EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52017AB0047

Γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Νοεμβρίου 2017, σχετικά με αναθεωρήσεις του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων της Ένωσης (CON/2017/47)

OJ C 34, 31.1.2018, p. 17–23 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

31.1.2018   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 34/17


ΓΝΏΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 8ης Νοεμβρίου 2017

σχετικά με αναθεωρήσεις του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων της Ένωσης

(CON/2017/47)

(2018/C 34/06)

Εισαγωγή και νομική βάση

Στις 2 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά τον δείκτη μόχλευσης, τον δείκτη καθαρής σταθερής χρηματοδότησης, τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων, τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τον κίνδυνο αγοράς, τα ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων, τα ανοίγματα έναντι οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, τις υποχρεώσεις υποβολής αναφορών και δημοσιοποίησης, καθώς και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (1) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις») (2).

Στις 17 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η ΕΚΤ έλαβε αιτήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου η οποία τροποποιεί την οδηγία 2013/36/ΕΕ όσον αφορά τις εξαιρούμενες οντότητες, τις χρηματοδοτικές εταιρείες συμμετοχών, τις μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, τις αποδοχές, τα μέτρα και τις εξουσίες εποπτείας και τα μέτρα διατήρησης κεφαλαίου (3) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις»).

Στις 2 και στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η ΕΚΤ έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αντίστοιχα, για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 806/2014 όσον αφορά την ικανότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων (4) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης»).

Στις 20 Φεβρουαρίου 2017 η ΕΚΤ έλαβε αιτήματα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ σχετικά με την ικανότητα απορρόφησης των ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 98/26/ΕΚ, της οδηγίας 2002/47/ΕΚ, της οδηγίας 2012/30/ΕΕ, της οδηγίας 2011/35/ΕΕ, της οδηγίας 2005/56/ΕΚ, της οδηγίας 2004/25/ΕΚ και της οδηγίας 2007/36/ΕΚ (5) (εφεξής οι «προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών») (εφεξής από κοινού οι «προτεινόμενοι τροποποιητικοί κανονισμοί και οδηγίες»).

Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης βασίζεται στα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς οι προτεινόμενοι τροποποιητικοί κανονισμοί και οδηγίες περιέχουν διατάξεις που επηρεάζουν τόσο τα καθήκοντα της ΕΚΤ σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά το άρθρο 127 παράγραφος 6 της Συνθήκης, όσο και τη συμβολή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος κατά το άρθρο 127 παράγραφος 5 της Συνθήκης. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

1.   Εφαρμογή του προτύπου συνολικής ικανότητας απορρόφησης ζημιών (TLAC) στην Ένωση

Η ΕΚΤ χαιρετίζει τους προτεινόμενους τροποποιητικούς κανονισμούς και οδηγίες, σκοπός των οποίων είναι η εφαρμογή του προτύπου TLAC του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΣΧΣ) (6) στα παγκόσμια συστημικώς σημαντικά ιδρύματα («G-SII») που είναι εγκατεστημένα στην Ένωση. Η επέκταση του πεδίου εφαρμογής των απαιτήσεων συνολικής ικανότητας απορρόφησης ζημιών («TLAC») σε περαιτέρω σύνολο πιστωτικών ιδρυμάτων, π.χ. σε άλλα συστημικώς σημαντικά ιδρύματα («O-SII»), ενδέχεται να εγείρει ζητήματα βαθμονόμησης λόγω της ετερογένειας των εν λόγω ιδρυμάτων. Ωστόσο, εάν όντως εξεταστεί η συγκεκριμένη δυνατότητα επέκτασης, μια εναλλακτική θα μπορούσε να είναι η επέκτασή του σε ορισμένο υποσύνολο O-SII παρόμοιων με τα G-SII από άποψη μεγέθους, πολυπλοκότητας, επιχειρηματικού μοντέλου, διασύνδεσης και συστημικής σημασίας, ενδεχομένως με χαμηλότερο ελάχιστο επίπεδο βαθμονόμησης. Αυτό θα επέτρεπε την ακριβέστερη αποτύπωση των διαφορών σε σύγκριση με τα G-SII.

2.   Τροποποιήσεις της ελάχιστης απαίτησης ίδιων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL)

2.1.

Η ελάχιστη απαίτηση ίδιων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων («MREL») περιλαμβάνει δύο σκέλη: απορρόφηση ζημιών και ποσό ανακεφαλαιοποίησης. Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών (7) (εφεξής η «ΟΑΕΤ») και του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης (8) (εφεξής ο «ΚΕΜΕ») παρέχουν στην αρχή εξυγίανσης της δυνατότητα προσαρμογής του ποσού ανακεφαλαιοποίησης της MREL, προκειμένου να αποτυπώνονται επαρκώς οι κίνδυνοι που απορρέουν από το επιχειρηματικό μοντέλο, το μοντέλο χρηματοδότησης και τον συνολικό κίνδυνο (9). Με τον τρόπο αυτό η αρχή εξυγίανσης μπορεί να λαμβάνει υπόψη πιθανή μείωση του ενεργητικού και μεταβολή του προφίλ κινδύνου του ιδρύματος μετά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης και να προσαρμόζει το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης στο νέο μικρότερο μέγεθος ισολογισμού.

Επιπλέον, η ΕΚΤ θεωρεί ότι η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή, να προσαρμόζει προς τα πάνω το ποσό ανακεφαλαιοποίησης της MREL προκειμένου να προβλέπεται κάποιο «περιθώριο ασφαλείας». Αυτό το μικρό απόθεμα θα διασφαλίζει την επάρκεια των πόρων του ομίλου και των οντοτήτων που θα προκύπτουν από την εξυγίανση ενόψει της κάλυψης τυχόν πρόσθετων έκτακτων ζημιών και απρόβλεπτων εξόδων κατά την περίοδο που έπεται της εξυγίανσης, ενδεχομένως προερχόμενων π.χ. από την οριστικοποίηση της αποτίμησης ή σχετιζόμενων με δαπάνες από την εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης μιας επιχείρησης. Το ύψος του εν λόγω περιθωρίου ασφαλείας θα πρέπει να καθορίζεται κατά περίπτωση, ανάλογα με το σχέδιο εξυγίανσης του πιστωτικού ιδρύματος.

2.2.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών και του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης επιτρέπουν στην εκάστοτε αρχή εξυγίανσης να παρέχει σε ορισμένη οντότητα οδηγίες προς την κατεύθυνση της διατήρησης ίδιων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων καθ' υπέρβαση της MREL, έτσι ώστε να καλύπτονται τυχόν πρόσθετες ζημίες της και να διασφαλίζεται η εμπιστοσύνη της αγοράς στην εξυγίανση (10). Η ΕΚΤ συνιστά απάλειψη της προτεινόμενης καθοδήγησης MREL καθώς επιτείνει την πολυπλοκότητα του πλαισίου χωρίς να παρέχει σαφή οφέλη. Κατ' αρχάς, η καθοδήγηση MREL μπορεί να αυξήσει τη συνολική βαθμονόμηση MREL, καθώς η αγορά μπορεί να την εκλάβει ως απαίτηση που πρέπει πάντα να τηρείται. Η εξουσία της αρχής εξυγίανσης να μετατρέπει την καθοδήγηση MREL σε αυστηρή απαίτηση MREL (11) όταν παραβιάζεται σταθερά μπορεί να ενισχύσει την αντίληψη της αγοράς ότι η καθοδήγηση MREL ουσιαστικά συμβάλλει σε μια αυξημένη απαίτηση MREL. Δεύτερον, η καθοδήγηση MREL δεν απαιτείται για την υποστήριξη της συμμόρφωσης με την απαίτηση MREL, δεδομένου ότι η συνδυασμένη απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας ήδη συρρέει σωρευτικά με την απαίτηση MREL στο κείμενο της πρότασης της Επιτροπής. Τρίτον, η καθοδήγηση MREL δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει της σκοπούμενης αποφυγής των περιορισμών ως προς το μέγιστο διανεμητέο ποσό (ΜΔΠ), δεδομένου ότι η παράβαση της συνδυασμένης απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας, η οποία συρρέει σωρευτικά με την απαίτηση MREL, σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να οδηγεί σε άμεσους αυτόματους περιορισμούς στις διανομές (12). Τέταρτον, η καθοδήγηση MREL δεν φαίνεται να είναι απαραίτητη για την ενίσχυση της ευελιξίας της αρχής εξυγίανσης, δεδομένου ότι και η απαίτηση MREL μπορεί να προσαρμοστεί, εάν χρειαστεί, για παράδειγμα λαμβάνοντας υπόψη το προτεινόμενο περιθώριο ασφαλείας.

2.3.

Βάσει των προτεινόμενων τροποποιήσεων της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (13) (ΟΚΑ) (14), ένα πιστωτικό ίδρυμα θα θεωρείται ότι δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας εφόσον δεν διαθέτει επαρκή ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις προκειμένου να συμμορφώνεται ταυτόχρονα με τη συνδυασμένη αυτή απαίτηση, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και την MREL. Καθώς η συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας συρρέει σωρευτικά τόσο με την απαίτηση MREL (15) (πρώτο σενάριο) όσο και με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (16) (δεύτερο σενάριο), οι εξουσίες αντιμετώπισης τυχόν παραβίασης των αποθεμάτων ασφαλείας πρέπει να προσαρμόζονται στην υποκείμενη κατάσταση. Παρόλο που η αρχή εξυγίανσης είναι η πλέον κατάλληλη για να απαιτήσει σχέδιο αποκατάστασης της MREL υπό το πρώτο σενάριο, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να ενεργεί σύμφωνα με την OKA υπό το δεύτερο σενάριο.

2.4.

Η διαδικασία αντιμετώπισης ή εξάλειψης των εμποδίων ως προς τη δυνατότητα εξυγίανσης λόγω παραβίασης των αποθεμάτων ασφαλείας που συρρέουν σωρευτικά με την MREL (17) θα πρέπει να τροποποιηθεί, ώστε να συμπεριλάβει διαβούλευση με την αρμόδια αρχή, όπως άλλωστε ήδη προβλέπεται σε σχέση με άλλα εμπόδια. Ακόμη, οι αρχές εξυγίανσης θα πρέπει να διαθέτουν μεγαλύτερη ευελιξία όσον αφορά τις προθεσμίες, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι το πιστωτικό ίδρυμα διαθέτει επαρκή χρόνο, εφόσον χρειάζεται, για να αναπτύξει την πλέον κατάλληλη στρατηγική προς αντιμετώπιση της παραβίασης των αποθεμάτων ασφαλείας. Επιπλέον, η ΕΚΤ χαιρετίζει την πρόταση της Επιτροπής, η οποία επιτρέπει στην αρχή εξυγίανσης να ζητεί από ένα ίδρυμα αλλαγή του προφίλ διάρκειας των μέσων της MREL στο πλαίσιο των μέτρων για την αντιμετώπιση εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης (18).

2.5.

Η ΕΚΤ συνιστά την αποσαφήνιση, στο κείμενο των προτεινόμενων τροποποιήσεων της οδηγίας για την ανάκαμψη και εξυγίανση των τραπεζών και του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, του καθήκοντος των αρχών εξυγίανσης να παρακολουθούν τα επίπεδα των διαθέσιμων επιλέξιμων μέσων MREL και τον ίδιο τον δείκτη MREL, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους υπολογισμούς των αφαιρούμενων ποσών. Ομοίως, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί το καθήκον τους να παρακολουθούν τη συμμόρφωση με τη MREL και να ενημερώνουν την αρμόδια αρχή για τυχόν παραβιάσεις και άλλα σχετικά γεγονότα που ενδέχεται να επηρεάσουν την ικανότητα συμμόρφωσης ορισμένου πιστωτικού ιδρύματος με την MREL ή την καθοδήγηση MREL.

2.6.

Σε περίπτωση που συρρέει παραβίαση της MREL με παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, η αρμόδια αρχή θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπίζει την παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων, λαμβάνοντας τα σχετικά μέτρα, ήτοι εποπτικά μέτρα, ή κάνοντας χρήση των εξουσιών έγκαιρης παρέμβασης κατόπιν διαβούλευσης με την αρχή εξυγίανσης. Η διαβούλευση θα πρέπει να είναι σύντομη, προκειμένου να διασφαλίζεται η έγκαιρη αντίδραση στην παραβίαση των κεφαλαιακών απαιτήσεων. Επιπλέον, κατά την άσκηση της εξουσίας για την αντιμετώπιση της παραβίασης της MREL η αρχή εξυγίανσης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα μέτρα που έλαβε η αρμόδια αρχή.

2.7.

Βάσει των προτεινόμενων τροποποιήσεων του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (19) (εφεξής ο «KKA»), η πρόωρη εξόφληση των επιλέξιμων υποχρεώσεων απαιτεί προηγούμενη άδεια για να αποφεύγεται τυχόν αλλοίωση των υποχρεώσεων που μπορούν να υπόκεινται σε διάσωση με ίδια μέσα. Αρμόδια για τη χορήγηση της άδειας θα πρέπει να είναι η αρχή εξυγίανσης, καθότι η ίδια είναι αρμόδια και για τον προσδιορισμό της MREL και της ποσότητας και ποιότητας των μέσων που θα απαιτούνται για την εκάστοτε προκρινόμενη στρατηγική εξυγίανσης (20).

Στις περιπτώσεις πιστωτικού ιδρύματος το οποίο μετατρέπει επιλέξιμες υποχρεώσεις MREL σε μέσα ιδίων κεφαλαίων προς διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει υποχρεωτικά να διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή, καθώς η έγκριση ενός τέτοιου μέτρου ενδέχεται να καθίσταται αναγκαία για τη διαφύλαξη της κεφαλαιακής θέσης του πιστωτικού ιδρύματος ως επιχείρησης που συνεχίζει να λειτουργεί. Τέλος, οι τροποποιήσεις θα πρέπει να διευκρινίζουν ότι και τα μέσα επιλέξιμων υποχρεώσεων με εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη του έτους υπόκεινται την ίδια αυτή απαίτηση της προηγούμενης άδειας όταν η υπό εξυγίανση οντότητα ή όμιλος παραβιάζει την οικεία MREL.

2.8.

Η ΕΚΤ θεωρεί θετικές τις προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, κατά τις οποίες η αυτόματη εφαρμογή περιορισμών ως προς το ΜΔΠ δεν ισχύει όταν η παραβίαση της συνδυασμένης απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας οφείλεται στην αδυναμία ορισμένου ιδρύματος να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που έχουν παύσει να πληρούν τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή διάρκειας της MREL (21). Η εξαίρεση αυτή θα πρέπει να επεκταθεί ώστε να συμπεριλάβει την περίπτωση κατά την οποία ένα πιστωτικό ίδρυμα παραβιάζει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας του η οποία συρρέει σωρευτικά με την απαίτηση MREL (22), λόγω μείωσης των ιδίων κεφαλαίων του, αλλά δεν παραβιάζει τη συνδυασμένη απαίτηση αποθεμάτων ασφαλείας του η οποία συρρέει σωρευτικά με κεφαλαιακές απαιτήσεις. Σε μια τέτοια περίπτωση το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να εξακολουθεί να διαθέτει σχετικά υψηλό επίπεδο ιδίων κεφαλαίων, το οποίο, ανεξαρτήτως της MREL, θα αρκούσε από μόνο του προς ικανοποίηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και της συνδυασμένης απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας του.

2.9.

Για την περίπτωση που ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα δεν διαθέτει μέσα MREL η ΕΚΤ συνιστά επιμήκυνση της περιόδου εξαίρεσης από την εφαρμογή περιορισμών ΜΔΠ, δεδομένου ότι η προτεινόμενη περίοδος έξι μηνών ενδέχεται να μην καθυστερεί επαρκώς την αυτόματη εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών και, ως εκ τούτου, να επιτείνει περαιτέρω την πίεση στις αγορές χρηματοδότησης όταν συντρέχει ανάγκη έκδοσης νέων κεφαλαίων ή χρεωστικών τίτλων (23). Αντ' αυτού, η εξαίρεση θα πρέπει να ισχύει για περίοδο δώδεκα μηνών, εξασφαλίζοντας επιπλέον χρόνο στο ίδρυμα για την έκδοση επιλέξιμων μέσων MREL. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, δεδομένου ότι καθώς τα μέσα MREL έχουν γενικά μικρότερες διάρκειες από τα μέσα ιδίων κεφαλαίων συνεπάγονται μεγαλύτερους κινδύνους αναχρηματοδότησης, γεγονός που μπορεί να συμπίπτει με μελλοντική πίεση στις αγορές χρηματοδότησης.

2.10.

Από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας δεν είναι επιθυμητές οι διασταυρούμενες συμμετοχές υποχρεώσεων MREL μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων. Για την αποτροπή της διπλής καταμέτρησης και τον περιορισμό των επιπτώσεων μετάδοσης οι κανόνες αφαίρεσης ποσών σε σχέση με όλες τις συμμετοχές εξωτερικών υποχρεώσεων MREL, ήτοι υποχρεώσεων που έχουν εκδοθεί προς οντότητες εκτός του ομίλου εξυγίανσης, θα πρέπει να ισχύουν ανεξάρτητα από τον τύπο του πιστωτικού ιδρύματος, δηλαδή να μην περιορίζονται στα G-SII. Η ίδια μέθοδος που προτείνεται επί του παρόντος για τα G-SII θα πρέπει να ισχύει για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, δηλαδή θα πρέπει οι αφαιρέσεις από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις MREL και από τα ίδια κεφάλαια να πραγματοποιούνται βάσει αντίστοιχης προσέγγισης των αφαιρούμενων ποσών. Σε γενικές γραμμές, άλλες πτυχές των κανόνων αφαίρεσης θα πρέπει να συνάδουν με όσα έχουν συμφωνηθεί διεθνώς για την TLAC, δηλαδή σύμφωνα με το κείμενο βασικών όρων του ΣΧΣ για την TLAC και το πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ (24), μεταξύ άλλων και για τραπεζικούς ομίλους με περισσότερες οντότητες και ομίλους εξυγίανσης.

2.11.

Από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας η δυνατότητα εξυγίανσης μπορεί να μειώνεται εάν οι νέοι «μη προτιμώμενοι» τίτλοι χρέους υψηλής προτεραιότητας και οι τίτλοι χρέους μειωμένης εξασφάλισης πρόκειται να διακρατούνται από επενδυτές λιανικής. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα εισαγωγής σαφών και εύληπτων απαιτήσεων γνωστοποίησης, και άλλων διασφαλίσεων, με σκοπό την εγρήγορση των επενδυτών όσον αφορά τους κινδύνους που συνδέονται με αυτούς τους τίτλους. Στο ίδιο πνεύμα κρίνεται ενδεχομένως σκόπιμο να εξεταστεί η δυνατότητα εισαγωγής απαίτησης ελάχιστης ονομαστικής αξίας 100 000 ευρώ ανά μονάδα για κάθε τίτλο. Αυτό πρόκειται να αυξήσει το κατώτατο όριο επένδυσης και, κατ' επέκταση, τα επίπεδα εγρήγορσης των επενδυτών, περιορίζοντας τις άμεσες επενδύσεις λιανικής. Αναφορικά με τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να επιδιωχθεί η θέσπιση κοινού πλαισίου σε επίπεδο Ένωσης, προκειμένου να αποφευχθούν αποκλίνουσες προσεγγίσεις σε επίπεδο κρατών μελών και, συνεπώς, ο κατακερματισμός της αγοράς της Ένωσης σε σχέση με τους συγκεκριμένους τίτλους (25).

2.12.

Η αντιμετώπιση των υπό εξυγίανση ομίλων βάσει προσέγγισης «πολλαπλών σημείων έναρξης» χρήζει αποσαφήνισης. Πρώτον, ο ορισμός του «ομίλου εξυγίανσης» θα πρέπει να αποκλείει τις θυγατρικές τρίτων χωρών οι οποίες είναι οι ίδιες σημεία έναρξης, δεδομένου ότι αυτές θα αντιμετωπίζονται χωριστά από τον υπόλοιπο όμιλο σε περίπτωση εξυγίανσης (26). Δεύτερον, οι τροποποιήσεις θα πρέπει να διευκρινίζουν ότι η συμμόρφωση με την MREL σε επίπεδο οντότητας εξυγίανσης πρέπει να επιτυγχάνεται σε ενοποιημένη βάση στο επίπεδο του ομίλου εξυγίανσης (27). Τρίτον, οι προτεινόμενοι κανόνες για τις αφαιρέσεις από επιλέξιμες υποχρεώσεις που ισχύουν σε υπό εξυγίανση ομίλους βάσει της προσέγγισης πολλαπλών σημείων έναρξης (28) θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν πλήρως το πρότυπο TLAC όσον αφορά τις επιτρεπόμενες προσαρμογές και τις συνιστώσες του μαθηματικού τύπου.

3.   Μεταβατικές διατάξεις για την MREL

3.1.

Ένας βασικός παράγοντας κατά την εφαρμογή της MREL σε σχέση με συγκεκριμένη οντότητα είναι ο καθορισμός κατάλληλης μεταβατικής περιόδου. Το δυνητικά υψηλό επίπεδο ελλειμμάτων MREL που μπορεί να σημειωθεί κατά την έναρξη της εισαγωγής των νέων εναρμονισμένων επιπέδων θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις για ορισμένα πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά την έγκαιρη ικανοποίηση των υπό εξέταση απαιτήσεων στο σημερινό μακροοικονομικό περιβάλλον. Για τον λόγο αυτό η ΕΚΤ προτείνει για τα πιστωτικά ιδρύματα την πρόβλεψη ελάχιστης μεταβατικής περιόδου κατάλληλης διάρκειας, η οποία δεν θα πρέπει να είναι μικρότερη της περιόδου που ισχύει για τα G-SII που καθορίζονται στο πρότυπο TLAC. Επιπλέον, θα πρέπει να δοθεί στην αρχή εξυγίανσης η ευελιξία να ορίζει κατά περίπτωση οριστική προθεσμία συμμόρφωσης μεγαλύτερη της εναρμονισμένης ελάχιστης. Η ΕΚΤ συνιστά να διευκρινιστεί ότι οποιαδήποτε επιμήκυνση της ελάχιστης μεταβατικής περιόδου για δεδομένο ίδρυμα θα πρέπει να βασίζεται σε αξιολόγηση των προκλήσεων τις οποίες συνεπάγεται η ικανοποίηση της απαίτησης MREL και με τις οποίες θα ερχόταν αντιμέτωπο ένα τέτοιο ίδρυμα λόγω περιορισμένης πρόσβασης στην αγορά ή περιορισμένων δυνατοτήτων της αγοράς ή παρόμοιων περιορισμών στο οικείο μακροοικονομικό περιβάλλον.

3.2.

Επιπλέον, η ΕΚΤ θεωρεί θετική την εισαγωγή νέων κριτηρίων επιλεξιμότητας για τα επιλέξιμα μέσα MREL που ευθυγραμμίζουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας MREL με τα κριτήρια επιλεξιμότητας TLAC (29) και εισάγουν πρόσθετα χαρακτηριστικά που βελτιώνουν τη μονιμότητα των επιλέξιμων μέσων MREL (30). Αυτά θα συνδράμουν στη διασφάλιση της ικανότητας απορρόφησης ζημιών MREL κατά το χρονικό σημείο της εξυγίανσης. Ωστόσο, τα πρόσθετα χαρακτηριστικά που υπερβαίνουν τα κριτήρια επιλεξιμότητας TLAC ενδέχεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω ελλείμματα, π.χ. καθιστώντας μη επιλέξιμες τις υποχρεώσεις με ρήτρες επιτάχυνσης, γεγονός που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον καθορισμό της οριστικής μεταβατικής περιόδου συμμόρφωσης με την MREL κατά περίπτωση. Εναλλακτικά, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις θα μπορούσαν να αναδιατυπωθούν, ώστε να ορίζουν ότι οι υποχρεώσεις που ήταν επιλέξιμες για την MREL αλλά δεν πληρούν τα νέα πρόσθετα χαρακτηριστικά θα υπόκεινται στο προϊσχύσαν καθεστώς, πράγμα που σημαίνει ότι θα εξακολουθήσουν να διατηρούν την επιλεξιμότητά τους και υπό το ισχύον σήμερα καθεστώς. Η συνεχιζόμενη υπαγωγή τους στο προϊσχύσαν καθεστώς θα πρέπει να εξαλειφθεί σταδιακά σε εύλογο χρονικό διάστημα.

3.3.

Αναφορικά με την υποχρεωτική εξαίρεση των υποχρεώσεων από χρεωστικούς τίτλους με ενσωματωμένα παράγωγα από τις επιλέξιμες υποχρεώσεις απαιτείται περαιτέρω διευκρίνιση του ορισμού των «ενσωματωμένων παραγώγων». Αυτό θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτευχθεί μέσω της ανάπτυξης κατάλληλων κανονιστικών τεχνικών προτύπων (31).

4.   Μέτρα έγκαιρης παρέμβασης

4.1.

Μεταξύ των εποπτικών μέτρων της OKA (32), του κανονισμού για τον ΕΕΜ (33) (ΚΕΕΜ) και των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης που προβλέπονται στη ΟΑΕΤ σημειώνεται σημαντική αλληλεπικάλυψη τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τους όρους εφαρμογής τους. Αυτό δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις στην πρακτική εφαρμογή του πλαισίου έγκαιρης παρέμβασης, ιδίως λόγω έλλειψης σαφήνειας σε σχέση με τους όρους της έγκαιρης παρέμβασης.

4.2.

Επιπλέον, οι εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης της ΕΚΤ πρέπει να ασκούνται με βάση τις εθνικές διατάξεις που μεταφέρουν τη ΟΑΕΤ στα οικεία δίκαια (34). Τούτο συνεπάγεται αβεβαιότητα όσον αφορά τα διαθέσιμα μέτρα και τις προϋποθέσεις άσκησής τους σε κάθε κράτος μέλος.

4.3.

Συνεπώς, η ΕΚΤ συνιστά την απάλειψη από το κείμενο της ΟΑΕΤ των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης που προβλέπονται ήδη στην OKA και τον KEEM, καθώς και την τροποποίηση του ΚΕΜΕ κατά τρόπο ώστε να προβλεφθεί στο κείμενο κανονισμού νομική βάση για τις εξουσίες έγκαιρης παρέμβασης της ΕΚΤ προς διευκόλυνση της συνεπούς εφαρμογής των σχετικών μέτρων.

5.   Μέσο χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση

5.1.

Οι προτεινόμενες τροποποιήσεις της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις παρέχουν τόσο στις αρμόδιες αρχές όσο και στις αρχές εξυγίανσης νέες εξουσίες αναστολής των υποχρεώσεων πληρωμής και παράδοσης. Ενώ η ΕΚΤ επικροτεί γενικά την εναρμόνιση των εν λόγω εξουσιών σε επίπεδο Ένωσης, αναμένει ότι αυτές οι εκτεταμένες εξουσίες θα ασκούνται μόνο υπό ακραίες περιστάσεις, εάν και εφόσον συντρέχει περίπτωση άσκησής τους. Λόγω του εξαιρετικού του χαρακτήρα και της επίδρασής του στη συνέχεια των συμβάσεων το μέσο χρεοστασίου θα πρέπει να αποφασίζεται σε στενό συντονισμό μεταξύ όλων των αρμόδιων αρχών. Η ΕΚΤ προτείνει την εισαγωγή διαδικασίας για την ανάθεση της αρμοδιότητας για το χρεοστάσιο στην αρμόδια αρχή ή στην αρχή εξυγίανσης, ανάλογα με το κατά πόσον το χρεοστάσιο επιβάλλεται πριν ή μετά την αξιολόγηση του κατά πόσο ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει». Μια τέτοια διαδικασία θα πρέπει, κατά κανόνα, να αποφεύγει την επιβολή διαδοχικών χρεοστασίων. Μόνο κατ' εξαίρεση η αρχή εξυγίανσης θα πρέπει να μπορεί, όταν καλείται βάσει των συγκεκριμένων περιστάσεων και τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, να επιβάλλει επιπλέον χρεοστάσιο προκειμένου να γεφυρώσει το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την ως άνω αξιολόγηση έως τη λήψη της σχετικής δράσης εξυγίανσης.

5.2.

Γενικά, κάθε εργαλείο χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση θα πρέπει να είναι διακριτό και ανεξάρτητο από τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης. Πρωταρχικός στόχος του χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση θα πρέπει να είναι η πρόληψη σοβαρής επιδείνωσης του ισολογισμού ενός πιστωτικού ιδρύματος. Ειδικότερα, το εργαλείο του χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση σε περίπτωση ανάγκης πρόκειται να παρέχει στην αρμόδια αρχή επαρκή χρόνο για να οριστικοποιήσει την αξιολόγηση του κατά πόσο ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει», λαμβάνοντας επίσης υπόψη τον χρόνο που απαιτείται για την έκδοση μιας τέτοιας τυπικής απόφασης, η οποία μάλιστα απαιτεί και διαβούλευση με την αρχή εξυγίανσης. Ακόμη, ένα χρεοστάσιο εξασφαλίζει στην αρχή εξυγίανσης επιπλέον χρόνο για την παράλληλη έναρξη των προπαρασκευαστικών της ενεργειών ενόψει της άσκησης των καθηκόντων εξυγίανσής της. Η μέγιστη περίοδος του χρεοστασίου θα πρέπει να είναι συνολικά πέντε εργάσιμες ημέρες, περιορισμός ο οποίος είναι επίσης αναγκαίος λαμβανομένης υπόψη της σοβαρής επίπτωσης του χρεοστασίου στα δικαιώματα των πιστωτών. Η ΕΚΤ προειδοποιεί ότι οι παρατεταμένες περίοδοι αδυναμίας πρόσβασης των καταθετών στις καταθέσεις τους υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα και ενδέχεται τελικά να δημιουργήσουν κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.

5.3.

Ένα αποτελεσματικό χρεοστάσιο πριν από την εξυγίανση πρέπει να έχει το ευρύτερο δυνατό πεδίο εφαρμογής, προκειμένου να επιτρέπει την έγκαιρη αντίδραση στις εκροές ρευστότητας. Προς διαφύλαξη ορισμένου βαθμού ευελιξίας η γενική εξαίρεση που διέπει τις καλυμμένες καταθέσεις και τις απαιτήσεις βάσει συστημάτων αποζημίωσης των επενδυτών θα πρέπει να αντικατασταθεί από περιορισμένες εξαιρέσεις χορηγούμενες κατά τη διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή η αρμόδια αρχή θα μπορούσε, για παράδειγμα, να επιτρέπει στους καταθέτες καθημερινά την ανάληψη περιορισμένου ποσού καταθέσεων συναρτώμενου με το επίπεδο προστασίας που θεσπίζεται βάσει της οδηγίας για τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων (εφεξής η «ΟΣΕΚ») (35), λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη πιθανούς περιορισμούς ως προς τη ρευστότητα και περιορισμούς τεχνικής φύσης. Θα πρέπει να προβλεφθούν διασφαλίσεις για την προστασία των δικαιωμάτων των καταθετών, όπως η σαφής γνωστοποίηση της εκάστοτε προβλεπόμενης αποκατάστασης της πρόσβασης στις καταθέσεις. Τέλος, θα πρέπει να αξιολογηθούν οι πιθανές επιπτώσεις βάσει της ΟΣΕΚ, δεδομένου ότι το εργαλείο χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση δεν θα ήταν χρήσιμο αν θεωρούνταν ότι ενεργοποιεί την άρση της πρόσβασης σε καταθέσεις βάσει της ΟΣΕΚ.

5.4.

Η ΕΚΤ προτείνει την επέκταση των υφιστάμενων εξαιρέσεων από το χρεοστάσιο που αφορούν τις υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών (ΥΧΑ), περιλαμβανομένων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, και σε α) κεντρικά αποθετήρια αξιών (ΚΑΑ) τρίτων χωρών που αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) σύμφωνα με τον κανονισμό για τα κεντρικά αποθετήρια κινητών αξιών (36) και β) συστήματα πληρωμών τρίτων χωρών με την επιφύλαξη της εφαρμογής συνεργατικού πλαισίου επίβλεψης στο οποίο συμμετέχει τουλάχιστον μία κεντρική τράπεζα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ). Αναστολή που απαγορεύει σε συμμετέχοντα (πιστωτικό ίδρυμα) να πραγματοποιήσει πληρωμές σε μια ΥΧΑ θα τον οδηγήσει de facto σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του καθώς αυτές θα καθίστανται ληξιπρόθεσμες. Ως προς τις υποχρεώσεις πληρωμών σε ΥΧΑ αυτό θα καθιστούσε τον συμμετέχοντα σε αθέτηση. Εφόσον δεν επρόκειτο να εξαιρεθεί αυτός ο τύπος πληρωμών, το χρεοστάσιο θα είχε κατ' ουσία τη δυνατότητα δημιουργίας και διάδοσης συστημικού κινδύνου πριν από την ενεργοποίηση των διασφαλίσεων της ΥΧΑ (37).

5.5.

Η προτεινόμενη εναρμόνιση των εξουσιών χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση θα πρέπει ακόμη να μην επηρεάζει άλλες εξουσίες χρεοστασίου, π.χ. εποπτικές ή δικαστικές αρμοδιότητες, που έχουν εισαχθεί σε εθνικό επίπεδο με σκοπό τη διαφύλαξη της αρχής της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών κατά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας. Εάν ορισμένο πιστωτικό ίδρυμα δεν τεθεί υπό εξυγίανση μετά την επιβολή χρεοστασίου, π.χ. διότι η αρχή εξυγίανσης κρίνει ότι η εξυγίανση δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον, τα εθνικά αυτά εργαλεία ενδέχεται να αποβούν και πάλι χρήσιμα. Μια παρόμοια κατάσταση θα μπορούσε να εκδηλωθεί εάν η υπό πτώχευση οντότητα τεθεί υπό καθεστώς αφερεγγυότητας μετά την εφαρμογή των εργαλείων εξυγίανσης.

5.6.

Οι εξαιρέσεις της ΟΑΕΤ που ισχύουν για τις κεντρικές τράπεζες πρέπει να επεκταθούν και στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ), μεταξύ άλλων και όσον αφορά το εργαλείο του χρεοστασίου πριν από την εξυγίανση. Καθώς η ΤΔΔ έχει αναλάβει τα καθήκοντα της προώθησης της συνεργασίας μεταξύ κεντρικών τραπεζών και της παροχής πρόσθετων διευκολύνσεων αναφορικά με διεθνείς χρηματοοικονομικές συναλλαγές, καθώς επίσης και το ρόλο του διαχειριστή (trustee) ή αντιπροσώπου όσον αφορά τους διεθνείς χρηματοοικονομικούς διακανονισμούς, κρίνεται σκόπιμη η μεταχείρισή της κατά τρόπο παρόμοιο με τη μεταχείριση μίας κεντρικής τράπεζας βάσει της ΟΑΕΤ.

5.7.

Θα πρέπει εξάλλου να διενεργηθούν περαιτέρω αξιολογήσεις όσον αφορά την αναγνώριση του εργαλείου χρεοστασίου κατά το δίκαιο τρίτων χωρών, ειδικά στις περιπτώσεις απουσίας μηχανισμών αναγνώρισης. Ειδικότερα, θα πρέπει να εξεταστούν προσεκτικά οι πιθανές επιπτώσεις του εν λόγω εργαλείου για τους σκοπούς του Πρωτοκόλλου της Διεθνούς Ένωσης Συμφωνιών Ανταλλαγής και Παραγώγων («ISDA») του 2015 περί αναστολής υποχρεώσεων στην παγκόσμια εξυγίανση (International Swaps and Derivatives Association 2015 Universal Resolution Stay Protocol), η οποία αναγνωρίζει μόνο μια συντομότερη περίοδο αναστολής, με τη δυνατότητα εξαίρεσης όσον αφορά χώρες που εν συνεχεία τροποποιούν τη διάρκεια της νόμιμης αναστολής.

5.8.

Τέλος, θα πρέπει να αξιολογηθούν προσεκτικά οι πιθανές επιπτώσεις των κανονιστικών απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας δεδομένης της προτεινόμενης διάρκειας των εργαλείων χρεοστασίου και της προβλεπόμενης αναστολής των δικαιωμάτων καταγγελίας ή συμψηφισμού/εκκαθαριστικού συμψηφισμού.

6.   Αξιολόγηση του αν ορισμένο λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα άμεσα υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (SRB) «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει»

Μολονότι οι προτεινόμενες από την Επιτροπή τροποποιήσεις του κανονισμού για τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης δεν αντιμετωπίζουν το θέμα αυτό, η διαδικασία εξυγίανσης που ορίζεται στον ΚΕΜΕ χρήζει επείγουσας προσοχής. Ειδικότερα, η αναντιστοιχία μεταξύ των αρμοδιοτήτων της ΕΚΤ και του SRB σε σχέση με συγκεκριμένα ιδρύματα, σε συνδυασμό με την τρέχουσα διατύπωση του ΚΕΜΕ, οδηγούν σε ανασφάλεια δικαίου ως προς την ταυτότητα της αρχής που είναι αρμόδια για την αξιολόγηση του αν ορισμένο λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα άμεσα υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του SRB «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει». Αν και το γράμμα του άρθρου 18 του ΚΕΜΕ υποδηλώνει ότι η ΕΚΤ είναι αρμόδια για την αξιολόγηση του αν λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα «βαδίζουν προς πτώχευση ή κινδυνεύουν να πτωχεύσουν», δεν λαμβάνει υπόψη τους περιορισμούς του πρωτογενούς δικαίου της Ένωσης. Πράγματι, από τη συστηματική ερμηνεία του νομικού πλαισίου της Ένωσης συνάγεται ότι η αξιολόγηση του αν ένας λιγότερο σημαντικός διασυνοριακός όμιλος ή ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα άμεσα υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του SRB «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει» θα πρέπει να μην εμπίπτει στην άμεση αρμοδιότητα της ΕΚΤ, αλλά στην αρμοδιότητα των αρμόδιων εθνικών αρχών ως των αρμόδιων εποπτικών αρχών για τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα βάσει του KEEM (38). Η ΕΚΤ συνιστά περαιτέρω τροποποίηση του ΚΕΜΕ ώστε να προβλέπεται ρητά η αρμοδιότητα της οικείας εθνικής αρμόδιας αρχής όσον αφορά την αξιολόγηση του αν ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα άμεσα υπαγόμενο στην αρμοδιότητα του SRB «βαδίζει προς πτώχευση ή κινδυνεύει να πτωχεύσει» (39).

Σε ξεχωριστό τεχνικό έγγραφο εργασίας παρατίθενται συγκεκριμένες προτάσεις αναδιατύπωσης των προτεινόμενων τροποποιητικών κανονισμών και οδηγιών, οι οποίες εκπονήθηκαν από το προσωπικό της ΕΚΤ και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό έγγραφο εργασίας δεν έχει εκδοθεί από το διοικητικό συμβούλιο και διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στον διαδικτυακό τόπο της ΕΚΤ.

Φρανκφούρτη, 8 Νοεμβρίου 2017.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  COM(2016) 850 τελικό.

(2)  Η ΕΚΤ έχει εκδώσει ήδη γνώμη σχετικά με ορισμένες από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του κανονισμού για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Βλέπε γνώμη CON/2017/46. Βλέπε γνώμη CON/2017/46. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ είναι διαθέσιμες στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ (www.ecb.europa.eu).

(3)  COM(2016) 854 τελικό.

(4)  COM(2016) 851 τελικό.

(5)  COM(2016) 852 τελικό.

(6)  Βλέπε κείμενο του ΣΧΣ της 9ης Νοεμβρίου 2015 με τίτλο «Principles on Loss-absorbing and Recapitalisation Capacity of G-SIBs in Resolution Total Loss-absorbing Capacity (TLAC) Term Sheet» (εφεξής το «κείμενο βασικών όρων του ΣΧΣ για την TLAC»), το οποίο είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα του ΣΧΣ (www.fsb.org).

(7)  Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 190).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στον πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ L 225 της 30.7.2014, σ. 1).

(9)  Προτεινόμενο νέο άρθρο 45γ παράγραφος 3 της ΟΑΕΤ και νέο άρθρο 12δ παράγραφος 3 του ΚΕΜΕ.

(10)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 45ε παράγραφος 1 της ΟΑΕΤ και νέο άρθρο 12στ παράγραφος 1 του ΚΕΜΕ.

(11)  Βλέπε Προτεινόμενο νέο άρθρο 45ε παράγραφος 3 της ΟΑΕΤ.

(12)  Βλέπε παραγράφους 2.9 και 2.10.

(13)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(14)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α της OKA.

(15)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α παράγραφος 1 στοιχείο δ) της OKA.

(16)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α παράγραφος 1 στοιχεία α) έως γ) της OKA.

(17)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο η1) της OKA.

(18)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 17 παράγραφος 5 στοιχείο ι1) της ΟΑΕΤ.

(19)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(20)  Αυτό συνάδει με την άποψη που διατυπώνεται στην παράγραφο 2.6.

(21)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α παράγραφος 2 της OKA.

(22)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 141α παράγραφος 1 στοιχείο δ) της OKA.

(23)  Σημειωτέον ότι μια παραβίαση συνδυασμένης απαίτησης αποθεμάτων ασφαλείας μπορεί επίσης να συμβεί σε υψηλά επίπεδα ρυθμιστικού κεφαλαίου, όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα κατ' ουσία πληροί σε μεγάλο βαθμό την οικεία MREL μέσω των ιδίων κεφαλαίων και όχι μέσω άλλων επιλέξιμων υποχρεώσεων MREL.

(24)  Διαθέσιμα στον δικτυακό τόπο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) (www.bis.org).

(25)  Βλέπε επίσης παράγραφο 3.5 γνώμης CON/2017/23.

(26)  Αυτή η διευκρίνιση σχετικά με τη μεταχείριση θυγατρικών τρίτων χωρών μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη MREL για αυτούς τους τύπους ομίλων.

(27)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 11 παράγραφος 3 του ΚΚΑ.

(28)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 72ε παράγραφος 4 του ΚΚΑ.

(29)  Η βασική εναπομένουσα διαφορά είναι ότι η μειωμένη εξασφάλιση δεν απαιτείται για όλα τα ιδρύματα και ότι τα δομημένα αξιόγραφα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι επιλέξιμα για τη MREL.

(30)  Βλέπε προτεινόμενο νέο άρθρο 72β παράγραφος 2, στοιχείο η) (παροχή κινήτρων αποπληρωμής σε σχέση με τα στοιχεία), στοιχείο θ) (δικαιώματα προαίρεσης αγοράς ασκούμενα κατά την αποκλειστική κρίση του εκδότη), στοιχείο ια) (ανάγκη συμμόρφωσης με τα άρθρα 77 και 78 του KKA), στοιχείο ιβ) (παράλειψη αναφοράς σε πρόωρη αποπληρωμή), στοιχείο ιγ) (δικαιώματα επιτάχυνσης υπέρ του κατόχου) και στοιχείο ιδ) (αποσύνδεση του ύψους των πληρωμών από την πιστοληπτική διαβάθμιση του ιδρύματος) του KKA.

(31)  Βλέπε επίσης παράγραφο 2.1.2 της γνώμης CON/2017/6 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Μαρτίου 2017, σχετικά με πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την τροποποίηση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ όσον αφορά την κατάταξη των μη εξασφαλισμένων χρεωστικών μέσων στην πτωχευτική ιεραρχία (ΕΕ C 132 της 26.4.2017, σ. 1).

(32)  Βλέπε ιδίως άρθρο 104 της OKA.

(33)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63).

(34)  Βλέπε άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

(35)  Οδηγία 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 149). Για παράδειγμα, το άρθρο 8 παράγραφος 4 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι στη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου οι καταθέτες θα πρέπει να αποκτούν πρόσβαση σε ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεών τους που επαρκεί για την κάλυψη του κόστους διαβίωσής τους, εντός πέντε εργάσιμων ημερών από την υποβολή σχετικού αιτήματος.

(36)  Βλέπε άρθρο 25 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 1).

(37)  Για τον λόγο αυτό, τόσο σε επίπεδο Ένωσης όσο και σε διεθνές επίπεδο (νόμοι για το αμετάκλητο του διακανονισμού και βασικά χαρακτηριστικά του FSB) υπάρχει μια κοινή αντίληψη της ανάγκης προστασίας των οικονομικών υποχρεώσεων από χρεοστάσιο που συνδέονται με ΥΧΑ.

(38)  Βλέπε άρθρο 6 παράγραφος 4 του ΚΕΕΜ.

(39)  Οι ίδιες σκέψεις ισχύουν, τηρουμένων των αναλογιών, και για τις διατάξεις του άρθρου 21 του ΚΕΜΕ.


Top