EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32019D0004

Απόφαση (ΕΕ) 2019/322 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 31ης Ιανουαρίου 2019, σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων που αφορούν εποπτικές εξουσίες χορηγούμενες βάσει εθνικής νομοθεσίας (ΕΚΤ/2019/4)

OJ L 55, 25.2.2019, p. 7–15 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force: This act has been changed. Current consolidated version: 26/09/2021

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2019/322/oj

25.2.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 55/7


ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/322 ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

της 31ης Ιανουαρίου 2019

σχετικά με την κατ' εξουσιοδότηση έκδοση αποφάσεων που αφορούν εποπτικές εξουσίες χορηγούμενες βάσει εθνικής νομοθεσίας (ΕΚΤ/2019/4)

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (1), και ιδίως το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία δ) και ε), το άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 9 παράγραφος 1,

Έχοντας υπόψη την απόφαση (ΕΕ) 2017/933 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Νοεμβρίου 2016, σχετικά με τον καθορισμό γενικού πλαισίου για την κατ' εξουσιοδότηση λήψη αποφάσεων όσον αφορά εποπτικές νομικές πράξεις (ΕΚΤ/2016/40) (2), και ιδίως το άρθρο 4,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) εκτελεί το αποκλειστικό καθήκον της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων με σκοπό τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής των εποπτικών προτύπων, την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και την επίτευξη ισότιμων όρων ανταγωνισμού.

(2)

Σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η ΕΚΤ υποχρεούται να εφαρμόζει τη συναφή ενωσιακή νομοθεσία στο σύνολό της και, εφόσον αυτή αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς τους στην οικεία εσωτερική έννομη τάξη.

(3)

Σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 9 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, η ΕΚΤ διαθέτει όλες τις εξουσίες και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που ορίζονται στον εν λόγω κανονισμό για την εκπλήρωση των καθηκόντων που της ανατίθενται. Επίσης διαθέτει όλες τις εξουσίες και αναλαμβάνει όλες τις υποχρεώσεις που έχουν οι αρμόδιες αρχές δυνάμει του οικείου ενωσιακού δικαίου. Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ εκτείνεται και στην άσκηση εποπτικών εξουσιών που χορηγούνται βάσει εθνικής νομοθεσίας και δεν προβλέπονται ρητά στην ενωσιακή νομοθεσία, στο μέτρο που εμπίπτουν στα καθήκοντα που ανατίθενται στην ίδια την ΕΚΤ βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και στηρίζουν ορισμένη εποπτική λειτουργία. Ως αρμόδια αρχή η ΕΚΤ καλείται κάθε χρόνο να εκδίδει σημαντικό αριθμό αποφάσεων που αφορούν την άσκηση εποπτικών εξουσιών χορηγούμενων βάσει εθνικής νομοθεσίας.

(4)

Προκειμένου να διευκολυνθεί η διαδικασία λήψης των σχετικών αποφάσεων απαιτείται εξουσιοδοτική απόφαση. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της εξουσιοδότησης ως μέσου που επιτρέπει σε όργανα τα οποία καλούνται να εκδίδουν σημαντικό αριθμό αποφάσεων να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους. Ομοίως, έχει αναγνωρίσει την ανάγκη να εξασφαλίζεται η ικανότητα λειτουργίας των αποφασιστικών οργάνων, η οποία αντιστοιχεί σε αρχή συμφυή σε κάθε θεσμικό σύστημα (3).

(5)

Η εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων θα πρέπει να είναι περιορισμένη και να διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας, η δε έκτασή της να ορίζεται με σαφήνεια.

(6)

Η απόφαση (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40) καθορίζει την τηρητέα διαδικασία ενόψει της έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση εποπτικών αποφάσεων και τα πρόσωπα στα οποία μπορεί να παρέχεται η σχετική εξουσιοδότηση. Η εν λόγω απόφαση δεν επηρεάζει την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της ΕΚΤ ούτε θίγει την αρμοδιότητα του εποπτικού συμβουλίου να προτείνει ολοκληρωμένα σχέδια αποφάσεων προς το διοικητικό συμβούλιο.

(7)

Εφόσον δεν πληρούνται τα κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων που καθορίζονται στην παρούσα απόφαση, οι αποφάσεις θα πρέπει να εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, όπως εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 13ζ της απόφασης ΕΚΤ/2004/2 (4). Εξάλλου, η διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων θα πρέπει να εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που λόγω της πολυπλοκότητας της αξιολόγησης οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων διατηρούν επιφυλάξεις ως προς την πλήρωση των κριτηρίων αξιολόγησης σε σχέση με την έκδοση αποφάσεων άσκησης εθνικών εξουσιών.

(8)

Οι εποπτικές αποφάσεις της ΕΚΤ υπόκεινται σε διοικητική επανεξέταση σύμφωνα με το άρθρο 24 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 και τα ειδικότερα οριζόμενα στην απόφαση ΕΚΤ/2014/16 (5). Στις περιπτώσεις διοικητικής επανεξέτασης το εποπτικό συμβούλιο θα πρέπει, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης, να υποβάλει προς έγκριση στο διοικητικό συμβούλιο νέο σχέδιο απόφασης με βάση τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)   «αποφάσεις άσκησης εθνικών εξουσιών»: αποφάσεις που λαμβάνει η ΕΚΤ στο πλαίσιο της άσκησης εποπτικών εξουσιών οι οποίες δεν προβλέπονται ρητά στην ενωσιακή νομοθεσία και χορηγούνται στην ίδια βάσει εθνικής νομοθεσίας·

2)   «απόκτηση συμμετοχής»: η άμεση ή έμμεση απόκτηση κεφαλαίου ή δικαιωμάτων ψήφου σε άλλη οντότητα, μεταξύ άλλων και στο πλαίσιο σύστασης νέας οντότητας, πλην της απόκτησης ειδικής συμμετοχής κατά την έννοια του άρθρου 22 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6)·

3)   «συγχώνευση»: α) πράξη με την οποία μία ή περισσότερες εταιρείες, οι οποίες λύονται και εκκαθαρίζονται ή λύονται χωρίς να επακολουθήσει εκκαθάριση, μεταβιβάζουν το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού τους σε υφιστάμενη ή νέα εταιρεία έναντι απόδοσης στους μετόχους τους τίτλων ή μετοχών της υφιστάμενης ή νέας εταιρείας που αντιπροσωπεύουν συμμετοχή στο κεφάλαιό της ή β) κάθε πράξη που συνιστά συγχώνευση κατά το οικείο εθνικό δίκαιο·

4)   «απόσχιση»: α) πράξη με την οποία τμήμα των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού μίας ή περισσότερων εταιρειών αποσχίζεται προς τον σκοπό σύστασης νέας εταιρείας στην οποία και περιέρχεται ή β) κάθε πράξη που συνιστά απόσχιση κατά το οικείο εθνικό δίκαιο·

5)   «τρίτη χώρα ή έδαφος»: χώρα ή έδαφος εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου·

6)   «συνδεδεμένο πρόσωπο»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συνδέεται με πιστωτικό ίδρυμα ή στενός συγγενής του φυσικού αυτού προσώπου, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου·

7)   «απόφαση SREP»: απόφαση η οποία εκδίδεται από την ΕΚΤ βάσει του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 κατόπιν διεξαγωγής της ετήσιας διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης κατά την έννοια του άρθρου 97 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

8)   «δείκτης κάλυψης ρευστότητας» (LCR): ο δείκτης που ορίζεται στο άρθρο 4 του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής (7)·

9)   «ισοδύναμα εποπτικά και κανονιστικά πρότυπα»: εποπτικές και κανονιστικές απαιτήσεις ή ρυθμίσεις οι οποίες ισχύουν σε τρίτη χώρα ή έδαφος και αναγνωρίζονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως ισοδύναμες εκείνων που ισχύουν στην Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 107 παράγραφος 4 και το άρθρο 114 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8). Οι τρίτες χώρες και τα εδάφη απαριθμούνται στα παραρτήματα I και IV της εκτελεστικής απόφασης 2014/908/ΕΕ της Επιτροπής (9)·

10)   «εξουσιοδοτική απόφαση» και «κατ' εξουσιοδότηση απόφαση»: νοούνται όπως στα σημεία 2 και 4, αντίστοιχα, του άρθρου 3 της απόφασης (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40)·

11)   «προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων»: προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ οι οποίοι εξουσιοδοτούνται να εκδίδουν αποφάσεις άσκησης εθνικών εξουσιών·

12)   «διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων»: η διαδικασία του άρθρου 26 παράγραφος 8 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, όπως εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 13ζ της απόφασης ΕΚΤ/2004/2·

13)   «αρνητική απόφαση»: απόφαση η οποία δεν χορηγεί ή δεν χορηγεί ανεπιφύλακτα την άδεια την οποία ζητεί σημαντική εποπτευόμενη οντότητα. Απόφαση η οποία περιέχει παρεπόμενες διατάξεις, όπως όρους ή υποχρεώσεις, λογίζεται ως αρνητική, εκτός εάν οι συγκεκριμένες διατάξεις α) έχουν συνομολογηθεί γραπτώς και διασφαλίζουν τη συμμόρφωση της εποπτευόμενης οντότητας με τις απαιτήσεις της σχετικής εθνικής νομοθεσίας ή β) απλώς επαναδιατυπώνουν μία ή περισσότερες εκ των υφιστάμενων απαιτήσεων με τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται η οντότητα δυνάμει σχετικής διάταξης της εθνικής νομοθεσίας ή απαιτούν πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση αυτή·

14)   «σημαντική εποπτευόμενη οντότητα»: σημαντική εποπτευόμενη οντότητα κατά τον ορισμό του άρθρου 2 σημείο 16 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ/2014/17) (10)·

15)   «υποκατάστημα»: υποκατάστημα κατά τον ορισμό του άρθρου 4 παράγραφος 1 σημείο 17 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

16)   «γραφείο αντιπροσωπείας»: γραφείο που προωθεί ή επικουρεί τις δραστηριότητες εποπτευόμενης οντότητας, χωρίς όμως να ασκεί τη δραστηριότητα πιστωτικού ιδρύματος·

17)   «παρεπόμενες υπηρεσίες υποστήριξης»: διοικητικές υπηρεσίες, υπηρεσίες πελατείας, είσπραξη οφειλών, ηλεκτρονικές υπογραφές ή λοιπές παρόμοιες υπηρεσίες οι οποίες συνδέονται με την άσκηση της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος·

18)   «ερμηνευτικές οδηγίες της ΕΚΤ»: κάθε κείμενο τεκμηρίωσης που εκδίδει το διοικητικό συμβούλιο κατόπιν πρότασης του εποπτικού συμβουλίου και δημοσιεύεται στον δικτυακό τόπο της ΕΚΤ, το οποίο παρέχει οδηγίες για την ερμηνεία των απαιτήσεων νομικής φύσης από την ΕΚΤ.

Άρθρο 2

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα απόφαση καθορίζει τα κριτήρια για την εξουσιοδότηση των προϊσταμένων υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ να εκδίδουν αποφάσεις άσκησης εθνικών εξουσιών.

2.   Η εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων δεν θίγει την εποπτική αξιολόγηση που διενεργείται για τους σκοπούς της λήψης αποφάσεων άσκησης εθνικών εξουσιών.

Άρθρο 3

Εξουσιοδότηση σχετικά με αποφάσεις άσκησης εθνικών εξουσιών

1.   Σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης (ΕΕ) 2017/933 (ΕΚΤ/2016/40), με την παρούσα απόφαση το διοικητικό συμβούλιο εξουσιοδοτεί τους προϊσταμένους υπηρεσιακών μονάδων της ΕΚΤ που ορίζονται από την εκτελεστική επιτροπή κατά το άρθρο 5 της ως άνω απόφασης να εκδίδουν αποφάσεις άσκησης εθνικών εξουσιών σε σχέση με τα ακόλουθα: α) αποκτήσεις συμμετοχών· β) αποκτήσεις στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού· γ) πωλήσεις συμμετοχών· δ) πωλήσεις στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού· ε) συγχωνεύσεις· στ) αποσχίσεις· ζ) πράξεις συντελούμενες σε τρίτες χώρες ή εδάφη· η) εξωτερική ανάθεση· θ) τροποποιήσεις καταστατικών· ι) διορισμούς εξωτερικών ελεγκτών· ια) παροχή πίστωσης σε συνδεδεμένα πρόσωπα.

2.   Η κατ' εξουσιοδότηση έκδοση των αποφάσεων άσκησης εθνικών εξουσιών της παραγράφου 1 είναι δυνατή εφόσον πληρούνται τα αντίστοιχα κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων των άρθρων 4 έως 14.

3.   Η κατ' εξουσιοδότηση έκδοση των αποφάσεων άσκησης εθνικών εξουσιών δεν είναι δυνατή εάν το εθνικό δίκαιο απαιτεί εποπτική έγκριση των μέτρων στρατηγικής των πιστωτικών ιδρυμάτων ή η πολυπλοκότητα της αξιολόγησης απαιτεί την έκδοσή τους με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων.

4.   Τυχόν εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων ισχύει τόσο για την έκδοση εποπτικών αποφάσεων όσο και για την έγκριση θετικών αξιολογήσεων από την ΕΚΤ στις περιπτώσεις που το εθνικό δίκαιο δεν απαιτεί την έκδοση εποπτικής απόφασης.

5.   Αρνητικές αποφάσεις δεν μπορούν να εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση.

6.   Απόφαση η οποία δεν μπορεί να εκδοθεί κατ' εξουσιοδότηση εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία μη διατύπωσης αντιρρήσεων.

Άρθρο 4

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με αποκτήσεις συμμετοχών

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση αποκτήσεων συμμετοχών σε πιστωτικά ή μη πιστωτικά ιδρύματα από σημαντική εποπτευόμενη οντότητα εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο αντίκτυπος στα ίδια κεφάλαια της αποκτώσας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

μετά την απόκτηση τα ίδια κεφάλαια υπερβαίνουν και εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν το άθροισμα των απαιτήσεων του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας κατά τον ορισμό του άρθρου 128 σημείο 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP· και

ii)

ο αντίκτυπος της μείωσης στον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και στον συνολικό δείκτη κεφαλαίου παραμένει κάτω των 100 μονάδων βάσης·

β)

ο αντίκτυπος στην κατάσταση ρευστότητας της αποκτώσας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

ο LCR παραμένει άνω του 110 % και υπερβαίνει τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, εφόσον αυτές είναι υψηλότερες του απαιτούμενου κατώτατου LCR και

ii)

σε ενοποιημένο επίπεδο ο LCR δεν μειώνεται περισσότερο από 50 %·

γ)

η οντότητα στην οποία αποκτάται η συμμετοχή βρίσκεται σε κράτος μέλος της Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου ή σε τρίτη χώρα ή έδαφος όπου ισχύουν ισοδύναμα εποπτικά και κανονιστικά πρότυπα.

2.   Η αξιολόγηση των αποκτήσεων συμμετοχών διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 5

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με αποκτήσεις στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση της απόκτησης στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού πιστωτικών ή λοιπών ιδρυμάτων από σημαντική εποπτευόμενη οντότητα εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο αντίκτυπος στα ίδια κεφάλαια της αποκτώσας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας μετά την απόκτηση είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

μετά την απόκτηση τα ίδια κεφάλαια υπερβαίνουν και εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν το άθροισμα των απαιτήσεων του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας κατά τον ορισμό του άρθρου 128 σημείο 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP· και

ii)

ο αντίκτυπος της μείωσης στον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και στον συνολικό δείκτη κεφαλαίου παραμένει κάτω των 100 μονάδων βάσης·

β)

ο αντίκτυπος στην κατάσταση ρευστότητας της αποκτώσας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας μετά την απόκτηση είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

ο LCR παραμένει άνω του 110 % και υπερβαίνει τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, εφόσον αυτές είναι υψηλότερες του απαιτούμενου κατώτατου LCR και

ii)

σε ενοποιημένο επίπεδο ο LCR δεν μειώνεται περισσότερο από 50 %·

γ)

η αξία των αποκτώμενων στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού δεν υπερβαίνει το 25 % των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού της αποκτώσας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας σε ατομικό επίπεδο.

2.   Η αξιολόγηση αποκτήσεων στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 6

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με πωλήσεις συμμετοχών

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση πωλήσεων συμμετοχών από σημαντική εποπτευόμενη οντότητα εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο αντίκτυπος στα ίδια κεφάλαια της πωλήτριας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

μετά την πώληση τα ίδια κεφάλαια υπερβαίνουν και εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν το άθροισμα των απαιτήσεων του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας κατά τον ορισμό του άρθρου 128 σημείο 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP· και

ii)

ο αντίκτυπος της μείωσης στον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και στον συνολικό δείκτη κεφαλαίου παραμένει κάτω των 100 μονάδων βάσης·

β)

ο αντίκτυπος στην κατάσταση ρευστότητας της πωλήτριας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

ο LCR παραμένει άνω του 110 % και υπερβαίνει τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, εφόσον αυτές είναι υψηλότερες του απαιτούμενου κατώτατου LCR και

ii)

σε ενοποιημένο επίπεδο ο LCR δεν μειώνεται περισσότερο από 50 %.

2.   Η αξιολόγηση των πωλήσεων συμμετοχών διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 7

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με πωλήσεις στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση πωλήσεων στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού από σημαντική εποπτευόμενη οντότητα εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο αντίκτυπος στα ίδια κεφάλαια της πωλήτριας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας μετά την πώληση στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

μετά την πώληση τα ίδια κεφάλαια υπερβαίνουν και εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν το άθροισμα των απαιτήσεων του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας κατά τον ορισμό του άρθρου 128 σημείο 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP· και

ii)

ο αντίκτυπος της μείωσης στον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και στον συνολικό δείκτη κεφαλαίου παραμένει κάτω των 100 μονάδων βάσης·

β)

ο αντίκτυπος στην κατάσταση ρευστότητας της πωλήτριας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας μετά την πώληση στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

ο LCR παραμένει άνω του 110 % και υπερβαίνει τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, εφόσον αυτές είναι υψηλότερες του απαιτούμενου κατώτατου LCR και

ii)

σε ενοποιημένο επίπεδο ο LCR δεν μειώνεται περισσότερο από 50 %·

γ)

η αξία των πωλούμενων στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού δεν υπερβαίνει το 25 % των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού της πωλήτριας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας σε ατομικό επίπεδο.

2.   Η αξιολόγηση πωλήσεων στοιχείων του ενεργητικού ή του παθητικού διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 8

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με συγχωνεύσεις

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση συγχωνεύσεων στις οποίες εμπλέκεται τουλάχιστον μία σημαντική εποπτευόμενη οντότητα λαμβάνονται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο αντίκτυπος στα ίδια κεφάλαια της σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

μετά τη συγχώνευση τα ίδια κεφάλαια υπερβαίνουν και εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν το άθροισμα των απαιτήσεων του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας κατά τον ορισμό του άρθρου 128 σημείο 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP· και

ii)

ο αντίκτυπος της μείωσης στον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και στον συνολικό δείκτη κεφαλαίου παραμένει κάτω των 100 μονάδων βάσης·

β)

ο αντίκτυπος της συγχώνευσης στην κατάσταση ρευστότητας της σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

ο LCR παραμένει άνω του 110 % και υπερβαίνει τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, εφόσον αυτές είναι υψηλότερες του απαιτούμενου κατώτατου LCR και

ii)

σε ενοποιημένο επίπεδο ο LCR δεν μειώνεται περισσότερο από 50 %·

γ)

η δομή διακυβέρνησης της σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας που προκύπτει από τη συγχώνευση δεν εγείρει ανησυχίες εποπτικής φύσης.

2.   Σε καμία περίπτωση δεν εξουσιοδοτούνται οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων να εκδίδουν αποφάσεις σε σχέση με τα εξής:

α)

τη συγχώνευση μίας σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας με άλλη εποπτευόμενη οντότητα η οποία δεν ανήκει στον ίδιο όμιλο με την σημαντική εποπτευόμενη οντότητα· ή

β)

διασυνοριακές συγχωνεύσεις μεταξύ σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο.

3.   Η αξιολόγηση των συγχωνεύσεων διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 9

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με αποσχίσεις

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση αποσχίσεων στις οποίες εμπλέκεται μία τουλάχιστον σημαντική εποπτευόμενη οντότητα εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση, εφόσον πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο αντίκτυπος στα ίδια κεφάλαια των (μίας ή περοσσότερων) σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων που προκύπτουν από την απόσχιση είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

μετά την απόσχιση τα ίδια κεφάλαια υπερβαίνουν και εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν να υπερβαίνουν το άθροισμα των απαιτήσεων του άρθρου 92 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, των ιδίων κεφαλαίων που απαιτείται να τηρούνται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας κατά τον ορισμό άρθρου 128 σημείο 6 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, της κεφαλαιακής καθοδήγησης του πυλώνα 2, όπως ορίζεται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP· και

ii)

ο αντίκτυπος της μείωσης στον δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, στον δείκτη κεφαλαίου της κατηγορίας 1 και στον συνολικό δείκτη κεφαλαίου παραμένει κάτω των 100 μονάδων βάσης·

β)

ο αντίκτυπος στην κατάσταση ρευστότητας των (μίας ή περοσσότερων) σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων που προκύπτουν από την απόσχιση είναι περιορισμένος, ήτοι:

i)

ο LCR παραμένει άνω του 110 % και υπερβαίνει τις απαιτήσεις ρευστότητας που προβλέπονται στην τελευταία διαθέσιμη απόφαση SREP, εφόσον αυτές είναι υψηλότερες του απαιτούμενου κατώτατου LCR και

ii)

σε ενοποιημένο επίπεδο ο LCR δεν μειώνεται περισσότερο από 50 %·

γ)

η δομή διακυβέρνησης των (μίας ή περισσότερων) σημαντικών εποπτευόμενων οντοτήτων που προκύπτουν από την απόσχιση δεν εγείρει ανησυχίες εποπτικής φύσης.

2.   Σε καμία περίπτωση δεν εξουσιοδοτούνται οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων να εκδίδουν αποφάσεις σε σχέση με τα εξής:

α)

αποσχίσεις που οδηγούν στη σύσταση διακριτής οντότητας η οποία δεν ανήκει στον όμιλο της σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας ή

β)

αποσχίσεις που οδηγούν στη σύσταση οντότητας σε χώρα ή έδαφος άλλα από εκείνα στα οποία είναι εγκατεστημένη η σημαντική εποπτευόμενη οντότητα.

3.   Η αξιολόγηση της απόσχισης διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 10

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με πράξεις συντελούμενες σε τρίτες χώρες ή εδάφη

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση της ίδρυσης υποκαταστήματος από σημαντική εποπτευόμενη οντότητα σε τρίτη χώρα ή έδαφος εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το υποκατάστημα ιδρύεται σε τρίτη χώρα ή έδαφος όπου ισχύουν ισοδύναμα εποπτικά και κανονιστικά πρότυπα·

β)

το σύνολο του ενεργητικού του υποκαταστήματος, όπως εκτιμάται στο πρόγραμμα διενέργειας των πράξεων, δεν υπερβαίνει το 10 % του συνόλου του ενεργητικού της σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας· και

γ)

το υποκατάστημα διενεργεί συναλλαγές που εκτελούνται πρωτίστως στην τρίτη χώρα ή στο έδαφος εγκατάστασής του.

2.   Οι αποφάσεις σχετικά με τις ακόλουθες πράξεις που διενεργούνται από σημαντική εποπτευόμενη οντότητα εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση, εκτός εάν πρόκειται για πράξεις που διενεργούνται σε χώρα η οποία περιλαμβάνεται στον κατάλογο του παραρτήματος του κατ' εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1675 της Επιτροπής (11):

α)

κατάργηση υποκαταστήματος·

β)

μεταβολές στις δομές υποκαταστημάτων·

γ)

ίδρυση ή κατάργηση γραφείου αντιπροσωπείας· και

δ)

παροχή τραπεζικών υπηρεσιών σε τρίτη χώρα ή έδαφος χωρίς φυσική παρουσία μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος ή θυγατρικής.

3.   Η αξιολόγηση πράξεων συντελούμενων σε τρίτες χώρες ή εδάφη διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 11

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με εξωτερική ανάθεση

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση της εξωτερικής ανάθεσης δραστηριοτήτων από σημαντική εποπτευόμενη οντότητα εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση, εφόσον πληρούνται ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

ο πάροχος υπηρεσιών ανήκει στον όμιλο της σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας (ενδοομιλική εξωτερική ανάθεση) και είναι εγκατεστημένος στην Ένωση· ή

β)

ο πάροχος υπηρεσιών αποτελεί εποπτευόμενη οντότητα η οποία είναι εγκατεστημένη στην Ένωση και διαθέτει άδεια παροχής των ανατεθεισών υπηρεσιών· ή

γ)

η εξωτερική ανάθεση αφορά παρεπόμενες υπηρεσίες υποστήριξης και ο πάροχος υπηρεσιών είναι εγκατεστημένος στην Ένωση ή στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο.

2.   Η αξιολόγηση των έργων εξωτερικής ανάθεσης διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 12

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με τροποποιήσεις καταστατικών

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση τροποποιήσεων του καταστατικού σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον πρόκειται για:

α)

τροποποιήσεις καθαρά τυπικού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένων μεταβολών ονομάτων και διευθύνσεων·

β)

τροποποιήσεις με τις οποίες απλά ενσωματώνονται απαιτήσεις νομοθετικού ή κανονιστικού χαρακτήρα·

γ)

τροποποιήσεις συντελούμενες κατ' εφαρμογή δικαστικής ή διοικητικής απόφασης ή όταν το ζητεί η ΕΚΤ·

δ)

τροποποιήσεις που αφορούν το μετοχικό κεφάλαιο της σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας, εφόσον παρέχεται εξουσιοδότηση και για την έκδοση της συναφούς απόφασης όσον αφορά τα ίδια κεφάλαια (π.χ. της απόφασης για ταξινόμηση κεφαλαιακών μέσων μεταξύ των μέσων κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 ή για μείωση ιδίων κεφαλαίων)·

ε)

τροποποιήσεις του καταστατικού θυγατρικής με σκοπό την εναρμόνισή του με τροποποιήσεις του καταστατικού της μητρικής επιχείρησης που έχουν ήδη εγκριθεί από την ΕΚΤ.

2.   Η αξιολόγηση των τροποποιήσεων του καταστατικού διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 13

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με τον διορισμό ή μεταβολές στο πρόσωπο εξωτερικών ελεγκτών

1.   Οι αποφάσεις για τον διορισμό ή για μεταβολές στο πρόσωπο εξωτερικών ελεγκτών σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση στις περιπτώσεις που βάσει του οικείου εθνικού δικαίου ανάγονται στην άσκηση προληπτικής εποπτείας κατά το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013.

2.   Σε καμία περίπτωση δεν εξουσιοδοτούνται οι προϊστάμενοι υπηρεσιακών μονάδων να εκδίδουν α) αποφάσεις που αφορούν την αντικατάσταση εξωτερικού ελεγκτή με άλλον ο οποίος διορίζεται από την αρμόδια εποπτική αρχή ή β) αποφάσεις που αφορούν τον διορισμό εξωτερικού ελεγκτή υπό τον έλεγχο της αρμόδιας εποπτικής αρχής.

3.   Η αξιολόγηση της καταλληλότητας των εξωτερικών ελεγκτών διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 14

Κριτήρια έκδοσης κατ' εξουσιοδότηση αποφάσεων σχετικά με παροχή πίστωσης σε συνδεδεμένα πρόσωπα

1.   Οι αποφάσεις για την έγκριση της παροχής πίστωσης από σημαντική εποπτευόμενη οντότητα σε συνδεδεμένο πρόσωπο εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση εφόσον πληρούνται σωρευτικά τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

το συνολικό άνοιγμα της σημαντικής εποπτευόμενης οντότητας έναντι του συνδεδεμένου προσώπου δεν υπερβαίνει το ποσό των 5 εκατ. ευρώ· και

β)

οι όροι παροχής της πίστωσης δεν είναι ευνοϊκότεροι από εκείνους που διέπουν τη χορήγηση πίστωσης σε πελάτες οι οποίοι δεν αποτελούν συνδεδεμένα πρόσωπα ή είναι τουλάχιστον παρόμοιοι με τους όρους που διέπουν συναφείς πράξεις συνομολογούμενες με εργαζόμενους οι οποίοι δεν αποτελούν πρόσωπα συνδεδεμένα με τη σημαντική εποπτευόμενη οντότητα.

2.   Η αξιολόγηση της παροχής πίστωσης σε συνδεδεμένο πρόσωπο διενεργείται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του οικείου εθνικού δικαίου, λαμβανομένων υπόψη τυχόν ερμηνευτικών οδηγιών της ΕΚΤ ή/και των γραμμών πολιτικής, οδηγιών και συναφών πράξεων των εθνικών αρμόδιων αρχών.

Άρθρο 15

Μεταβατική διάταξη

Η παρούσα απόφαση δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις στις οποίες η αίτηση για έγκριση οποιασδήποτε εκ των πράξεων του άρθρου 3 παράγραφος 1 υποβάλλεται στην ΕΚΤ πριν από την έναρξη ισχύος της παρούσας.

Άρθρο 16

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Φρανκφούρτη, 31 Ιανουαρίου 2019.

Ο Πρόεδρος της ΕΚΤ

Mario DRAGHI


(1)  ΕΕ L 287 της 29.10.2013, σ. 63.

(2)  ΕΕ L 141 της 1.6.2017, σ. 14.

(3)  Βλέπε, παραδείγματος χάριν, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Σεπτεμβρίου 1986, AKZO Chemie κατά Επιτροπής, 5/85, ECLI:EU:C:1986:328, σκέψη 37, και απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Μαΐου 2005, Carmine Salvatore Tralli κατά ΕΚΤ, C-301/02 P, ECLI:EU:C:2005:306, σκέψη 59.

(4)  Απόφαση ΕΚΤ/2004/2 της 19ης Φεβρουαρίου 2004, για τη θέσπιση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΕ L 80 της 18.3.2004, σ. 33).

(5)  Απόφαση ΕΚΤ/2014/16 της 14ης Απριλίου 2014, σχετικά με την ίδρυση διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και τον κανονισμό λειτουργίας του (ΕΕ L 175 της 14.6.2014, σ. 47).

(6)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(7)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/61 της Επιτροπής, της 10ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 όσον αφορά την απαίτηση κάλυψης του κινδύνου ρευστότητας για τα πιστωτικά ιδρύματα (ΕΕ L 11 της 17.1.2015, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(9)  Εκτελεστική απόφαση 2014/908/ΕΕ της Επιτροπής, της 12ης Δεκεμβρίου 2014, σχετικά με την ισοδυναμία των εποπτικών και ρυθμιστικών απαιτήσεων ορισμένων τρίτων χωρών και εδαφών για τους σκοπούς της αντιμετώπισης ανοιγμάτων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 359 της 16.12.2014, σ. 155).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 468/2014 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΚΤ/2014/17) (ΕΕ L 141 της 14.5.2014, σ. 1).

(11)  Κατ' εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2016/1675 της Επιτροπής, της 14ης Ιουλίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με την επισήμανση των τρίτων χωρών υψηλού κινδύνου που χαρακτηρίζονται από στρατηγικές ανεπάρκειες (ΕΕ L 254 της 20.9.2016, σ. 1).


Top