Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Εισαγωγικές δηλώσεις στο πλαίσιο της ετήσιας συνέντευξης Τύπου σχετικά με την Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ

Danièle Nouy, Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, και Sabine Lautenschläger, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ και Αντιπρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Φρανκφούρτη, 7 Φεβρουαρίου 2018

Danièle Nouy, Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ

Τι επιφυλάσσει το 2018 για τις τράπεζες και τις εποπτικές τους αρχές; Είναι δύσκολο να απαντήσει κανείς σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση, εκτός και αν έχει μαντικές ικανότητες. Ωστόσο, δύο πράγματα φαίνονται βέβαια. Πρώτον, οι τράπεζες εξακολουθούν να βρίσκονται ενώπιον αρκετών προκλήσεων και, δεύτερον, το 2018 αποτελεί ιδανική ευκαιρία για να τις αντιμετωπίσουν.

Και αυτό, για τέσσερις λόγους:

  • Πρώτον, η πορεία της οικονομίας της ζώνης του ευρώ είναι ικανοποιητική έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια ανάπτυξης με ευρεία βάση σε διάφορες χώρες και τομείς.
  • Δεύτερον, η εξέλιξη της τεχνολογίας συνεχίζεται, με ιδιαίτερη έμφαση στην ψηφιοποίηση. Οι τράπεζες έχουν έτσι την ευκαιρία να αυξάνουν τα έσοδα και να μειώνουν το κόστος.
  • Τρίτον, η Βασιλεία ΙΙΙ έχει ολοκληρωθεί. Οι συνθήκες λοιπόν έχουν γίνει πιο σταθερές για τις τράπεζες, ακόμη και σε ό,τι αφορά το κανονιστικό πλαίσιο. Θα ήθελα ωστόσο να επισημάνω ότι η Βασιλεία III δεν έχει ακόμη τεθεί σε εφαρμογή.
  • Και, τέταρτον, το 2018 θα είναι ο τέταρτος χρόνος της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας· η φάση οικοδόμησης έχει σαφώς ολοκληρωθεί. Το εποπτικό πλαίσιο είναι πλέον σταθερό και προβλέψιμο, γεγονός που θα πρέπει να καταστήσει το έργο των τραπεζών πιο εύκολο.

Άρα, οι συνθήκες είναι ευνοϊκές. Οι τράπεζες έχουν κάνει σημαντικά βήματα προόδου και έχουν γίνει πιο ανθεκτικές. Ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) των σημαντικών ιδρυμάτων έχει αυξηθεί κατά περισσότερες από 270 μονάδες βάσης από τα τέλη του 2014 μέχρι το γ΄ τρίμηνο του 2017, κατά το οποίο διαμορφώθηκε στο 14,3%. Η κερδοφορία έχει επίσης σημειώσει αύξηση, αν και από χαμηλότερο επίπεδο.

Η κατάσταση βελτιώνεται, αλλά χρειάζεται ακόμη να γίνουν πολλά. Υπάρχουν δύο ζητήματα τα οποία θεωρώ ότι πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα για διάφορες τράπεζες: αύξηση της κερδοφορίας και εξυγίανση των ισολογισμών. Τα δύο αυτά ζητήματα φυσικά συνδέονται.

Θα ήθελα να ξεκινήσω πρώτα από το γενικότερο ζήτημα. Σε ό,τι αφορά την κερδοφορία, οι ευρωπαϊκές τράπεζες προσαρμόστηκαν με βραδύτερο ρυθμό στον αντίκτυπο της κρίσης. Ας πάρουμε το παράδειγμα των τραπεζών των ΗΠΑ. Αν τις συγκρίνουμε με τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ενώ τα κέρδη τους σημείωσαν μεγαλύτερη πτώση στη διάρκεια της κρίσης, η ανάκαμψή τους ήταν ταχύτερη. Ο δείκτης αποδοτικότητας των ίδιων κεφαλαίων των τραπεζών στη ζώνη του ευρώ έχει σε γενικές γραμμές βελτιωθεί. Εξακολουθεί όμως να βρίσκεται σε χαμηλό επίπεδο σε ορισμένες τράπεζες, προκαλώντας ανησυχίες σχετικά με την ικανότητά τους να καλύπτουν το κόστος των ίδιων κεφαλαίων τους σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Η έλλειψη κερδοφορίας αποτελεί πράγματι παράγοντα ανησυχίας, καθώς μόνο οι τράπεζες που πραγματοποιούν αρκετά κέρδη θα είναι σε θέση να στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη και να εξακολουθούν να σχηματίζουν κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Αυτές οι ευνοϊκότερες οικονομικές συνθήκες και η επιθυμία για ταχύτερη αύξηση των κερδών δεν θα πρέπει όμως να οδηγούν τις τράπεζες στην αναζήτηση υψηλών αποδόσεων.

Είναι σαφές ότι οι τράπεζες θα πρέπει να βρουν τρόπους να αυξήσουν την κερδοφορία τους χωρίς την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων. Εννοείται βέβαια ότι δεν υπάρχει μια πανομοιότυπη λύση για όλες τις τράπεζες. Κάθε τράπεζα έχει τη δική της ιστορία και χρειάζεται τη δική της στρατηγική. Πρέπει όμως να διαθέτει στρατηγική. Εάν εξετάσουμε προσεκτικά τις περιπτώσεις επιτυχημένων και λιγότερο επιτυχημένων τραπεζών, ένα στοιχείο ξεχωρίζει και αυτό θα μπορούσε να ονομαστεί «στρατηγική καθοδήγηση». Με δυο λόγια, η στρατηγική καθοδήγηση αναφέρεται στην ικανότητα της διοίκησης να χαράζει πορεία προς την επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων μιας τράπεζας και αφορά πτυχές, όπως οι αποτελεσματικές διαδικασίες και η ορθή διακυβέρνηση. Όσες τράπεζες την κατέχουν καλά έχουν κατά μέσο όρο υψηλότερη κερδοφορία.

Οι τράπεζες αναπόφευκτα πλέουν και σε ταραγμένα νερά. Πρέπει να κρατούν σταθερό το πηδάλιο· χρειάζονται ορθές διαδικασίες στρατηγικής και ισχυρή διακυβέρνηση, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης κινδύνων. Στο πλαίσιο των αναλύσεων που διενεργούμε στις τράπεζες διαπιστώνουμε διάφορα ζητήματα.

Συνολικά, μία από τις μεγαλύτερες αδυναμίες μέχρι σήμερα αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες ορίζουν την τιμή των δανείων, δηλαδή το πλαίσιο τιμολόγησης των δανείων τους. Σε πολύ γενικές γραμμές, το πλαίσιο αυτό πρέπει να είναι ολοκληρωμένο. Πρέπει να καλύπτει όλους τους επιχειρηματικούς τομείς, όλα τα σχετικά έξοδα και κινδύνους, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργικών εξόδων, και θα πρέπει να αφορά ολόκληρο τον όμιλο.

Εν συντομία, οι τράπεζες θα πρέπει να καταστούν ικανές να βελτιώσουν την κερδοφορία τους. Όποιες και αν είναι οι ενέργειες που θα αναλάβουν προς τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να επιτύχουν την ισορροπία μεταξύ των κινδύνων και των αποδόσεων. Αναμένουμε λοιπόν από τις τράπεζες να επενδύσουν σε μια ισχυρή διαχείριση κινδύνων. Και βέβαια πρέπει να μειώσουν τα έξοδά τους, αλλά όχι από τη διαχείριση κινδύνων.

Ορισμένες τράπεζες πρέπει να καταβάλλουν πιο πολλές προσπάθειες για να αποκαταστήσουν την κερδοφορία τους. Συγκεκριμένα, πρέπει να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους. Το γ΄ τρίμηνο του 2017, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανέρχονταν σε 760 δισεκ. ευρώ. Είναι αλήθεια ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν τα τελευταία έτη κατά 200 δισεκ. ευρώ περίπου. Εξακολουθούν όμως σαφώς να αποτελούν μείζον ζήτημα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια οδηγούν σε μείωση των κερδών, αποτρέπουν τη διοχέτευση πόρων σε πιο παραγωγικές χρήσεις και εμποδίζουν τις τράπεζες να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία. Προκαλούν επίσης αβεβαιότητα η οποία, έμμεσα, μπορεί να επηρεάσει και τις ισχυρότερες τράπεζες.

Οι τράπεζες θα πρέπει να αξιοποιούν τις ευνοϊκές συνθήκες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Και οι συνθήκες σήμερα είναι ευνοϊκές. Δεν αποτελεί βιώσιμη λύση η μεταφορά των προβλημάτων που έχουν απομείνει από την κρίση σε μια επόμενη φάση επιβράδυνσης της οικονομίας. Μόλις η φάση επιβράδυνσης εκδηλωθεί, η διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δάνειων θα γίνει πολύ πιο δύσκολη για τις τράπεζες.

Για εμάς λοιπόν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν μείζον ζήτημα. Ακριβώς γι’ αυτό δημοσιεύσαμε πέρυσι ένα έγγραφο κατευθύνσεων που απευθύνεται στις τράπεζες για τον τρόπο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους. Επιπλέον, ναι μεν η εξυγίανση των ισολογισμών έπειτα από μια περίοδο κρίσης είναι ένα θέμα, είναι όμως άλλο θέμα η διατήρηση καθαρών ισολογισμών για φάσεις μελλοντικής επιβράδυνσης. Για αυτόν τον λόγο εκπονούμε επί του παρόντος ένα συμπλήρωμα του εγγράφου κατευθύνσεων της ΕΚΤ στο οποίο περιγράφεται με ποιον τρόπο και πότε οι τράπεζες θα πρέπει να σχηματίζουν προβλέψεις για τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Το σχέδιο συμπληρώματος τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, στο πλαίσιο της οποίας λήφθηκαν 500 περίπου σχόλια από 36 ενδιαφερόμενα μέρη. Τα περισσότερα σχόλια αφορούν το πεδίο εφαρμογής του συμπληρώματος και τη βαθμονόμησή του. Όλες οι παρατηρήσεις εξετάστηκαν διεξοδικά και, επί αυτής της βάσης, το συμπλήρωμα βρίσκεται πλέον σε φάση ολοκλήρωσης.

Μεταξύ άλλων, πρόκειται να μεταφέρουμε την ημερομηνία κατά την οποία θα τεθεί σε ισχύ το έγγραφο κατευθύνσεων για τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Επίσης, θα καταστήσουμε ακόμη πιο σαφές ότι θα ακολουθήσουμε μια προσέγγιση ανάλογα με την κάθε περίπτωση στο πλαίσιο του Πυλώνα 2. Το τελικό έγγραφο του συμπληρώματος θα δημοσιευθεί τον Μάρτιο και οι τράπεζες θα πρέπει να προετοιμαστούν για αυτό.

Οι τράπεζες θα πρέπει επίσης να προετοιμαστούν για την επερχόμενη άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων η οποία θα διενεργηθεί από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ). Η άσκηση αυτή θα αποτελέσει άλλη μια στιγμή αλήθειας για τις τράπεζες, καθώς θα καταδείξει τον πραγματικό βαθμό ανθεκτικότητας των ισολογισμών τους. Επιπλέον, επειδή τα αποτελέσματα της άσκησης της ΕΑΤ θα δημοσιευθούν, όχι μόνο οι εποπτικές αρχές αλλά και οι αγορές θα αναμένουν από τις τράπεζες να καλύψουν τις υστερήσεις κεφαλαίων που θα παρουσιάσουν.

Οι υγιείς ισολογισμοί έχουν καίρια σημασία για τη μείωση των κινδύνων και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στις τράπεζες. Έτσι, θα ληφθεί πιο εύκολα η απόφαση για τον τελικό πυλώνα της τραπεζικής ένωσης: το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Τα τελευταία χρόνια, οι τράπεζες έχουν σημειώσει κάποια πρόοδο ως προς τη μείωση των κινδύνων. Κατά την άποψή μου, θα μπορούσε να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα σε ό,τι αφορά το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων. Εκφράζω επομένως την ικανοποίησή μου για την πρόταση που κατέθεσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση. Επίσης, ενδέχεται το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων να συνοδεύεται από άλλον έναν έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού. Αυτό θα αποτελέσει άλλο ένα κίνητρο για τις τράπεζες προκείμενου να μειώσουν περαιτέρω τους κινδύνους.

Με το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία και τον ευρωπαϊκό μηχανισμό εξυγίανσης, η τραπεζική ένωση έχει πλέον σημειώσει μεγάλη πρόοδο. Ανοίγει έτσι ο δρόμος για έναν πραγματικά ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Αυτό είναι το όραμά μας για το μέλλον. Πολύ σύντομα, οι τράπεζες αναμένεται να αρχίσουν να αυξάνουν τις διασυνοριακές τους δραστηριότητες και να αποκομίζουν τα οφέλη από μια μεγάλη ευρωπαϊκή αγορά, η οποία είναι ενοποιημένη σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Σε ό,τι αφορά το 2018, θα ήθελα να στείλω το ακόλουθο μήνυμα: οι συνθήκες σήμερα δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερες. Οι τράπεζες θα πρέπει να αδράξουν αυτήν την ευκαιρία και να αντιμετωπίσουν όλες τις προκλήσεις τους.

Sabine Lautenschläger, Μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ και Αντιπρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ

Το 2018 θα είναι ο τέταρτος χρόνος δραστηριότητας της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας. Όπως ανάφερε και η Danièle Nouy, η φάση οικοδόμησης έχει ολοκληρωθεί· βρισκόμαστε πλέον σε κατάσταση σταθερής λειτουργίας. Σε κάθε περίπτωση, ο στόχος μας παραμένει ίδιος: να συμβάλλουμε στην ασφάλεια και την ευρωστία των τραπεζών.

Όμως, η ασφάλεια και η ευρωστία τους δεν εξαρτάται μόνο από μια ορθή εποπτεία. Εξαρτάται και από ένα ισχυρό κανονιστικό πλαίσιο. Όπως έχω επισημαίνει πολλές φορές στο παρελθόν, σε έναν κόσμο όπου η διασύνδεση μεταξύ των σημαντικών τραπεζών είναι μεγάλη, ένα ισχυρό κανονιστικό πλαίσιο πρέπει να έχει παγκόσμια διάσταση ως προς την εφαρμογή του. Εν προκειμένω, το 2017 έληξε με ένα θετικό γεγονός, την ολοκλήρωση της Βασιλείας ΙΙΙ.

Πρόκειται για ένα καλό νέο για τις τράπεζες, επειδή αποκαθιστά την ασφάλεια του κανονιστικού πλαισίου. Είναι καλό νέο για την οικονομία, επειδή συμβάλλει σε έναν σταθερό τραπεζικό τομέα που μπορεί να χρηματοδοτεί την ανάπτυξη. Και είναι ένα καλό νέο για τις εποπτικές αρχές, επειδή στηρίζει το έργο μας με ισχυρούς κανόνες.

Ως ένα παγκόσμιο πρότυπο, η Βασιλεία ΙΙΙ θα εφαρμοστεί σε διάφορες τράπεζες με διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα σε ποικίλα μακροοικονομικά και νομικά πλαίσια.

Εν προκειμένω, η Βασιλεία ΙΙΙ αποτελεί καλό συμβιβασμό. Λαμβάνει υπόψη τις διαφορές των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών και επιδιώκει να επιτύχει ισορροπία μεταξύ ευαισθησίας ως προς τον κίνδυνο και απλότητας. Αφενός οι τράπεζες είναι σε θέση να λαμβάνουν υπόψη την εμπειρία της κάθε τράπεζας ως προς τον κίνδυνο και να χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών τους απαιτήσεων και αφετέρου η Βασιλεία ΙΙΙ καθιερώνει δικλείδες ασφαλείας, όπως τα κατώτατα επίπεδα παραμέτρων κινδύνου (input floors) και τα κατώτατα επίπεδα κεφαλαιακών απαιτήσεων (output floors), τα οποία θα αποτρέψουν τη μείωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο. Επομένως, η Βασιλεία III δεν εξαλείφει την ευαισθησία ως προς τον κίνδυνο. Και αυτό είναι λογικό, κατά τη γνώμη μου, καθώς οι υπολογιζόμενες με βάση τον κίνδυνο κεφαλαιακές απαιτήσεις είναι αποτελεσματικές, δημιουργούν τα σωστά κίνητρα για τις επιχειρηματικές στρατηγικές των τραπεζών και τις οδηγούν να προσδιορίζουν, να μετρούν και να διαχειρίζονται τους κινδύνους τους με προσοχή.

Το επόμενο βήμα είναι πλέον να διασφαλισθεί ότι η Βασιλεία ΙΙΙ εφαρμόζεται πλήρως και έγκαιρα σε όλες τις χώρες. Η Βασιλεία ΙΙΙ θα συμβάλει αποτελεσματικά στη σταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος μόνον εάν εφαρμοστεί σε όλες τις χώρες.

Ένα εύρωστο πλαίσιο για τις υπολογιζόμενες με βάση τον κίνδυνο κεφαλαιακές απαιτήσεις αποτελεί ουσιώδες μέρος ενός σταθερού τραπεζικού συστήματος. Από τα εσωτερικά υποδείγματα που χρησιμοποιούν οι τράπεζες για τον υπολογισμό των κινδύνων θα πρέπει ούτως ή άλλως να προκύπτουν επαρκείς συντελεστές στάθμισης κινδύνου. Σε αυτό το σημείο, η ΕΚΤ διαδραματίζει κάποιον ρόλο. Όπως όλοι γνωρίζετε, έχει ξεκινήσει ένα σημαντικό πρόγραμμα για αυτόν τον σκοπό – η στοχευμένη αξιολόγηση εσωτερικών υποδειγμάτων ή TRIM, όπως αποκαλείται.

Η TRIM έχει τρεις στόχους:

  • πρώτον, να διασφαλίζει ότι τα εσωτερικά υποδείγματα που χρησιμοποιούν οι τράπεζες συμμορφώνονται με τα κανονιστικά πρότυπα,
  • δεύτερον, να διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού όσον αφορά την αντιμετώπιση των εσωτερικών υποδειγμάτων,
  • τρίτον, να διασφαλίζει ότι τα αποτελέσματα των εσωτερικών υποδειγμάτων καθορίζονται βάσει πραγματικών κινδύνων και όχι βάσει επιλογών όσον αφορά την ανάπτυξη υποδειγμάτων.

Όπως μπορείτε να φανταστείτε, η προσπάθεια που απαιτείται για την TRIM είναι τεράστια. Εντούτοις, έχουμε σημειώσει σημαντική πρόοδο. Μέχρι σήμερα, οι μισές από τις περίπου 200 προγραμματισμένες επιτόπιες αποστολές έχουν ξεκινήσει με επιτυχία. Η πρώτη φάση του προγράμματος ξεκίνησε το 2017 και θα διαρκέσει μέχρι το α΄ εξάμηνο του 2018. Σκοπός είναι η αξιολόγηση των εσωτερικών υποδειγμάτων που χρησιμοποιούν οι τράπεζες προκειμένου να εκτιμήσουν τον πιστωτικό κίνδυνο για τα χαρτοφυλάκια λιανικής τραπεζικής και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και τα εσωτερικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του κινδύνου αγοράς και του κινδύνου αντισυμβαλλομένου.

Χάρη στις επιτόπιες αποστολές που έχουν διενεργηθεί μέχρι σήμερα ήταν δυνατός ο εντοπισμός ορθών πρακτικών και αδυναμιών. Οι ελλείψεις που διαπιστώθηκαν ήταν συγκεκριμένες για κάθε τράπεζα, ορισμένες όμως τράπεζες επέδειξαν αδυναμίες με κοινά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, όσον αφορά τα εσωτερικά υποδείγματα που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση του πιστωτικού κινδύνου, διαπιστώσαμε ελλείψεις όσον αφορά την ποιότητα των στοιχείων, τον υπολογισμό των πραγματοποιηθεισών ζημιών και την αντιμετώπιση των ανοιγμάτων σε αθέτηση. Παρατηρήσαμε όμως επίσης ότι πολλές τράπεζες έχουν ήδη επενδύσει στην ενίσχυση της διακυβέρνησης των εσωτερικών τους υποδειγμάτων και της επικύρωσής τους.

Ταυτόχρονα, εκπονούμε την επικαιροποίηση του οδηγού της ΕΚΤ σχετικά με τα εσωτερικά υποδείγματα. Η επικαιροποίηση αυτή βασίζεται στις παρατηρήσεις που λάβαμε στο πλαίσιο της πρώτης έκδοσης του οδηγού και στις πληροφορίες που συγκεντρώνουμε από τις επιτόπιες αποστολές μας. Σκοπεύουμε επίσης να ζητήσουμε τη γνώμη των τραπεζών. Το πρώτο κεφάλαιο θα δημοσιευθεί προς διαβούλευση τους προσεχείς μήνες. Σε αυτό το μέρος του οδηγού διευκρινίζονται γενικά θέματα, όπως το πλαίσιο διακυβέρνησης των εσωτερικών υποδειγμάτων και η επικύρωσή τους.

Κυρίες και κύριοι, δεν έχουμε ακόμη αναφερθεί σε ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στην Ευρώπη και για την Ευρώπη. Πρόκειται για ένα ζήτημα που δεν αφορά μόνο τις τράπεζες, ωστόσο τις επηρεάζει: η έξοδος της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Brexit).

Οι τράπεζες πρέπει να προετοιμαστούν, γιατί το Brexit θα συμβεί, ακόμη και αν η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν συμφωνήσει να συζητήσουν το ενδεχόμενο μιας μεταβατικής περιόδου.

Ωστόσο, δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι όντως θα υπάρξει μεταβατική περίοδος.

Συνεπώς, οι προσδοκίες μας δεν έχουν αλλάξει: οι τράπεζες πρέπει να συνεχίσουν τις προετοιμασίες τους για οποιαδήποτε έκβαση, ακόμη και ενός «σκληρού» Brexit.

Όσες τράπεζες επιθυμούν να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους από το Ηνωμένο Βασίλειο στη ζώνη του ευρώ θα πρέπει να έχουν ήδη υποβάλει σχετική αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας. Στην αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει να την υποβάλουν το αργότερο μέχρι τα τέλη του β΄ τριμήνου του 2018.

Μέχρι σήμερα, οκτώ τράπεζες έχουν ήδη προβεί στις επίσημες διατυπώσεις προκειμένου να τους χορηγηθεί άδεια λειτουργίας, ενώ τέσσερις άλλες προγραμματίζουν να επεκτείνουν σημαντικά τις δραστηριότητές τους στη ζώνη του ευρώ.

Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε πολύ προσεκτικά τις διαπραγματεύσεις για το Brexit. Ανάλογα με την έκβαση των συνομιλιών σχετικά με τη μεταβατική περίοδο, μπορεί να συζητήσουμε με τις τράπεζες το ενδεχόμενο να τους δοθεί περισσότερος χρόνος προκειμένου να θέσουν σε εφαρμογή τα σχέδια μεταφοράς των δραστηριοτήτων τους. Θα συζητήσουμε όμως μόνο με τις τράπεζες που έχουν ήδη παρουσιάσει υψηλής ποιότητας και αξιόπιστα σχέδια για ομαλή λειτουργία. Και οι εν λόγω συζητήσεις θα καλύψουν, βεβαίως, μόνον τις πτυχές που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας των εποπτικών αρχών.

Και οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να προετοιμαστούν για το Brexit. Θα πρέπει και αυτές να υποβάλουν τις σχετικές αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις της εποπτικής αρχής του Ηνωμένου Βασιλείου, την Prudential Regulation Authority (PRA). Εκφράζουμε την ικανοποίησης μας για το γεγονός ότι η εποπτική αρχή του Ηνωμένου Βασιλείου αποσαφήνισε περαιτέρω την εποπτική της προσέγγιση. Οι τράπεζες θα μπορέσουν έτσι να προετοιμαστούν για τη μετά Brexit εποχή.

Στο πλαίσιο της προετοιμασίας τους για το Brexit, οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν κατά νου κάτι το οποίο επαναλαμβάνουμε συχνά: δεν θα ανεχτούμε ιδρύματα-βιτρίνες. Οι τράπεζες θα πρέπει να είναι «πραγματικές» τράπεζες εάν θέλουν να ασκήσουν δραστηριότητες στη ζώνη του ευρώ. Η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία θα παρακολουθεί προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες που θα μεταφερθούν στη ζώνη του ευρώ θα οργανώνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.

Αυτό που έχει σημασία για εμάς, τις εποπτικές αρχές, είναι ότι οι τράπεζες διατηρούν τον πλήρη έλεγχο όσον αφορά τους κινδύνους των ισολογισμών τους εντός της ζώνης του ευρώ. Οι τράπεζες πρέπει να αποκτήσουν επαρκείς ικανότητες σε τοπικό επίπεδο σε τομείς όπως η τιμολόγηση, η διαπραγμάτευση, η αντιστάθμιση κινδύνων και η διαχείριση κινδύνων.

Μόνο τότε θα θεωρούνται ικανές να ασκήσουν επαρκώς τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Αυτό αφορά μεταξύ άλλων και την άμεση πρόσβαση σε υποδομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς. Ως προς αυτό το θέμα, πρέπει να διαθέτουν μηχανισμούς διασφάλισης της επιχειρησιακής συνέχειας προκειμένου να εξασφαλισθεί η πρόσβαση στις υποδομές της χρηματοπιστωτικής αγοράς για όλες τις σχετικές κατηγορίες ανοιγμάτων.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι τράπεζες πρέπει να διατηρούν τον έλεγχο των κινδύνων τους. Επομένως αναμένουμε ότι οι τράπεζες που θα μεταφερθούν στη ζώνη του ευρώ θα είναι σε θέση να παράγουν πλήρη και ακριβή στοιχεία για τα υποδείγματα διαχείρισης συναλλαγών, τις στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνων και τα ανοίγματα εντός ομίλων. Οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ θα πρέπει επίσης να επανεξετάζουν και να δημοσιοποιούν τυχόν μεταβολές στα υποδείγματα διαχείρισης συναλλαγών στο πλαίσιο της διαρκούς εποπτικής διαδικασίας.

Κυρίες και κύριοι, το Brexit είναι μία από τις πολλές προκλήσεις ενώπιον των οποίων βρίσκονται σήμερα οι τράπεζες - προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουν όσο οι συνθήκες είναι ευνοϊκές.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας

Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.

Εκπρόσωποι Τύπου
Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων