Κατευθύνσεις του Πυλώνα 2
Οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 αποτελούν συγκεκριμένες συστάσεις ανά τράπεζα που υποδεικνύουν το επίπεδο του κεφαλαίου που η ΕΚΤ αναμένει ότι θα τηρούν οι τράπεζες πλέον των δεσμευτικών τους κεφαλαιακών απαιτήσεων, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορούν να απορροφήσουν τις δυνητικές ζημίες που προκύπτουν από τα δυσμενή σενάρια.
Οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 καθορίζονται στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process – SREP). Σε αντίθεση με την απαίτηση του Πυλώνα 2, δεν είναι νομικά δεσμευτικές. Η απαίτηση P2R δεν περιλαμβάνει τον κίνδυνο υπερβολικής μόχλευσης, ο οποίος καλύπτεται από τις κατευθύνσεις P2R για τον δείκτη μόχλευσης.
Πώς καθορίζουν οι εποπτικές αρχές τις κατευθύνσεις P2G για τις επιμέρους τράπεζες;
Το επίπεδο των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 για κάθε τράπεζα βασίζεται στις επιδόσεις της στο πλαίσιο των τακτικών ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ, οι οποίες εξετάζουν τον αντίκτυπο μιας οικονομικής διαταραχής στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών (δηλ. το επίπεδο των κεφαλαίων τους σε σχέση με το σταθμισμένο ως προς τον κίνδυνο ενεργητικό τους).
Από το 2021 η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ χρησιμοποιεί μια προσέγγιση κατηγοριοποίησης δύο σταδίων για τον καθορισμό των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 για τις επιμέρους τράπεζες. Η προσέγγιση αυτή διασφαλίζει ίσους όρους ανταγωνισμού, βελτιώνει τη συνέπεια και λαμβάνει υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε τράπεζας, ενώ παραμένει απλή ως προς τον σχεδιασμό της.
Στάδιο 1
Κατά το πρώτο στάδιο, οι εποπτικές αρχές κατατάσσουν τις τράπεζες σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες σύμφωνα με τη μείωση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας που σημειώνεται στην άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Κάθε κατηγορία διαθέτει αντίστοιχο εύρος τιμών για τις κατευθύνσεις P2G το οποίο επικαλύπτει την αμέσως προηγούμενη ή επόμενη κατηγορία προς αποφυγή ακραίων επιδράσεων (cliff effects).
Στάδιο 2
Κατά το δεύτερο στάδιο, οι εποπτικές αρχές καθορίζουν τις κατευθύνσεις P2G για κάθε τράπεζα εντός του εύρους τιμών της κατηγορίας, ή κατ’ εξαίρεση πέραν αυτού, λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη κατάσταση κάθε τράπεζας, όπως το προφίλ κινδύνου της και το έτος κατά το οποίο ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας άγγιξε το κατώτατο επίπεδό του στη διάρκεια της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Αυτό διασφαλίζει ότι η διαδικασία παραμένει ειδική για κάθε τράπεζα και εξασφαλίζει λογικές κατευθύνσεις P2G για τράπεζες με πολύ μεγάλη μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Εύρος τιμών των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 σε κάθε κατηγορία (2023)
Η προσέγγιση της κατηγοριοποίησης δημιουργεί σαφή σύνδεση μεταξύ των επιπέδων των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 και των αποτελεσμάτων των ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Ωστόσο, όπως δείχνει η γραφική παράσταση, οι κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 δεν ισούνται με τη μείωση του δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας μιας τράπεζας. Για παράδειγμα, μια τράπεζα της οποίας ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας υποχωρεί κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες θα ενταχθεί στην τρίτη κατηγορία και, ως εκ τούτου, θα της αποδοθούν πιθανώς κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 που δεν θα υπερβαίνουν το 2,75%.
Οι κατηγορίες και τα αντίστοιχα διαστήματα τιμών των κατευθύνσεων του Πυλώνα 2 δεν έχουν αλλάξει από το 2021.
Για τις τράπεζες που δεν συμμετέχουν στην άσκηση, οι εποπτικές αρχές καθορίζουν τις κατευθύνσεις του Πυλώνα 2 με βάση μια προσανατολισμένη προς το μέλλον αξιολόγηση της ανθεκτικότητας των τραπεζών και των δυνητικών επιδράσεων δυσμενών σεναρίων στη φερεγγυότητά της.