Ευρωπαϊκές τράπεζες: Ευκαιρίες και προκλήσεις
Ομιλία της Danièle Nouy, Προέδρου του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, Δελφοί, 1 Μαρτίου 2018
Μια ομιλία που εκφωνείται εδώ στους Δελφούς μπορεί να δημιουργήσει εσφαλμένες προσδοκίες. Κάποιοι μπορεί να φέρουν στο νου τους το ξακουστό μαντείο των Δελφών και να περιμένουν μεγαλεπήβολες προφητικές δηλώσεις. Επειδή όμως εγώ δεν είμαι η Πυθία, τα λόγια μου σίγουρα θα είναι λιγότερο προφητικά αλλά, ας ελπίσουμε, πιο σαφή.
Το πρώτο που θα ήθελα να επισημάνω είναι ότι χρειαζόμαστε τις τράπεζες. Ξέρω ότι πολλοί είναι δύσπιστοι απέναντί τους λόγω του ρόλου που διαδραμάτισαν στην κρίση. Παρόλα αυτά τις χρειαζόμαστε. Οι τράπεζες αποτελούν τον πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομίας, είτε μας αρέσει είτε όχι. Σε ποιον απευθυνόμαστε όταν χρειαζόμαστε χρήματα για να αγοράσουμε σπίτι; Σε ποιον απευθυνόμαστε όταν θέλουμε να κατασκευάσουμε ένα εργοστάσιο; Εδώ στην Ευρώπη, το πιο πιθανό είναι να απευθυνθούμε σε μια τράπεζα.
Οι τράπεζες διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο για όλους μας και, επομένως, για ολόκληρη την οικονομία. Εάν οι τράπεζες δεν λειτουργούν, δεν λειτουργεί ούτε η οικονομία. Αυτό είναι το δίδαγμα που αντλήσαμε από τη χρηματοπιστωτική κρίση, και μάλιστα με πολύ μεγάλο τίμημα. Χρειαζόμαστε σταθερές και κερδοφόρες τράπεζες, οι οποίες θα διοικούνται από υπεύθυνα και ικανά στελέχη.
Όσον αφορά τη σταθερότητα των τραπεζών, έχουμε διανύσει μακρά πορεία. Μόλις στα τέλη του 2017 ολοκληρώθηκε η Βασιλεία ΙΙΙ, με τη θέσπιση του τελευταίου στοιχείου της παγκόσμιας κανονιστικής μεταρρύθμισης. Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, μπορούμε να προσθέσουμε και όλη την πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά την τραπεζική ένωση. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός κανονιστικού και θεσμικού πλαισίου που θα καταστήσει τον τραπεζικό τομέα πολύ πιο ασφαλή.
Αυτή είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη. Οι τράπεζες πρέπει να είναι και σταθερές και κερδοφόρες. Πρέπει να ακολουθούν τους κανόνες και να δραστηριοποιούνται με επιτυχία στην αγορά. Από αυτή την άποψη, οι ευρωπαϊκές τράπεζες αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις στην εποχή μας. Οι προκλήσεις όμως αυτές αποτελούν και ευκαιρίες. Ας δούμε λοιπόν την κατάσταση συνολικά και, παράλληλα, ας εξετάσουμε πιο προσεκτικά την κατάσταση των ελληνικών τραπεζών.
Ευκαιρίες και προκλήσεις – η ζώνη του ευρώ…
Όταν το θέμα συζήτησης είναι οι τράπεζες, το πρώτο που πρέπει να λάβουμε υπόψη είναι ότι καμία τράπεζα δεν μοιάζει με την άλλη και η καθεμία αντιμετωπίζει τις δικές της προκλήσεις. Με αυτά τα δεδομένα, οι προκλήσεις που επηρεάζουν τόσες πολλές τράπεζες μπορεί να θεωρηθούν γενικές προκλήσεις. Και εν προκειμένω, «γενικές» σημαίνει «ευρωπαϊκές».
Ορισμένες από αυτές είναι απόρροια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Σε πολλές χώρες, οι ισολογισμοί των τραπεζών βαρύνονται από στοιχεία ενεργητικού που έχουν κληροδοτηθεί από το παρελθόν. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν αναμφίβολα το πιο προφανές παράδειγμα. Ας μην ξεχνάμε και την παρατεταμένη περίοδο χαμηλών επιτοκίων. Δεδομένου ότι τα έσοδα από τόκους αποτελούν μεγάλο μέρος των λειτουργικών εσόδων των τραπεζών, τα χαμηλά επιτόκια αποτελούν μεγάλη πρόκληση. Επίσης, άλλη μια πρόκληση που για πολλές τράπεζες είναι η πλέον σημαντική, όχι όμως για μένα, είναι η θέσπιση αυστηρότερου κανονιστικού πλαισίου. Όντως, η συμμόρφωση προς αυστηρότερους κανόνες ασκεί πίεση στις τράπεζες. Σε σύγκριση όμως με τα σημαντικά βάρη που επωμίστηκαν οι πολίτες και η οικονομία της Ευρώπης λόγω της κρίσης, το τίμημα είναι αποδεκτό.
Πέρα από αυτές τις προκλήσεις που συνδέονται με την κρίση, υπάρχουν και νέες προκλήσεις, όπως οι τεχνολογικές αλλαγές, τις οποίες πολλοί θα κατέτασσαν στην πρώτη θέση. Οι δραστηριότητες των τραπεζών δεν είναι απρόσβλητες στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Αυτές που το συνειδητοποίησαν πρώτες δεν ήταν οι τράπεζες, αλλά, όπως φαίνεται, νέες ανταγωνιστικές επιχειρήσεις οι οποίες ανακάλυψαν ταχύτερα τον τρόπο εφαρμογής των νέων τεχνολογιών στις τραπεζικές δραστηριότητες. Αυτές οι επιχειρήσεις χρηματοοικονομικής τεχνολογίας αποτελούν σήμερα πρόκληση για τις παραδοσιακές τράπεζες. Περιμένουμε να δούμε πώς θα εξελιχθεί η όλη κατάσταση, ένα όμως είναι βέβαιο: πρόκειται για μία ακόμη πρόκληση που οι τράπεζες θα πρέπει να αντιμετωπίσουν.
Όλες αυτές οι δοκιμασίες μαζί αντανακλώνται στα κέρδη – ή τις ζημίες – των τραπεζών. Αυτό είναι το κυρίαρχο ζήτημα. Οι τράπεζες στη ζώνη του ευρώ πασχίζουν ακόμα να εισπράξουν το κόστος κεφαλαίου. Και θα έφτανα στο σημείο να πω ότι η κερδοφορία είναι η κατ’ εξοχήν πρόκληση για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η κατάσταση δεν είναι όμως τόσο απαισιόδοξη, υπάρχει και η θετική πλευρά για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Παρόλο που καλούνται να αντιμετωπίσουν πολλές προκλήσεις, τώρα είναι η ιδανική στιγμή να τις διαχειριστούν, για διάφορους λόγους.
Πρώτον, η οικονομία της ζώνης του ευρώ μεγεθύνεται. Η ανάπτυξη αυτή άρχισε σχεδόν πριν από πέντε χρόνια και πιθανότατα θα εξακολουθήσει και το 2018. Δεύτερον, οι τεχνολογικές αλλαγές αποτελούν και πρόκληση και ευκαιρία. Προσφέρουν νέες πηγές εσόδων για όσες τράπεζες ενεργούν γρήγορα. Τρίτον, υπάρχει η ασφάλεια του κανονιστικού πλαισίου. Όπως είπα και προηγουμένως, η κανονιστική μεταρρύθμιση έχει ολοκληρωθεί. Σε αυτή τη βάση, οι τράπεζες μπορούν να προγραμματίζουν το μέλλον. Και τέταρτον, υπάρχει η ασφάλεια του εποπτικού πλαισίου. Διανύουμε το τέταρτο έτος της ευρωπαϊκής τραπεζικής εποπτείας. Οι τράπεζες έχουν συνηθίσει τους νέους τους επόπτες, καθώς και τις μεθόδους και τις πολιτικές τους. Η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία έχει πλέον βρει τους κανονικούς της ρυθμούς.
…και η Ελλάδα
Κυρίες και κύριοι, αυτή είναι, εν ολίγοις, η κατάσταση των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ας εξετάσουμε τώρα τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες αντιμετωπίζουν πολλές από τις προκλήσεις – και τις ευκαιρίες – τις οποίες καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ομόλογοί τους αλλού στην Ευρώπη. Ωστόσο, παρουσιάζουν παράλληλα κάποιες ιδιαιτερότητες.
Η οικονομική κρίση και η κρίση δημόσιου χρέους ήταν βαθύτερες στην Ελλάδα σε σχέση με τις περισσότερες άλλες χώρες· εξακολουθεί να εφαρμόζεται πρόγραμμα στήριξης της σταθερότητας και συνεχίζονται οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Φυσικά όλα αυτά επηρεάζουν τις τράπεζες, οι οποίες δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα από την κρίση: ορισμένες δεν τα κατάφεραν, κάποιες χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν και κάποιες άλλες έπρεπε να καταφύγουν στην κεντρική τράπεζα προκειμένου να λάβουν έκτακτη ενίσχυση σε ρευστότητα (emergency liquidity assistance - ELA) για να συνεχίσουν να λειτουργούν.
Ωστόσο, οι αλλαγές έχουν δρομολογηθεί καθώς οι συνθήκες βελτιώνονται. Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει, το πρόγραμμα στήριξης της σταθερότητας λήγει στα τέλη Αυγούστου και προβλέπεται σταδιακή χαλάρωση και τελικά άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Παρατηρείται όμως όχι μόνο βελτίωση των συνθηκών αλλά και μεγάλη πρόοδος των ελληνικών τραπεζών.
Όντως, οι τράπεζες έχουν συγκεντρώσει κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας και έχουν σταθεροποιήσει τη χρηματοδότησή τους. Ο ELA υπήρξε για μεγάλο διάστημα το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ελληνικής κρίσης. Οι τράπεζες όμως εξαρτώνται όλο και λιγότερο από αυτόν τον μηχανισμό. Το 2017 το ύψος της έκτακτης ρευστότητας μειώθηκε κάτι παραπάνω από 50%. Οι τράπεζες δεν αναζητούν πλέον χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα αλλά από τις αγορές. Οι καταθέτες, για παράδειγμα, έχουν αρχίσει να επιστρέφουν. Και μετά την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, πιθανώς να έχουν ακόμη περισσότερα κίνητρα να πραγματοποιούν καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες.
Πέρα από τη σταθεροποίηση του κεφαλαίου και της χρηματοδότησής τους, οι ελληνικές τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ειδικότερα, έκαναν αλλαγές στη σύνθεση των διοικητικών τους συμβουλίων. Προσέλαβαν νέα, ανεξάρτητα και πεπειραμένα διευθυντικά στελέχη. Αυτό αποτέλεσε ένα σημαντικό πρώτο βήμα προς μια καλύτερη διακυβέρνηση. Τα νέα όμως διοικητικά συμβούλια πρέπει να παράγουν αποτελέσματα, κάτι το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο. Πρέπει να αλλάξουν τη νοοτροπία, να βελτιώσουν περαιτέρω τη διακυβέρνηση και να οδηγήσουν τις τράπεζες στο σωστό δρόμο.
Επομένως, εξακολουθούν να υφίστανται προκλήσεις. Η μεγαλύτερη δε πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες δεν είναι αποκλειστικά δική τους, αλλά αφορά πολλές άλλες τράπεζες σε άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ: πρόκειται για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Δεδομένου ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια επηρεάζουν τόσες πολλές τράπεζες σε όλη τη ζώνη του ευρώ, θα τα παρουσιάσω με περισσότερες λεπτομέρειες στη συνέχεια.
Μη εξυπηρετούμενα δάνεια – ένα ζήτημα με πολλές διαστάσεις
H Ελλάδα έχει τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στη ζώνη του ευρώ, κοντά στο 50%. Αυτό αποτελεί τεράστιο πρόβλημα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια οδηγούν σε μείωση των κερδών και αποτρέπουν τη διοχέτευση ανθρώπινων και άλλων πόρων σε πιο παραγωγικές δραστηριότητες. Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται στο παράδειγμα των ελληνικών τραπεζών. Συνολικά, τα προ προβλέψεων κέρδη τους διαμορφώνονται σε λογικά επίπεδα, αλλά μόλις ληφθούν υπόψη οι προβλέψεις για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τα κέρδη μετατρέπονται σε ζημίες.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν είναι απλώς πρόβλημα για τις τράπεζες. Τις αποτρέπουν επίσης από τη χορήγηση νέων δανείων προς την οικονομία, κάτι που με τη σειρά του παρεμποδίζει την οικονομική ανάπτυξη. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την ελληνική οικονομία, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης.
Η κατάσταση της Ελλάδας σίγουρα είναι ιδιαίτερη, τα προβλήματα όμως που προκαλούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είναι εκτεταμένα. Είναι αλήθεια ότι, αν και το επίπεδο των δανείων αυτών μειώθηκε στα 760 δισεκατομμύρια ευρώ τα τελευταία χρόνια στη ζώνη του ευρώ, εξακολουθεί να είναι πολύ υψηλό. Γι’ αυτό ακριβώς αποτελεί απόλυτη προτεραιότητα για την ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία – στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ.
Η προσέγγισή μας στηρίζεται σε τρία στοιχεία. Το πρώτο αφορά το έγγραφο κατευθύνσεων ποιοτικού χαρακτήρα, το οποίο δημοσιεύσαμε τον Μάρτιο του 2017 και απευθύνεται στις τράπεζες. Το εν λόγω έγγραφο παρουσιάζει συγκεντρωτικά βέλτιστες πρακτικές και αναλύει τον τρόπο με τον οποίο αναμένουμε από τις τράπεζες να διευθετήσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Χρησιμεύει λοιπόν ως βάση για να μπορέσουν οι τράπεζες να αναπτύξουν τις δικές τους στρατηγικές αντιμετώπισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων αλλά και για να μπορέσουν οι επόπτες να αξιολογήσουν τις στρατηγικές αυτές.
Αυτές οι αξιολογήσεις ενσωματώνονται στο δεύτερο στοιχείο της προσέγγισής μας: τον διάλογο μεταξύ των εποπτών και των τραπεζών. Αυτός ο διάλογος διενεργείται εδώ και αρκετό καιρό και στα τέλη του 2017 παρουσιάσαμε επισήμως στις τράπεζες τις παρατηρήσεις μας για τις στρατηγικές τους. Φυσικά αυτός ο διάλογος δεν τελειώνει εδώ, θα συνεχιστεί και το 2018.
Το τρίτο στοιχείο, τέλος, είναι το συμπλήρωμα του εγγράφου των κατευθύνσεών μας. Το σχέδιο αυτού του εγγράφου τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση τον Οκτώβριο και είναι σαφές ότι προκάλεσε έντονες συζητήσεις. Θα ήθελα λοιπόν να σας εξηγήσω γιατί θεωρούμε ότι το συμπλήρωμα είναι απαραίτητο και ποιος είναι ο σκοπός του.
Στο συμπλήρωμα αυτό παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο αναμένουμε από τις τράπεζες να σχηματίζουν προβλέψεις για τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνω δύο σημαντικά πράγματα, τα οποία όμως κάποιες φορές παρεξηγούνται. Πρώτον, το συμπλήρωμα αφορά τα νέα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα. Δεύτερον, οι τράπεζες δεν θα είναι υποχρεωμένες να σχηματίζουν αμέσως προβλέψεις για όλο το ποσό αυτών των δανείων. Οι προβλέψεις για δάνεια που δεν καλύπτονται από εξασφαλίσεις και καθίστανται μη εξυπηρετούμενα θα πρέπει να σχηματίζονται πλήρως έπειτα από δύο χρόνια, και για δάνεια που καλύπτονται από εξασφαλίσεις έπειτα από επτά χρόνια.
Ο γενικός σκοπός του συμπληρώματος είναι να αποτραπεί μια επανεμφάνιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Δεδομένης της σημερινής του έκτασης, θα πρέπει όλοι να δεσμευτούν για την επίτευξη αυτού του στόχου. Σας είπα όμως ήδη ότι το σχέδιο συμπληρώματος προκάλεσε έντονες συζητήσεις. Αυτό αποτυπώνεται στον μεγάλο αριθμό σχολίων (συνολικά 450 περίπου) που λάβαμε στη διάρκεια της δημόσιας διαβούλευσης.
Εξετάσαμε όλα αυτά τα σχόλια και θα τα ενσωματώσουμε αναλόγως στο συμπλήρωμα. Μεταξύ άλλων, θα λάβουμε υπόψη μας τα νομικά ζητήματα που τέθηκαν και θα μεταφέρουμε την καταληκτική ημερομηνία εφαρμογής. Η δημοσίευση του τελικού εγγράφου αναμένεται στη διάρκεια αυτού του μήνα. Ενόψει αυτής της δημοσίευσης, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι έτοιμες.
Εμείς ως επόπτες στηρίζουμε τις τράπεζες στην προσπάθειά τους να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Σε τελική όμως ανάλυση, εναπόκειται στις ίδιες τις τράπεζες να αναλάβουν δράση. Όσο για τις ελληνικές τράπεζες, αυτές έχουν σημειώσει πρόοδο, κάποιες λιγότερο και κάποιες περισσότερο. Τα πράγματα όμως δεν είναι τόσα απλά όσο φαίνονται. Οι τράπεζες προβλέπουν στα σχέδια τους μια μεγαλύτερη μείωση του ποσού των μη εξυπηρετούμενων δανείων κάθε χρόνο. Άρα θα πρέπει και αυτές από την πλευρά τους να ενισχύσουν τις προσπάθειές τους.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν αποτελούν μόνο ζήτημα για τις τράπεζες και τους επόπτες. Θα πρέπει επίσης να ενισχυθεί το νομικό και το δικαστικό πλαίσιο προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχύτερη διευθέτηση των εν λόγω δανείων. Αυτό αφορά μεταξύ άλλων τη λήψη μέτρων σε τομείς όπως το καθεστώς αφερεγγυότητας, η αναγκαστική είσπραξη οφειλών και η εξωδικαστική αναδιάρθρωση. Η Ελλάδα έχει θεσπίσει νέους νόμους σε αυτούς τους τομείς και αυτό είναι ενθαρρυντικό. Ωστόσο, η θέσπιση νόμων αποτελεί απλώς το πρώτο βήμα. Πρέπει να ακολουθεί και η εφαρμογή τους. Και σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να προχωρήσουν ταχύτερα.
Ένα παράδειγμα αποτελεί το πλαίσιο ανάκτησης ή ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων. Πόσο εύκολα μπορούν οι τράπεζες να χρησιμοποιήσουν τις εξασφαλίσεις που χορήγησαν οι οφειλέτες τους; Μέχρι πρόσφατα, οι τράπεζες μπορούσαν να διενεργούν μόνο φυσικούς πλειστηριασμούς εξασφαλίσεων, οι οποίοι συχνά ακυρώνονταν λόγω απεργιών ή παρακωλύονταν από ομάδες ακτιβιστών. Για αυτό το Ελληνικό Κοινοβούλιο αποφάσισε να καταργήσει σταδιακά τους φυσικούς πλειστηριασμούς και να τους αντικαταστήσει με ηλεκτρονικούς. Ήταν μια συνετή κίνηση. Το νέο σύστημα όμως πρέπει να υλοποιηθεί γρήγορα και να καλύπτει ολόκληρη την Ελλάδα, όχι μόνο ορισμένες περιφέρειες. Επιπλέον, οι ελληνικές αρχές πρέπει να παρέχουν καλύτερη προστασία στους συμβολαιογράφους που συμμετέχουν στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, καθώς τις τελευταίες εβδομάδες έχουν γίνει στόχος βίαιων επιθέσεων.
Μόλις οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί τεθούν σε κανονική λειτουργία, αναμένεται ότι οι οφειλέτες σε αθέτηση θα έρθουν σε επαφή με τις τράπεζες και, ας ελπίσουμε, ότι θα συμφωνήσουν σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις. Έχω συγκεκριμένα στο νου μου τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές» - άτομα ή εταιρείες που θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους αλλά τηρούν στάση αναμονής ευελπιστώντας ότι στο τέλος θα μπορέσουν να αποφύγουν την αποπληρωμή τουλάχιστον μέρους του δανείου τους. Γενικότερα, το νέο σύστημα θα συμβάλει στην αλλαγή της νοοτροπίας όσον αφορά την εξυπηρέτηση και την αποπληρωμή δανείων. Η αλλαγή νοοτροπίας είναι χρονοβόρα, αλλά είναι μια απολύτως απαραίτητη διαδικασία.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν τον αδύναμο κρίκο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, δεν χωρά αμφιβολία ως προς αυτό. Η ανάγκη εξυγίανσης των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών είναι επιτακτική.
Οι προσεχείς ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των τραπεζών θα διαδραματίσουν επίσης εδώ κάποιον ρόλο. Σας αναφέρω ενημερωτικά ότι εφέτος η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η ΕΑΤ, θα διενεργήσει άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε ευρωπαϊκές τράπεζες. Σκοπός αυτής της άσκησης είναι να ελέγξει τον βαθμό ανθεκτικότητας των τραπεζών σε οικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Συνολικά, η άσκηση της ΕΑΤ καλύπτει 37 τράπεζες στη ζώνη του ευρώ. Πρόκειται για 33 τράπεζες που περιλαμβάνονται στο δείγμα της ΕΑΤ συν τις τέσσερις ελληνικές σημαντικές τράπεζες. Υπάρχει όμως μια μικρή διαφορά σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες. Αυτές θα λάβουν μέρος στην άσκηση νωρίτερα από τις άλλες. Αν και τα αποτελέσματα του δείγματος της ΕΑΤ θα δημοσιευθούν τον Νοέμβριο, εμείς θα δημοσιεύσουμε τα αποτελέσματα για τις ελληνικές τράπεζες τον Μάιο, πριν από την ολοκλήρωση του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας.
Η όποια υστέρηση κεφαλαίου διαπιστωθεί στο πλαίσιο του βασικού σεναρίου θα πρέπει να καλυφθεί ούτως ή άλλως, με οποιονδήποτε τρόπο. Σε ό,τι αφορά την όποια υστέρηση διαπιστωθεί στο πλαίσιο του δυσμενούς σεναρίου, θα αποφασίσουμε κατά περίπτωση. Επομένως, για τις τράπεζες στη ζώνη του ευρώ η άσκηση αυτή θα αποτελέσει αναμφίβολα τη στιγμή της αλήθειας. Θα αποτελέσει όμως και την ευκαιρία να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, να ενισχύσουν την ανθεκτικότητά τους και να προετοιμαστούν για το μέλλον.
Συμπεράσματα
Κυρίες και κύριοι,
Δεν είναι εύκολες οι εποχές για τις τράπεζες στην Ευρώπη. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ολόκληρος ο κλάδος είναι αρκετές, όμως οι πολλά υποσχόμενες επικρατούσες συνθήκες θα διευκολύνουν την αντιμετώπισή τους. Αυτό ισχύει και για τις ελληνικές τράπεζες. Ασθένησαν πολύ σοβαρά στη διάρκεια της κρίσης και χρειάστηκαν εντατική θεραπεία για αρκετό καιρό. Από τότε όμως η κατάστασή τους σταθεροποιήθηκε και όλοι οι δείκτες επανέρχονται σταδιακά σε κανονικά επίπεδα.
Όμως, όπως ακριβώς οι μακροχρόνια ασθενείς, έτσι και οι ελληνικές τράπεζες είναι ακόμα λιγάκι αδύναμες. Θα χρειαστεί χρόνος και αποφασιστικότητα για να ανακάμψουν πλήρως. Αλλά όπως και στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, έτσι και στην Ελλάδα οι συνθήκες είναι καλές. Και μιας και βρισκόμαστε στους Δελφούς, είναι σκόπιμο να πω ότι οι οιωνοί είναι ευνοϊκοί.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Γενική Διεύθυνση Επικοινωνίας
- Sonnemannstrasse 20
- 60314 Frankfurt am Main, Germany
- +49 69 1344 7455
- media@ecb.europa.eu
Η αναπαραγωγή επιτρέπεται εφόσον γίνεται αναφορά στην πηγή.
Εκπρόσωποι Τύπου