρηματικά μοντέλα. Παρατήρησαν ότι οι επαναλαμβανόμενες διαρθρωτικές αδυναμίες μπορούν να αποδοθούν στον κακό στρατηγικό προγραμματισμό και στην ανεπαρκή διαφοροποίηση, παράγοντες που επιτείνονται από τις ανεπάρκειες στην εσωτερική διακυβέρνηση.
Μετά από αυτήν την αξιολόγηση, η απαίτηση του Πυλώνα 2 (Pillar 2 requirement – P2R) ανά τράπεζα για το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 – CET1) αυξήθηκε ελαφρώς κατά μέσο όρο από 1,1% σε περίπου 1,2% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού (risk-weighted assets – RWA). Η P2R περιλαμβάνει πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για μοχλευμένη χρηματοδότηση υψηλού κινδύνου για οκτώ τράπεζες και πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα για 20 τράπεζες.
Οι συνολικές απαιτήσεις και οι μη δεσμευτικές κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 σε ό,τι αφορά το κεφάλαιο CET1 αυξήθηκαν κατά μέσο όρο σε 11,1%, έναντι 10,7% το 2023. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι αρκετές χώρες εισήγαγαν εκ νέου ή αύξησαν τα αντικυκλικά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας τους και, σε μικρότερο βαθμό, στο γεγονός ότι σημειώθηκαν αλλαγές στο προφίλ κινδύνων και στις πρόσθετες κεφαλαιακές απαιτήσεις για μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Οι συνολικές απαιτήσεις και οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 σε ό,τι αφορά το συνολικό κεφάλαιο αυξήθηκαν ελαφρώς σε 15,5% των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού, από 15,1% στον κύκλο της SREP του 2022.
Η ΕΚΤ, για πρώτη φορά, εφάρμοσε απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης σε έξι τράπεζες με ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης. Αυτή η υποχρεωτική απαίτηση διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 10 μονάδες βάσης και εφαρμόζεται επιπλέον της ελάχιστης δεσμευτικής απαίτησης για δείκτη μόχλευσης 3% για όλες τις τράπεζες. Η ΕΚΤ απέδωσε επίσης κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης σε επτά τράπεζες.
Επιπλέον, η ΕΚΤ επέβαλε μέτρα ενίσχυσης ρευστότητας ποσοτικού χαρακτήρα σε τρεις τράπεζες, απαιτώντας ελάχιστες περιόδους επιβίωσης και κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας ρευστότητας ανά νόμισμα.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ επανεστίασε ελαφρώς τις εποπτικές προτεραιότητές της για την επόμενη τριετία. Προκειμένου να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών σε άμεσες μακροχρηματοπιστωτικές και γεωπολιτικές διαταραχές (Προτεραιότητα 1), η ΕΚΤ θα ζητήσει από τις τράπεζες να αντιμετωπίσουν τις ελλείψεις στα πλαίσια ενεργητικού και παθητικού που εφαρμόζουν, καθώς και στη διαχείριση πιστωτικού κινδύνου και πιστωτικού κινδύνου αντισυμβαλλομένου. Οι τράπεζες πρέπει επίσης να επιταχύνουν την αποτελεσματική διόρθωση των ελλείψεων όσον αφορά την εσωτερική διακυβέρνηση και τη διαχείριση των κλιματικών και περιβαλλοντικών κινδύνων (Προτεραιότητα 2). Επιπλέον, πρέπει να σημειώσουν περαιτέρω πρόοδο ως προς τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και τη δημιουργία εύρωστων πλαισίων επιχειρησιακής ανθεκτικότητας (Προτεραιότητα 3).
Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στον κ. Andrea Zizola, τηλ: +49 69 1344 6551.
Σημειώσεις
- H SREP είναι ετήσια άσκηση κατά την οποία οι εποπτικές αρχές εξετάζουν τους κινδύνους των τραπεζών και προσδιορίζουν τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις για κάθε τράπεζα (επιπλέον του νομίμως απαιτούμενου ελάχιστου κεφαλαίου). Η SREP αξιολογεί τέσσερα βασικά στοιχεία: τη βιωσιμότητα και διατηρησιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων, την επάρκεια της εσωτερικής διακυβέρνησης και της διαχείρισης κινδύνου, τους κινδύνους για το κεφάλαιο και τους κινδύνους για τη ρευστότητα και τη χρηματοδότηση. Σε κάθε στοιχείο αποδίδεται βαθμολογία από 1 έως 4 (όπου 1 είναι η καλύτερη βαθμολογία και 4 είναι η χειρότερη). Στη συνέχεια οι βαθμολογίες αυτές συνδυάζονται για να προκύψει η συνολική βαθμολογία (η οποία επίσης κυμαίνεται από 1 έως 4).
- Ο κύκλος αξιολόγησης SREP του 2023 βασίστηκε γενικά σε στοιχεία τέλους έτους για το 2022. Οι αποφάσεις που απορρέουν από την αξιολόγηση SREP του 2023 ισχύουν για το 2024.
- Το κεφάλαιο που θα πρέπει να διακρατούν οι τράπεζες ως αποτέλεσμα της SREP αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτο μέρος είναι η απαίτηση του Πυλώνα 2 (P2R), που καλύπτει κινδύνους που υποεκτιμώνται ή δεν καλύπτονται από τον Πυλώνα 1. Το δεύτερο μέρος είναι οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 (P2G), οι οποίες υποδεικνύουν το επίπεδο κεφαλαίου που θα πρέπει να διακρατεί μια τράπεζα ώστε να διαθέτει επαρκές απόθεμα ασφαλείας για την αντιμετώπιση ακραίων καταστάσεων (όπως αξιολογείται, πιο συγκεκριμένα, με βάση το δυσμενές σενάριο των εποπτικών ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων). Ενώ η P2R είναι δεσμευτική και οι παραβάσεις μπορούν να έχουν άμεσες νομικές συνέπειες για τις τράπεζες, οι P2G δεν είναι δεσμευτικές.
- Η P2R δεν περιλαμβάνει τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης, ο οποίος καλύπτεται από την απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης. Η απαίτηση του Πυλώνα 2 για τον δείκτη μόχλευσης υπολογίζεται ως το ποσοστό του μέτρου του ανοίγματος του δείκτη μόχλευσης, το οποίο περιλαμβάνει τα στοιχεία ενεργητικού και τα στοιχεία εκτός ισολογισμού μιας τράπεζας, ανεξάρτητα από τον βαθμό κινδύνου τους. Είναι επομένως μια μη βασιζόμενη σε κίνδυνο απαίτηση.
- Ως συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις και κατευθύνσεις νοούνται η απαίτηση του Πυλώνα 1 + η απαίτηση του Πυλώνα 2 + η συνδυαστική απαίτηση για τα αποθέματα ασφαλείας + οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2. Βλ. την Εποπτική Μεθοδολογία για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τη σύνθεση της ιεραρχικής δομής κεφαλαίου. Όλα τα αριθμητικά στοιχεία καταγράφονται ως ποσοστά των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο στοιχείων ενεργητικού.
- Οι συνδυαστικές απαιτήσεις για τα αποθέματα ασφαλείας περιλαμβάνουν το απόθεμα ασφαλείας διατήρησης κεφαλαίου, το αντικυκλικό απόθεμα ασφαλείας και τα συστημικά αποθέματα ασφαλείας (όπου τα συστημικά αποθέματα ασφαλείας περιλαμβάνουν αποθέματα ασφαλείας για τα παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα, άλλα συστημικώς σημαντικά ιδρύματα και τον συστημικό κίνδυνο). Πρόκειται για νομικές απαιτήσεις που καθορίζονται από την οδηγία σχετικά με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις της ΕΕ (CRD IV) ή από τις εθνικές αρχές.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας
- Sonnemannstrasse 20
- 60314 Frankfurt am Main, Germany
- +49 69 1344 7455
- media@ecb.europa.eu
Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.
Εκπρόσωποι Τύπου