Επιλογές αναζήτησης
Η ΕΚΤ Ενημέρωση Επεξηγήσεις Έρευνα & Εκδόσεις Στατιστικές Νομισματική πολιτική Το ευρώ Πληρωμές & Αγορές Θέσεις εργασίας
Προτάσεις
Εμφάνιση κατά

Μετεγκατάσταση στη ζώνη του ευρώ

Η ΕΚΤ δεσμεύεται να παρέχει πληροφορίες σε τράπεζες και ενδιαφερόμενους φορείς σχετικά με τις εποπτικές προσδοκίες της. Οι εν λόγω πληροφορίες έχουν ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο του Brexit: για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ οι οποίες δραστηριοποιούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και για όσες τράπεζες εξετάζουν το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης των τραπεζικών δραστηριοτήτων τους στη ζώνη του ευρώ.

Διαδικασίες σχετικά με τη μετεγκατάσταση τραπεζών στη ζώνη του ευρώ στο πλαίσιο της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ (Brexit)

Η ενότητα αυτή περιλαμβάνει απαντήσεις σε ορισμένες συνήθεις ερωτήσεις σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζει η ΕΚΤ στην εποπτεία των τραπεζών της ζώνης του ευρώ. Τα θέματα που καλύπτονται είναι οι προσδοκίες της ΕΚΤ όσον αφορά τις άδειες ίδρυσης και λειτουργίας των τραπεζών, την εσωτερική διακυβέρνηση και τη διαχείριση κινδύνων – συμπεριλαμβανομένων των εποπτικών προσδοκιών σχετικά με τις πρακτικές συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων (μόνο στα αγγλικά) – τα εσωτερικά υποδείγματα των τραπεζών και τη συνεχή εποπτεία.

Η παρούσα ενότητα τροποποιήθηκε τον Ιανουάριο του 2021 προκειμένου να αποτυπωθεί η λήξη της μεταβατικής περιόδου αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).

Αρμοδιότητες της τραπεζικής εποπτείας εντός της ζώνης του ευρώ

Ποιος εποπτεύει τις τράπεζες στη ζώνη του ευρώ;

Στη ζώνη του ευρώ, την ευθύνη για την άσκηση της τραπεζικής εποπτείας φέρει η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές των συμμετεχουσών χωρών – οι αποκαλούμενες εθνικές αρμόδιες αρχές (ΕΑΑ) – στο πλαίσιο του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ).

Οι εποπτικοί ρόλοι και αρμοδιότητες της ΕΚΤ και των εθνικών εποπτικών αρχών για τις τράπεζες της ζώνης του ευρώ κατανέμονται με βάση τη σημασία των εποπτευόμενων οντοτήτων.

  • Μια τράπεζα που πληροί ένα σύνολο κριτηρίων προσδιορισμού της σημασίας (σημαντικό ίδρυμα) θα τεθεί, κατά κανόνα, υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ.
  • Μια τράπεζα που δεν πληροί αυτά τα κριτήρια (λιγότερο σημαντικό ίδρυμα) θα τεθεί υπό την άμεση εποπτεία της εθνικής εποπτικής αρχής της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένη η τράπεζα. (Η ΕΚΤ αναλαμβάνει καθήκοντα επίβλεψης ώστε να διασφαλίζεται η συνέπεια και η ποιότητα της εποπτείας σε όλα αυτά τα ιδρύματα και σε ολόκληρο το σύστημα).

Η ΕΚΤ είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη χορήγηση ή ανάκληση αδειών λειτουργίας σε όλα τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία είναι εγκατεστημένα σε χώρες που συμμετέχουν στον ΕΕΜ. Επίσης, εγκρίνει την απόκτηση ειδικών συμμετοχών καθώς και άλλες κοινές διαδικασίες για τέτοιου είδους πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο του κανονισμού ΕΕΜ (βλ. επίσης την Ενότητα 3 «Άδειες ίδρυσης και λειτουργίας για την άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων στη ζώνη του ευρώ» στις απαντήσεις σε συνήθεις ερωτήσεις).

Κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας
Πώς συνεργάζονται οι εποπτικές αρχές στο πλαίσιο του ΕΕΜ;

Ο ΕΕΜ απαρτίζεται από την ΕΚΤ και τις εθνικές αρμόδιες αρχές των συμμετεχόντων κρατών μελών. Πρόκειται για ένα σύστημα συντονισμένης τραπεζικής εποπτείας στη ζώνη του ευρώ που έχει το πλεονέκτημα ότι μπορεί να αξιοποιεί τα δυνατά σημεία, την εμπειρία και την εμπειρογνωμοσύνη της ΕΚΤ και των ΕΑΑ. Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για την αποτελεσματική και συνεπή λειτουργία του ΕΕΜ καθώς και για την επίβλεψή του, σεβόμενη παράλληλα την κατανομή των εποπτικών αρμοδιοτήτων όπως αυτές ορίζονται στον κανονισμό ΕΕΜ. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της εποπτείας, τα πιστωτικά ιδρύματα ταξινομούνται ως «σημαντικά» ή «λιγότερο σημαντικά»: η ΕΚΤ εποπτεύει άμεσα τις σημαντικές τράπεζες, ενώ οι ΕΑΑ είναι υπεύθυνες για την εποπτεία των λιγότερο σημαντικών τραπεζών.

Οι ΕΑΑ και η ΕΚΤ συνεργάζονται στενά για την εποπτεία των τραπεζών που είναι εγκατεστημένες στη ζώνη του ευρώ. Οι διαδικασίες των ΕΕΑ και της ΕΚΤ ευθυγραμμίζονται προκειμένου να διασφαλίζεται, για παράδειγμα, η συμμόρφωση με τα χρονοδιαγράμματα στον τομέα των αδειοδοτήσεων.

Περαιτέρω πληροφορίες για τις εποπτικές πρακτικές
Πώς προσδιορίζεται η σημασία;

Όλα τα σχετικά κριτήρια παρουσιάζονται συνοπτικά στην ενότητα κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας.

Είναι υποχρεωτική η συνολική αξιολόγηση για όλες τις τράπεζες που χαρακτηρίζονται ως σημαντικές;

Ναι. Σε συνεργασία με τις εθνικές εποπτικές αρχές, η ΕΚΤ διενεργεί ελέγχους χρηματοοικονομικής ευρωστίας στις τράπεζες που τίθενται ή ενδέχεται να τεθούν υπό την άμεση εποπτεία της. Αυτές οι συνολικές αξιολογήσεις συμβάλλουν στο να εξασφαλίζεται ότι οι τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες και μπορούν να αντεπεξέρχονται σε πιθανές χρηματοπιστωτικές διαταραχές. Περιλαμβάνουν έλεγχο της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού (asset quality review - AQR) και άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων.

Συνολική αξιολόγηση
Πότε θα διεξαχθούν συνολικές αξιολογήσεις για τις τράπεζες που γίνονται σημαντικές λόγω της μεταφοράς δραστηριοτήτων/στοιχείων ενεργητικού στη ζώνη του ευρώ;

Η ΕΚΤ θα αποφασίζει κατά περίπτωση πότε ακριβώς θα πρέπει κάθε ίδρυμα να συμπεριληφθεί στην άσκηση. Σε γενικές γραμμές, ο στόχος είναι να διενεργείται συνολική αξιολόγηση αμέσως μόλις καθίσταται σαφές ότι ένα ίδρυμα θα ικανοποιεί τα κριτήρια προσδιορισμού της σημασίας και ότι η μεταφορά δραστηριοτήτων/στοιχείων ενεργητικού από το Ηνωμένο Βασίλειο στη ζώνη του ευρώ βρίσκεται σε αρκετά προχωρημένο στάδιο ώστε να κρίνεται απαραίτητη μια αξιολόγηση.

Η συνολική αξιολόγηση θα επικεντρώνεται αποκλειστικά στις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες; Οι επιχειρήσεις επενδύσεων που αποτελούν μέρος της συμμετέχουσας τράπεζας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αξιολόγησης;

Η συνολική αξιολόγηση διενεργείται στο υψηλότερο επίπεδο εποπτικής ενοποίησης των συμμετεχόντων κρατών μελών. Αν μια επιχείρηση επενδύσεων αποτελεί μέρος ενοποιημένου τραπεζικού ομίλου, τότε αυτή η οντότητα θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της άσκησης. Η άσκηση θα επικεντρώνεται στην αξιολόγηση των κινδύνων που σχετίζονται τόσο με τη δανειοδοτική δραστηριότητα όσο και με τις υπηρεσίες επενδύσεων.

Τι θα συμβεί εάν η τράπεζά μου αποτελεί μέρος μεγαλύτερου ομίλου; Θα τεθούν όλες οι οντότητες του ομίλου υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ; Θα επηρεαστεί η σημασία της τράπεζάς μου;

Αν μια τράπεζα αποτελεί μέρος ομίλου, για τους σκοπούς προσδιορισμού της σημασίας θα λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του ομίλου στο υψηλότερο επίπεδο εποπτικής ενοποίησης εντός της ζώνης του ευρώ (όχι η μεμονωμένη κατάσταση κάθε οντότητας). Για παράδειγμα, αν τα στοιχεία ενεργητικού του ομίλου υπερβαίνουν τα 30 δισεκ. ευρώ στο προαναφερθέν ενοποιημένο επίπεδο, τότε όλες οι εποπτευόμενες οντότητες αυτού του ομίλου θεωρούνται σημαντικές, ακόμη κι αν δεν πληρούν το όριο των 30 δισεκ. ευρώ σε στοιχεία ενεργητικού σε ατομικό επίπεδο.

Αν μια τράπεζα αποτελεί μέρος σημαντικού ομίλου που εποπτεύεται άμεσα από την ΕΚΤ, η εποπτεία αυτής της τράπεζας διενεργείται τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση. Για τη διενέργεια και των δυο επιπέδων εποπτείας, ο κανονισμός ΕΕΜ και ο κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ (οι «κανονισμοί») εκχωρούν στην ΕΚΤ συγκεκριμένες εποπτικές εξουσίες, όχι μόνο επί τραπεζών, αλλά επίσης, για παράδειγμα, επί (μεικτών) χρηματοδοτικών εταιρειών συμμετοχών, εφόσον αυτές είναι εγκατεστημένες εντός χωρών της ζώνης του ευρώ και σύμφωνα με τους συγκεκριμένους κανόνες των κανονισμών. Αν ο όμιλος περιλαμβάνει άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως επιχειρήσεις επενδύσεων, αυτά τα ιδρύματα δεν θα τίθενται υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ σε ατομικό επίπεδο, αλλά θα περιλαμβάνονται στην εποπτεία του ομίλου σε ενοποιημένη βάση.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 20 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, ως «εποπτευόμενη οντότητα» νοείται: α) πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε συμμετέχον κράτος μέλος· β) χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος· γ) μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε συμμετέχον κράτος μέλος, υπό την προϋπόθεση ότι πληροί τις προϋποθέσεις που καθορίζονται παρακάτω στο σημείο 21 στοιχείο β)· δ) υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος εγκατεστημένου σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, το οποίο λειτουργεί στην επικράτεια συμμετέχοντος κράτους μέλους.

Η επιλογή της χώρας της ζώνης του ευρώ στην οποία θα εγκατασταθεί η τράπεζά μου θα καθορίσει την εφαρμογή περισσότερο ή λιγότερο αυστηρών εποπτικών απαιτήσεων;

Η ΕΚΤ είναι εντελώς ουδέτερη ως προς την επιλεγμένη τοποθεσία εγκατάστασης και διασφαλίζει συνεπή εποπτεία σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ. Όλα τα σημαντικά ιδρύματα βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, η οποία χρησιμοποιεί ένα ενιαίο σύνολο εποπτικών προτύπων, ανεξάρτητα από την χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένα. Τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία των εθνικών εποπτικών αρχών της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένα αυτά τα ιδρύματα. Η ΕΚΤ αναλαμβάνει ρόλο επιβλέποντα ώστε να διασφαλίζεται η συνέπεια και η ποιότητα της εποπτείας σε όλα αυτά τα ιδρύματα και σε ολόκληρο το σύστημα.

Αυτές οι συνήθεις ερωτήσεις ισχύουν μόνο για τα σημαντικά ιδρύματα υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ;

Όχι. Η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν συμφωνήσει να εφαρμόζουν συνεπείς προσεγγίσεις σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, τόσο για τα σημαντικά όσο και για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα.

Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση

Πώς προσδοκά η ΕΚΤ να ενεργήσουν οι τράπεζες μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου;

Οι τράπεζες θα πρέπει να ολοκληρώσουν την εφαρμογή των σχέδιών τους για το Brexit σύμφωνα με τα χρονοδιαγράμματα που έχουν συμφωνηθεί με τις εποπτικές αρχές.

Η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές θα παρακολουθούν τις συμφωνηθείσες δεσμεύσεις, καθώς και την πρόοδο που σημειώνουν οι τράπεζες προς την επίτευξη των λειτουργικών μοντέλων που έχουν θέσει ως στόχο. Αυτό μπορεί να συμπεριληφθεί σε βασικές εποπτικές διαδικασίες όπως η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process - SREP).

Αδειοδοτήσεις και άδειες λειτουργίας για τη διεξαγωγή τραπεζικών δραστηριοτήτων στη ζώνη του ευρώ

Σε ποιον υποβάλλω την αίτηση για άδεια λειτουργίας; Πώς συντονίζεται η συνεργασία μεταξύ των ΕΑΑ και της ΕΚΤ;

Οι ΕΑΑ και η ΕΚΤ συνεργάζονται στενά τόσο σε ό,τι αφορά την εποπτεία όσο και σε ό,τι αφορά την αδειοδότηση τραπεζών. Οι διαδικασίες αδειοδότησης διεξάγονται σύμφωνα με τον κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ.

Στη ζώνη του ευρώ η διαδικασία χορήγησης ή επέκτασης άδειας τραπεζικού ιδρύματος (κατά περίπτωση) είναι μία από τις αποκαλούμενες «κοινές διαδικασίες». Η ΕΚΤ είναι υπεύθυνη για αυτές τις διαδικασίες για όλα τα ιδρύματα της ζώνης του ευρώ, δηλ. τόσο για τα σημαντικά όσο και για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές συμμετέχουν σε διαφορετικά στάδια αυτών των διαδικασιών. Σε μια κοινή διαδικασία, αρχικός αποδέκτης όλων των αιτήσεων είναι η εθνική εποπτική αρχή της χώρας στην οποία θα εγκατασταθεί η τράπεζα, ανεξαρτήτως του αν πληρούνται τα κριτήρια σημασίας ή όχι. Οι εποπτικές αρχές συντονίζουν το έργο τους από την αρχή, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια απρόσκοπτη διαδικασία που δεν θα έχει αντίκτυπο στα χρονοδιαγράμματα. Οι εθνικές εποπτικές αρχές και η ΕΚΤ συνεργάζονται στενά σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, η οποία διεξάγεται για όλα τα εποπτευόμενα πιστωτικά ιδρύματα και ολοκληρώνεται με τη λήψη απόφασης από την ΕΚΤ.

Επομένως, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να υποβάλετε την αίτηση αδειοδότησης απευθείας στην αρμόδια εθνική εποπτική αρχή για να ενεργοποιηθεί η κοινή διαδικασία. Σύμφωνα με το άρθρο 22 της οδηγίας για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Directive - CRD), πρέπει να ακολουθείται η ίδια διαδικασία και στην περίπτωση απόκτησης ειδικής συμμετοχής σε τράπεζα.

Κοινές διαδικασίες
Είναι απαραίτητο να υποβληθεί αίτηση για νέα ή επιπρόσθετη αδειοδότηση σε περίπτωση επέκτασης των επαγγελματικών δραστηριοτήτων;

Η ανάγκη υποβολής αίτησης για νέα ή επιπρόσθετη άδεια λειτουργίας από μια τράπεζα που σκοπεύει να επεκτείνει τις επαγγελματικές της δραστηριότητες εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις σε τοπικό επίπεδο, καθώς και τη μορφή και το πεδίο εφαρμογής της τραπεζικής άδειας λειτουργίας που έχει ήδη χορηγηθεί από την αρμόδια αρχή, η οποία μπορεί να διαφέρει μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών μελών. Όταν μια τράπεζα σκοπεύει να επεκτείνει τις επαγγελματικές της δραστηριότητες, θα πρέπει να επικοινωνήσει με την ΕΚΤ ή/και τις ΕΑΑ (ανάλογα με το αν η τράπεζα έχει χαρακτηριστεί ως σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό ίδρυμα), προκειμένου να διασαφηνιστεί η ανάγκη για νέα ή επιπρόσθετη άδεια λειτουργίας.

Ανεξάρτητα από την ανάγκη ή μη αδειοδότησης, οι τράπεζες που επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους θα πρέπει να ενημερώσουν εγκαίρως και προνοητικά τις εποπτικές αρχές για τα σχέδιά τους και για τον τρόπο με τον οποίο θα διασφαλίσουν ότι διαθέτουν επαρκή συστήματα και ελέγχους για τη διαχείριση των νέων εργασιών. Όλες οι απαιτήσεις αδειοδότησης θα πρέπει φυσικά να πληρούνται σε συνεχή βάση.

Μπορώ να ξεκινήσω συζητήσεις με την ΕΚΤ/τις εθνικές εποπτικές αρχές πριν υποβάλω αίτηση, ακόμα και αν το έγγραφο της αίτησής μου δεν είναι πλήρες;

Ναι. Η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές αναγνωρίζουν την αξία των προπαρασκευαστικών συζητήσεων με τράπεζες που ενδιαφέρονται να εγκατασταθούν ή να αυξήσουν την παρουσία τους στη ζώνη του ευρώ. Ενθαρρύνουμε τη διεξαγωγή συζητήσεων για θέματα που αφορούν την αίτησή σας αμέσως μόλις καθορίσετε τους θεμελιώδεις παράγοντες και περιορίσετε τις επιλογές που περιέχονται στο σχέδιο μετασχηματισμού ή αναδιοργάνωσής σας. Σε κάθε περίπτωση, η επικοινωνία μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών εποπτικών αρχών για τέτοιες αιτήσεις ξεκινά σε πρώιμο στάδιο, προκειμένου να διασφαλιστεί μια ομαλή διαδικασία.

Μπορώ να υποβάλω αίτηση αδειοδότησης για νομικό πρόσωπο που δεν έχει ιδρυθεί ακόμα;

Ναι, η ΕΚΤ θα εξετάσει την αίτηση αδειοδότησης ακόμη και χωρίς τα σχετικά έγγραφα που πιστοποιούν την ύπαρξη της επιχείρησης προς αδειοδότηση. Ωστόσο, τα σχετικά έγγραφα τεκμηρίωσης πρέπει να υποβληθούν κατά τη φάση αξιολόγησης.

Επισημαίνεται ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) έχει προσδιορίσει περαιτέρω τις απαιτήσεις παροχής πληροφοριών για τις αδειοδοτήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων τα οποία δημοσιεύθηκαν στις 14 Ιουλίου 2017 και πρέπει να εγκριθούν από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 2 της CRD. Κατά συνέπεια, η παραπάνω πρακτική της ΕΚΤ ενδέχεται να μεταβληθεί προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τον αντίστοιχο κανονισμό μόλις αυτός τεθεί σε ισχύ.

Πόσο διαρκεί η διαδικασία αδειοδότησης; Αν υποβάλω αίτηση μόνο για επέκταση ισχύουσας άδειας λειτουργίας, η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει λιγότερο;

Κατά κανόνα, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την υποβολή ολοκληρωμένης αίτησης από τον αιτούντα μέχρι τη λήψη απόφασης για την αίτηση αδειοδότησης είναι έξι μήνες. Αυτό το διάστημα μπορεί να είναι συντομότερο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ο αιτών ζητά επέκταση ισχύουσας άδειας, εφόσον το εθνικό πλαίσιο επιτρέπει τέτοια επέκταση και δεν υπάρχουν προβληματισμοί από την πλευρά της εποπτείας για την υφιστάμενη οντότητα του ΕΕΜ. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση πρέπει να λαμβάνεται εντός 12 μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. (Για αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις κοινές διαδικασίες, βλ. τα άρθρα 14 και 15 του κανονισμού ΕΕΜ, καθώς και το μέρος V του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.) Η υποβολή ολοκληρωμένου φακέλου υψηλής ποιότητας από την αρχή της διαδικασίας έχει, σε κάθε περίπτωση, καίρια σημασία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η επεξεργασία της αίτησης θα γίνει με τον ομαλότερο τρόπο. Η προετοιμασία όλων των σχετικών εγγράφων τεκμηρίωσης από το ίδιο το ίδρυμα πριν από την υποβολή των αιτήσεων είναι επομένως σημαντική. Τα ιδρύματα θα πρέπει να διαθέτουν επαρκή χρόνο για την προετοιμασία του φακέλου της αίτησης.

Άδειες λειτουργίας Οδηγός σχετικά με την αξιολόγηση αιτήσεων αδειοδότησης
Διαφέρει η διάρκεια και τα κριτήρια της αξιολόγησης ανάλογα με τη χώρα της ζώνης του ευρώ στην οποία επιλέγω να εγκατασταθώ;

Όχι. Η επεξεργασία όλων των αιτήσεων για χορήγηση άδειας λειτουργίας γίνεται με βάση τις κοινές διαδικασίες που περιγράφονται πιο πάνω, ανεξάρτητα από την χώρα στην οποία κατατέθηκε η αίτηση (βλ. επίσης την ερώτηση για τον τρόπο υποβολής αίτησης για χορήγηση άδειας λειτουργίας).

Ποιο είναι το μέγιστο χρονικό περιθώριο εντός του οποίου πρέπει να ξεκινήσουν οι δραστηριότητες μετά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας;

Σε γενικές γραμμές, σύμφωνα με το άρθρο 18 στοιχείο α) της CRD, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε σε πιστωτικό ίδρυμα εάν το πιστωτικό ίδρυμα δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας, μεταξύ άλλων, δηλ. εάν δεν ξεκινήσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες εντός 12 μηνών από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας. Ωστόσο, σε ορισμένα κράτη μέλη, ενδέχεται να ισχύουν επιπρόσθετα ή συντομότερα χρονικά πλαίσια όσον αφορά την απαίτηση έναρξης δραστηριοτήτων αμέσως μετά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας. Σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες θα πρέπει να αναφέρουν με σαφήνεια κατά τη διαδικασία αδειοδότησης την προγραμματισμένη έναρξη των δραστηριοτήτων τους. Επίσης, οι τράπεζες πρέπει να παρέχουν στρατηγική που να ορίζει με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύουν να εφαρμόσουν το επιχειρηματικό σχέδιο και να αναπτύξουν κατάλληλο σύστημα ελέγχου κινδύνων.

Τι θα συμβεί αν μια απόφαση για αναδιάρθρωση του ομίλου καταλήγει σε αλλαγή στις συμμετοχές μιας τράπεζας υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ; Πρέπει να ενημερώσω άμεσα την ΕΚΤ;

Η απόκτηση ή η αύξηση ειδικών συμμετοχών από ένα πιστωτικό ίδρυμα – όπως ορίζεται στην CRD – υπόκειται σε εκ των προτέρων έγκριση από την ΕΚΤ. Όπως και η αξιολόγηση για τη χορήγηση άδειας τραπεζικής λειτουργίας, αυτή η αξιολόγηση διενεργείται στο πλαίσιο κοινής διαδικασίας. Η εθνική εποπτική αρχή είναι, επομένως, ο αρχικός αποδέκτης στον οποίο πρέπει να υποβάλετε τη σχετική κοινοποίηση. Κατόπιν στενής συνεργασίας και διαβούλευσης με την εθνική εποπτική αρχή, η ΕΚΤ θα λάβει εποπτική απόφαση σχετικά με την απόκτηση της συμμετοχής. Για μια ομαλή διαδικασία, οι αιτούντες θα πρέπει να εξετάζουν το ενδεχόμενο έναρξης συζητήσεων με την αρμόδια ΕΑΑ και την ΕΚΤ πριν από την επίσημη υποβολή της κοινοποίησης.

Τι συμβαίνει σε υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ στη λήξη της μεταβατικής περιόδου;

H CRD δεν ισχύει πλέον για τις τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου και τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ θα απωλέσουν το ενιαίο διαβατήριο της ΕΕ. Προκειμένου να παρέχουν ρυθμιζόμενες δραστηριότητες, αυτά τα ιδρύματα πρέπει να έχουν λάβει την κατάλληλη αδειοδότηση. 

Εσωτερική διακυβέρνηση και διαχείριση κινδύνων

Θα αποδεχόταν η ΕΚΤ ένα επιχειρηματικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο η τράπεζα ασκεί δραστηριότητες – συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών κεφαλαιαγοράς – στη ζώνη του ευρώ ενώ εξακολουθεί να χρησιμοποιεί την υποδομή, την τεχνογνωσία και τις ρυθμίσεις (π.χ. κεντρική υπηρεσία διαχείρισης κινδύνων) σε επίπεδο ομίλου σε τρίτη χώρα;

Οι τράπεζες στη ζώνη του ευρώ θα πρέπει να έχουν την ικανότητα να διαχειρίζονται όλους τους σημαντικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να τις επηρεάσουν ανεξάρτητα και σε τοπικό επίπεδο και θα πρέπει να έχουν υπό τον έλεγχό τους τον ισολογισμό και όλα τα ανοίγματα. Θα πρέπει να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται άμεσα και ανεξάρτητα σε πιθανές ερωτήσεις από την ΕΚΤ ή τις εθνικές εποπτικές αρχές για όλες τις δραστηριότητες που αφορούν την τράπεζα και να παρέχουν πληροφορίες γρήγορα. Οι μηχανισμοί διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων θα πρέπει να είναι ανάλογοι προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας και να συμμορφώνονται πλήρως με την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Η σύσταση εικονικής εταιρείας (empty shell) δεν θα γίνεται αποδεκτή.

Εποπτικές προσδοκίες για τα υποδείγματα συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων (μόνο στα αγγλικά) 
Ποιες είναι οι απαιτήσεις ως προς τη στελέχωση των τραπεζών;

Γενικά, τα πιστωτικά ιδρύματα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η εποπτευόμενη οντότητα διαθέτει επαρκές προσωπικό για την άσκηση των δραστηριοτήτων της, συμπεριλαμβανομένου προσωπικού που τοποθετείται τόσο στη διαχείριση κινδύνων όσο και στην υπηρεσία διεκπεραίωσης συναλλαγών (front office).

Αν οι τράπεζες σκοπεύουν να αναθέσουν σε μέλη του προσωπικού περισσότερους από έναν ρόλους σε προσωρινή ή μόνιμη βάση, όπως εργασία σε αρκετές οντότητες του ομίλου («dual hatting»), η ΕΚΤ και οι εθνικές αρχές θα διενεργούν διεξοδική αξιολόγηση προκειμένου να διασφαλίζουν ότι επενδύεται επαρκής χρόνος σε αυτές τις λειτουργίες εντός των εποπτευόμενων τραπεζών. Η οργανωτική διάρθρωση δεν θα πρέπει να υπονομεύει την ύπαρξη σαφών γραμμών αναφοράς και αρμοδιοτήτων εντός της εποπτευόμενης οντότητας, ή να οδηγεί σε πιθανές συγκρούσεις συμφερόντων. Οι τράπεζες πρέπει να εδραιώσουν κατά τόπους ανεξάρτητες λειτουργίες και ελέγχους που αναφέρονται στο τοπικό διοικητικό συμβούλιο, για παράδειγμα στους τομείς του ελέγχου κινδύνων, της συμμόρφωσης και της εσωτερικής επιθεώρησης. Ορισμένοι βασικοί ρόλοι δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται σε ρυθμίσεις dual hatting.

Είναι σημαντικό το διοικητικό όργανο να αφιερώνει επαρκή χρόνο στην εκτίμηση των ζητημάτων κινδύνου. Το διοικητικό όργανο πρέπει να συμμετέχει ενεργά, και να διασφαλίζει ότι διατίθενται επαρκείς πόροι, στη διαχείριση όλων των σημαντικών κινδύνων καθώς και στην αποτίμηση των στοιχείων ενεργητικού, στη χρήση εξωτερικών αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας και εσωτερικών υποδειγμάτων σε σχέση με τους εν λόγω κινδύνους. Τα ιδρύματα πρέπει επίσης να διαθέτουν λειτουργία διαχείρισης κινδύνων η οποία να είναι ανεξάρτητη από τις επιχειρησιακές λειτουργίες και να έχει επαρκείς εξουσίες, κύρος, πόρους και πρόσβαση στο διοικητικό όργανο.

Μπορώ να συνεχίσω να παρέχω υπηρεσίες σε πελάτες εντός της ΕΕ από υποκατάστημα στο Λονδίνο μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ (Brexit);

Η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές πιστεύουν ότι σκοπός των υποκαταστημάτων σε τρίτες χώρες είναι η κάλυψη τοπικών αναγκών. Η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές δεν έχουν την προσδοκία ότι τα υποκαταστήματα σε τρίτες χώρες εκτελούν κρίσιμες λειτουργίες για το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα ή ότι παρέχουν υπηρεσίες σε πελάτες που είναι εγκατεστημένοι στην ΕΕ.

Μπορώ να ξεκινήσω να εκτελώ τραπεζικές εργασίες σε χώρα της ζώνης του ευρώ αν δεν έχουν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή όλες οι απαραίτητες ρυθμίσεις, αλλά σκοπεύω να τις θέσω σε εφαρμογή στο εγγύς μέλλον;

Οι απαιτήσεις για την εύρυθμη λειτουργία μιας τράπεζας πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή προτού το ίδρυμα αναλάβει τραπεζικές εργασίες στη ζώνη του ευρώ.

Από αυτό το σημείο εκκίνησης, στον βαθμό που το ίδρυμα αναπτύσσει τις δραστηριότητές του με την πάροδο του χρόνου, ενδέχεται να είναι επίσης δυνατή η παράλληλη ανάπτυξη πρόσθετων τοπικών ικανοτήτων και ρυθμίσεων. Η εποπτική αρχή μπορεί να επιτρέπει κατά περίπτωση ρυθμίσεις τέτοιου είδους, εφόσον αυτές ευθυγραμμίζονται με το επιχειρηματικό σχέδιο της τράπεζας. Όλες οι ρυθμίσεις πρέπει να βασίζονται σε ρεαλιστικό και διεξοδικό επιχειρηματικό σχέδιο για την ανάπτυξη τέτοιων ικανοτήτων, το οποίο πρέπει να περιλαμβάνεται στην αίτηση αδειοδότησης. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα παρακάτω: πεδίο και κίνδυνος των προγραμματιζόμενων δραστηριοτήτων, πολιτική συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων και διαφοροποίηση αντισυμβαλλομένων σε επίπεδο αντιστάθμισης κινδύνου /συναλλαγών, μετεγκατάσταση πόρων, κερδοφορία της οντότητας του ΕΕΜ, ικανότητα υποβολής στοιχείων και υποδομή πληροφορικής.

Οι ρυθμίσεις δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να θέτουν σε κίνδυνο την άρτια εσωτερική διακυβέρνηση και τη χρηστή και αποτελεσματική διαχείριση κινδύνων, ή να σημαίνουν ότι οι ικανότητες και οι έλεγχοι «υπολείπονται της δραστηριότητας».

Αποδέχεται η ΕΚΤ τη χρήση υποδειγμάτων που συνεπάγονται μεταφορά κινδύνων σε άλλες οντότητες του ομίλου (back-to-back booking); Ποιες ρυθμίσεις έχετε την προσδοκία να τίθενται σε εφαρμογή όσον αφορά τα υποδείγματα συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων γενικότερα;

Με την επιφύλαξη τυχόν προσωρινών ρυθμίσεων που μπορεί να συμφωνηθούν κατά περίπτωση με την εποπτική αρχή, η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές καλούν τις τράπεζες που είναι εγκατεστημένες στη ζώνη του ευρώ να διαθέτουν επαρκείς ικανότητες (συμπεριλαμβανομένων των λειτουργιών τοπικής υποδομής, προσωπικού και διαχείρισης κινδύνου) ώστε να διαχειρίζονται σε τοπικό επίπεδο το σύνολο των σημαντικών κινδύνων.

Ειδικότερα όσον αφορά το υπόδειγμα που συνεπάγεται μεταφορά κινδύνων σε άλλες οντότητες του ομίλου (back-to-back booking), η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν την προσδοκία (το ίδιο ισχύει και για πιθανές μεταβατικές ρυθμίσεις που επιτρέπονται κατά περίπτωση) ότι η διαχείριση και ο έλεγχος μέρους του κινδύνου που ενέχουν όλες οι σημαντικές γραμμές προϊόντων γίνονται σε τοπικό επίπεδο. Για τον κίνδυνο αγοράς αυτό μπορεί να συνεπάγεται την ενδεχόμενη εγκατάσταση μόνιμων ικανοτήτων διαπραγμάτευσης σε τοπικό επίπεδο και τοπικών επιτροπών διαχείρισης κινδύνων, όπως επίσης και κινδύνους συναλλαγών και αντιστάθμισης με διαφοροποιημένη ομάδα εξωτερικών αντισυμβαλλομένων. Οι ειδικές απαιτήσεις και οι πιθανές μεταβατικές περίοδοι θα εξαρτώνται, μεταξύ άλλων, από τη δομή του υποδείγματος συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων, τη σημαντικότητα και την πολυπλοκότητα της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τον βαθμό των ενδοομιλικών χρηματοδοτικών ανοιγμάτων, καθώς και τις υποκείμενες συμβατικές σχέσεις και τις εσωτερικές ρυθμίσεις.

Πώς αξιολογούνται τα υποδείγματα συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων; Ποιες είναι οι εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά τα υποδείγματα που συνεπάγονται μεταφορά κινδύνων σε άλλες οντότητες του ομίλου (back-to-back booking);

Η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές αξιολογούν τις πρακτικές συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων (συμπεριλαμβανομένων των πρακτικών μεταφοράς κινδύνων σε άλλες οντότητες του ομίλου ή της εξ αποστάσεως διαχείρισης κινδύνων) και τους συναφείς κινδύνους κατά την υποβολή αίτησης αδειοδότησης και με τη διενέργεια συνεχούς εποπτείας (παρακολούθηση). Τα υποδείγματα συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων εισερχόμενων και υφιστάμενων τραπεζών δεν θα πρέπει να καταλήγουν σε εικονικές εταιρείες (empty shells), σε εξάρτηση από την παροχή υπηρεσιών από οντότητες που βρίσκονται σε τρίτες χώρες ή σε κωλύματα στην ταχεία εφαρμογή μέτρων ανάκαμψης. Επίσης οι τράπεζες θα πρέπει να είναι σε θέση να λειτουργούν επαρκώς σε αυτόνομη βάση (δηλ. ανεξάρτητα από την υποστήριξη του ομίλου). Η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές αξιολογούν κατά πόσον οι τράπεζες εκπληρώνουν (ή σχεδιάζουν να εκπληρώσουν) αυτές τις εποπτικές προσδοκίες κατά την αξιολόγηση των υποδειγμάτων συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων.

Ειδικότερα, η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές αξιολογούν κατά πόσον οι τράπεζες εφαρμόζουν (ή σχεδιάζουν να εφαρμόσουν) κατάλληλα πλαίσια διακυβέρνησης και διαχείρισης κινδύνων σε τοπικό επίπεδο και εάν απασχολούν προσωπικό για τον εντοπισμό και τη διαχείριση κινδύνων που προκύπτουν σε τοπικό επίπεδο. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στο κατά πόσον το τοπικό πλαίσιο διακυβέρνησης και η δομή στελέχωσης της τράπεζας, καθώς και οι ικανότητες διαχείρισης κινδύνου, είναι κατάλληλα και ανάλογα προς τις συναλλακτικές δραστηριότητές της, τις στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου και την ικανότητα αντιστάθμισης κινδύνου με διαφοροποιημένη ομάδα αντισυμβαλλομένων, τον προγραμματιζόμενο βαθμό πρόσβασης σε υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών, το επίπεδο και την εσωτερική ρύθμιση των ενδοομιλικών συναλλαγών και ανοιγμάτων και τις συγκεντρώσεις αντισυμβαλλομένων και άλλα μεγάλα ανοίγματα.

Οι εποπτικές προσδοκίες όσον αφορά τα υποδείγματα συγκεντρωτικής διαχείρισης κινδύνων εφαρμόζονται αναλογικά με βάση τη σημαντικότητα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων κάθε ιδρύματος. Αυτό σημαίνει ότι μεγάλες τράπεζες, με υψηλό βαθμό διασύνδεσης και πολύπλοκες πράξεις κεφαλαιαγοράς, υπόκεινται σε υψηλότερες εποπτικές προσδοκίες και αξιολογήσεις.

Ποιες είναι οι εποπτικές προσδοκίες της ΕΚΤ όσον αφορά τις συμφωνίες εξωτερικής ανάθεσης; Ποιες λειτουργίες και υπηρεσίες θα μπορεί μια τράπεζα της ζώνης του ευρώ να αναθέσει σε τρίτους;

Η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές έχουν την προσδοκία οι εποπτευόμενες τράπεζες να διαθέτουν άρτιους μηχανισμούς για τον έλεγχο των κινδύνων σε οντότητες που είναι εγκατεστημένες στη ζώνη του ευρώ. Οι μηχανισμοί αυτοί θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η υλοποίηση συμφωνιών εξωτερικής ανάθεσης (είτε εντός είτε εκτός του ομίλου) παρακολουθείται καταλλήλως από τα διοικητικά όργανα της οντότητας και είναι πλήρως συμμορφωμένη με τις κανονιστικές απαιτήσεις.

Επιπλέον, η λειτουργική ανεξαρτησία της εποπτευόμενης τράπεζας δεν θα πρέπει να υπονομεύεται λόγω της ανάθεσης λειτουργιών ή υπηρεσιών σε τρίτους: θα πρέπει να υπάρχουν κατάλληλες διαδικασίες για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών οι οποίες θα υποβάλλονται σε τακτικούς ελέγχους με σκοπό να διασφαλίζεται η συνέχεια στην επιχειρηματική δραστηριότητα της οντότητας. Επίσης, έχει κρίσιμη σημασία οι συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης να προβλέπουν την τοπική διαχείριση και την πρόσβαση των εποπτών σε όλες τις πληροφορίες καθώς και την ικανότητά τους να επιθεωρούν την οντότητα που παρέχει τις υπηρεσίες.

Γενικά, οι συμφωνίες εξωτερικής ανάθεσης θα εξετάζονται και θα αξιολογούνται κατά περίπτωση από την ΕΚΤ και τις εθνικές εποπτικές αρχές.

Σχέδια ανάκαμψης

Θα επηρεάσει η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ τα σχέδια ανάκαμψης των ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ; Ποιες είναι οι απαιτήσεις όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης των νεοσύστατων τραπεζών στη ζώνη του ευρώ;

Όπως απαιτεί το άρθρο 7 παράγραφος 1 της οδηγίας για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών (Bank Recovery and Resolution Directive - BRRD), οι μητρικές επιχειρήσεις στην ΕΕ πρέπει να εκπονούν σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου στο υψηλότερο επίπεδο ενοποίησης εντός της ΕΕ. Μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, το σχέδιο αυτό πρέπει να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι το ίδρυμα του Ηνωμένου Βασιλείου δεν θα αποτελεί πλέον την υψηλότερη οντότητα της ΕΕ εντός του ομίλου.

Τα πιστωτικά ιδρύματα που μόλις έλαβαν άδεια λειτουργίας και οι υφιστάμενες τράπεζες που σχεδιάζουν να επεκτείνουν σημαντικά τις δραστηριότητές τους θα πρέπει να αναπτύξουν σχέδιο ανάκαμψης εντός της ΕΕ που να συμμορφώνεται με την BRRD. Το σχέδιο θα πρέπει να αντανακλά τις υποχρεώσεις που ορίζει η σχετική αρμόδια αρχή και θα πρέπει να αναπτυχθεί εντός κατάλληλου χρονικού πλαισίου, δηλ. εντός περιόδου τριών έως έξι μηνών από την έναρξη των εργασιών. Τα έγγραφα τεκμηρίωσης για την αδειοδότηση θα πρέπει να περιλαμβάνουν σαφές και αναλυτικό σχέδιο έργου όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο το διοικητικό όργανο του ιδρύματος σκοπεύει να εκπληρώσει τις απαιτήσεις εντός του παραπάνω χρονοδιαγράμματος.

Εσωτερικά υποδείγματα

Θα αποδεχτεί η ΕΚΤ προϋπάρχουσες εγκρίσεις που έχουν χορηγηθεί σε εσωτερικά υποδείγματα από αρχές τρίτης χώρας;

Η αποδοχή προϋπαρχουσών εγκρίσεων εσωτερικών υποδειγμάτων υπό αυτές τις συνθήκες δεν θεωρείται εφικτή υπό το ισχύον νομικό πλαίσιο.

Σύμφωνα με τον κανονισμό για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις (Capital Requirements Regulation - CRR), η (συνεχιζόμενη) χρήση εσωτερικών υποδειγμάτων από:

  • νέες τράπεζες που εγκαθίστανται στη ζώνη του ευρώ
  • υφιστάμενη τράπεζα, σε περίπτωση που σκοπεύει να πραγματοποιήσει αλλαγές σε υποκείμενα χαρτοφυλάκια (π.χ. προσθήκη χαρτοφυλακίων που θα καλύπτονται από το εσωτερικό υπόδειγμα)

απαιτεί την εκ νέου υποβολή αίτησης για τη χορήγηση έγκρισης από την τράπεζα.

Πώς θα αξιολογεί η ΕΚΤ τα εσωτερικά υποδείγματα στο πλαίσιο μετεγκατάστασης ή αναδιάρθρωσης εντός τραπεζικού ομίλου;

Στο πλαίσιο της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ισχύει περιορισμένη χρονική περίοδος κατά την οποία νέες τράπεζες στη ζώνη του ευρώ που επεκτείνονται ή μεταναστεύουν από το Ηνωμένο Βασίλειο μπορούν να χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα που δεν έχουν ακόμη εγκριθεί από την ΕΚΤ.

Τέτοιες συμφωνίες, οι οποίες υπόκειται σε αυστηρές προϋποθέσεις, έχουν κοινοποιηθεί στις τράπεζες που επηρεάζονται.

Η περιορισμένη περίοδος κατά την οποία οι τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιούν εσωτερικά υποδείγματα που δεν έχουν ακόμη εγκριθεί από την ΕΚΤ θα λήξει, το αργότερο, στις 30 Ιουνίου 2022 ή από τη στιγμή που θα εγκριθεί ή απορριφθεί η αίτηση για τη χορήγηση έγκρισης όσον αφορά τα εσωτερικά υποδείγματα.

Εσωτερικά υποδείγματα

Ζητήματα σχετικά με τη συνεχή εποπτεία

Τον Οκτώβριο του 2017 η ΕΑΤ δημοσίευσε γνώμη για ζητήματα σχετικά με το Brexit με σκοπό τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής της ενωσιακής νομοθεσίας σε επιχειρήσεις που επιθυμούν να εγκατασταθούν ή να ενισχύσουν την παρουσία τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27. Θα υπάρξουν αλλαγές ως συνέπεια της εν λόγω γνώμης της ΕΑΤ;

Η γνώμη της ΕΑΤ για ζητήματα σχετικά με το Brexit καθορίζει αρχές για πολλά από τα θέματα που καλύπτονται επίσης από τις παρούσες απαντήσεις σε συνήθεις ερωτήσεις. Οι κατευθύνσεις της ΕΚΤ συμβαδίζουν με αυτές τις αρχές.

Για παράδειγμα, η ΕΚΤ συμφωνεί ότι είναι ανάγκη να διατηρηθούν υψηλά πρότυπα αδειοδότησης και σχεδιάζει να εξετάζει τις αιτήσεις αδειοδότησης διεξοδικά και χωρίς καμία παρέκκλιση. Τα ιδρύματα δεν θα επιτρέπεται να αναθέτουν τις δραστηριότητες τους σε τρίτους σε τέτοιο βαθμό ώστε να λειτουργούν ως «εικονικές εταιρείες» και θα πρέπει να διαθέτουν ικανότητες εντοπισμού και διαχείρισης κινδύνων σε τοπικό επίπεδο. Η στάση που τηρεί η ΕΚΤ όσον αφορά τα εσωτερικά υποδείγματα συνάδει επίσης με όλες τις αρχές της ΕΑΤ, π.χ. τα ιδρύματα που επιθυμούν πρόσθετες εγκρίσεις εσωτερικών υποδειγμάτων θα πρέπει να υποβάλουν τις αναγκαίες αιτήσεις και οι αρμόδιες αρχές της ΕΕ των 27 μπορεί να βασιστούν στην αξιολόγηση που θα παρέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά θα πρέπει στη συνέχεια να προβούν σε αναθεώρησή της.

Όσον αφορά τα εποπτικά δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες που περιλαμβάνονται στη δέσμη CRD, ποιους κανόνες πρέπει να ακολουθήσω αν μετεγκατασταθώ σε χώρα της ζώνης του ευρώ;

Αν είστε σημαντικό ίδρυμα, υπόκεισθε στην πολιτική της ΕΚΤ για τα εποπτικά δικαιώματα και διακριτικές ευχέρειες που παρέχει το ενωσιακό δίκαιο. Η πολιτική αντανακλάται στον κανονισμό της ΕΚΤ και τον οδηγό της ΕΚΤ σχετικά με την άσκηση δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών, που έχουν τεθεί σε ισχύ από το 2016.

Προκειμένου να διασφαλίζονται ίσοι όροι ανταγωνισμού και συνεπής εφαρμογή υψηλών προτύπων εποπτείας στο σύνολο της ζώνης του ευρώ, αποφασίστηκε η εναρμόνιση της άσκησης δικαιωμάτων και διακριτικών ευχερειών και για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα. Οι τελικές νομικές πράξεις δημοσιεύθηκαν στις 13 Απριλίου 2017.

Πώς αντιμετωπίζονται τα μεγάλα ενδοομιλικά ανοίγματα;

Το γενικό πλαίσιο για τα μεγάλα χρηματοδοτικά ανοίγματα, όπως ορίζεται στον CRR, πρέπει να εφαρμόζεται άμεσα από όλες τις τράπεζες. Όταν πρόκειται συγκεκριμένα για πιθανή εξαίρεση μεγάλου ανοίγματος μεταξύ οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο ή δίκτυο εντός της ζώνης του ευρώ, θα πρέπει να ελέγξετε εάν η χώρα στην οποία είστε εγκατεστημένοι έχει θεσπίσει νομοθεσία σχετικά με την εξαίρεση μεγάλων ενδοομιλικών ανοιγμάτων, ασκώντας τη μεταβατική διακριτική ευχέρεια που παρέχει το άρθρο 493 παράγραφος 3 του CRR.

  • Εάν συμβαίνει αυτό, είστε υποχρεωμένοι να συμμορφωθείτε με την εν λόγω εθνική νομοθεσία. Αυτές ακριβώς οι νομοθετικές διατάξεις θα λαμβάνονται υπόψη κατά την εξέταση των μεγάλων ενδοομιλικών ανοιγμάτων τα οποία η οντότητα επιθυμεί να εξαιρέσει από το όριο για μεγάλα ανοίγματα, όπως αυτό ορίζεται στον CRR.
  • Εάν δεν συμβαίνει αυτό, είστε υποχρεωμένοι να συμμορφώνεστε με την πολιτική της ΕΚΤ για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας ως έχει επί του παρόντος. Η εν λόγω πολιτική αντανακλάται στον προαναφερθέντα κανονισμό της ΕΚΤ σχετικά με τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες (βλ. άρθρο 9 και παράρτημα Ι). Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο πιθανής αύξησης του όγκου και της σημασίας των ανοιγμάτων έναντι οντοτήτων σε τρίτες χώρες, η ΕΚΤ και οι εθνικές εποπτικές αρχές εξετάζουν τη θέσπιση εκ των προτέρων εποπτικού ελέγχου προτού επιτρέψουν την εφαρμογή εξαιρέσεων από τα όρια.
Συνοπτική παρουσίαση των διαφορετικών καθεστώτων που ισχύουν στις χώρες της ζώνης του ευρώ
Απολογισμός της εφαρμογής των ορίων μεγάλων ανοιγμάτων σε εθνικό επίπεδο*
Ο κανονισμός της ΕΚΤ για τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες ισχύει σε χώρες όπου εφαρμόζεται το άρθρο 400 παράγραφος 2 του CRR Ο κανονισμός της ΕΚΤ για τα δικαιώματα και τις διακριτικές ευχέρειες δεν ισχύει σε χώρες όπου εφαρμόζεται το άρθρο 493 παράγραφος 3 του CRR
IE, NL, SK, LT, EL, CY, SI, LV AT, FR, LU, ES, PT, IT , MT, FI, EE, BE, DE

* Οι πληροφορίες στον πίνακα αντιστοιχούν στο δεύτερο τρίμηνο του 2015.

Πώς εφαρμόζεται η διαδικασία εποπτικής αξιολόγησης; (Επιτροπή της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία «Πυλώνας 2»); Ένα μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα θα καλύπτεται από μέτρα που έχει εγκρίνει η ΕΚΤ ή οι εθνικές εποπτικές αρχές;

Η διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process - SREP) βασίζεται στο πεδίο εφαρμογής της εποπτικής ενοποίησης εντός της ΕΕ και διενεργείται λαμβάνοντας υπόψη το ενοποιημένο επίπεδο του ομίλου σε επίπεδο ΕΕ. Επομένως, αξιολογεί την οικονομική κατάσταση και τους κινδύνους όλων των οντοτήτων εντός του ομίλου. Αυτό σημαίνει ότι η SREP για την εποπτευόμενη τράπεζα θα καλύπτει τη μητρική εταιρεία που είναι εγκατεστημένη στην ΕΕ, αλλά όχι και τη μητρική εταιρεία του εποπτευόμενου ομίλου η οποία βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Η ΕΚΤ καθορίζει τις απαιτήσεις της SREP για τους σημαντικούς τραπεζικούς ομίλους στη ζώνη του ευρώ. Σε περίπτωση που η επικεφαλής μητρική επιχείρηση στην ΕΕ είναι εγκατεστημένη σε μη συμμετέχον κράτος μέλος, αρμόδια για την απόφαση SREP σε επίπεδο ομίλου θα είναι η αρμόδια αρχή στην εν λόγω χώρα της ΕΕ.

Διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP)
Σκοπεύετε να δημοσιεύσετε στο μέλλον περαιτέρω κατευθύνσεις σχετικά με θέματα εποπτείας;

Η ΕΚΤ μπορεί να δημοσιεύσει νέες ή/και επικαιροποιημένες απαντήσεις σε συνήθεις ερωτήσεις σχετικά με θέματα εποπτείας στον δικτυακό τόπο της για την τραπεζική εποπτεία.

Όλες οι σελίδες σε αυτήν την ενότητα

Μηχανισμός καταγγελίας παραβάσεων