- ΣΥΝΈΝΤΕΥΞΗ
Συνέντευξη στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων
Συνέντευξη της Elizabeth McCaul, μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στον Γρηγόρη Σάββα, η οποία δημοσιεύθηκε στις 16 Ιουνίου 2021
16 Ιουνίου 2021
Έχει περάσει πάνω από ένας χρόνος από την εκδήλωση της πανδημίας του κορωνοϊού (COVID-19). Ποιες προκλήσεις διακρίνετε για τον ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα στο μέλλον; Ποιοι είναι οι βασικοί κίνδυνοι και ευπάθειες που αντιμετωπίζει;
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες επέδειξαν σημαντικό βαθμό ανθεκτικότητας στη διάρκεια της πανδημίας χάρη τόσο στα πρωτοφανή και συντονισμένα μέτρα δημόσιας πολιτικής όσο και στις προσπάθειες που καταβλήθηκαν για την ενίσχυση των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών τους μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση μέσω μεταρρυθμίσεων του κανονιστικού πλαισίου, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας της Τραπεζικής Εποπτείας της ΕΚΤ. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, εξακολουθούν να υφίστανται ορισμένες προκλήσεις. Οι δύο σημαντικότερες είναι η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού και η επίμονα χαμηλή κερδοφορία του τραπεζικού τομέα.
Αναφορικά με τις προκλήσεις για την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, η επερχόμενη σταδιακή άρση των κρατικών μέτρων στήριξης μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ). Επομένως, είναι σημαντικό οι τράπεζες να αναγνωρίζουν και να διαχειρίζονται τον πιστωτικό κίνδυνο με σύνεση και να αντιμετωπίζουν άμεσα τυχόν ανεπάρκειες. Αυτό αληθεύει ιδίως για τράπεζες εγκατεστημένες σε χώρες που εξαρτώνται από τομείς που αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ευπαθείς στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, όπως ο τομέας της εστίασης και παροχής καταλυμάτων ή των εμπορικών ακινήτων.
Αναφορικά με τη δεύτερη σημαντική πρόκληση, η διαθρωτικά χαμηλή κερδοφορία ήταν χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα εν γένει ακόμη και πριν από την πανδημία, υπογραμμίζοντας την ανάγκη των τραπεζών να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες ψηφιακού μετασχηματισμού και ενοποίησης. Οι τράπεζες πρέπει να υλοποιήσουν πρωτοβουλίες για να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρηματικών μοντέλων τους και να ενισχύσουν την αποδοτικότητα ως προς το κόστος, λαμβάνοντας υπόψη και ορισμένα από τα διδάγματα που αποκόμισαν από την αξιοποίηση της τεχνολογίας στη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν λόγω της πανδημίας.
Έχουν ειπωθεί πολλά για ένα νέο κύμα ΜΕΔ ως αποτέλεσμα της πανδημίας. Ποιες είναι οι ενδείξεις μέχρι στιγμής; Δεδομένου ότι οι τράπεζες κατάφεραν στην ουσία να μειώσουν τον δείκτη ΜΕΔ τους στη διάρκεια της πανδημίας, είναι δικαιολογημένοι οι φόβοι για μια νέα απότομη άνοδο των ΜΕΔ;
Πράγματι, ο δείκτης ΜΕΔ στη ζώνη του ευρώ υποχώρησε στη διάρκεια της πανδημίας. Αυτό ισχύει και για την Κύπρο, όπου, σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, ο δείκτης ΜΕΔ μειώθηκε σε 17,7% το δ΄ τρίμηνο του 2020, από 27,9% την ίδια περίοδο το 2019. Όμως, αναμένεται ότι τα ΜΕΔ θα αυξηθούν μόλις αποσυρθούν πλήρως τα μέτρα κρατικής στήριξης. Κατά κανόνα, αυτή η επίδραση θα εκδηλωθεί με κάποια υστέρηση και, λόγω της επικρατούσας αβεβαιότητας, είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο ακριβής χρόνος και το μέγεθος της αύξησης των ΜΕΔ. Είναι λοιπόν σημαντικό να εντοπιστούν εγκαίρως οι δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζουν οι δανειολήπτες ως προς την καταβολή των πληρωμών τους, ιδίως μόλις λήξουν τα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν λόγω της πανδημίας και η αναστολή πληρωμών. Η υλοποίηση ορθά σχεδιασμένων αναδιαρθρώσεων ως απάντηση σε τέτοιες καταστάσεις αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου το πλεονέκτημα του οποίου είναι ότι και τους δανειολήπτες βοηθά και τις ακραίες επιδράσεις (cliff effects) μπορεί να αποτρέψει. Για αυτόν τον λόγο η Τραπεζική Εποπτεία της ΕΚΤ επικεντρώνεται στην ανάγκη να ενισχυθεί η διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και να αναγνωρίζεται η υποβάθμιση της πιστωτικής ποιότητας και η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια.
Καθώς εξελισσόταν η πανδημία, απειλώντας ανθρώπινες ζωές και την οικονομία μας, απαντήσαμε με πρωτοφανή προληπτική εποπτική ευελιξία. Εξακολουθούμε να ενθαρρύνουμε τις τράπεζες να χρησιμοποιούν τα αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας ασφαλείας που διαθέτουν για τη χορήγηση δανείων και την απορρόφηση ζημιών. Δεν θα τις υποχρεώσουμε να ξεκινήσουν την αναπλήρωση των αποθεμάτων ασφαλείας τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2022. Ταυτόχρονα, ενθαρρύνουμε τις τράπεζες να τηρούν τις απαιτήσεις διαχείρισης πιστωτικού κινδύνου, για παράδειγμα να διαθέτουν άρτιες διαδικασίες προκειμένου να κάνουν διάκριση μεταξύ πρόσκαιρης και μόνιμης υποβάθμισης της πιστωτικής ποιότητας λόγω πανδημίας. Αυτό θα συμβάλει ώστε να αποφευχθεί η συσσώρευση νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς, κάτι το οποίο θα απειλούσε την οικονομική ανάκαμψη κατά την έξοδο από την πανδημία.
Πώς θα περιγράφατε την πορεία του τραπεζικού τομέα της Κύπρου στη διάρκεια της πανδημίας; Μπορούν οι κυπριακές τράπεζες να αντιμετωπίσουν ένα πιθανό νέο κύμα ΜΕΔ δεδομένων των υψηλών επιπέδων παλαιών ΜΕΔ;
Σε σύγκριση με την κρίση του 2013, οι κυπριακές τράπεζες είναι καλύτερα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν την αύξηση προβληματικών δανείων. Οι τράπεζες διαθέτουν σήμερα ισχυρότερες κεφαλαιακές θέσεις σε σύγκριση με την περίοδο αμέσως μετά την κρίση και έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στο να κάνουν τους ισολογισμούς τους πιο ανθεκτικούς. Σύμφωνα με στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, τα ΜΕΔ στην Κύπρο μειώθηκαν κατά 23,3 δισεκ. ευρώ από τον Δεκέμβριο του 2014 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020. Μολονότι τα πρώτα μέτρα αναστολής πληρωμών έληξαν στο τέλος του 2020, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εξακολουθούμε να διανύουμε μια περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας σχετικά με τις συνολικές επιπτώσεις της πανδημίας στους δανειολήπτες και επομένως και στους ισολογισμούς των τραπεζών. Δεν έχουμε ακόμη δει να εμφανίζονται στους ισολογισμούς τους οι ενδεχόμενες επιδράσεις από την πλήρη απόσυρση των μέτρων δημοσιονομικής στήριξης. Δεν γνωρίζουμε ακόμη αν ορισμένοι τομείς θα δυσκολευτούν περισσότερο από άλλους όταν η στήριξη δεν θα είναι πλέον διαθέσιμη. Όμως αυτό που γνωρίζουμε από την εμπειρία μας είναι ότι συνήθως οι ζημίες απομείωσης των δανειακών χαρτοφυλακίων εμφανίζονται μόνο με κάποια καθυστέρηση. Επίσης γνωρίζουμε ότι δεν διαθέτουμε ακόμη στοιχεία για μελλοντικές πτωχεύσεις που προς το παρόν μπορεί να μην αντικατοπτρίζονται στους ισολογισμούς. Συνεπώς, οι κυπριακές τράπεζες πρέπει να προετοιμαστούν για τον αντίκτυπο της πανδημίας στους ισολογισμούς τους και να κάνουν τον σχετικό προγραμματισμό με σύνεση.
Ο Πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου Andrea Enria δήλωσε πρόσφατα ότι το 40% των εποπτευόμενων τραπεζών εφαρμόζει ξεπερασμένες πρακτικές για τον πιστωτικό κίνδυνο. Αυτό ισχύει και για τις κυπριακές τράπεζες; Πώς αξιολογείτε τις πρακτικές σχηματισμού προβλέψεων των κυπριακών τραπεζών, ιδίως εν μέσω της πανδημίας;
Δεν θα ήθελα να συζητήσω για επιμέρους χώρες ή συγκεκριμένες τράπεζες. Θα ήθελα αντ’ αυτού να βάλω τα πράγματα σε μια ευρύτερη διάσταση με βάση τη συνολική εικόνα των τραπεζών που βρίσκονται υπό την εποπτεία μας. Περίπου το 40% των τραπεζών δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας για τον σχηματισμό προβλέψεων, την ταξινόμηση δανείων, την επισήμανση των μέτρων ρύθμισης δανείων και την ευρωστία της επιχειρησιακής τους ικανότητας να προετοιμαστούν για την αναμενόμενη αύξηση των ΜΕΔ. Αυτό όμως που προκαλεί μάλλον έκπληξη σε μια κατάσταση κρίσης είναι το ότι σε ορισμένα χαρτοφυλάκια ανακαλύψαμε βελτίωση των παραμέτρων (διαβαθμίσεων) πιστωτικού κινδύνου, ιδίως όσον αφορά την πιθανότητα αθέτησης υποχρεώσεων. Αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα του ότι οι τράπεζες δεν έχουν ακόμη συμπεριλάβει πλήρως τον αντίκτυπο του 2020 στις εκτιμήσεις κινδύνου τους, καθώς βασίζονται στην οικονομική κατάσταση των δανειοληπτών το 2019. Πρέπει να σκεφτούμε κατά πόσον οι καλύτερες διαβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας οφείλονται σε ορισμένα μέτρα στήριξης, όπως οι δημόσιες εγγυήσεις και, αν αυτό ισχύει, κατά πόσον αυτές οι βελτιωμένες διαβαθμίσεις θα μπορέσουν να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα. Όμως τα ζητήματα αυτά αντιμετωπίζονται χάρη και στην επιμονή των εποπτών μας.
Επιπλέον, οι τράπεζες με υψηλότερα ποσοστά δανείων υπό αναστολή πληρωμών ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωπες με προκλήσεις όσον αφορά την αναγνώριση κινδύνων σε επίπεδο μεμονωμένων δανειοληπτών. Αυτό πρέπει να βελτιωθεί – οι πρακτικές πιστωτικού κινδύνου πρέπει να ενισχυθούν για να ξεπεραστούν αυτές οι προκλήσεις. Οι τράπεζες πρέπει να σχηματίσουν πιο ξεκάθαρη εικόνα δυνητικών περιπτώσεων υποβάθμισης της πιστωτικής ποιότητας και να παράσχουν την απαιτούμενη διαφάνεια. Από αυτή την άποψη, παρακολουθούμε προσεκτικά τις πρακτικές σχηματισμού προβλέψεων των τραπεζών.
Οι κυπριακές αρχές εξετάζουν το ενδεχόμενο να μετατρέψουν την ΚΕΔΙΠΕΣ, την κρατική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων της πρώην Κυπριακής Συνεργατικής Τράπεζας, σε κακή τράπεζα για το σύνολο του συστήματος. Ποια η αντίδραση της ΕΚΤ σε αυτό το σχέδιο και ποιες οι προϋποθέσεις που καθορίζει η εποπτική αρχή;
Οι κυπριακές τράπεζες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), όπως προανέφερα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, ο δείκτης ΜΕΔ στην Κύπρο παραμένει υψηλός και οι επιδράσεις της πανδημίας εξακολουθούν να αποτελούν πηγή αβεβαιότητας. Θα απαιτηθούν περισσότερες και συνεχείς προσπάθειες, μαζί με αναπτυξιακές οικονομικές πολιτικές, για τη σημαντική μείωση των ΜΕΔ. Ως αρχή τραπεζικής εποπτείας, καλωσορίζουμε τις ευρύτερες δυνατότητες που διαθέτουν οι τράπεζες για τη μείωση των ΜΕΔ τους: από τις τιτλοποιήσεις μέχρι τη σύσταση καλά σχεδιασμένων εταιρειών διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Αν σχεδιαστούν σωστά, οι υποστηριζόμενες από το κράτος λύσεις που προωθούν την πώληση ΜΕΔ μπορούν να συμπληρώσουν τις προσπάθειες των ίδιων των τραπεζών προσφέροντας επιπλέον επιλογές για την πιο γρήγορη αντιμετώπιση των ΜΕΔ.
Η επιτυχία των σχημάτων διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων ως αποτελεσματικής λύσης για τη μείωση των ΜΕΔ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: ένα εύρυθμο πλαίσιο εκποιήσεων είναι κρίσιμης σημασίας, το ίδιο και η σκοπιμότητα του χρονικού ορίζοντα του σχήματος και το είδος των περιουσιακών στοιχείων που μεταβιβάζονται σε αυτό (π.χ. ανοίγματα λιανικής έναντι εταιρικών ανοιγμάτων). Στην περίπτωση της ΚΕΔΙΠΕΣ, αυτό που καταλαβαίνω είναι ότι τα σχέδια επέκτασης του υφιστάμενου σχήματος σε εθνικό επίπεδο δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Απαιτείται μεγάλη προσοχή για να περιοριστούν οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτό το σχήμα, καθώς και οι ανησυχίες όσον αφορά τη συνολική πειθαρχία ως προς την καταβολή πληρωμών.
Δεδομένου ότι ο τραπεζικός τομέας στην Κύπρο είναι επιβαρυμένος με υψηλά ΜΕΔ, πώς θα περιγράφατε τις προσπάθειες των νομοθετών να τροποποιήσουν τον νόμο για τις εκποιήσεις; Από τη σκοπιά του επόπτη, θα μπορούσε αυτή η τροποποίηση να επιφέρει αυξημένες απαιτήσεις, είτε όσον αφορά το κεφάλαιο είτε άλλες;
Οι πολιτικές που προστατεύουν τους δανειολήπτες μπορούν να ωφελήσουν τόσο την οικονομία όσο και τις τράπεζες, εφόσον έχουν σχεδιαστεί και εφαρμόζονται σωστά. Όμως αυτές οι πολιτικές, εάν σχεδιαστούν επιπόλαια, μπορεί και να έχουν αποτέλεσμα αντίθετο από το επιδιωκόμενο, αποσταθεροποιώντας τον τραπεζικό τομέα. Επομένως πρέπει να βρεθεί το σωστό μείγμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν και οι τράπεζες έχουν μειώσει τα ΜΕΔ στους ισολογισμούς τους, αυτό δεν σημαίνει ότι τα χρέη έχουν εξαφανιστεί ως δια μαγείας: εξακολουθούν να υπάρχουν σε άλλους τομείς της κυπριακής οικονομίας. Γι’ αυτό πρέπει να υφίστανται επαρκείς πολιτικές.
Στην Κύπρο, οι τροποποιήσεις του πλαισίου αφερεγγυότητας και εκποιήσεων έχουν πράγματι βοηθήσει να εξαλειφθούν ορισμένα εμπόδια στο πλαίσιο αφερεγγυότητας και στη διαδικασία εκποίησης. Αρχικά μειώθηκαν οι καθυστερήσεις που προκαλούσαν οι διάφορες διαδικασίες. Υπάρχουν όμως αρκετά ακόμη εμπόδια που πρέπει να αντιμετωπιστούν, όπως ο χαμηλός βαθμός χρησιμοποίησης των εργαλείων αφερεγγυότητας και προαφερεγγυότητας καθώς και οι καθυστερήσεις στην εκδίκαση εκκρεμών υποθέσεων στο δικαστικό σύστημα. Επιπλέον, οι τροποποιήσεις που έγιναν στο πλαίσιο εκποιήσεων πέρυσι, με τις οποίες καθίσταται δυνατή η προσφυγή στον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο για παράβαση του Κώδικα Συμπεριφοράς και παρατείνονται οι προθεσμίες για τα διάφορα βήματα της διαδικασίας, θα μπορούσαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις τράπεζες και να προκαλέσουν περαιτέρω καθυστερήσεις.
Πολλοί πιστεύουν ότι η Κύπρος έχει υπερβολικά πολλές τράπεζες, παρά τις σημαντικές προσπάθειες ενοποίησης μετά την κρίση του 2013. Πιστεύετε ότι οι συγχωνεύσεις και εξαγορές είναι απαραίτητες δεδομένων των σημερινών προκλήσεων όπως η χαμηλή κερδοφορία και ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από τις επιχειρήσεις χρηματοοικονομικής τεχνολογίας (fintech);
Ως επόπτης, μπορώ να σας πω ότι οι αποφάσεις σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές πρέπει να λαμβάνονται αποκλειστικά από τους συμμετέχοντες στην αγορά. Ο ρόλος μας δεν είναι ούτε να τις προωθούμε ούτε να τις εμποδίζουμε. Ωστόσο, είμαστε εδώ για να διασφαλίζουμε ότι ο επιχειρηματικός συνδυασμός που προκύπτει συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και ασκεί αποτελεσματική και συνετή διαχείριση κινδύνων. Αυτές οι αρχές διευκρινίζονται στον Οδηγό της ΕΚΤ σχετικά με την εποπτική προσέγγιση όσον αφορά την ενοποίηση στον τραπεζικό τομέα που δημοσιεύθηκε τον Ιανουάριο του 2021. Υπάρχει όντως πρόβλημα υπερπροσφοράς σε ορισμένες χώρες, το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί με διάφορους τρόπους. Η ενοποίηση είναι φυσικά μία από τις πιθανές επιλογές: τα καλά σχεδιασμένα και σωστά εφαρμοζόμενα σχέδια ενοποίησης μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση μακροχρόνιων διαρθρωτικών ζητημάτων, όπως είναι η χαμηλή κερδοφορία και η υπερπροσφορά.
Ωστόσο, οι συγχωνεύσεις δεν είναι η μόνη διαθέσιμη επιλογή για τη βελτίωση της διαρθρωτικής κερδοφορίας και της σχέσης κόστους-αποδοτικότητας στον κυπριακό τραπεζικό τομέα. Για παράδειγμα, για ιδρύματα με εκτενή δίκτυα υποκαταστημάτων, ο ψηφιακός μετασχηματισμός θα μπορούσε να επιφέρει σημαντική μείωση του κόστους, εάν στηρίζεται από αποδοτική εσωτερική διακυβέρνηση και αναδιοργάνωση. Μια από τις εποπτικές προτεραιότητές μας είναι η αξιολόγηση των επιχειρηματικών μοντέλων και της κερδοφορίας των τραπεζών, και υπό το πρίσμα του αυξανόμενου ψηφιακού μετασχηματισμού, στον οποίο έχει δοθεί ώθηση λόγω της πανδημίας και των κανόνων κοινωνικής αποστασιοποίησης. Από αυτή την άποψη, οι εποπτικές ομάδες μας θα συνεχίσουν να παρακολουθούν στενά τα στρατηγικά σχέδια των τραπεζών και τα σχετικά μέτρα που εφαρμόζουν για την αντιμετώπιση διαφόρων διαρθρωτικών ανεπαρκειών.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας
- Sonnemannstrasse 20
- 60314 Frankfurt am Main, Germany
- +49 69 1344 7455
- media@ecb.europa.eu
Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.
Εκπρόσωποι Τύπου