EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52017HB0010

Σύσταση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 4ης Απριλίου 2017, σχετικά με την εφαρμογή κοινών προδιαγραφών κατά την άσκηση από τις εθνικές αρμόδιες αρχές ορισμένων δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα (ΕΚΤ/2017/10)

OJ C 120, 13.4.2017, p. 2–9 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

13.4.2017   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

C 120/2


ΣΫΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΉΣ ΚΕΝΤΡΙΚΉΣ ΤΡΆΠΕΖΑΣ

της 4ης Απριλίου 2017

σχετικά με την εφαρμογή κοινών προδιαγραφών κατά την άσκηση από τις εθνικές αρμόδιες αρχές ορισμένων δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα

(ΕΚΤ/2017/10)

(2017/C 120/02)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 6 παράγραφος 1 και παράγραφος 5 στοιχείο γ),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ). Η ίδια επιβλέπει τη λειτουργία του συστήματος, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνεπής εφαρμογή υψηλών προτύπων εποπτείας και η συνοχή των αποτελεσμάτων των εποπτικών διαδικασιών στα συμμετέχοντα κράτη μέλη.

(2)

Η ΕΚΤ υποχρεούται να διασφαλίζει τη συνεπή εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας όσον αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (2).

(3)

Ως αρμόδια αρχή για τα πιστωτικά ιδρύματα που χαρακτηρίζονται σημαντικά σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η ΕΚΤ άσκησε ορισμένα δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/445 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2016/4) (3). Ακόμη, στον οδηγό τον οποίο εξέδωσε τον Νοέμβριο του 2016 σχετικά με την άσκηση δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο (εφεξής ο «Οδηγός της ΕΚΤ»), η ίδια καθορίζει κοινή δέσμη προδιαγραφών που πρέπει να εφαρμόζονται στην κατά περίπτωση άσκηση ορισμένων άλλων δικαιωμάτων κατόπιν αξιολόγησης των αιτήσεων που υποβάλλουν προς τούτο μεμονωμένα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία χαρακτηρίζονται σημαντικά σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και με τις διατάξεις του μέρους IV και του άρθρου 147 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014.

(4)

Προκειμένου να προκριθεί μια κοινή εποπτική προσέγγιση της αξιολόγησης της άσκησης των δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών εκ μέρους των μεμονωμένων εθνικών αρμόδιων αρχών (ΕΑΑ), η ΕΚΤ μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, να προβαίνει στην έκδοση σύστασης αναφορικά με τις εφαρμοστέες προδιαγραφές για τους σκοπούς αξιολόγησης των σχετικών αιτήσεων που υποβάλλουν τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.

(5)

Η θέσπιση κοινής δέσμης προδιαγραφών για την άσκηση δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών σε μεμονωμένη βάση είναι απαραίτητη, αφενός, για να προαχθούν η συνέπεια, η αποτελεσματικότητα και η διαφάνεια στην εποπτεία των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων εντός του ΕΕΜ και, αφετέρου, για να ενισχυθεί, όπου απαιτείται, η ίση μεταχείριση σημαντικών και λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων και η ισοτιμία των όρων ανταγωνισμού για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Παράλληλα, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η αρχή της αναλογικότητας και οι θεμιτές προσδοκίες των εποπτευόμενων πιστωτικών ιδρυμάτων.

(6)

Ενόψει τούτου η ΕΚΤ εντόπισε ορισμένα δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες μεταξύ των περιλαμβανομένων στον Οδηγό της ΕΚΤ, που θα ήταν σκόπιμο να ασκούνται με τον ίδιο τρόπο τόσο για τα σημαντικά όσο και για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Η ίδια εντόπισε και άλλα δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες, περιλαμβανομένων και δύο γενικής φύσης που προβλέπονται στα άρθρα 380 και 420 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, για την άσκηση των οποίων συνιστά την υιοθέτηση ειδικής προσέγγισης σε ό,τι αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.

(7)

Προκειμένου για τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες που σχετίζονται με την ενοποιημένη εποπτεία και τις απαλλαγές από την εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας κατά τα οριζόμενα στις συστάσεις του κεφαλαίου 1 του τμήματος II του Οδηγού της ΕΚΤ οι ΕΑΑ θα πρέπει να καλούνται να επιδεικνύουν σύνεση όταν χορηγούν τέτοιες απαλλαγές σε μεμονωμένη βάση. Προκειμένου για απαλλαγές από την εφαρμογή των απαιτήσεων για την κάλυψη κινδύνων ρευστότητας σε διασυνοριακό επίπεδο η ΕΚΤ συνιστά την υιοθέτηση ειδικής προσέγγισης σε σχέση με τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα, λόγω του ότι δεν εφαρμόζονται σε αυτά όλες οι προδιαγραφές αξιολόγησης των σχετικών αιτήσεων σύμφωνα με τον Οδηγό της ΕΚΤ.

(8)

Προκειμένου για τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες που σχετίζονται με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις κατά τα οριζόμενα στα κεφάλαια 2 και 3 του τμήματος II του Οδηγού της ΕΚΤ ενδείκνυται η υιοθέτηση μιας συνεπούς και συνετής προσέγγισης σε επίπεδο ΕΕΜ, διότι οι σχετικές εποπτικές αποφάσεις επηρεάζουν το ύψος και την ποιότητα των διαθέσιμων ίδιων κεφαλαίων. Το ίδιο ισχύει για τα πρόσθετα μέσα κατηγορίας 1 και τα μέσα κατηγορίας 2 ή για τα δικαιώματα μειοψηφίας που μπορούν να περιληφθούν στα επιλέξιμα ίδια κεφάλαια υπό προϋποθέσεις. Επίσης, προς διασφάλιση της ισοτιμίας των όρων ανταγωνισμού η τυποποιημένη προσέγγιση, η προσέγγιση των εσωτερικών διαβαθμίσεων, η μέθοδος των εσωτερικών υποδειγμάτων και η προσέγγιση των εσωτερικών υποδειγμάτων για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων θα πρέπει να εφαρμόζονται με συνέπεια σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα του ΕΕΜ. Εξάλλου, για τον ίδιο σκοπό θα πρέπει να βασίζεται σε κοινή δέσμη προδιαγραφών η αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (4) σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα εφαρμογής μηδενικού συντελεστή στάθμισης κινδύνου για τον υπολογισμό των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων για ανοίγματα εντός ομίλου. Πάντως, η ΕΚΤ έχει εντοπίσει ορισμένα δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες που σχετίζονται με τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων και τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και καθιστούν αναγκαία την υιοθέτηση ειδικής προσέγγισης σε ό,τι αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.

(9)

Προκειμένου για τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες που αφορούν ιδρύματα τα οποία περιλαμβάνονται σε θεσμικό σύστημα προστασίας, για λόγους διασφάλισης εποπτικής συνέπειας συνιστάται η χρήση κοινής δέσμης προδιαγραφών για την αξιολόγηση των αιτήσεων απαλλαγής από απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας κατά τα οριζόμενα στο κεφάλαιο 4 του τμήματος II του Οδηγού της ΕΚΤ, δεδομένου ότι τα θεσμικά συστήματα προστασίας συνήθως περιλαμβάνουν σημαντικά και λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Ωστόσο, προκειμένου για τις συμμετοχές σε ιδρύματα που περιλαμβάνονται σε θεσμικά συστήματα προστασίας κατά το άρθρο 49 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 συνιστάται η υιοθέτηση ειδικής προσέγγισης σε σχέση με τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα με σκοπό τη μείωση κατά το δυνατόν της διοικητικής επιβάρυνσης των τελευταίων.

(10)

Η προσέγγιση που περιγράφεται στο κεφάλαιο 5 του τμήματος II του Οδηγού της ΕΚΤ όσον αφορά τη συμμόρφωση των σημαντικών ιδρυμάτων με τις απαιτήσεις για τα μεγάλα ανοίγματα θα πρέπει να υιοθετείται και σε σχέση με τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα, προκειμένου να προάγεται η συνετή μεταχείριση των μεγάλων ανοιγμάτων όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων του ΕΕΜ, με αποτέλεσμα τη διαχείριση και τον περιορισμό των κινδύνων συγκέντρωσης με τον προσφορότερο τρόπο.

(11)

Προκειμένου για τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες που σχετίζονται με τις απαιτήσεις ρευστότητας κατά τα οριζόμενα στο κεφάλαιο 6 του τμήματος II του Οδηγού της ΕΚΤ η τελευταία συνιστά την υιοθέτηση συνεπούς και συνετής προσέγγισης, διότι η άσκησή τους επηρεάζει τον υπολογισμό των απαιτήσεων όσον αφορά τον δείκτη κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας, για παράδειγμα μέσω του καθορισμού της μεταχείρισης συγκεκριμένων εισροών και εκροών. Στα προϊόντα εκτός ισολογισμού που σχετίζονται με χρηματοδότηση του εμπορίου οι ΕΑΑ μπορούν να εφαρμόζουν ποσοστό εκροών μικρότερο του 5 %, εφόσον το εφαρμοστέο ποσοστό εκροών έχει υπολογιστεί βάσει στατιστικών στοιχείων τεκμηρίωσης.

(12)

Προκειμένου για τη χορήγηση απαλλαγών σε πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό κατά το άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5) και προς επίτευξη ισοτιμίας των όρων ανταγωνισμού συνιστάται η υιοθέτηση της προσέγγισης που περιγράφεται στο κεφάλαιο 8 του τμήματος II του Οδηγού της ΕΚΤ σε ό,τι αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.

(13)

Όσον αφορά τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες που σχετίζονται με τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης και την προληπτική εποπτεία και προκειμένου να διασφαλίζεται η εφαρμογή πρόσφορων απαιτήσεων διακυβέρνησης σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα συνιστάται η υιοθέτηση συνετής και συνεπούς προσέγγισης κατά τα οριζόμενα στο κεφάλαιο 11 του τμήματος II του Οδηγού της ΕΚΤ. Ωστόσο, ενόψει της αρχής της αναλογικότητας θεωρείται πρόσφορη για τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα η υιοθέτηση ειδικής προσέγγισης όσον αφορά τη σύσταση κοινής επιτροπής αποτελούμενης από την επιτροπή κινδύνου και την επιτροπή ελέγχου.

(14)

Ακόμη, ενόψει της ανάγκης διασφάλισης ομαλής συνεργασίας εντός του ΕΕΜ η παρούσα σύσταση καλύπτει δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες που αφορούν τη συνεργασία μεταξύ αρχών.

(15)

Όσον αφορά τις διμερείς συμφωνίες για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη κατά το άρθρο 115 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ απαιτείται η υιοθέτηση ειδικής προσέγγισης σε σχέση με τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα, δεδομένου ότι το εν λόγω δικαίωμα έχει η αρμόδια αρχή που χορηγεί τις άδειες λειτουργίας. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) και το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η ΕΚΤ είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο του ΕΕΜ και, συνεπώς, πρέπει να συμμετέχει στη σύναψη διμερών συμφωνιών για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΣΤΑΣΗ:

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

I.

1.   Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Η παρούσα σύσταση καθορίζει τις αρχές που θα πρέπει να διέπουν την άσκηση από τις ΕΑΑ ορισμένων δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.

2.   Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας σύστασης ισχύουν οι ορισμοί του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 (ΕΚΤ/2014/17), του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής (6).

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΕΥΧΕΡΕΙΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ ΕΙΔΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΑ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

II.

Απαλλαγές από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

1.   Άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: απαλλαγές από την εφαρμογή των απαιτήσεων για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας σε διασυνοριακό επίπεδο

Κατά την εξέταση των αιτήσεων απαλλαγής από την εφαρμογή των απαιτήσεων για την κάλυψη του κινδύνου ρευστότητας σε διασυνοριακό επίπεδο οι ΕΑΑ θα πρέπει να αξιολογούν τη συμμόρφωση με όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 8 παράγραφοι 1 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφαρμόζοντας τις προδιαγραφές αξιολόγησης της ενότητας II, κεφάλαιο 1, παράγραφος 4 του Οδηγού της ΕΚΤ, πλην εκείνων που αφορούν το άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο β) του ως άνω κανονισμού.

III.

Κεφαλαιακές απαιτήσεις

1.   Άρθρο 129 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: ανοίγματα υπό τη μορφή καλυμμένων ομολόγων

Όσον αφορά τα ανοίγματα υπό τη μορφή καλυμμένων ομολόγων κάθε ΕΑΑ θα πρέπει να συντονίζει τις ενέργειές της με την ΕΚΤ για σκοπούς αξιολόγησης του ενδεχόμενου σημαντικών προβλημάτων συγκέντρωσης στο οικείο συμμετέχον κράτος μέλος, πριν από τη λήψη απόφασης περί της χορήγησης ή μη μερικής απαλλαγής από την εφαρμογή του άρθρου 129 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και την έγκριση της χρήσης της δεύτερης βαθμίδας πιστωτικής ποιότητας για ποσό που δεν υπερβαίνει το 10 % του συνολικού ανοίγματος του ονομαστικού ποσού των ανεξόφλητων καλυμμένων ομολόγων του εκδότη.

2.   Άρθρο 311 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: αντιμετώπιση ανοιγμάτων έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων

2.1.

Κάθε ΕΑΑ θα πρέπει να επιτρέπει σε πιστωτικό ίδρυμα να αντιμετωπίζει τα ανοίγματα συναλλαγών του και τις συνεισφορές του στο κεφάλαιο εκκαθάρισης κεντρικού αντισυμβαλλομένου σύμφωνα με το άρθρο 310 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει ενημερώσει το πιστωτικό ίδρυμα ότι έχει παύσει να υπολογίζει το KCCP (υποθετικό κεφάλαιο) κατά το άρθρο 311 παράγραφος 1 στοιχείο α) του ως άνω κανονισμού.

2.2.

Για τους σκοπούς της παραγράφου 2.1, κατά την αξιολόγηση της εγκυρότητας των λόγων για τους οποίους ορισμένος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έπαυσε να υπολογίζει το KCCP (υποθετικό κεφάλαιο) οι ΕΑΑ θα πρέπει να εφαρμόζουν τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει η ΕΚΤ ως προς τον κεντρικό αυτό αντισυμβαλλόμενο κατά την επαλήθευση της εγκυρότητας των παραπάνω λόγων.

3.   Άρθρο 380 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: απαλλαγή σε περίπτωση δυσλειτουργίας συστήματος

3.1.

Σε περίπτωση εκδήλωσης δυσλειτουργίας συστήματος κατά την έννοια του άρθρου 380 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, η οποία επιβεβαιώνεται με σχετική ανακοίνωση που δημοσιεύει η ΕΚΤ, και μέχρι τη δημοσίευση νεότερης ανακοίνωσης της τελευταίας περί αποκατάστασής της, η ΕΚΤ θα πρέπει να την αξιολογεί, οι δε ΕΑΑ να εφαρμόζουν τα συμπεράσματα της αξιολόγησης της ΕΚΤ και να κάνουν χρήση του δικαιώματος του ως άνω άρθρου 380. Στην περίπτωση αυτή:

α)

τα πιστωτικά ιδρύματα δεν θα πρέπει να υποχρεούνται σε τήρηση των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων των άρθρων 378 και 379 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

β)

ο μη διακανονισμός συναλλαγής από ορισμένο αντισυμβαλλόμενο δεν θα πρέπει να θεωρείται αθέτηση για τους σκοπούς του πιστωτικού κινδύνου.

3.2.

ΕΑΑ η οποία σκοπεύει να προβεί σε δημοσίευση ανακοίνωσης με την οποία επιβεβαιώνεται η εκδήλωση δυσλειτουργίας συστήματος κατά την έννοια του άρθρου 380 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 θα πρέπει να συντονίζει τις ενέργειές της με την ΕΚΤ πριν από την εν λόγω δημοσίευση.

IV.

Θεσμικά συστήματα προστασίας

1.   Άρθρο 49 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: αφαίρεση τοποθετήσεων σε ιδρύματα που περιλαμβάνονται σε θεσμικά συστήματα προστασίας

1.1.

Όταν ζητείται η άδεια αφαίρεσης τοποθετήσεων σε μέσα ίδιων κεφαλαίων, οι ΕΑΑ θα πρέπει να εφαρμόζουν τις προδιαγραφές της ενότητας ΙΙ, κεφάλαιο 4, παράγραφος 4 του Οδηγού της ΕΚΤ προκειμένου να αξιολογήσουν εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 49 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.

1.2.

Μια ΕΑΑ μπορεί να επιτρέπει σε θεσμικό σύστημα προστασίας να υποβάλλει αίτηση για τη χορήγηση άδειας κατά το άρθρο 49 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 για λογαριασμό όλων των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτό. Στην περίπτωση αυτή η ΕΑΑ μπορεί να εκδίδει απόφαση για τη χορήγηση άδειας σύμφωνα με το ως άνω άρθρο, η οποία ισχύει για όλα τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα που αναφέρονται στην αίτηση.

V.

Ρευστότητα

1.   Άρθρο 420 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: εκροές ρευστότητας

1.1.

Ακολούθως προς το άρθρο 11 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/445, για προϊόντα εκτός ισολογισμού που σχετίζονται με χρηματοδότηση του εμπορίου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 429 και στο παράρτημα I του ως άνω κανονισμού οι ΕΑΑ θα πρέπει να ορίζουν ποσοστό εκροών 5 % το οποίο τα πιστωτικά ιδρύματα θα εφαρμόζουν κατά την αξιολόγηση των εκροών ρευστότητας. Οι ΕΑΑ θα πρέπει να υποχρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα να τους αναφέρουν τις αντίστοιχες εκροές σύμφωνα με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής (7).

1.2.

Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1.1, προκειμένου για λιγότερο σημαντικά ιδρύματα εγκατεστημένα σε ορισμένο κράτος μέλος η οικεία ΕΑΑ μπορεί να ορίζει ποσοστό εκροών μικρότερο του 5 % βάσει στατιστικών στοιχείων τεκμηρίωσης.

VI.

Προληπτική εποπτεία

1.   Άρθρο 76 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: σύσταση κοινής επιτροπής αποτελούμενης από την επιτροπή κινδύνου και την επιτροπή ελέγχου

1.1.

Προκειμένου για λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα (συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι θυγατρικές ομίλων) που δεν θεωρούνται σημαντικά κατά την έννοια του άρθρου 76 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ οι ΕΑΑ θα πρέπει, ασκώντας το σχετικό δικαίωμα, να επιτρέπουν τη σύσταση κοινής επιτροπής αποτελούμενης από την επιτροπή κινδύνου και την επιτροπή ελέγχου.

1.2.

Οι ΕΑΑ θα πρέπει να αξιολογούν τη σημασία του πιστωτικού ιδρύματος κατά την έννοια του άρθρου 76 παράγραφος 3 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ από πλευράς μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης και φύσης, πεδίου εφαρμογής και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, σύμφωνα με τις προδιαγραφές αξιολόγησης της ενότητας ΙΙ κεφάλαιο 11 παράγραφος 3 του Οδηγού της ΕΚΤ.

1.3.

Εφόσον συγκεκριμένη εθνική νομοθεσία με την οποία μεταφέρεται στο οικείο δίκαιο η οδηγία 2013/36/ΕΕ θεσπίζει ήδη κριτήρια πέραν των προδιαγραφών που προβλέπονται στην ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 11 παράγραφος 3 του Οδηγού της ΕΚΤ, οι οικείες ΕΑΑ θα πρέπει να τα εφαρμόζουν.

2.   Άρθρο 115 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: διμερής συμφωνία σχετικά με την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων σε μη συμμετέχοντα κράτη μέλη

2.1.

Δεδομένης της αρμοδιότητας της ΕΚΤ για την αρχική αδειοδότηση πιστωτικών ιδρυμάτων εντός του ΕΕΜ και της αρμοδιότητας των ΕΑΑ για την προληπτική εποπτεία λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων, οι ΕΑΑ θα πρέπει να γνωστοποιούν στην ΕΚΤ τυχόν πρόθεσή τους είτε να εκχωρήσουν την άμεση εποπτική αρμοδιότητά τους επί ενός λιγότερο σημαντικού ιδρύματος στην αρμόδια αρχή που έχει αδειοδοτήσει και εποπτεύει τη μητρική επιχείρησή του είτε να αναλάβουν την εποπτική αρμοδιότητα επί θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος που έχει αδειοδοτηθεί σε άλλο κράτος μέλος. Ως αρχή αρμόδια για την αδειοδότηση των πιστωτικών ιδρυμάτων η ΕΚΤ θα πρέπει να συνεργάζεται με την οικεία ΕΑΑ με σκοπό την κατάρτιση διμερούς συμφωνίας όσον αφορά την εκχώρηση εποπτικών αρμοδιοτήτων σε ΕΑΑ που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε διαρκή βάση της μητρικής οντότητας, ή την ανάληψη τέτοιων αρμοδιοτήτων από ΕΑΑ που είναι υπεύθυνη για την εποπτεία σε διαρκή βάση της θυγατρικής οντότητας, στο οικείο συμμετέχον κράτος μέλος.

2.2.

Η παράγραφος 2.1 εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)

όταν ορισμένη ΕΑΑ σκοπεύει να εκχωρήσει την αρμοδιότητά της για άσκηση άμεσης εποπτείας ενός λιγότερο σημαντικού ιδρύματος στην ΕΑΑ που αδειοδότησε και εποπτεύει τη μητρική επιχείρηση και

β)

όταν ορισμένη ΕΑΑ, ως αρχή αρμόδια για την άμεση εποπτεία μητρικής επιχείρησης που είναι πιστωτικό ίδρυμα, επιδιώκει ή της ζητείται να αναλάβει την αρμοδιότητα για την εποπτεία θυγατρικού πιστωτικού ιδρύματος που έχει αδειοδοτηθεί σε άλλο κράτος μέλος.

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΩΝ ΕΥΧΕΡΕΙΩΝ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΥΙΟΘΕΤΕΙΤΑΙ ΚΟΙΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΟΛΑ ΤΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ

VII.

Στο παράρτημα της παρούσας παρατίθενται τα δικαιώματα και οι διακριτικές ευχέρειες που θα ασκούνται κατά περίπτωση και επί των οποίων θα πρέπει να υιοθετείται κοινή προσέγγιση όσον αφορά τα σημαντικά και τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Προκειμένου για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα οι ΕΑΑ ασκούν τα εν λόγω δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες σύμφωνα με τον πίνακα αναφοράς του παραρτήματος.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

VIII.

Τελική διάταξη

Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στις ΕΑΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών.

Φρανκφούρτη, 4 Απριλίου 2017.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/445 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 14ης Μαρτίου 2016, σχετικά με την άσκηση δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο (ΕΚΤ/2016/4) (ΕΕ L 78 της 24.3.2016, σ. 60).

(4)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(5)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(6)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1).

(7)  Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 680/2014 της Επιτροπής, της 16ης Απριλίου 2014, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 191 της 28.6.2014, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Νομική βάση δικαιώματος ή/και διακριτικής ευχέρειας

Συνιστώμενη προσέγγιση: συνέπεια με την πολιτική των δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών όσον αφορά τα σημαντικά ιδρύματα

Ενοποιημένη εποπτεία και απαλλαγές από τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας

Άρθρο 7 παράγραφοι 1, 2 και 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: απαλλαγές από την εφαρμογή κεφαλαιακών απαιτήσεων

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 1 παράγραφος 3 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: απαλλαγές από την εφαρμογή των απαιτήσεων για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 1 παράγραφος 4 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: μέθοδος μερικής ενοποίησης

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 1 παράγραφος 5 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 10 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: απαλλαγές για πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 1 παράγραφος 6 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 24 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: αποτίμηση στοιχείων ενεργητικού και στοιχείων εκτός ισολογισμού — χρήση των διεθνών προτύπων χρηματοοικονομικής αναφοράς για σκοπούς προληπτικής εποπτείας

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 1 παράγραφος 8 του Οδηγού της ΕΚΤ

Ίδια κεφάλαια

Άρθρο 49 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: αφαίρεση ασφαλιστικών εταιρειών χαρτοφυλακίου

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 2 παράγραφος 4 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 49 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: αφαίρεση τοποθετήσεων οντοτήτων του χρηματοπιστωτικού τομέα

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 2 παράγραφος 5 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 78 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: μείωση ιδίων κεφαλαίων — περιθώριο υπέρβασης κεφαλαιακών απαιτήσεων

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 2 παράγραφος 6 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 78 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: μείωση ιδίων κεφαλαίων — αλληλασφαλιστικές ενώσεις, ταμιευτήρια και συνεταιρισμοί

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 2 παράγραφος 7 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 83 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: απαλλαγή για πρόσθετα μέσα κατηγορίας 1 και μέσα κατηγορίας 2 που εκδίδονται από οντότητα ειδικού σκοπού

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 2 παράγραφος 9 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 84 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: δικαιώματα μειοψηφίας που περιλαμβάνονται στο ενοποιημένο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 2 παράγραφος 10 του Οδηγού της ΕΚΤ

Κεφαλαιακές απαιτήσεις

Άρθρο 113 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: υπολογισμός των σταθμισμένων ως προς τον κίνδυνο ανοιγμάτων – ανοίγματα εντός ομίλου

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 3 παράγραφος 3 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 162 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: ληκτότητα ανοιγμάτων

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 3 παράγραφος 5 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 225 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: εσωτερικές εκτιμήσεις των προσαρμογών μεταβλητότητας

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 3 παράγραφος 7 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 243 παράγραφος 2 και άρθρο 244 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: μεταφορά σημαντικού κινδύνου

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 3 παράγραφος 8 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 283 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: εφαρμογή της μεθόδου εσωτερικών υποδειγμάτων

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 3 παράγραφος 9 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 284 παράγραφοι 4 και 9 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: υπολογισμός της αξίας ανοίγματος για τον πιστωτικό κίνδυνο αντισυμβαλλομένου

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 3 παράγραφος 10 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 311 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: κίνδυνος αγοράς (ανοίγματα έναντι κεντρικών αντισυμβαλλομένων)

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 3 παράγραφος 11 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 366 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: υπολογισμός της δυνητικής ζημίας

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 3 παράγραφος 12 του Οδηγού της ΕΚΤ

Θεσμικά συστήματα προστασίας

Άρθρο 8 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: απαλλαγή μελών θεσμικών συστημάτων προστασίας από την εφαρμογή των απαιτήσεων για την κάλυψη κινδύνου ρευστότητας

Ενότητα II κεφάλαιο 4 παράγραφος 3 του Οδηγού της ΕΚΤ

Μεγάλα ανοίγματα

Άρθρο 396 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: συμμόρφωση με τις απαιτήσεις για μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα

Ενότητα II κεφάλαιο 5 παράγραφος 3 του Οδηγού της ΕΚΤ

Ρευστότητα

Άρθρο 422 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και άρθρο 29 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: εκροές ρευστότητας εντός του ίδιου ομίλου

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 11 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 425 παράγραφος 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και άρθρο 34 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: εισροές ρευστότητας εντός του ίδιου ομίλου

Ενότητα II κεφάλαιο 6 παράγραφος 15 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 8 παράγραφος 1 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: διαφοροποίηση ρευστών στοιχείων ενεργητικού

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 5 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο γ) του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: διαχείριση ρευστών στοιχείων ενεργητικού

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 6 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 8 παράγραφος 6 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: νομισματική αναντιστοιχία

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 4 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 10 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: περικοπές σε εξαιρετικά υψηλής ποιότητας καλυμμένα ομόλογα

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 7 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 24 παράγραφος 6 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: πολλαπλασιαστής για καταθέσεις λιανικής που καλύπτονται από σύστημα εγγύησης των καταθέσεων

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 8 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 25 παράγραφος 3 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: υψηλότερα ποσοστά εκροής

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 9 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 26 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: εκροές με αλληλοεξαρτώμενες εισροές

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 10 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 30 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: συμπληρωματικές εκροές εξασφαλίσεων λόγω υποβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 12 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 33 παράγραφος 2 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: ανώτατο όριο εισροών

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 13 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 33 παράγραφοι 3, 4 και 5 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61: εξειδικευμένα πιστωτικά ιδρύματα

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 6 παράγραφος 14 του Οδηγού της ΕΚΤ

Μόχλευση

Άρθρο 429 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013: εξαίρεση των εντός ομίλου ανοιγμάτων από τον υπολογισμό του δείκτη μόχλευσης

Ενότητα II κεφάλαιο 7 παράγραφος 3 του Οδηγού της ΕΚΤ

Γενικοί όροι πρόσβασης στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων

Άρθρο 21 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: απαλλαγή για πιστωτικά ιδρύματα μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 9 παράγραφος 1 του Οδηγού της ΕΚΤ

Ρυθμίσεις διακυβέρνησης και προληπτική εποπτεία

Άρθρο 88 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: ταυτόχρονη άσκηση των καθηκόντων προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 11 παράγραφος 4 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 91 παράγραφος 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: πρόσθετη θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 11 παράγραφος 5 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 108 παράγραφος 1 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: εσωτερική διαδικασία εκτίμησης της κεφαλαιακής επάρκειας για πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται κατά μόνιμο τρόπο με κεντρικό οργανισμό

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 11 παράγραφος 7 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 111 παράγραφος 5 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: εποπτεία χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών ή μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών όπου τμήμα του ομίλου είναι εγκατεστημένο σε μη συμμετέχον κράτος μέλος

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 11 παράγραφος 8 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρα 117 και 118 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: υποχρεώσεις συνεργασίας

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 11 παράγραφος 10 του Οδηγού της ΕΚΤ

Άρθρο 142 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ: σχέδια διατήρησης κεφαλαίου

Ενότητα ΙΙ κεφάλαιο 11 παράγραφος 13 του Οδηγού της ΕΚΤ


Top